Ο Θάνατος των Καπιταλιστικών Αυτοκρατοριών: Η Κατάρρευση των ΗΠΑ Επαναλαμβάνει τον Προηγούμενο Κύκλο Καταρρεύσεων


Η στροφή από την καπιταλιστική επέκταση, την παραγωγή και το εμπόριο προς τον δανεισμό και την κερδοσκοπία σηματοδοτεί την απαρχή της παρακμής των ηγεμονικών δυνάμεων στο καπιταλιστικό σύστημα εδώ και αιώνες

 

Του Henry Johnston

 

Ένα από τα περίεργα χαρακτηριστικά του αμερικανικού τοπίου είναι το γεγονός ότι στις μέρες μας η χρηματιστικοποίηση [financialization] της οικονομίας καταδικάζεται ευρέως ως ανθυγιεινή, αλλά ελάχιστα γίνονται για να αντιστραφεί. Υπήρξε μια εποχή, πίσω στις δεκαετίες του 1980 και του ’90, όταν ο καπιταλισμός με κινητήρια δύναμη τον χρηματο-πιστωτικό τομέα υποτίθεται ότι θα εγκαινίαζε μια εποχή καλύτερης κατανομής κεφαλαίων και μιας πιο δυναμικής οικονομίας. Αυτή η άποψη δεν ακούγεται πλέον και τόσο συχνά.

 

Έτσι, αν ένα τέτοιο φαινόμενο αντιμετωπίζεται αρνητικά από τη συντριπτική πλειοψηφία, αλλά δεν διορθώνεται, τότε ίσως δεν πρόκειται απλώς για αποτυχία στη χάραξη πολιτικής, αλλά μάλλον για κάτι βαθύτερο—κάτι πιο ενδημικό στην ίδια τη δομή της καπιταλιστικής οικονομίας. Είναι βέβαια δυνατό να αποδώσει κάποιος την ευθύνη για αυτή την κατάσταση στα βήματα που κάνει η σημερινή φουρνιά των κυνικών και διψασμένων για εξουσία ελίτ και να σταματήσει εκεί την ανάλυσή του. Αλλά μια εξέταση της ιστορίας αποκαλύπτει επαναλαμβανόμενες περιπτώσεις χρηματιστικοποίησης που παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες, γεγονός που προσκαλεί στο συμπέρασμα ότι ίσως η δυσχερής θέση της αμερικανικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες να μην αποτελεί εξαίρεση και ότι η διαρκώς αυξανόμενη ισχύς της Wall Street να ήταν κατά κάποιον τρόπο προδιαγεγραμμένη.

 

Παρουσίαση του Giovanni Arrighi: Η χρηματιστικοποίηση ως κυκλικό φαινόμενο

 

Σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να επανεξετάσουμε το έργο του Ιταλού θεωρητικού της πολιτικής οικονομίας και ιστορικού του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος Giovanni Arrighi (1937-2009). Ο Arrighi, ο οποίος συχνά απλουστευτικά κατατάσσεται ως μαρξιστής ιστορικός, μια ετικέτα πολύ περιοριστική δεδομένης της ευρύτητας του έργου του, διερεύνησε την προέλευση και την εξέλιξη των καπιταλιστικών συστημάτων που χρονολογούνται από την Αναγέννηση και έδειξε πώς επαναλαμβανόμενες φάσεις χρηματοπιστωτικής επέκτασης και κατάρρευσης στηρίζουν ευρύτερες γεωπολιτικές αναδιαμορφώσεις. Κεντρική θέση στη θεωρία του κατέχει η άποψη ότι ο κύκλος της ανόδου και της πτώσης κάθε διαδοχικού ηγεμόνα καταλήγει σε μια κρίση χρηματιστικοποίησης. Αυτή η φάση της χρηματιστικοποίησης είναι που διευκολύνει τη μετάβαση στον επόμενο ηγεμόνα.

 

Ο Arrighi χρονολογεί την απαρχή αυτής της κυκλικής διαδικασίας στις ιταλικές πόλεις-κράτη του 14ου αιώνα, μια εποχή που αποκαλεί γέννηση του σύγχρονου κόσμου. Ξεκινώντας από το πάντρεμα του γενοβέζικου κεφαλαίου με την ισπανική ισχύ που παρήγαγε τις μεγάλες ανακαλύψεις, παρακολουθεί αυτή την πορεία μέσω του Άμστερνταμ, του Λονδίνου και, τέλος, των Ηνωμένων Πολιτειών.

 

Σε κάθε περίπτωση, ο κύκλος είναι μικρότερος και κάθε νέος ηγεμόνας είναι μεγαλύτερος, πιο πολύπλοκος και πιο ισχυρός από τον προηγούμενο. Και, όπως αναφέραμε παραπάνω, κάθε ένας καταλήγει σε μια κρίση χρηματιστικοποίησης που σηματοδοτεί το τελικό στάδιο της ηγεμονίας. Αλλά αυτή η φάση γονιμοποιεί επίσης το έδαφος στο οποίο θα φυτρώσει ο επόμενος ηγεμόνας, χαρακτηρίζοντας έτσι τη χρηματιστικοποίηση ως προάγγελο μιας επικείμενης αλλαγής ηγεμονίας. Ουσιαστικά, η ανερχόμενη δύναμη αναδύεται εν μέρει κάνοντας χρήση των οικονομικών πόρων της χρηματιστικοποιημένης και φθίνουσας δύναμης.

 

Ο Arrighi διέκρινε ένα πρώτο κύμα χρηματιστικοποίησης που ξεκίνησε γύρω στο 1560, όταν οι επιχειρηματίες της Γένοβας αποσύρθηκαν από το εμπόριο και εξειδικεύτηκαν στα χρηματοπιστωτικά, δημιουργώντας έτσι συμβιωτικές σχέσεις με το Βασίλειο της Ισπανίας. Το επόμενο κύμα ξεκίνησε γύρω στο 1740, όταν οι Ολλανδοί άρχισαν να αποσύρονται από το εμπόριο για να γίνουν “οι τραπεζίτες της Ευρώπης“. Η χρηματιστικοποίηση στη Μεγάλη Βρετανία, την οποία θα εξετάσουμε παρακάτω, εμφανίστηκε γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα- για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970.

 

Ο ίδιος ορίζει την ηγεμονία ως “τη δύναμη ενός κράτους να ασκεί λειτουργίες ηγεσίας και διακυβέρνησης πάνω σε ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών“. Κεντρικό ρόλο σε αυτή την έννοια παίζει η ιδέα ότι ιστορικά αυτός ο τρόπος διακυβέρνησης συνδέεται με τον μετασχηματισμό του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το ίδιο το σύστημα σχέσεων μεταξύ των κρατών και επίσης ότι αποτελείται τόσο από αυτό που θα ονομάζαμε γεωπολιτική κυριαρχία όσο και από ένα είδος πνευματικής και ηθικής ηγεσίας. Η ηγεμονική δύναμη όχι μόνο ανεβαίνει στην κορυφή εν μέσω του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών, αλλά στην πραγματικότητα σφυρηλατεί το ίδιο το σύστημα προς το συμφέρον της. Το κλειδί σε αυτή την ικανότητα επέκτασης της ισχύος του ίδιου του ηγεμόνα είναι η ικανότητα να μετατρέπει τα εθνικά του συμφέροντα σε διεθνή συμφέροντα.

 

Οι παρατηρητές της σημερινής αμερικανικής ηγεμονίας θα αναγνωρίσουν [εδώ] τον μετασχηματισμό του παγκόσμιου συστήματος προς όφελος των αμερικανικών συμφερόντων. Η διατήρηση μιας ιδεολογικά φορτισμένης ‘βασισμένης σε κανόνες’ τάξης πραγμάτων—φαινομενικά προς όφελος όλων—ταιριάζει απόλυτα στην κατηγορία της συγχώνευσης εθνικών και διεθνών συμφερόντων. Εν τω μεταξύ, ο προηγούμενος ηγεμόνας, οι Βρετανοί, είχαν τη δική τους εκδοχή που ενσωμάτωνε τόσο πολιτικές ελεύθερου εμπορίου όσο και μια αντίστοιχη ιδεολογία που έδινε έμφαση στον πλούτο των εθνών έναντι της εθνικής κυριαρχίας.

 

Επιστρέφοντας στο ζήτημα της χρηματιστικοποίησης, η αρχική κατανόηση της εποχιακής πτυχής της προήλθε αρχικά από τον Γάλλο ιστορικό Fernand Braudel, του οποίου ο Arrighi ήταν μαθητής. Ο Braudel παρατήρησε ότι η άνοδος της χρηματοπιστωτικής [finance] ως κυρίαρχης καπιταλιστικής δραστηριότητας μιας δεδομένης κοινωνίας ήταν σημάδι της επικείμενης παρακμής της.

 

Ο Arrighi υιοθέτησε αυτή την προσέγγιση και, στο μείζον έργο του με τίτλο “Ο μακρύς εικοστός αιώνας“, ανέπτυξε τη θεωρία του για το κυκλικό μοτίβο της ανόδου και της κατάρρευσης εντός του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο ονόμασε “συστημικό κύκλο συσσώρευσης“. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η περίοδος της ανόδου βασίζεται στην επέκταση του εμπορίου και της παραγωγής. Αλλά αυτή η φάση φτάνει τελικά στην ωριμότητα, οπότε γίνεται πιο δύσκολο να επανεπενδυθεί κερδοφόρα το κεφάλαιο για περαιτέρω επέκταση. Με άλλα λόγια, οι οικονομικές δραστηριότητες που ώθησαν την ανερχόμενη δύναμη στην κορύφωση της κυριαρχίας της γίνονται όλο και λιγότερο κερδοφόρες, καθώς ο ανταγωνισμός εντείνεται και, σε πολλές περιπτώσεις, μεγάλο μέρος της πραγματικής οικονομίας χάνεται σε περιφερειακές δραστηριότητες, όπου οι μισθοί είναι χαμηλότεροι. Οι αυξανόμενες διοικητικές δαπάνες και το κόστος διατήρησης ενός διαρκώς επεκτεινόμενου στρατού συμβάλλουν επίσης σε αυτό.

 

Αυτό οδηγεί στην εμφάνιση αυτού που ο Arrighi αποκαλεί ‘κρίση σήματος’, δηλαδή μιας οικονομικής κρίσης που σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη συσσώρευση μέσω της υλικής επέκτασης στη συσσώρευση μέσω της χρηματοπιστωτικής επέκτασης. Αυτό που ακολουθεί είναι μια φάση που χαρακτηρίζεται από τη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση και την κερδοσκοπία. Ένας άλλος τρόπος για να το σκεφτούμε αυτό είναι ότι, έχοντας χάσει την πραγματική βάση της οικονομικής του ευημερίας, ένα έθνος στρέφεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα ως το τελικό οικονομικό πεδίο στο οποίο μπορεί να διατηρηθεί η ηγεμονία. Η φάση της χρηματιστικοποίησης χαρακτηρίζεται έτσι από μια υπερβολική έμφαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

 

Πώς η χρηματιστικοποίηση καθυστερεί το αναπόφευκτο

 

Ωστόσο, η διαβρωτική φύση της χρηματιστικοποίησης δεν είναι άμεσα εμφανής—στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο Arrighi καταδεικνύει πώς η στροφή στη χρηματιστικοποίηση, η οποία είναι αρχικά αρκετά προσοδοφόρα, μπορεί να προσφέρει μια προσωρινή και απατηλή ανάπαυλα από την πορεία της παρακμής, αναβάλλοντας έτσι την έναρξη της τελικής κρίσης. Για παράδειγμα, ο κατεστημένος ηγεμόνας της εποχής, η Μεγάλη Βρετανία, ήταν η χώρα που επλήγη περισσότερο από τη λεγόμενη Μακρά Ύφεση του 1873-1896, μια παρατεταμένη περίοδο κακοδαιμονίας που είδε τη βιομηχανική ανάπτυξη της Βρετανίας να επιβραδύνεται και το οικονομικό της κύρος να μειώνεται. Ο Arrighi την προσδιορίζει ως “κρίση σήματος” – το σημείο του κύκλου όπου χάνεται η παραγωγική ζωτικότητα και αρχίζει η χρηματιστικοποίηση.

 

Και όμως, όπως ο Arrighi παραθέτει από το βιβλίο του David Landes “The Unbound Prometheus” του 1969, «ως δια μαγείας, ο τροχός γύρισε». Τα τελευταία χρόνια του αιώνα, οι επιχειρήσεις βελτιώθηκαν ξαφνικά και τα κέρδη αυξήθηκαν. «Η εμπιστοσύνη επέστρεψε—όχι η σποραδική, φευγαλέα εμπιστοσύνη των σύντομων ανόδων που είχαν διανθίσει την κατήφεια των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά μια γενική ευφορία που είχε να επικρατήσει από… τις αρχές της δεκαετίας του 1870….. Σε όλη τη Δυτική Ευρώπη, τα χρόνια αυτά ζουν στη μνήμη ως οι παλιές καλές μέρες—η Εδουαρδιανή εποχή, la belle époque». Όλα έμοιαζαν και πάλι σωστά.

 

Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα μαγικό στην ξαφνική αποκατάσταση των κερδών, εξηγεί ο Arrighi. Αυτό που συνέβη είναι ότι «καθώς η βιομηχανική της υπεροχή μειωνόταν, ο χρηματοπιστωτικός της τομέας θριάμβευε και οι υπηρεσίες της ως μεταφορέα, εμπόρου, μεσίτη ασφαλίσεων και διαμεσολαβητή στο παγκόσμιο σύστημα πληρωμών έγιναν πιο απαραίτητες από ποτέ».

 

Με άλλα λόγια, υπήρξε μεγάλη επέκταση της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας. Αρχικά μεγάλο μέρος του διευρυνόμενου χρηματοοικονομικού εισοδήματος προερχόταν από τόκους και μερίσματα που προέκυπταν από προηγούμενες επενδύσεις. Αλλά όλο και περισσότερο ένα σημαντικό μέρος χρηματοδοτήθηκε από αυτό που ο Arrighi αποκαλεί «εγχώρια μετατροπή του εμπορευματικού κεφαλαίου σε χρηματικό κεφάλαιο». Εν τω μεταξύ, καθώς το πλεονάζον κεφάλαιο μετακινήθηκε από το εμπόριο και την παραγωγή, οι πραγματικοί μισθοί στη Βρετανία άρχισαν να μειώνονται από τα μέσα της δεκαετίας του 1890—μια αντιστροφή της τάσης των τελευταίων πέντε δεκαετιών. Μια πλουσιότερη οικονομική και επιχειρηματική ελίτ εν μέσω μιας συνολικής μείωσης των πραγματικών μισθών είναι κάτι που θα πρέπει να χτυπήσει ένα καμπανάκι στους παρατηρητές της σημερινής Αμερικανικής οικονομίας.

 

Ουσιαστικά, αγκαλιάζοντας τη χρηματιστικοποίηση, η Βρετανία έπαιξε το τελευταίο χαρτί που είχε για να αποτρέψει την παρακμή της αυτοκρατορίας της. Από εκεί και πέρα, θα βρισκόταν η καταστροφή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και η επακόλουθη αστάθεια του Μεσοπολέμου, μια εκδήλωση αυτού που ο Arrighi αποκαλεί “συστημικό χάος” – ένα φαινόμενο που γίνεται ιδιαίτερα ορατό κατά τη διάρκεια κρίσεων-σημάτων και τελικών κρίσεων.

 

Ιστορικά, παρατηρεί ο Arrighi, αυτές οι καταρρεύσεις έχουν συνδεθεί με την κλιμάκωση σε απ’ ευθείας πολεμικές συγκρούσεις—συγκεκριμένα, με τον τριακονταετή πόλεμο (1618-48), τους ναπολεόντειους πολέμους (1803-15) και τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Είναι ενδιαφέρον, και κάπως αντίθετο με τη διαίσθηση, ότι σε αυτούς τους πολέμους συνήθως δεν βρέθηκαν σε αντίπαλες πλευρές ο κατεστημένος ηγεμόνας και ο διεκδικητής (με αξιοσημείωτη εξαίρεση τους Αγγλο-Ολλανδικούς ναυτικούς πολέμους). Αντίθετα, ήταν συνήθως οι ενέργειες άλλων ανταγωνιστών που επιτάχυναν την άφιξη της τελικής κρίσης. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση των Ολλανδών και των Βρετανών, η σύγκρουση συνυπήρξε με τη συνεργασία, καθώς οι Ολλανδοί έμποροι έστρεφαν όλο και περισσότερο τα κεφάλαιά τους στο Λονδίνο, όπου απέφεραν καλύτερες αποδόσεις.

 

Η Wall Street και η κρίση του τελευταίου ηγεμόνα

 

Η διαδικασία της χρηματιστικοποίησης που προέκυψε από μια κρίση σήματος επαναλήφθηκε με εκπληκτικές ομοιότητες στην περίπτωση του διαδόχου της Βρετανίας, των ΗΠΑ. Η δεκαετία του 1970 ήταν μια δεκαετία βαθιάς κρίσης για τις ΗΠΑ, με υψηλά επίπεδα πληθωρισμού, αποδυνάμωση του δολαρίου μετά την εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας σε χρυσό το 1971 και, ίσως το σημαντικότερο, την απώλεια της ανταγωνιστικότητας της αμερικανικής μεταποίησης. Με ανερχόμενες δυνάμεις όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία και, αργότερα, η Κίνα, ικανές να τις ξεπεράσουν σε επίπεδο παραγωγής, οι ΗΠΑ έφτασαν στο ίδιο σημείο καμπής και, όπως και οι προκάτοχοί τους, στράφηκαν στη χρηματιστικοποίηση. Η δεκαετία του 1970 ήταν, σύμφωνα με την ιστορικό Τζούντιθ Στάιν, η «κομβική δεκαετία» που «σφράγισε τη μετάβαση σε ολόκληρη την κοινωνία από τη βιομηχανία στη χρηματοδότηση, από το εργοστάσιο στο χρηματιστήριο».

 

Αυτό, εξηγεί ο Arrighi, επέτρεψε στις ΗΠΑ να προσελκύσουν τεράστια ποσά κεφαλαίων και να κινηθούν προς ένα μοντέλο ελλειμματικής χρηματοδότησης—μια αυξανόμενη υπερχρέωση της αμερικανικής οικονομίας και του κράτους προς τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά η χρηματιστικοποίηση επέτρεψε επίσης στις ΗΠΑ να ξανα-τονώσουν την οικονομική και πολιτική τους ισχύ στον κόσμο, ιδίως καθώς το δολάριο εδραιώθηκε ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Αυτή η αναστολή έδωσε στις ΗΠΑ την ψευδαίσθηση της ευημερίας στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τη δεκαετία του ’90, όταν, όπως λέει ο Arrighi «υπήρχε αυτή η ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ‘επιστρέψει’». Αναμφίβολα, η κατάρρευση του κύριου γεωπολιτικού αντίπαλού τους, της Σοβιετικής Ένωσης, συνέβαλε σε αυτή τη ζωηρή αισιοδοξία και την αίσθηση ότι ο δυτικός νεοφιλελευθερισμός είχε δικαιωθεί.

 

Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια, οι τεκτονικές πλάκες της παρακμής εξακολουθούσαν να σπρώχνονται με ένταση, καθώς οι ΗΠΑ εξαρτώνταν όλο και περισσότερο από την εξωτερική χρηματοδότηση και εντατικοποιούσαν με αυξανόμενους ρυθμούς τη μόχλευση πάνω σε ένα συνεχώς ελαττωνόμενο κομμάτι της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας, η οποία μεταφερόταν ταχύτατα στο εξωτερικό και αποψιλωνόταν. Καθώς ανέβαινε η επιρροή της Wall Street πολλές βασικές αμερικανικές οικονομικές μονάδες ουσιαστικά απογυμνώθηκαν από τα πάγιά τους για χάρη του χρηματοπιστωτικού κέρδους.

 

Αλλά, όπως επισημαίνει ο Arrighi, η χρηματιστικοποίηση απλώς καθυστερεί το αναπόφευκτο, πράγμα που αποκαλύφθηκε εντελώς με τα γεγονότα που επακολούθησαν στις ΗΠΑ. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η ίδια η χρηματιστικοποίηση είχε αρχίσει να δυσλειτουργεί, ξεκινώντας με την ασιατική κρίση του 1997 και το επακόλουθο σκάσιμο της φούσκας των dotcom[2], και συνεχίζοντας με τη μείωση των επιτοκίων που θα διόγκωνε τη φούσκα των ακινήτων που έσκασε τόσο θεαματικά το 2008. Έκτοτε, ο καταρράκτης των ανισορροπιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα απλώς επιταχύνθηκε και ήταν μόνο μέσω ενός συνδυασμού ολοένα και πιο απελπισμένων χρηματοπιστωτικών ταχυδακτυλουργιών—φουσκώνοντας τη μία φούσκα μετά την άλλη—και του απροκάλυπτου πειθαναγκασμού που κατάφεραν οι ΗΠΑ να παρατείνουν την ηγεμονία τους ακόμη και λίγο περισσότερο από την ώρα της.

 

Το 1999, ο Arrighi, σε ένα άρθρο που συνέγραψε μαζί με την Αμερικανίδα ερευνήτρια Beverly Silver, συνόψισε το αδιέξοδο της εποχής. Έχει περάσει ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που γράφτηκαν αυτά τα λόγια, αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν γραφτεί την περασμένη εβδομάδα:

 

«Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική επέκταση της τελευταίας πάνω κάτω εικοσαετίας δεν είναι ούτε ένα νέο στάδιο του παγκόσμιου καπιταλισμού ούτε ο προάγγελος μιας ‘επερχόμενης ηγεμονίας των παγκόσμιων αγορών’. Αντίθετα, είναι το πιο σαφές σημάδι ότι βρισκόμαστε εν μέσω μιας κρίσης ηγεμονίας. Ως τέτοια, η επέκταση μπορεί να αναμένεται ότι θα είναι ένα προσωρινό φαινόμενο που θα τελειώσει λιγότερο ή περισσότερο καταστροφικά… Αλλά η τύφλωση που οδήγησε τις κυρίαρχες ομάδες των [ηγεμονικών κρατών του παρελθόντος] να μπερδέψουν το ‘φθινόπωρο’ με μια νέα ‘άνοιξη’ της… εξουσίας τους συνετέλεσε ώστε το τέλος να έρθει νωρίτερα και πιο καταστροφικά απ’ ό,τι θα συνέβαινε διαφορετικά… Μια παρόμοια τύφλωση είναι ολοφάνερη και σήμερα».

 

Ένας πρώιμος προφήτης ενός πολυπολικού κόσμου

 

Στο ύστερο έργο του, ο Arrighi έστρεψε την προσοχή του στην Ανατολική Ασία και εξέτασε τις προοπτικές για τη μετάβαση στην επόμενη ηγεμονία. Από τη μία πλευρά, αναγνώρισε την Κίνα ως τον λογικό διάδοχο της αμερικανικής ηγεμονίας. Ωστόσο, ως αντίβαρο σε αυτό, δεν έβλεπε ότι ο κύκλος που περιέγραψε θα συνεχιζόταν στο διηνεκές και πίστευε ότι θα ερχόταν ένα σημείο όπου δεν θα ήταν πλέον δυνατό να δημιουργηθεί ένα κράτος με μεγαλύτερες και πιο ολοκληρωμένες οργανωτικές δομές. Ενδεχομένως, υπέθεσε, οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν ακριβώς αυτή την επεκτατική καπιταλιστική δύναμη που έχει οδηγήσει την καπιταλιστική λογική στα γήινα όριά της.

 

Ο Arrighi θεωρούσε επίσης ότι ο συστημικός κύκλος της συσσώρευσης είναι ένα φαινόμενο εγγενές στον καπιταλισμό και δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε προ-καπιταλιστικές εποχές ή σε μη-καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Μέχρι το 2009, όταν πέθανε, η άποψη του Arrighi ήταν ότι η Κίνα παρέμενε μια αποφασιστικά μη-καπιταλιστική κοινωνία της αγοράς. Το πώς θα εξελισσόταν παρέμενε ένα ανοιχτό ερώτημα.

 

Αν και ο Arrighi δεν ήταν δογματικός ως προς τον τρόπο που θα διαμορφωθεί το μέλλον και δεν εφάρμοσε τις θεωρίες του ντετερμινιστικά, ιδίως όσον αφορά τις εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, μίλησε εμφατικά για αυτό που στη σημερινή γλώσσα θα μπορούσε να ονομαστεί ως η αναγκαιότητα της αποδοχής ενός πολυπολικού κόσμου. Σε άρθρο τους το 1999, ο ίδιος και η Silver προέβλεπαν ότι «μια λίγο πολύ επικείμενη πτώση της Δύσης από τα δεσποτικά ύψη του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος είναι δυνατή, ακόμη και πιθανή».

 

Οι ΗΠΑ, πιστεύουν, «έχουν ακόμη μεγαλύτερες δυνατότητες από ό,τι η Βρετανία πριν από έναν αιώνα να μετατρέψουν την παρακμάζουσα ηγεμονία τους σε εκμεταλλευτική κυριαρχία». Αν το σύστημα τελικά καταρρεύσει, «αυτό θα γίνει κυρίως λόγω της αντίστασης των ΗΠΑ στην προσαρμογή και τoν συμβιβασμό. Και αντίστροφα, η προσαρμογή και ο συμβιβασμός των ΗΠΑ με την ανερχόμενη οικονομική δύναμη της περιοχής της Ανατολικής Ασίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια μη-καταστροφική μετάβαση σε μια νέα παγκόσμια τάξη».

 

Το αν θα υπάρξει τέτοια προσαρμογή μένει να το δούμε, αλλά ο Arrighi δίνει έναν απαισιόδοξο τόνο, σημειώνοντας ότι κάθε ηγεμόνας, στο τέλος του κύκλου της κυριαρχίας του, βιώνει μια «τελική άνθηση» κατά την οποία επιδιώκει το «εθνικό του συμφέρον χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα προβλήματα σε επίπεδο συστήματος που απαιτούν λύσεις σε επίπεδο συστήματος». Πιο εύστοχη περιγραφή της σημερινής κατάστασης πραγμάτων δεν θα μπορούσε να είχε διατυπωθεί.

 

Τα προβλήματα σε επίπεδο συστήματος πολλαπλασιάζονται, αλλά το αποσκληρωμένο ancien régime στην Ουάσινγκτον δεν τα αντιμετωπίζει[3]. Καθώς μπερδεύει τη χρηματιστικοποιημένη οικονομία του με μια ισχυρή οικονομία, υπερεκτιμά τη δύναμη της οπλοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος που ελέγχει, βλέποντας έτσι και πάλι ‘άνοιξη’ εκεί που υπάρχει μόνο ‘φθινόπωρο’. Αυτό, όπως προβλέπει ο Arrighi, μόνο που θα επισπεύσει το τέλος.

 

Πηγή: RT.com

 

[1] Σημειώνω εδώ ότι πήρα το θάρρος να αλλάξω κάπως την τιτλοφορία που επέλεξε για το άρθρο το “Russia Today” από όπου το πήρα, καθώς—κατά τη γνώμη μου—ο τίτλος που είχε επιλεγεί δεν απέδιδε με ακρίβεια το περιεχόμενο του άρθρου. Ο τίτλος του RT είναι: «Ο θάνατος των αυτοκρατοριών: Η κατάρρευση των ΗΠΑ και όσα επακολουθήσουν είναι αναπόφευκτα». Ο υπότιτλος είναι λίγο-πολύ ανάλογος με αυτόν του RT.

 

[2] Η φούσκα των dotcoms είναι η φούσκα που δημιουργήθηκε στα διεθνή χρηματιστήρια, και κυρίως στο αμερικανικό NASDAQ, με τις μετοχές των εταιριών που είχαν σχέση με το Ίντερνετ. Η ξέφρενη άνοδος των τιμών αυτών των μετοχών ξεκίνησε το 1999, κορυφώθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2000, και στη συνέχεια επήλθε η κατάρρευση.

 

[3] Τα γαλλικά στο πρωτότυπο. Ancien Régime (Παλαιό Καθεστώς) ονομάστηκε το μοναρχικό, αριστοκρατικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα εγκαθιδρυμένο στο Βασίλειο της Γαλλίας περίπου από τον 15ο αιώνα μέχρι τον ύστερο 18ο αιώνα υπό τις δυναστείες των ύστερων Βαλουά και των Βουρβόνων.

 Κωστής Μηλολιδάκης

[----->]

 

Ο ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΕΙ ΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ.


https://salvatoreloleggio.blogspot.com/.../telemaco-alla...

Οι θαλασσινές περιπέτειες του Οδυσσέα, συγκεντρωμένες στα τέσσερα κεντρικά βιβλία της Οδύσσειας, μια γρήγορη διαδοχή συναντήσεων με φανταστικά όντα (που εμφανίζονται σε λαϊκά παραμύθια όλων των εποχών και χωρών: ο δράκος Πολύφημος, οι άνεμοι κλεισμένοι σε ασκό, τα ξόρκια της Κίρκης, οι σειρήνες και τα θαλάσσια τέρατα) έρχονται σε αντίθεση με το υπόλοιπο ποίημα, στο οποίο κυριαρχούν οι σοβαροί τόνοι, η ψυχολογική ένταση και ένα δραματικό κρεσέντο γύρω από έναν στόχο: την επανάκτηση του βασιλείου και της νύφης τα οποία απειλούνται από τους μνηστήρες. Και εδώ συναντάμε μοτίβα κοινά με τα λαϊκά παραμύθια, όπως το σάβανο της Πηνελόπης και η δοκιμασία της τοξοβολίας, αλλά βρισκόμαστε σε έδαφος πιο κοντά στα σύγχρονα κριτήρια του ρεαλισμού και της αληθοφάνειας: οι υπερφυσικές παρεμβάσεις αφορούν μόνο τις εμφανίσεις των ολύμπιων θεών, που συνήθως κρύβονται κάτω από ανθρώπινη μορφή.

Δεδομένου ότι οι παραμυθένιες περιπέτειες περιέχονται στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση που δίνει ο Οδυσσέας στον βασιλιά των Φαιάκων, μπαίνουμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε τον ήρωά μας ως έναν ευφάνταστο παραμυθά- ωστόσο, οι ίδιες περιπέτειες (ιδίως εκείνη με τον Πολύφημο) αναφέρονται και σε άλλα σημεία του ποιήματος, οπότε ο ίδιος ο Όμηρος το επιβεβαιώνει- και όχι μόνο αυτό, αλλά και οι ίδιοι οι θεοί τις συζητούν στον Όλυμπο. Το μόνο που απομένει είναι να αποδώσουμε τις διαφορές στο φανταστικό ύφος σε αυτό το σύνολο παραδόσεων διαφορετικής προέλευσης, που παραδόθηκαν από τους αοιδούς και αργότερα συγχωνεύτηκαν στην ομηρική Οδύσσεια, η οποία στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Οδυσσέα θα αποκαλύψει το πιο αρχαϊκό της στρώμα.

Το πιο αρχαϊκό; Σύμφωνα με τον Alfred Heubeck, καθηγητή στη Νυρεμβέργη, που προλογίζει τον πρώτο τόμο μιας κριτικής έκδοσης της Οδύσσειας, η οποία εκδόθηκε με πλήθος φιλολογικών και ιστορικών σημειώσεων από το Ιδρυμα Lorenzo Valla, τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν πάρει και την αντίθετη κατεύθυνση.

 

Ο Οδυσσέας πριν από την Οδύσσεια (και την Ιλιάδα) υπήρξε  πάντα ένας επικός ήρωας, και οι επικοί ήρωες, όπως ο Αχιλλέας και ο Έκτορας στην Ιλιάδα, δεν έχουν μπλέξει σε τέτοιου είδους μυθικές περιπέτειες, με τέρατα και μάγια. Αλλά ο συγγραφέας της Οδύσσειας [ο οποίος για τον Χάουμπεκ είναι 1) ένας μοναδικός, πρωτότυπος συγγραφέας, όχι ένας διασκευαστής προϋπάρχοντος υλικού, και 2) όχι το ίδιο πρόσωπο με τον συγγραφέα της Ιλιάδας, αλλά κάποιος που ακολουθεί αμέσως μετά, ο δεύτερος ποιητής που αναλαμβάνει το εγχείρημα ενός πλήρως γραπτού ποιήματος, [το οποίο θέτει εντελώς νέα συνθετικά προβλήματα σε σχέση με το προφορικό έπος των αοιδών] και πρέπει να κρατήσει τον Οδυσσέα μακριά από την πατρίδα του για δέκα χρόνια, εξαφανισμένο, χαμένο για την οικογένεια και τους πρώην συμπολεμιστές του. Για να το πετύχει, πρέπει να τον βγάλει από τον γνωστό κόσμο, σε ένα άλλο γεωγραφικά τόπο, σε έναν εξωανθρώπινο κόσμο, στο υπερπέραν (δεν είναι τυχαίο ότι τα ταξίδια του κορυφώνονται με μια επίσκεψη στον Κάτω Κόσμο). Γι' αυτή την υπέρβαση που είναι εκτός εδαφών της επικής ποίησης, ο συγγραφέας της Οδύσσειας καταφεύγει σε παραδόσεις (πιο αρχαϊκές) όπως τα κατορθώματα του Ιάσονα και των Αργοναυτών, τα οποία (και αυτό ήταν ήδη γνωστό) έχουν πολλά κοινά επεισόδια με τα ταξίδια του Οδυσσέα.

 

 

Έτσι, το καινούργιο στην Οδύσσεια είναι ότι έβαλε έναν επικό ήρωα όπως ο Οδυσσέας αντιμέτωπο με "μάγισσες και γίγαντες, τέρατα και ανθρωποφάγους", δηλαδή σε καταστάσεις ενός πιο αρχαϊκού τύπου έπους, οι ρίζες του οποίου πρέπει να αναζητηθούν "στον κόσμο των αρχαίων μύθων, ακόμη και των πρωτόγονων μαγικών και σαμανικών αντιλήψεων".

 

Εδώ είναι που ο συγγραφέας της Οδύσσειας εκδηλώνει, σύμφωνα με τον Heubeck, την αληθινή νεωτερικότητά του, αυτή που τον φέρνει πιο κοντά μας και τον καθιστά πιο σύγχρονο: αν παραδοσιακά ο επικός ήρωας ήταν ένα πρότυπο αριστοκρατικών και στρατιωτικών αρετών, ο Οδυσσέας είναι όλα αυτά, αλλά επιπλέον είναι ο άνθρωπος που υπομένει τις πιο σκληρές εμπειρίες, τις κακουχίες, τον πόνο και τη μοναξιά. "Βέβαια παρασύρει και αυτός το κοινό του σε έναν μυθικό ονειρικό κόσμο, αλλά αυτός ο ονειρικός κόσμος γίνεται ο καθρέφτης του κόσμου στον οποίο ζούμε, στον οποίο κυριαρχούν η ανάγκη και η αγωνία, ο τρόμος και ο πόνος και στον οποίο ο άνθρωπος βυθίζεται χωρίς διέξοδο".

 

Η θέση αυτή είναι ελκυστική και μπαίνει κανείς στον πειρασμό να πειστεί αμέσως- ο Heubeck αναδεικνύει καλά τη δομική συνοχή της Οδύσσειας και τη λειτουργικότητα κάθε μέρους της σε αυτή την ενιαία ποιητική και ηθική ιδέα. Από την άλλη πλευρά, η Stephanie West, καθηγήτρια στην Οξφόρδη (η οποία στον ίδιο τόμο του Ιδρύματος Valla γράφει τις εισαγωγές στο κείμενο και στις τέσσερις πρώτες ραψωδίες, καθώς και ένα σχόλιο γεμάτο ενδιαφέροντα στοιχεία) υπογραμμίζει όλες τις αντιφάσεις και τις ασυμβατότητες μεταξύ των διαφόρων μερών του ποιήματος.Η West, ακολουθεί μια θέση αντίθετη (τουλάχιστον εν μέρει) από εκείνη του Heubeck, εμμένοντας στη διαστρωμάτωση των προφορικών πηγών τις οποίες χρησιμοποιούσε ο συγγραφέας της Οδύσσειας, οργανώνοντάς τες σε ένα σύνθετο μωσαϊκό. Αλλά ακόμη και δι’ αυτής της οδού, είναι η συνθετική δομή, ο συνολικός σχεδιασμός, η αφηγηματική στρατηγική που κάνει την Οδύσσεια Οδύσσεια- και είναι ακριβώς τα τέσσερα πρώτα βιβλία (τα ταξίδια του Τηλέμαχου) που το αποδεικνύουν.

