Κώστα Στολίγκα: Ανάλυση του πίνακα στα εξ ων συνετέθη. Χαρισάμενα χρόνια της φθίσης, της λάσπης, του προλεταριάτου, της δικτατορίας κλπ


                                                                                 




                                                                              


                                          α
                                                                                
Ο πίναξ επωλήθη. 
Όμως κάθε βράδυ, κυρίως σε νυχτ' αφέγγαρη, 
με απόλυτα βεβαιωμένη τη συσκότιση, 
γλυστράω σαν κουνούπι κερασιού στο σκοτεινό εκείνο καταπιόντα
προς τα εκεί όπου διεκδικάει τινάς τα απωλεσθέντα υπάρχοντά του, 
κολλάω τη μουσούδα μου στα χρώματα
ανοίγω τα άντερά τους καθώς στυγνός ιατροδικαστής
που μακελεύει σκοτωμένους και 
- Θέ μου, συχώρα μου την τυμβωρυχεία. 
Αντίκρυ από τη ζεστή μας κάμαρα όπου συνάζονταν η άχνα του σπιτιού
ήτανε το κατώι
- ξεκοιλιασμένες πολυθρόνες, σόμπες σαραβαλιασμένες, παλιοσιδερικά
η λάμπα με την κίτρινη ψευτόχρυση αλυσίδα, 
μπρούμυτα ο καθρέφτης σε σχήμα ροκοκό, 
μια ρόδα - τσέρκι ποδηλάτου κι άλλοι πολυτελείς αποθαμένοι
ανάμεσα σε στίβες από εφημερίδες με ποδοπατημένη την κραυγή τους
κι όλα στο σκοτάδι
- με το έμπα τυλιγόταν στο λαιμό σου μια αράχνη
κι αυτό το άγγιγμα, περίεργο! στυφίζει ακόμη στην άσπρη γλώσσα μου. 
Η θερμάστρα ρουθούνιζε τη ρυθμική αποχαύνωση του ανύποπτου, 
το τσάι, "ευρωπαϊκό" βεβαίως, που τόφερνε η μητέρα τσαλαβουτώντας μες το χιόνι, 
τσάι με κείνο το ολεύωδο λεμόνι στυμένο στις μεγάλες κούπες
κι ολόφρεσκο κουλούρι με την ανασεμιά του σισαμιού, 
καταντικρύ στην κάμαραν εκείνη το κατώι
κι οχτώ αδέρφια δεν μπορέσαμε ποτέ μας να γκρεμίσουμε 
το φοβερό βραχνά του
παρά ο ένας ύστρ' απ' τον άλλον πολεμούσαμε να στήσουμε το φως
πάνω και μέσα στο κατώι του κόσμου. 
Κολλάω τη μουσούδα μου στον σκονισμένο πίνακα καθώς
οι παράνομοι κολλάνε την ανάσα τους στους σπόνδυλους της γης
"προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε!"
Ο ένας αδερφός με σηκωμένο το γιακά άπλωνε τις παλάμες του
στο κόκκινο αστέρι, 
ο πιο μεγάλος αιχμάλωτος του Τρότσκυ κι οι από πίσω, εμείς, 
να τραγουδάμε στην ουρά μιας βεβαιότητας με τσακισμένα πόδια
- τυχοδιώκτες των βυθών που δεν κατόρθωσαν παρά μονάχα να πνιγούν
χωρίς να δουν μήτε να πάρουνε αντίδωρο
ένα κομμάτι φως
απ' τα φεγγάρια που θρυμματίζονταν στα πεινασμένα στενοσόκακα. 
Και πήραμε έτσι παραμάσχαλα την ασωτία των θαυμασμών 
καθρεφτίζοντας σ' αυτούς τους ατελείς θριάμβους μας, 
εφτιάξαμε ομοβροντίες τις κραυγές των απεργών
χαράζοντας στους χάρτες ατραπούς που γίναν άβατες
- κι ωστόσο προχωρούσαμε αναζητώντας τον Ιωνά
στο περιτόναιο του κήτους. 
Στη ζεστή μας κάμαρα κάθε πρωί, το τσάι, η σόμπα, το κουλούρι
κι απέναντι, ακριβώς αντίκρυ, το σκοτεινό κατώι.


(Ω τι ωραίος πίναξ! "επωλήθη"- Μια ποιητική τυμωβρυχία
σε έξι σπαραγμένα επεισόδια. Αθήνα 1978)

Δεν υπάρχουν σχόλια: