"Κρυφή'' ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στα Ταμεία έφερε ο ν. Κατρούγκαλου


 Του Δημήτρη Κατσαγάνη


Πλήρη  εξίσωση των δημοσίων δαπανών για συντάξεις και των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές φέρνει ο νόμος Κατρούγκαλου το πολύ έως  2030.
Αυτό "δείχνει" η Έκθεση Γήρανσης της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων για το 2018 στο κομμάτι της που αφορά την Ελλάδα.
Μ΄ άλλα λόγια, το νέο Ασφαλιστικό το οποίο ψήφισε η κυβέρνηση το Μάιο του 2016, όπως μάλιστα αυτό τροποποιήθηκε το Μάιο του 2017 εισάγει εμμέσως "ρήτρα μηδενικού ελλείμματος"  στους προϋπολογισμούς του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)  και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ).

Δεδομένου, μάλιστα, πως ο ΕΤΕΑΕΠ δεν επιχορηγείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, η πρόβλεψη της Κομισιόν για εξίσωση δαπανών  -εισφορών (ενώ, μάλιστα, στην εν λόγω Έκθεση δεν υπάρχει πρόβλεψη για το ύψος της κρατικής επιχορήγησης), υποδηλώνει  πως το αργότερο σε 12 χρόνια, οι εισφορές τις οποίες θα καταβάλλουν εργοδότες, μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες  και αγρότες στον ΕΦΚΑ θα αρκούν για την καταβολή των κύριων και επικουρικών συντάξεων.

Και αυτό χωρίς να βάζει ούτε ευρώ  το κράτος..

Η επάρκεια των εισφορών θα οφείλεται κατά το μεγαλύτερο βαθμό στη δραστική μείωση των δαπανών για συντάξεις.
Συγκεκριμένα, οι εν λόγω  δαπάνες προβλέπεται ότι θα πέσουν από το 17,3%  του ΑΕΠ το 2016 στο 12% το 2030.

Η μεγάλη ανατροπή αναμένεται έως το 2020, οπότε θα πέσουν στο 13,4%, προφανώς λόγω των περικοπών έως 18% που θα φέρει ο περιορισμός της "προσωπικής διαφοράς" από την 1η Ιανουαρίου 2019.

Μ’ άλλα λόγια, οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις στο διάστημα 2016 -2030 προβλέπεται να πέσουν κατά 5,3 μονάδες.
Αντίθετα, τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές προβλέπεται να μειωθούν κατά 1,4 μονάδες στο ίδιο διάστημα.

Συγκεκριμένα, θα πέσουν από το 13,7% του ΑΕΠ στο 12,3% του ΑΕΠ.
Μ΄ άλλα λόγια έως το 2030, οι δαπάνες για τις συντάξεις και τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές θα έχουν φτάσει στο ίδιο περίπου επίπεδο, δηλαδή μεταξύ 12% -12,3% του ΑΕΠ.

Η εξίσωση δαπανών –εισφορών στο Ασφαλιστικό προβλέπεται, μάλιστα, ότι θα παραμείνει μέχρι το …2070. 

Αξίζει να σημειωθεί κιόλας,  πως τόσο οι δαπάνες για συντάξεις, όσο και τα έσοδα από εισφορές θα πέφτουν συνεχώς τις επόμενες 5 δεκαετίες. Αναλυτικότερα, οι δαπάνες για τις συντάξεις θα πέσουν το 2070 στο 10,6% του ΑΕΠ, ενώ τα έσοδα από εισφορές θα βρεθούν στο 10,8% το ΑΕΠ.

Εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως οι συνταξιούχοι στο διάστημα 2016 -2070 θα μειωθούν ελάχιστα, φτάνοντας τους 2,580 το 2070 έναντι 2,690 εκατομμυρίων το 2016 (μόλις 39.000 λιγότεροι).

Αντίθετα, όσοι καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές θα μειωθούν δραματικά, φτάνοντας τα  3,892 εκατομμύρια  έναντι  4,519 εκατ. που ήταν το 2016. Μ΄ άλλα λόγια θα γίνουν κατά 626.000 λιγότεροι.