 

Ο τόμος που κυκλοφορεί τώρα (Οδύσσεια, τόμος Ι, βιβλία Ι-IV, Ιδρυμα Lorenzo Valla, Mondadori) είναι μια καλή ευκαιρία να ξαναδιαβάσει κανείς αυτά τα τέσσερα πρώτα βιβλία, δηλαδή την "Τηλεμάχεια", στη μετάφραση του G. A. Privitera του Πανεπιστημίου της Περούτζια, και να παρακολουθήσει όσο μπορεί το ελληνικό κείμενο. Πριν από τριάντα χρόνια, η Rosa Calzecchi Onesti ήταν η πρώτη που απέδωσε την αρχαϊκή γεύση των ομηρικών ποιημάτων. Σε αυτή την κατεύθυνση της πιστότητας στο γράμμα και τη γεύση του κειμένου, η μετάφραση του Privitera έχει ρυθμό και οξύτητα τόσο στις αναλαμπές αυτής της ποίησης της ακριβούς λεπτομέρειας που είναι η πάντα εκπληκτική ομηρική ποιότητα, όσο και στις επαναλήψεις τύπων και επιθέτων. (Αυτό το ρεπερτόριο συμβατικών κλισέ είναι κληρονομιά της προφορικής σύνθεσης αφού, με αυτά οι αοιδοί συμπλήρωναν τα κενά και έδιναν συνέχεια στον αυτοσχεδιασμό τους).

 

Στην Τηλεμάχεια ο Οδυσσέας απουσιάζει, αλλά ακριβώς μέσω της απουσίας του κυριαρχεί πάντα στη σκηνή, μέσω μιας "αρνητικής" διαδικασίας μεγάλης αφηγηματικής αποτελεσματικότητας. Επιπλέον, ανακαλείται σε δύο φλας μπακ στον Τρωικό Πόλεμο, από τα οποία αναδεικνύεται η μία από τις βασικές ιδιότητές του: η πονηριά του. Στα δύο επεισόδια έρχεται αντιμέτωπος με την Ελένη, η οποία στο πρώτο (όταν ο Οδυσσέας εισχωρεί μεταμφιεσμένος στην πολιορκημένη πόλη) φαίνεται να συνεργάζεται με τους Έλληνες, στο δεύτερο (το θαυμάσιο επεισόδιο του αλόγου με τους Αχαιούς κρυμμένους μέσα και την Ελένη έξω να προσπαθεί να τους κάνει να μιλήσουν) φαίνεται να δουλεύει για την τρωική αντικατασκοπεία. Αυτός ο αντιφατικός ρόλος της Ελένης προσδίδει ένα διφορούμενο φως στις δύο ιστορίες.

 

Η Τηλεμάχεια είναι πολλά πράγματα : είναι η περιγραφή της συγκεχυμένης πολιτικο-οικονομικής κατάστασης στην Ιθάκη με τους πρόκριτους να σπαταλούν τα περιουσιακά στοιχεία του απόντος βασιλιά (άγνωστο βάσει ποιου δικαίου ή εθίμου- η όλη "θεσμική" πλευρά είναι ασαφής, αλλά πάνω σε αυτή την ασάφεια βασίζονται τα πιο όμορφα πράγματα στο ποίημα, όπως η εξορία του βασιλιά Λαέρτη)- είναι η αντίθεση με τα οράματα της χρυσής εποχής των αυλών που επισκέπτεται ο Τηλέμαχος, της λιτής του Νέστορα και της εύπορης του Μενελάου, Είναι η ανασκόπηση των υψηλών "νόστων", δηλαδή των ιστοριών για την επιστροφή από την Τροία των Αχαιών ηρώων (και σε όλες πέφτει η τραγική σκιά εκείνης του Αγαμέμνονα, που επιστρέφει για να σκοτωθεί από τον Αίγισθο)- αλλά είναι και το μυθιστόρημα της εκπαίδευσης του Τηλέμαχου, αν και μια εξέλιξη με αυτή την έννοια δεν είναι πολύ εμφανής, αλλά σίγουρα στην αρχή ο Τηλέμαχος είναι ένα αγόρι αβέβαιο για τα πάντα, περισσότερο και από τον Άμλετ (φαίνεται ότι του λείπει ακόμη και η βεβαιότητα ότι είναι γιος του Οδυσσέα! ) ενώ, μέσα από τα νέα που συλλέγει στο ταξίδι, η εικόνα του πατέρα του του εμφανίζεται συγκεκριμένη και μπορεί να ταυτιστεί μαζί του.

 

Αλλά πάνω απ’όλα, η Τηλεμάχεια είναι η αναζήτηση μιας ιστορίας που δεν υπάρχει, η ιστορία που θα γίνει η Οδύσσεια. Ο  Ιθακιώτης αοιδός Φήμιος στο παλάτι της Ιθάκης γνωρίζει ήδη τις "νόσους" των άλλων ηρώων- του λείπει μόνο μία, αυτή του βασιλιά του- γι' αυτό και η Πηνελόπη δεν θέλει πια να τον ακούει να τραγουδάει. Και ο Τηλέμαχος ξεκινά την αναζήτηση αυτής της ιστορίας από τους βετεράνους του Τρωικού Πολέμου: αν την βρει, είτε αυτή έχει αίσιο τέλος είτε δεν έχει, η Ιθάκη θα βγει από τη συγκεχυμένη κατάσταση χωρίς χρόνο και χωρίς νόμο  στην οποία βρίσκεται εδώ και τόσα χρόνια.

 

Όπως όλοι οι βετεράνοι, έχουν κι αυτοί πολλά να διηγηθούν: αλλά όχι την ιστορία που αναζητά ο Τηλέμαχος. Ώσπου ο Μενέλαος σκαρφίζεται μια περιπέτεια που θα μπορούσε να σταθεί ανάμεσα σε αυτές του Οδυσσέα στην πιο φανταστική εκδοχή: μεταμφιεσμένος σε φώκια, ο Μενέλαος αιχμαλωτίζει τον "γέρο της θάλασσας", δηλαδή τον Πρωτέα των άπειρων μεταμορφώσεων, και τον αναγκάζει να του μιλήσει για το παρελθόν και το μέλλον. Ο Πρωτέας, φυσικά, γνώριζε ήδη ολόκληρη την Οδύσσεια με κάθε λεπτομέρεια και αρχίζει να τη διηγείται από το σημείο που το πιάνει ο Ομηρος, με τον Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς- μετά σταματά. Σε αυτό το σημείο ο Όμηρος μπορεί να αναλάβει και να συνεχίσει την ιστορία.

