Γιατί δεν πρέπει να κατηγορούν την Ελλάδα,την Ισπανία και την Ιρλανδία για τα δεινά της Ευρώπης


Ένα χρήσιμο άρθρο του Kash Mansori  που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 2011 αλλά που παραμένει πάντα πολύ επίκαιρο,δυστυχώς, επειδή τα “παπαγαλάκια” του υπουργείου Προπαγάνδας εσ. και εξ. εξακολουθούν να  πουλάνε το παραμύθι του τζίτζικα και του μέρμηγκα , αν και πολλές μελέτες  τον διαψεύδουν ... Διαβάστε για να καταλάβετε! 



Για όλα φταίει η Ελλάδα. Αυτό πιστεύουν πολλοί Ευρωπαίοι κρυφά - ή μάλλον όχι και τόσο κρυφά - όταν διαμαρτύρονται μπροστά στην πιθανότητα να δώσουν περισσότερα χρήματα για να σώσουν την ευρωζώνη από την κρίση χρέους. Τι γίνεται όμως σε περίπτωση που αυτή η άποψη για το λόγο που η Ευρώπη έφτασε στη σημερινή της θέση δεν είναι μόνο απλουστευτική, αλλά και τελείως λάθος;

Ανοησίες, λένε οι γκρινιάρηδες. Είναι σίγουρο ότι η κρίση άρχισε, όταν το χρέος στην περιφέρεια της ευρωζώνης - Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία - αυξήθηκε τόσο , που οι επενδυτές φοβήθηκαν ότι ολόκληρες χώρες δε θα μπορούσαν πλέον να το ξεπληρώσουν. Εάν οι χώρες αυτές δεν είχαν συσσωρεύσει όλο αυτό το χρέος για να ζουν χωρίς αιδώ πάνω από τις δυνατότητές τους, τότε τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Αλλά από την ιστορία αυτή λείπει ένα βασικό στοιχείο της πραγματικής  αιτίας  της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης. Πιο συγκεκριμένα, λείπει το γεγονός ότι το ίδιο το σχέδιο του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος όχι μόνο ήταν η αιτία, αλλά έμελλε και να προκαλέσει μεγάλες πιστωτικές ροές από το κέντρο προς την περιφέρεια της ευρωζώνης. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών δε θα μπορούσαν να κάνει και πολλά για να τις σταματήσουν. 
Μακράν από το να έχουν προκαλέσει οι ίδιες την κρίση, οι χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης βρέθηκαν απέναντι σε ισχυρές δυνάμεις που δεν μπορούσαν να ελέγξουν, δυνάμεις που κατά πάσα πιθανότητα έκαναν αναπόφευκτη αυτή τη κρίση, ανεξάρτητα του πόσο υπεύθυνα συμπεριφέρονταν μέχρι τότε οι χώρες αυτές. .

Ένας από τους βασικούς στόχους του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν πάντα η προώθηση μεγαλύτερης ενοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών μεταξύ των χωρών μελών. Περίμεναν ότι το ενιαίο νόμισμα, θα διευκόλυνε τους επενδυτές μιας  χώρας του ευρώ να βρουν καλές επενδυτικές ευκαιρίες σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, επειδή δεν θα χρειαζόταν πλέον να ανησυχούν για την αστάθεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Με άλλα λόγια, ένα από τα αναμενόμενα οφέλη του ευρώ ήταν ακριβώς για να διευκολύνει τη ροή των κεφαλαίων από τις χώρες με άφθονα κεφάλαια, και κατά συνέπεια σχετικά χαμηλές αποδόσεις των επενδύσεων, προς τις φτωχές σχετικά χώρες από κεφάλαια που πρόσφεραν ως εκ τούτου υψηλότερες αποδόσεις . Αυτό θεωρείται ότι αποτελεί βασικό παράγοντα στη διαδικασία οικονομικής σύγκλισης, όπου οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες θα μπορούσαν να φτάσουν τις  πιο ανεπτυγμένες.

Στην περίπτωση της Ευρώπης, οι πλούσιες σε κεφάλαια χώρες, ήταν αυτές του πυρήνα της ευρωζώνης: η Γερμανία, η  Γαλλία, το
Benelux (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), η Αυστρία και η Φινλανδία. Η υιοθέτηση του ευρώ από τις περιφερειακές χώρες το 1999 επέτρεψε στους πιστωτές του κέντρου της ευρωζώνης να επωφεληθούν από τα σχετικά υψηλά ποσοστά απόδοσης των κεφαλαίων στην περιφέρεια. Και οι περιφερειακές χώρες, με τη σειρά τους, επωφελήθηκαν από την εισροή κεφαλαίων επειδή έτσι μειώθηκε το κόστος δανεισμού. Εν ολίγοις, η υιοθέτηση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος είχε ως στόχο να κατευθύνει  μεγάλες ροές κεφαλαίων από το κέντρο προς την περιφέρεια της ευρωζώνης, και είναι αυτές οι ροές κεφαλαίων, που έβαλαν τις βάσεις για την κρίση.

