Μεθοδευμένη διαχρονικά η ''κατάρρευση'' των ασφαλιστικών Ταμείων.Ποιοί και πως ''τσέπωσαν'' τα αποθεματικά τους


Λένε : Το ασφαλιστικό σύστημα έχει καταρρεύσει  : δεν μπορεί ένας εργαζόμενος  να  δουλεύει για να ταΐζει ένα συνταξιούχο.

 

Αλλά μήπως, μεταπολεμικά και μέχρι πριν λίγα χρόνια, όταν 100 εργαζόμενοι δούλευαν για ένα συνταξιούχο, οι συνταξιοδοτικές εισφορές  των εν ενεργεία τάιζαν τον έρμο τον συνταξιούχο; Όχι, βέβαια. 

Πού πήγαιναν κατέληγαν λοιπόν τα λεφτά των ασφαλιστικών ταμείων  αφού οι συντάξεις σύμφωνα με τις εισφορές εργαζομένων-εργοδοτών ήταν για την πλειονότητα ,της πείνας; Ποιοί τα ''τσέπωναν'' ; Μήπως οι τράπεζες και οι εργοδότες;

  

''Σκόπιμα αποσιωπείται το γεγονός ότι η κυριότερη αιτία της κατάρρευσης του ασφαλιστικού μας συστήματος οφείλεται βασικά στην καταλήστευση των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων που έγινε από τις κυβερνήσεις τα τελευταία εξήντα δύο χρόνια (από το 1950 έως το 2012).

 

Τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Οργανισμών τοποθετούνταν από τις Διοικήσεις τους σε έντοκους καταθετικούς λογαριασμούς εμπορικών Τραπεζών. 

 

Για παράδειγμα, το 1947 ανέρχονταν σε 50 περίπου δισεκατομμύρια δραχμές και ήταν κατά το πλείστον κατατεθειμένα στην Εθνική Τράπεζα με τόκο 2%. 

 

Λόγω της χαμηλής τραπεζικής τους απόδοσης, υποστηριζόταν από τις συνδικαλιστικές ενώσεις των εργαζομένων ότι θα έπρεπε με τα χρήματα αυτά να χτιστούν κατοικίες για τη στέγαση  ασφαλισμένων εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων. Μάλιστα ορισμένα από τα Ασφαλιστικά Ταμεία διέθεσαν μέρος των αποθεματικών τους κεφαλαίων για την αγορά αστικών ακινήτων. Έτσι το 1947 αγοράστηκαν 10 ακίνητα συνολικής αξίας 15 δισεκατομμυρίων δραχμών (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 14ης Σεπτεμβρίου 1947).

 

 Ωστόσο το κράτος θεώρησε σκόπιμο να χρησιμοποιήσει τον ιδρώτα των εργαζομένων για την οικονομική του ανάπτυξη.

Έτσι την 30η Δεκεμβρίου 1950 δημοσιεύτηκε ο υπ’ αριθ. 1611 Αναγκαστικός Νόμος που καθόριζε ότι από την 1η Ιανουαρίου 1951 «όλα τα επενδυόμενα υπό μορφή εντόκου καταθέσεως κεφάλαια των Ασφαλιστικών Ταμείων παρακατατίθενται υποχρεωτικώς εις την Τράπεζαν της Ελλάδος» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 11ης Μαρτίου 1951).

 

Οι όροι της κατάθεσης ήταν δυσμενείς για τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Ένα μέρος από τα κατατεθειμένα χρήματά τους θα ήταν άτοκο, ενώ το υπόλοιπο τοκιζόταν με 6%. Η Τράπεζα της Ελλάδας θα παραχωρούσε τα χρήματα αυτά στις εμπορικές τράπεζες και αυτές με τη σειρά τους θα τα δάνειζαν σε βιομήχανους, σε εμπόρους και άλλους επιχειρηματίες με πολύ υψηλότερο τόκο.

 

 

 

Το 1952 κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο, με το οποίο προβλεπόταν ο δανεισμός του ελληνικού Δημοσίου από τα διαθέσιμα (: τα άτοκα κεφάλαια) των Ασφαλιστικών Ταμείων μέσω της Τράπεζας της Ελλάδας. Όμως ύστερα από την καθολική αντίδραση των Διοικητικών Συμβουλίων τους αναγκάστηκε ο υπουργός Οικονομικών να αποσύρει το σχετικό νομοσχέδιο (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 25ης Μαρτίου 1952).

 

Όλες  οι κυβερνήσεις είδαν τα αποθεματικά των Ταμείων ως ένα κεφάλαιο, το οποίο θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν προς όφελος της χρηματιστικής ολιγαρχίας.

 

 Γι’ αυτό φρόντισαν να στελεχώσουν τις Διοικήσεις τους με κομματικούς τους φίλους, οι οποίοι δεν θα αντιδρούσαν στη λεηλασία των χρημάτων των εργαζομένων. 

 

Είναι χαρακτηριστική η οικονομική αιμορραγία των Ταμείων το 1978.

 Από το ποσό που ήταν κατατεθειμένο στην Τράπεζα της Ελλάδας  μόνο  38 δισεκατομμύρια τοκίζονταν με 6%, ενώ τα υπόλοιπα ήταν άτοκα, με την αιτιολογία ότι δήθεν χρησίμευαν ως «ταμείο κινήσεως» των Ασφαλιστικών Οργανισμών. 

 

Το τεράστιο αυτό κεφάλαιο απέφερε στα Ταμεία τόκο 2,3 δισεκατομμύρια δραχμές. Αν ληφθεί υπ’ όψη ότι το 1978 ο πληθωρισμός ανερχόταν σε 13,5% – 14%, γίνεται φανερό ότι ο λογαριασμός παρουσίασε ζημιά περίπου 8 δισεκατομμύρια δρχ. (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 30ης Νοεμβρίου 1978). 

 

Την ίδια εποχή (1978) η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προσανατολιζόταν στην επένδυση των αποθεματικών σε χρηματιστηριακούς τίτλους (αγορά μετοχών και αμοιβαίων κεφαλαίων).

Με το δεδομένο ότι οι αποδόσεις των τίτλων αυτών την εποχή εκείνη ήταν πολύ μικρές και ο πληθωρισμός μεγάλος ήταν πασιφανές ότι θα μειώνονταν δραματικά τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων.

Παρά το γεγονός αυτό με κυβερνητική απόφαση, η οποία πάρθηκε ερήμην των εργαζομένων, καθοριζόταν ότι ως το τέλος Δεκεμβρίου του 1978 ένα ποσό από τα αποθεματικά των Ταμείων θα διοχετευόταν στο Χρηματιστήριο.

 

Η απόφαση αυτή διαφημίστηκε από την τότε κυβέρνηση ως προσπάθεια συμμετοχής των εργαζομένων στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 8ης Δεκεμβρίου 1978).

 

Μάλιστα ασκήθηκαν πιέσεις στα Διοικητικά Συμβούλια των Ασφαλιστικών Ταμείων να τοποθετήσουν μέρος των αποθεματικών τους σε μετοχές της Ελληνικής Εταιρείας Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου, θυγατρικής της Ε.Τ.Β.Α.. Σε επιστολή που έστειλε ο υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών Γ. Αποστολάτος στα Συμβούλια όλων των Ταμείων της δικής του αρμοδιότητας υπενθύμιζε ότι:

1.       Οι επενδύσεις σε εταιρείες Χαρτοφυλακίου και Αμοιβαίων Κεφαλαίων απαλλάσσονταν από τη φορολογία και

2.       Η συνολική μέση απόδοση της μετοχής της Ελληνικής Εταιρείας Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου Α.Ε. ήταν 19, 13% (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 30ης Μαΐου 1979).

 

Γρήγορα όμως διαφάνηκαν οι απώλειες που είχαν τα αποθεματικά των  εργαζομένων. Γι’ αυτό τρεις βουλευτές της Αντιπολίτευσης (ο Ε. Βερυβάκης, ο Ι. Κρητικός και ο Ι. Σκουλαρίκης) τον Ιούνιο του 1979 κατέθεσαν επερώτηση στον υφυπουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών για το ζήτημα αυτό.

 

Υποστήριξαν ότι τα διαθέσιμα των Ασφαλιστικών Ταμείων το Δεκέμβριο του 1978, τα οποία ήταν κατατεθειμένα στην Τράπεζα της Ελλάδας, ανέρχονταν περίπου σε 38 δισεκατομμύρια δραχμές .

 

Υπήρχαν επίσης 20 δισεκατομμύρια σε χρεόγραφα και ακίνητη περιουσία αξίας 10 δισεκατομμυρίων. Τα διαθέσιμα αυτά επί μονίμου βάσεως τοκίζονταν με χαμηλό τόκο 6% και υφίσταντο τη μάστιγα του πληθωρισμού (σ.σ.Πάνω από 20% εκείνη την περίοδο), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει τρόπος αναπλήρωσης των απωλειών ή εκμετάλλευσής τους.

 

Επίσης είπαν ότι οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να έχουν γνώμη για την τύχη των αποθεματικών που ήταν χρήματά τους. Όμως άλλοι έκριναν για το πώς θα «αξιοποιούνταν», χωρίς να ερωτώνται οι εργαζόμενοι.  