 

Η Οδύσσεια είναι ένα δοχείο με Οδύσσειες η μία μέσα στην άλλη. Στην αυλή των Φαιάκων, ο Οδυσσέας ακούει έναν τυφλό αοιδό που μοιάζει με τον Όμηρο να τραγουδά την ιστορία του Οδυσσέα- ο ήρωας ξεσπά σε δάκρυα και στη συνέχεια αποφασίζει να την αφηγηθεί με τη σειρά του. Στην αφήγησή του, πηγαίνει μέχρι τον Άδη για να ανακρίνει τον Τειρεσία, και ο Τειρεσίας του αφηγείται την υπόλοιπη ιστορία του. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας συναντά τις Σειρήνες που τραγουδούν- τι τραγουδούν; την Οδύσσεια και πάλι, ίσως την ίδια με αυτή που διαβάζουμε, ίσως πολύ διαφορετική.

 

Έχοντας φτάσει στην Ιθάκη μεταμφιεσμένος, ο Οδυσσέας αφηγείται, πρώτα στον βοσκό Εύμαιο, μετά στον αντίπαλό του Αντίνοο και στην ίδια την Πηνελόπη, τις περιπέτειες που τον έφεραν από την Κρήτη (πατρίδα του φανταστικού χαρακτήρα που ισχυρίζεται ότι είναι), προσθέτοντας κάθε φορά νέες λεπτομέρειες. Αυτή είναι μια άλλη Οδύσσεια, εντελώς διαφορετική, μια ιστορία για ναυάγια και πειρατές πολύ πιο αληθινή από την ιστορία που είπε στον βασιλιά των Φαιάκων. Ποιος μπορεί να πει ότι αυτή δεν είναι η "πραγματική" Οδύσσεια; Ο Κρητικός στα ταξίδια του είχε συναντήσει τον Οδυσσέα: έχουμε, λοιπόν, τον Οδυσσέα που αφηγείται για κάποιον Οδυσσέα που ταξιδεύει σε χώρες απ’όπου σύμφωνα με την Οδύσσεια δεν τις είχε επισκεφτεί ποτέ. Νάναι αυτή η "πραγματική" Οδύσσεια;

 

Εδώ η Stephanie West κάνει μια ενδιαφέρουσα υπόθεση: ότι υπήρχε μια εναλλακτική Οδύσσεια, μια άλλη διαδρομή επιστροφής, που προϋπήρχε του Ομήρου. Ο Όμηρος (ή όποιος κι αν ήταν, και εδώ η υπόθεση της West δένει όμορφα με τη θέση του Heubeck) βρίσκοντας αυτή την ταξιδιωτική αφήγηση πολύ φτωχή και ασήμαντη, θα την είχε αντικαταστήσει με τις μυθικές περιπέτειες, αλλά θα διατηρούσε και ένα ίχνος της στα ταξίδια του ψευδοκρητικού. Και πράγματι, στο προοίμιο υπάρχει ένας στίχος που στέκει ως σύνθεση ολόκληρης της Οδύσσειας: "Από πολλούς ανθρώπους είδε τις πόλεις και γνώρισε τις σκέψεις". Ποιες πόλεις; Ποιες σκέψεις; Αυτή η περίληψη θα ταίριαζε καλύτερα στην αφήγηση του ψευδοκρητικού για τα ταξίδια του.....

 

Ωστόσο, μόλις η Πηνελόπη τον αναγνώρισε, στον ανακατακτημένο θάλαμο του παλατιού, ο Οδυσσέας αρχίζει να αφηγείται για τους Κύκλωπες, τις Σειρήνες... Μήπως η Οδύσσεια είναι ο μύθος του κάθε ταξιδιού; Ίσως για τον Οδυσσέα-Όμηρο η διάκριση ψεύδους-αλήθειας να μην υπήρχε, αφού αφηγείται την ίδια εμπειρία πότε στη γλώσσα του βιώματος , πότε στη γλώσσα του μύθου, όπως και για μας το κάθε ταξίδι μας, μικρό ή μεγάλο, είναι πάντα μια Οδύσσεια.

 ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ  1981

 

[------>]

 

Τι άλλα ?

 

Στα χέρια του 1% των πιο πλούσιων της Ελλάδας το 1/4 του συνολικού πλούτου της χώρας

Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 5% κατέχει το 44,2% του πλούτου και το 1% το 25% του πλούτου, δηλαδή το 1/4 του συνολικού πλούτου της Ελλάδας

Δεν είναι σκηνή από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο η από κάποιο στρατόπεδο των Ναζί κατά το Ολοκαύτωμα



 


 

Ο Stephen Kapos, ο οποίος συμμετείχε στην πορεία για τη Γάζα στο Λονδίνο, ήταν 7 ετών όταν επέζησε μαζί με την οικογένειά του από το Ολοκαύτωμα των Εβραίων στην Ουγγαρία το 1944.

Ο Kapos δήλωσε στο MEE: "Είναι εγκληματικό το γεγονός ότι η ισραηλινή κυβέρνηση εκμεταλλεύεται τα δεινά του ολοκαυτώματος για να δικαιολογήσει τις σημερινές σφαγές".

 

Πρόσθεσε ότι συμμετέχει σε αυτές τις πορείες για να δείξει ότι πολλοί Εβραίοι είναι αντίθετοι με όσα συμβαίνουν στη Γάζα στο όνομά τους και ιδιαίτερα στο όνομα του Ολοκαυτώματος.

 

"Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα πρέπει να σταματήσει να διευκολύνει αυτό το ολοκαύτωμα, στη Γάζα, και ότι με την απόσυρση της χρηματοδότησης από την Unrwa, στην πραγματικότητα, συμμετέχει σε αυτό το ολοκαύτωμα", κατέληξε ο Kapos

 

Stephen Kapos, who attended the march for Gaza in London, was 7-years-old when he and his family survived the Nazi Holocaust on jews in Hungary in 1944.

Kapos told MEE: “Its criminal that the Israeli government exploits the sufferings of the holocaust to justify the present massacres.”

 

He added that he takes part in these marches to show that many jews are against what is happening in Gaza in their name and particularly in the name of the Holocaust.

 

“The UK government should stop facilitating this holocaust, in Gaza, and that by withdrawing funding from Unrwa, they are in effect, participating in this holocaust,” Kapos concluded

 




 

 https://www.instagram.com/reel/C5M4p-iLcZ2/