Στις αρχές του 2000 οι συνέπειες αυτής της μεγάλης  ροής κεφαλαίων από το κέντρο προς την περιφέρεια ήταν αρκετά προφανείς. Η ροή κεφαλαίων προς  μια χώρα μετριέται από το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών της, το αρνητικό υπόλοιπο σημαίνει ότι η χώρα είναι αποδέκτης διεθνούς δανεισμού, ενώ ένα πλεόνασμα σημαίνει ότι τα κεφάλαια της χώρας επενδύονται στο εξωτερικό. Και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των περιφερειακών χωρών αυξήθηκε πολύ τα χρόνια μετά την υιοθέτηση του ευρώ το 1999, ενώ οι χώρες του κέντρου ήταν οι πηγές εκροής των κεφαλαίων.



Αυτό έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, φυσικά, και τα επιτόκια στο κέντρο και την περιφέρεια της ευρωζώνης, γλήγορα συνέκλιναν. Οι επενδυτές του κέντρου ήταν ευχαριστημένοι με τις σχετικά υψηλές αποδόσεις των κεφαλαίων τους στην περιφέρεια, ενώ οι περιφερειακές χώρες γνώρισαν μια οικονομική άνθηση που χρηματοδοτήθηκε  εν μέρει από αυτή την ευκολότερη πρόσβαση στα άφθονα κεφάλαια του κέντρου, και οι εξαγωγές από το κέντρο προς την περιφέρεια αυξήθηκαν. Το 2004 δεν υπήρχε σχεδόν καμία διαφορά μεταξύ των επιτοκίων των περιφερειακών χωρών και αυτών της Γερμανίας.

ΑΥΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ "η πρώτη φορά που βλέπουμε  μια μεγάλη εισροή κεφαλαίων στις χώρες που κατάργησαν τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά εμπόδια. Το ίδιο συνέβη και στο Μεξικό μετά τη δημιουργία της NAFTA στις αρχές της δεκαετίας του '90,το ίδιο και στην Ανατολική Ασία στα μέσα της δεκαετίας του '90. Όταν οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες ενσωματώνονται περισσότερο με τον υπόλοιπο κόσμο, οι επενδυτές, γενικά, προσπαθούν να επωφεληθούν μετακινώντας τεράστια ποσά κεφαλαίων προς αυτή την κατεύθυνση.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι αυξήσεις στις ροές κεφαλαίων εξαρτώνται από τις ιδιοτροπίες των διεθνών επενδυτών, και ως εκ τούτου έχουν τη συνήθεια να "διακόπτονται ξαφνικά" σε περίπτωση που αλλάξουν τα "συναισθήματα" των επενδυτών. Και όταν αυτό συμβαίνει, συχνά ακολουθεί μια σοβαρή οικονομική κρίση.Η ερευνητική εργασία της
Carmen και του Vincent Reinhart  μας δείχνει ότι η  "μπουνάτσα" (δανείζομαι τον όρο από τους ίδιους) της ροής κεφαλαίων αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο χρηματοπιστωτικής κρίσης. Και πράγματι,οι συγγραφείς αποδεικνύουν  ότι τέτοια περιστατικά προηγούνται συστηματικά των  κρίσεων δημόσιου χρέους, γιατί από η στιγμή που θα διακοπεί  η ροή κεφαλαίων, η δανειολήπτρια χώρα, ξαφνικά, δεν είναι πλέον σε θέση να αναχρηματοδοτήσει  το χρέος που έχει συσσωρεύσει. Όπως αναφέρει ο Rudi Dornbusch, στα πλαίσια εργασίας του για την μεξικανική κρίση του 1994 δεν είναι, η ταχύτητα που σκοτώνει, αλλά το απότομο φρενάρισμα.

Βασικά, η ξαφνική διακοπή της εισροής κεφαλαίων μπορεί να συμβεί ακόμα και όταν μια χώρα εφαρμόσει  όλες τις σωστές μακροοικονομικές πολιτικές. Οι χρηματοπιστωτικές  κρίσεις της δεκαετίας του '90 στην Ασία και το Μεξικό είναι καλά παραδείγματα. Στην περίπτωση της ζώνης του ευρώ, η ξαφνική διακοπή της ροής κεφαλαίων το 2009 έπληξε αδιάκριτα όλες τις περιφερειακές χώρες, ανεξάρτητα από τον τρόπο που είχαν διαχειριστεί τα οικονομικά τους.

