Στο άρθρο που ακολουθεί αναλύεται ένα παράδοξο: πως γίνεται στη διάρκεια προεκλογικών περιόδων, όλοι οι υποψήφιοι δήμαρχοι να είναι “αντιμνημονιακοί”, την στιγμή που όλη την υπόλοιπη περίδο, κάθε πολιτική που αντιτίθεται στα Μνημόνια, οπως για παράδειγμα η πολιτική που είναι ενάντια στο ξεπούλημα των δημόσιων πόρων και υπηρεσιών, θεωρείται “μη ρεαλιστική” ή ακόμα και “επικίνδυνη”. Το άρθρο αυτό, καταλήγει σε ένα ερώτημα που πρέπει να θέσουμε σε κάθε επίδοξο πολιτευτή, που τον ερχόμενο Μάη θα διεκδικεί την ψήφο μας: πως θα διασφαλίσει οικονομικούς πόρους για τη λειτουργία των Δήμων με δεδομένες τις τεράστιες περικοπές των προϋπολογισμών τους και τη δραματική μείωση των εσόδων τους; Μήπως ενοικιάζοντας δημοτικές εκτάσεις ή αναθέτοντας την διαχείριση των απορριμάτων και των υδάτων σε ιδιώτες; Και αν είναι έτσι, τότε σε τι συνίσταται ακριβώς η “αντιμνημονιακότητά” τους; Της Μαρίας Μπαρέλη-Γαγλία. Πρώτη δημοσίευση στο www.ikariamag.gr.
«Μνηνομιακοί» & «Αντιμνημονιακοί» ή ‘Αλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε
Στην Ελλάδα των Μνημονιών, το να είναι κανείς “μνημονιακός” ακούγεται σαν ανάθεμα ή ρετσινιά που κανείς δεν θέλει στην πλάτη του, ιδίως μάλιστα όταν ετοιμάζεται να αγωνιστεί στον πολιτικό στίβο των επερχόμενων εκλογών. Αντίθετα, το να διεκδικεί κανείς τον τίτλο του “αντιμνημονιακού”, μοιάζει πιο αγωνιστικό, ίσως και ριζοσπαστικό και σίγουρα εναλλακτικό, που είναι και της μόδας.
«Μνηνομιακοί» & «Αντιμνημονιακοί» ή ‘Αλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε
Στην Ελλάδα των Μνημονιών, το να είναι κανείς “μνημονιακός” ακούγεται σαν ανάθεμα ή ρετσινιά που κανείς δεν θέλει στην πλάτη του, ιδίως μάλιστα όταν ετοιμάζεται να αγωνιστεί στον πολιτικό στίβο των επερχόμενων εκλογών. Αντίθετα, το να διεκδικεί κανείς τον τίτλο του “αντιμνημονιακού”, μοιάζει πιο αγωνιστικό, ίσως και ριζοσπαστικό και σίγουρα εναλλακτικό, που είναι και της μόδας.
Αντί να μπούμε σε μια συζήτηση για το πως ορίζονται οι “μνημονιακές” και “αντιμνημονιακές” πολιτικές ή συμπεριφορές, θα δούμε τη συζήτηση περί “μνημονιακών” και “αντιμνημονιακών” ως δυϊσμό, που όπως κάθε τέτοιος, περισσότερο συσκοτίζει παρά φωτίζει την πραγματικότητα. Αυτός ο δυϊσμός είναι ιδιαίτερα προβληματικός κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων, καθώς υπάρχει κίνδυνος να εξαντληθεί ο δημόσιος διάλογος σε ένα πιγκ πογκ απόδοσης ταμπελών, σε μια ανταλλαγή χαρακτηρισμών ηθικο-πλαστικού περιεχομένου στην καλύτερη των περιπτώσεων, λειτουργώντας έτσι περιοριστικά ως προς το εύρος και το βάθος των δημόσιων συζητήσεων, που περισσότερο ίσως από ποτέ, έχουμε ανάγκη.
Θα επιχειρήσω λοιπόν να αποδομήσω τον δυϊσμό αυτόν, με την βοήθεια μιας πολύ χρήσιμης έννοιας: αυτής του νεο-οριενταλισμού. Πρόσφατα, ο Γιάννης Βαρουφάκης έγραψε ένα πολύ ωραίο άρθρο για τον νεο-οριενταλισμό στον οποίο υπόκειται (και) η χώρα μας. Ο οριενταλισμός, -που ανέλυσε πρώτος ο Έντουαρντ Σαϊντ σημαδεύοντας έκτοτε ανεξίτηλα τις κοινωνικές επιστήμες-, είναι ένας τρόπος να «βλέπει» η Δύση την Ανατολή (“λάγνα”, “ρομαντική”, αλλά και “σφηκοφωλιά δολοφόνων” ή “τρομοκρατών”). Είναι για την ακρίβεια ο κυρίαρχος τρόπος, και ένα εκ των θεμελίων της αποικιοκρατίας. Και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την νομιμοποίηση (νεο) αποικιακών πρακτικών (τύπου Τρόϊκας), και της βίας και αδικίας που οι πρακτικές αυτές προϋποθέτουν και συνεπάγονται. Για να λειτουργήσει ο νεο-οριενταλισμός ως θεμέλιο της αποικιοκρατίας χρειάζονται δυο επιπλέον συστατικά: οι γενικεύσεις (όλοι οι ανατολίτες είναι ανορθολογικοί, υπανάπτυκτοι κ.λ.π.), και η “εσωτερίκευσή του εκ μέρους των τοπικών προυχόντων”, η αφομοίωση δηλαδή τέτοιων γενικεύσεων, “με αντάλλαγμα το δικαίωμα να διαφεντεύουν τους υπηκόους τους εκ μέρους των ισχυρών της Δύσης” (“Λάγνα Ανατολή και κρίση. Το ιστορικό παράδειγμα και ο νεο-οριενταλισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης”, στο Lifo, 27/2/2014).
Παρατηρούνται λοιπόν δυο ειδών αναλύσεις που αφορούν την κρίση και εκ των οποίων εκπορεύονται δυο ειδών πολιτικοί λόγοι ή πολιτικές: οι “σοβαρές”, “έγκριτες”, “ορθολογικές”, “επιστημονικές”, “χωρίς συναισθηματισμούς” ή “κομματικά κυάλια”, εν ολίγοις, οι καθωσπρέπει αναλύσεις και κριτικές, οι οποίες κατά κανόνα προέρχονται από φορείς πολιτικής εξουσίας, ξένους κυρίως οικονομικούς αναλυτές ‘η “έγκριτους” Έλληνες δημοσιογράφους, που σε κάθε περίπτωση βρίσκονται σε θέσεις ισχύος ή εξουσίας.
Στον αντίποδα τέτοιων αναλύσεων βρίσκονται οι “ανορθολογικές”, “ρομαντικές”, “πολιτικά φορτισμένες”, “συνωμοσιολογικές”, “λάγνες” ή “συναισθηματικές” αναλύσεις, που κατά κανόνα γίνονται από “πονεμένους”, “αθεράπευτα ρομαντικούς”, και πάντως “χαμηλότερης διανοητικής ικανότητας” ή “κομματικά καθοδηγούμενους”, “αχυρανθρώπους”, “ψευτο-παλικαράδες” ή και “διεφθαρμένους”, με “άλλες σκοπιμότητες κατά νου”.
Οι αντιφάσεις του ευρωπαϊκού νεο-οριενταλισμού γίνονται ιδιαίτερα εμφανείς στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών, εκεί που οι προύχοντες είναι περισσότερο προσβάσιμοι στους πολίτες. Για αυτούς λοιπόν τίθεται το (προεκλογικό) ερώτημα: είναι “μνημονιακοί” ή “αντιμνημονιακοί”;
Το Μνημόνιο ή ακριβέστερα τα Μνημόνια, που προσδιορίζουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την δανειοδότηση της χώρας μας από 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Δ.Ν.Τ., θεωρούνται από τους τοπικούς ή τους υποψήφιους τοπικούς μας άρχοντες άλλοτε ως αναγκαίο κακό ή βραχνάς και κύριο αίτιο της οικονομικής δυσπραγίας τους, και άλλοτε ως αναπτυξιακή ευκαιρία.
Σε κάθε περίπτωση, οι εν δυνάμει “επιτυχημένοι”, “ορθολογικοί” και “καθωσπρέπει” δήμαρχοι και νυν υποψήφιοι πολιτευτές, ενστερνίζονται τις αναλύσεις, τους λόγους και τις κριτικές της πρώτης κατηγορίας, από την οποία αντλούν άλλωστε την εγκυρότητα και τη σοβαρότητα των λόγων τους. Από την άλλη πλευρά, οι υποψήφιοι πολιτευτές που έχουν απόψεις που συγκρούονται με κάθε επίσημο λόγο για τα Μνημόνια, όπως μη αναγνώριση, κατάργησή τους και μονομερή διαγραφή χρέους -σύμφωνα πάντα με τον νεο-οριενταλιστικό λόγο-, κινούνται στην σφαίρα του μη ρεαλιστικού και είναι μάλλον “επικίνδυνοι” (π.χ. δήλωση υποψήφιου δημάρχου στον νομό Χαλκιδικής).
Ενώ θα περίμενε κανείς, σύμφωνα μ’ αυτό το κυρίαρχο νεο-οριενταλιστικό λόγο, να είναι ρετσινιά να είναι κανείς “αντιμνημονιακός”, συμβαίνει το αντίθετο: το να είναι κανείς “μνημονιακός” θεωρείται ύβρις και όλοι οι πολιτευτές μας (ή έστω οι περισσότεροι), διεκδικούν για τον εαυτό τους αντι-μνημονιακές δάφνες.
Αυτό που διακρίνει πλέον τον έναν “αντι-μνημονιακό” από τον άλλον, είναι ο “ρεαλισμός” της πολιτικής του. Έτσι, οι πρώην ή εν δυνάμει “επιτυχημένοι”, “ορθολογικοί”, καθωσπρέπει δήμαρχοι, σπεύδουν να τονίσουν την ρεαλιστική διάσταση της πολιτικής τους, στήνοντας και πάλι απέναντι τους “μη ρεαλιστές” ή “ονειροβατούντες” και “κομματικά καθοδηγούμενους”, οι οποίοι αρέσκονται στο να ρίχνουν λάσπη, να κάνουν ατεκμηρίωτες επιθέσεις ή να βγάζουν άναρθρες κραυγές.
Και η “αντιμνημονιακή” δράση, που όμως είναι “ρεαλιστική”, συνήθως αρχίζει και τελειώνει με προσωπικές ή επίσημες επαφές με υπουργούς και γραμματείς, διαβήματα και νομικές προσφυγές ή “με το γάντι” διαμαρτυρίες για τα χαράτσια, τη διάλυση των δομών υγείας-πρόνοιας και το κλείσιμο δημοσίων υπηρεσιών. Άλλωστε τι ποιο “ρεαλιστικό” στην ψηφιακή εποχή που ζούμε από το να αναδιοργανωθούν οι δημόσιες υπηρεσίες με την εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών (π.χ.ΔΟΥ, ΙΚΑ); ‘Ασχετα βέβαια από το γεγονός ότι έχουν ήδη αποσαρθρωθεί τα δικαιώματα των εργαζομένων, με αποτέλεσμα πολλές από τις αρμοδιότητες των δημοσίων υπηρεσιών να μεταβιβάζονται σε κακο-πληρωμένους ιδιώτες που συνήθως δουλεύουν ατελείωτες ώρες ή ακόμα και σε καλο-πληρωμένους ιδιώτες που κοστολογούν ακριβά βασικά δικαιώματά μας, όπως το δικαίωμα στην ελευθεροκοινωνία, την ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες του κράτους και σε δημόσια αγαθά, όπως αυτά της υγείας, της πρόνοιας και της παιδείας.
Έτσι όμως, ο νεο-οριενταλισμός, εσωτερικευμένος ολότελα από τους τοπικούς προύχοντες, εισέρχεται στο πεδίο του θεάτρου σκιών, με τους “μνημονιακούς” να είναι παντού -εφόσον κάποιοι υλοποιούν καλώς ή κακώς τα προγράμματα της τρόϊκας- και πουθενά, διότι κανείς δεν λέει ανοιχτά “είμαι μνημονιακός”. Ομοίως οι “αντιμνημονιακοί” είναι παντού -ιδίως ανάμεσα σ’ αυτούς που ζητούν τώρα την ψήφο μας-, και πουθενά, γιατί αν ήμασταν πράγματι όλοι αντιμνημονιακοί, ίσως να είχαμε καταργήσει τα Μνημόνια ή μάλλον θα μας είχαν αφαιρέσει το δικαίωμα ψήφου καθώς θα ήμασταν “μωροί” ή “επικίνδυνοι”.
Όμως, κεφαλαιώδους σημασίας για τα Μνημόνια είναι οι απο-κρατικοποιήσεις και ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Και αυτό είναι που πολλοί εκ των επιτυχημένων δημάρχων με τα δυτικο-ευρωπαϊκά μέτρα και σταθμά, μοιάζουν να ξεχνούν. Κι αυτό γιατί ένα ερώτημα επικρέμεται πάνω από κάθε υποψήφιο πολιτευτή, ασχέτως πώς αυτοπροσδιορίζεται- δεξιός, αριστερός, κομμουνιστής, ανεξάρτητος ή εναλλακτικός: πώς θα διασφαλιστούν οικονομικοί πόροι για τη λειτουργία των Δήμων με δεδομένες τις τεράστιες περικοπές των προϋπολογισμών τους και τη δραματική μείωση των εσόδων τους;
Μήπως ένας τρόπος, όπως ορίζουν άλλωστε οι μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, είναι η διάθεση της διαχείρισης των φυσικών πόρων σε ιδιώτες; Για παράδειγμα, με το 'άνοιγμα' των Δήμων στις αγορές πράσινης ενέργειας με την μακροχρόνια ενοικίαση από πλευράς των Δήμων των κοινοτικών ή δημοτικών εκτάσεων για την παραγωγή βιομηχανικής αιολικής ενέργειας;
Μήπως ένας άλλος τρόπος για ανάπτυξη είναι η συνεργασία των Δήμων στα πλαίσια της Ελληνο-Γερμανικής Συνέλευσης με εταιρείες που θα αναλάβουν για παράδειγμα τη διαχείριση των απορριμάτων κατά τις “βέλτιστες πρακτικές”, όπως αυτές ορίζονται από τις δυτικές καθωσπρέπει οικονομο-τεχνικές μελέτες; Ή μήπως, από πόρους που θα προκύψουν από τη συνεργασία με εταιρείες που θα αναλάβουν τη διαχείριση των υδάτων για παράδειγμα, στα πλαίσια άλλων ευρωπαϊκών “Σχεδίων Δράσης”;
Για μια φορά, έτσι επειδή μπαίνουμε σε προεκλογική περίοδο, αντί να χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ ή ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των φυσικών πόρων, υπέρ ή ενάντια στη συνεργασία Δήμων και εταιρειών, ας ζητήσουμε από τους κατά τόπους υποψήφιους πολιτευτές μας να τεκμηριώσουν την “αντιμνημονιακή” τους δράση σε σχέση με την ιδιωτικοποίηση των δημοτικών και δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, που είναι άλλωστε από τα βασικά ζητούμενα των Μνημονίων.
Και αν η απάντηση στο πώς θα διασφαλιστούν οικονομικοί πόροι είναι θετική για κάποια/-ες από τις εκδοχές της προηγούμενης παραγράφου, τότε ας μας τεκμηριώσουν με ποιούς τρόπους οι σχετικές αποφάσεις αντιτίθενται στα Μνημόνια και στην “απελευθέρωση” των αγορών που έως τώρα ελέγχονταν από το κράτος.
Ειδαλλιώς, οι καθ’ όλα ορθολογικοί και καθωσπρέπει τοπικοί προύχοντες, ας αφήσουν κατά μέρος τα αντιμνημονιακά στεφάνια, διότι προσβάλλουν πρώτα απ’ όλα την κοινή λογική μας, και εν συνεχεία εμάς τους ίδιους, που πολύ σύντομα θα (ξανα-)βρεθούμε στο στόχαστρο της απαξίωσης αν τύχει να διασταυρωθούμε σε κάποιους από τους αγώνες για τα δημόσια και κοινά μας αγαθά.
Μαρία Μπαρέλη-Γαγλία