Τα δε ποσοστά αναπλήρωσης (του  μισθού από τη σύνταξη) θα πέσουν  από το 68,4% που ήταν το 2016 στο 66,5% το 2020, στο 61,6% το 2030, ενώ το 2070 θα φτάσει στο 53,7%. Μ΄ άλλα λόγια, η μέση σύνταξη θα μειωθεί κατά 14,7 μονάδες!
Και αυτό λόγω των νέων μειωμένων ποσοστών αναπλήρωσης που έφερε ο νόμος Κατρούγκαλου.

Παράλληλα, ο μέσος χρόνος ασφάλισης των συνταξιούχων (πριν βγουν στη σύνταξη)  θα εκτιναχθεί από τα 30,6 έτη που ήταν το 2016 στα 31,2 έτη το 2030 και στα 37,4 έτη το 2070.Και αυτό λόγω της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης που ισχύει από τον Οκτώβριο του 2015.

Την ίδια ώρα, αναμένεται να πέσει έως το 2070 η αναλογία όσων καταβάλλουν εισφορές σε σχέση με εκείνους που παίρνουν συντάξεις. Από το 1,7: 1 το 2016, θα αυξηθεί στο 1,85 :1 το 2020 , στο 1,89:1 το 2030. Αργότερα, όμως, θα αρχίσει να πέφτει φτάνοντας στο 1,51  :1  το 2070.

Τι ακριβώς θα κάνει ο «Δημόκριτος» στον Βόλο;



Φωτογραφία του χρήστη Επιτροπή ΑΓΩΝΑ Πολιτών Βόλου.
Από την Επιτροπή Αγώνα Πολιτών Βόλου κατά της καύσης σκουπιδιών, ανακοινώθηκαν τα εξής:

Αν πιστέψει κανείς ότι το Εθνικό Κέντρο Έρευνας «Δημόκριτος» θα έρθει αύριο στον Βόλο για να πραγματοποιήσει δειγματοληψίες αερίων εκπομπών στην καμινάδα της ΑΓΕΤ επειδή τελικά η κρατική μηχανή λειτουργεί, έχει κάνει λάθος.

Σε μία προειδοποιημένη διαδικασία δειγματοληψίας, ποια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα;

Και επιπλέον μελέτη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου θεωρεί ως μόνη αξιόπιστη τη διαδικασία συνεχών μετρήσεων ανά μία ώρα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 2 μηνών.

Ως Επιτροπή Πολιτών προτείνουμε στην Περιφέρεια Θεσσαλίας να μην πετάξει από το παράθυρο χιλιάδες ευρώ για να αποδείξει ότι οι εκπομπές σε διοξίνες και φουράνια από τα φουγάρα της ΑΓΕΤ είναι εντός ορίων, όταν όλοι γνωρίζουμε ότι το πρόβλημα με τις διοξίνες είναι η παραγωγή τους.

Γιατί αύριο και μεθαύριο που θα πραγματοποιούν οι επιστήμονες του Δημόκριτου τις δειγματοληψίες, η ΑΓΕΤ θα δουλέψει στις ιδανικότερες συνθήκες συναποτέφρωσης. Και τα αποτελέσματα όχι μόνο εντός ορίων θα είναι, αλλά και δύο τάξεις μεγέθους πιο κάτω,  προκειμένου να μας ρίξει «στάχτη στα μάτια» και να καταστήσει την Περιφέρεια συνένοχο στο έγκλημα.

Αν θέλει η Περιφέρεια Θεσσαλίας να κάνει ουσιαστικό έργο, να δώσει στο Δημόκριτο εντολή δειγματοληψίας σε ζωικό κεφάλαιο, αλλά και σε άλλες πιθανές περιοχές ρύπανσης γύρω από την περιοχή της ΑΓΕΤ για να δημιουργηθεί μία βάση αναφοράς για το μέλλον. Ακόμη είναι δυνατό να ληφθεί δείγμα αίματος από όσους εργαζόμενους το επιθυμούν για να διερευνηθεί η παρουσία ή όχι διοξινών στο αίμα τους. Η καύση των σκουπιδιών «ποτίζει» καθημερινά με διοξίνες και φουράνια την περιοχή και είναι σημαντικό οι ίδιες μετρήσεις να πραγματοποιηθούν και μελλοντικά, αλλά μόνο ως συγκριτικό εργαλείο. Η επίκληση των κυρώσεων όπως τα πρόστιμα, ακόμη και όταν αυτά επιβάλλονται, δεν αρκεί.

Όσο για την Επιτροπή Κοινωνικού Ελέγχου που συστήνει ο κύριος Φάμελλος, είναι σαφές ότι ως Επιτροπή Πολιτών δεν θα συμμετέχουμε. Πρόκειται για επιστημονική φαρσοκωμωδία, που μας προσβάλλει ως πολίτες και ως επιστήμονες.

Η Επιτροπή Αγώνα Πολιτών Βόλου ζητά την άμεση παύση της καύσης σκουπιδιών και στη συνέχεια να γίνει διαβούλευση επί του θέματος. Οτιδήποτε άλλο γίνεται προσχηματικά και σκοπό έχει να καταλαγιάσει την αντίδραση των Βολιωτών.

25Η ΜΑΪΟΥ 1976


Ο ΝΟΜΟΣ 330 ΚΑΙ Η 25Η ΜΑΪΟΥ 1976





Η πτώση της δικτατορίας, τον Ιούλιο 1974, έφερε στην επιφάνεια το σύνολο των κοινωνικών αντιθέσεων που συσσωρεύονταν επί χρόνια, αλλά την εκδήλωσή τους, με τη μορφή της ανοιχτής ταξικής αντιπαράθεσης, εμπόδιζε το καθεστώς βίας και τρόμου που είχε επιβάλει η στρατιωτική Χούντα. Παρ’ ό,τι η αλματώδης μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη απογείωσε την κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου, το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων εξακολουθούσε να βρίσκεται μεταξύ των χαμηλότερων στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών.

Η μεταπολίτευση, με την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά και την κατάργηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που είχε επιβληθεί από την περίοδο του Εμφυλίου, ελάχιστα επηρέασε το συνδικαλιστικό κίνημα.

Καθεστώς εξαίρεσης και εργατικές αντιστάσεις

Αν και ανασυστάθηκαν οι οργανώσεις που είχαν διαλυθεί μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, καθαιρέθηκαν οι διορισμένες χουντικές διοικήσεις στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις, και αποκαταστάθηκε το δικαίωμα στην απεργία, οι νέες διοικήσεις που διορίστηκαν (και κατόπιν εκλέχτηκαν μέσα από παράτυπες διαδικασίες) σε Εργατικά Κέντρα, Ομοσπονδίες, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αποτελούνταν, κυρίως, από πρόσωπα φιλικά προσκείμενα στην κυβέρνηση Καραμανλή. Έξω από τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις και τη ΓΣΕΕ εξακολουθούσαν να παραμένουν οι περισσότερες από τις μαζικές οργανώσεις που ελέγχονταν από τις δυνάμεις της Αριστεράς, ενώ σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε στο καθεστώς εργοδοτικής τρομοκρατίας που επικρατούσε στους χώρους δουλειάς και ιδιαίτερα στη βιομηχανία.

Καθώς η διεθνής οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1973 είχε ως συνέπεια την κάθετη πτώση του ήδη χαμηλού βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, η κατοχύρωση και επέκταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα για το μεταπολιτευτικό εργατικό κίνημα.
Κυριότερη εκδήλωση αυτού του προσανατολισμού ήταν η έκρηξη του βιομηχανικού και επιχειρησιακού συνδικαλισμού, με τη συγκρότηση δεκάδων και εκατοντάδων επιτροπών αγώνα και συνδικαλιστικών οργανώσεων κατά χώρο δουλειάς, που συνοδεύτηκε από το ξέσπασμα ενός τεραστίων διαστάσεων απεργιακού κινήματος. Το 1975 καταγράφηκαν συνολικά 2.381 εργατικές κινητοποιήσεις, ενώ μόνο κατά το πρώτο δίμηνο του 1976 σημειώθηκαν άλλες 358.

Θορυβημένος από την έξαρση του εργατικού κινήματος, ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων, ζήτησε με συνέντευξη Τύπου, στις 5 Μαρτίου 1976, τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή του. Στην απαίτηση αυτή ανταποκρίθηκε άμεσα η κυβέρνηση Καραμανλή και στις 11 Μαρτίου ο υπουργός Εργασίας Κωνσταντίνος Λάσκαρης έκανε λόγο για «κατάχρηση ελευθεριών» και «κύμα αδικαιολόγητων απεργιών». Λίγες μέρες αργότερα, στις 25 Μαρτίου, κατέθεσε νομοσχέδιο για την περαιτέρω περιστολή των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, ενώ τη γενική θυμηδία προκάλεσε η δήλωσή του πως προτίθεται «να καταργήσει την πάλη των τάξεων».

Με το νομοσχέδιο τίθονταν αυστηροί όροι για την κήρυξη απεργίας, η προσφυγή στη διαιτησία γινόταν υποχρεωτική, απαγορεύονταν οι απεργίες αλληλεγγύης προς απεργούς εργαζόμενους, κατοχυρωνόταν η απεργοσπασία και το δικαίωμα της εργοδοσίας στην ανταπεργία (λοκ άουτ) κ.λπ.

Η 25η Μαΐου

Όταν στις 24 Μαΐου 1976 το νομοσχέδιο ήρθε για ψήφιση στη Βουλή, ως νόμος 330, προκηρύχθηκε 48ωρη γενική πανεργατική απεργία και πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα συγκέντρωση με τη συμμετοχή περισσότερων από 100.000 εργαζομένων, ενώ την επόμενη μέρα πραγματοποίησαν συγκέντρωση χιλιάδες οικοδόμοι.

Η απόπειρα των οικοδόμων να πραγματοποιήσουν πορεία προς το Υπουργείο Εργασίας αντιμετωπίστηκε με επίθεση από τα σχετικά νεοσύστατα ΜΑΤ, με άγριους ξυλοδαρμούς και ρίψη χημικών από ειδικά οχήματα, τις διαβόητες «αύρες». Οι απεργοί, συνεπικουρούμενοι από χιλιάδες άλλους διαδηλωτές, κυρίως φοιτητές και μαθητές, απάντησαν με στήσιμο οδοφραγμάτων και πετροπόλεμο, παρόλο που οι ελεγχόμενες από την Αριστερά συνδικαλιστικές οργανώσεις καλούσαν σε αποχώρηση από τα πεδία των συγκρούσεων.

Συνέπεια της αστυνομικής βαρβαρότητας ήταν 75 τραυματίες και περισσότερες από 140 συλλήψεις, ενώ «αύρα» διαμέλισε τη διερχόμενη 67χρονη Αναστασία Τσιβίκα.

Την επόμενη μέρα η κοινοβουλευτική Αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ. και ΕΔΑ) και το ΠΑΣΟΚ καταδίκασαν τα «έκτροπα» ως έργο «προβοκατόρων», θέτοντας τα όρια των διαθέσεων αντιπαράθεσης με το μεταπολιτευτικό καθεστώς. Ταυτόχρονα, άρχιζε η ποινική δίωξη οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που ανέλαβαν την ευθύνη για την αντίσταση στην αστυνομική βία.

Ο νόμος 330 θα λειτουργήσει ως τροχοπέδη σε πολλές περιπτώσεις, αλλά οι αγωνιστικές εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια. Τελικά, ο νόμος θα καταργηθεί το 1982 από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ως συνέπεια της ισχυρής πίεσης ενός ρωμαλέου κινήματος.

*Δημοσιεύτηκε στο 6ο φύλλο της εφημερίδας "Έξοδος 133", στις 27 Μαΐου 2016.

 Φωτογραφία του Γιώργος Αλεξάτος.