 

Το αποτέλεσμα της διασπάθισης των χρημάτων ήταν αφενός οι χαμηλές συντάξεις  και αφετέρου η απαράδεκτη νοσοκομειακή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ τα περισσότερα από τα Ταμεία θα μπορούσαν να διαθέσουν κάτι περισσότερο για τις παραπάνω ανάγκες των ασφαλισμένων , αν γινόταν ορθή διαχείριση των αποθεματικών τους.

 

 Οι επερωτώντες βουλευτές κατέληξαν με την πρόταση ότι ήταν επιβεβλημένη η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των καταθέσεων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως  άλλωστε γινόταν σε άλλα κράτη (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 13ης Ιουνίου 1979).

 

Παρά τις αντιδράσεις τόσο της Αντιπολίτευσης όσο και των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων η λεηλασία των αποθεματικών των Ταμείων συνεχίστηκε.

 Έτσι με αφορμή απεργιακές κινητοποιήσεις που έγιναν από συνταξιούχους το 1980 με αίτημα την αύξηση των συντάξεών τους εκπρόσωποι της Γενικής Συνομοσπονδίας τους με συνέντευξη που παραχώρησαν στον ημερήσιο τύπο τόνισαν ότι κατά την εξαετία 1974 – 1980 χάθηκαν πολλά δισεκατομμύρια δραχμές λόγω: 

1.του πολύ χαμηλού τόκου των καταθέσεων σε συνδυασμό με τον καλπάζοντα πληθωρισμό, 2. της δέσμευσης από την Τράπεζα της Ελλάδας μεγάλου χρηματικού ποσού, το οποίο δεν τους αποφέρει τόκο. 3. της μείωσης των τιμών των χρηματιστηριακών τίτλων που είχαν αγοράσει τα Ασφαλιστικά Ταμεία (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 18ης Οκτωβρίου 1980). 

 

Μια προσπάθεια για την αξιοποίηση των αποθεματικών έγινε τη 19η Ιανουαρίου 1983, όταν ο υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ε. Βερυβάκης ανακοίνωσε τη σταδιακή αύξηση των επιτοκίων τους. Έτσι το στοιχειωμένο 6% έπαψε να υπάρχει (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 20ης Ιανουαρίου 1983).

 Κατά τις επόμενες δεκαετίες και κυρίως κατά τις αρχές του 21ου αιώνα έγινε πραγματική καταλήστευση των Ασφαλιστικών Ταμείων.

Οι κυβερνήσεις, διορίζοντας ως Διοικητές τους διάφορους πολιτευτές, είχαν τη δυνατότητα να δανείζονται από αυτά μεγάλα χρηματικά ποσά με αντάλλαγμα  «τοξικά» ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου.

 

Είναι χαρακτηριστική η υπόθεση των «δομημένων ομολόγων», που θεωρήθηκε σκάνδαλο από τα Μ.Μ.Ε. και απασχόλησε τόσο  την εξεταστική επιτροπή της Βουλής όσο  και τη Δικαιοσύνη.

 

Αφορούσε επενδύσεις τμήματος των αποθεματικών ορισμένων Ταμείων Επικουρικών Συντάξεων σε σύνθετα επενδυτικά προϊόντα. Στο διάστημα 2005 – 2007 οκτώ δομημένα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, συνολικής αξίας 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, αγοράστηκαν από ελληνικά Ασφαλιστικά Ταμεία.

Το μόνο θετικό της υπόθεσης αυτής ήταν το γεγονός ότι με αφορμή τη δημοσιοποίησή της ψηφίστηκε στις 10 Ιουλίου 2007 ο νόμος 3586/2007 που καθόριζε «το θεσμικό πλαίσιο επενδύσεων και αξιοποίησης της περιουσίας των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης». Ένα μέρος του απολεσθέντος κεφαλαίου επιστράφηκε στα Ταμεία κι έτσι δεν είναι γνωστή η ακριβής ζημιά που υπέστησαν.

 

 Όμως είναι γνωστή η ζημιά που υπέστησαν το Μάρτιο του 2012 με το P.S.I., ελληνιστί το «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ο τότε υπουργός Οικονομικών το παρουσίασε ως επιτυχία του. Τότε έχασαν 13 δισεκατομμύρια ευρώ ( το 53% της αξίας των ομολόγων του Δημοσίου που είχαν στην κατοχή τους).''

 

 ΠΗΓΗ το Χρονοντούλαπο του συνταξιούχου εκπαιδευτικού  Παύλου Παπανότη