Η Ισπανία και η Ιρλανδία, για παράδειγμα, τα χρόνια της αλματώδους ανάπτυξης, δημοσιονομικά ήταν πιο υπεύθυνες από τη Γαλλία ή τη Γερμανία, αλλά αυτό δεν έφτανε για να τις προστατέψει από την ξαφνική διακοπή της ροής κεφαλαίων. Έτσι, ακόμη και αν η Ελλάδα και η Πορτογαλία (που είχαν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα) δείγματα της δημοσιονομικής σύνεσης, ήταν πρωταθλητές δημοσιονομικής σύνεσης, είναι πολύ πιθανό ότι θα επηρεαζόντουσαν εξίσου από την ξαφνική διακοπή. Να γιατί η καλύτερη ένδειξη για το ποιες χώρες θα έπληττε η κρίση αυτή δεν ήταν τα ελλείμματα, αλλά πιο πολύ ο όγκος της ροής των κεφαλαίων που κατέληγαν σε αυτές.



  

Τι λοιπόν προκάλεσε την ξαφνική διακοπή της ροής κεφαλαίων, αν όχι η ανεύθυνη συμπεριφορά των περιφερειακών χωρών; Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η συνακόλουθη βαθιά ύφεση το 2009 είναι ίσως μια επαρκής εξήγηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι περιφερειακές χώρες έκαναν τα πάντα τέλεια, η Ελλάδα και η Πορτογαλία έπρεπε να μειώσουν περισσότερο το έλλειμμα του προϋπολογισμού τους όταν είχαν την ευκαιρία στις καλές εποχές (αν και θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο πράγμα και για τις Ηνωμένες Πολιτείες ), και σίγουρα δεν βοήθησε ότι η ελληνική κυβέρνηση πιάστηκε να πλαστογραφεί  τα επίσημα  στατιστικά στοιχεία.

Αλλά γνωρίζουμε ότι ένα από τα βασικά  χαρακτηριστικά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 ήταν ότι ξαφνικά οι επενδυτές δεν είχαν πλέον κανένα συμφέρον να τοποθετήσουν τα χρήματα τους σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, εκτός από εκείνα που θεωρούνται πιο ασφαλή. Έτσι, όταν επρόκειτο για επενδύσεις στην περιφέρεια της ευρωζώνης, αποφάσισαν πως ήταν καιρός να εξαργυρώσουν τα τσιπς τους. Προσθέστε σε αυτό και την ύφεση που ακολούθησε, η οποία εκτόξευσε στα ύψη τα δημοσιονομικά ελλείμματα στην περιφέρεια - μαζί με όλα τα άλλα - και ίσως αυτές τις χώρες να μην είχαν καμία τύχη, ανεξάρτητα του πόσο υπεύθυνα είχαν διαχειριστεί τα οικονομικά τους.

ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ότι η ίδια η δημιουργία του ενιαίου νομίσματος ήταν αυτή που έβαλε τις βάσεις για αυτή την κρίση, και όχι η συμπεριφορά των περιφερειακών χωρών. Αν και αυτές οι χώρες δεν έκαναν κατ 'ανάγκην όλα σωστά, ωστόσο, έπαιζαν με σημαδεμένη τράπουλα. Αλλά αν η απλουστευτική  εξήγηση αυτής της κρίσης – ότι δηλαδή, προκλήθηκε από την ανεύθυνη συμπεριφορά των περιφερειακών χωρών - δεν είναι η σωστή απάντηση, τότε θα πρέπει να ξαναδούμε  τον τρόπο διαχείρισης  της κρίσης.

Ετσι, για αρχή, αν η κρίση είναι το αποτέλεσμα αδυσώπητων δυνάμεων, πέρα
από τον έλεγχο των περιφερειακών χωρών, τότε δεν είναι σκόπιμο να κουνάμε απειλητικά το δάχτυλο  ή να τιμωρούμε τις χώρες αυτές με το πικρό φαρμάκι μιας ανεπαρκούς βοήθειας. Η κρίση αυτή δεν πρέπει να μετατραπεί σε ένα παραμύθι ηθικής.
Και το πιο σημαντικό,δεδομένου ότι η περιφέρεια της ζώνης του ευρώ ήταν αυτή που έφερε το μεγαλύτερο φορτίο των συστημικών κινδύνων που ενυπάρχουν στην κοινή νομισματική ζώνη, ενώ τα οφέλη τα μοιράστηκαν τόσο το κέντρο όσο και η περιφέρεια,ότι είναι μεγάλη αδικία τα βάρη της επίλυσης της κρίσης να τα έχουν φορτωθεί σε τέτοιο βαθμό οι χώρες της περιφέρειας μέσω των εξουθενωτικών μέτρων λιτότητας που απαιτούν οι χώρες του κέντρου. Οι χώρες του κέντρου της ευρωζώνης, όπως η Γαλλία και η Γερμανία ήταν στη θέση του οδηγού, τη στιγμή δημιουργίας αυτού του συστήματος, και ήταν ευτυχισμένοι όταν κέρδιζαν από το ενιαίο νόμισμα, όταν αυτό τους βόλευε. Τώρα λοιπόν οι δύο  αυτές χώρες θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η ευθύνη να ξεκαθαρίσει αυτό το χάλι βαρύνει κυρίως αυτές.

Ο Kash Mansori είναι οικονομολόγος και σύμβουλος για οικονομικά και χρηματοπιστωτικά θέματα


Δεν υπάρχουν σχόλια: