Σαν την άμπωτης με σκεπάζουν οι
ενθύμησες και φουρτουνιάζω εντός
μου. Καθισμένος εκειδά κατάπλωρα
εγρατζουνούσα το μαντολίνο,
εσιγανοτραγουδούσα και εστοχαζόμουνα τη
γυναικεία μορφή, την
τρυφεράδα, τη γλύκα τη θηλυκιά οπού τόσο
εστερήθην.
Παίρνει να χαράζει και εξέκρινα τα ρόδινα βουνόπουλα, τους
ορμίσκους και
τα κορφόπουλα της Σάμος, ήκουσα το μέρουπα να
γλυκολαλεί, τα μάτια μου
βαραίνουν, θα συνεχίσω άλλην ώρα. Μα
πριν αποκοιμηθώ, ετρύπωσε εις το
νου το νταχτιρντί όπου
ετραγουδούσε η λατρεμένη γυναίκα.
Ήρθες; Ύπνο; Καλώς ήρθες.
Να και το σκαμνί και κάτσε.
Να κι ο κρέβατος και πέσε,
Να κουκιά κοκάλιζέ τα,
Να ξεγνέσω, να ροκιάσω,
Και να 'ρθω να σ' αγκαλιάσω.
Όλα είναι ενθύμησες.
[--->]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου