Του ΑΡΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ
Τσακώνονται τόσο πολύ για να κρύψουν ότι διαφωνούν τόσο
λίγο. Αυτή είναι η μοίρα των δύο μεγάλων παρατάξεων του
νεοφιλελεύθερου “Κέντρου” σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, στην καινούργια
εποχή του παγκοσμιοποιημένου κοινωνικού πολέμου.
Από την Ισπανία του Ραχόι και
τη Γαλλία του Ολάντ μέχρι την Αμερική του Τραμπ και της Κλίντον, οι λασπομαχίες
περί σκανδάλων υποκαθιστούν τον ανταγωνισμό γύρω από ιδεολογικές και κοινωνικές
διαχωριστικές γραμμές, που γίνονται σχεδόν αόρατες. Όχι ότι τα σκάνδαλα
και η διαπλοκή είναι πράγματα ανύπαρκτα.
Το αντίθετο, τείνουν να γίνουν φυσική
κατάσταση πραγμάτων, από τη στιγμή που η έκλειψη μαζικών κομμάτων, ριζωμένων σε
μεγάλα τμήματα του κοινωνικού σώματος, καταδικάζει τις ηγεσίες τους να γίνονται
όμηροι των επιχειρηματικών και εκδοτικών συμφερόντων για την επιβίωση και την
αναπαραγωγή τους.
Ακριβώς γι αυτό, η ίδια η έννοια του “σκανδάλου”
έχει εκπέσει κατά πολύ στις μέρες μας. Προσπαθούν να μας υποβάλουν στην ιδέα
ότι δεν είναι “σκάνδαλο” μια κυβέρνηση πολιτικών υπαλλήλων του κεφαλαίου και
των ξένων συνεταίρων του να γδύνει “νόμιμα” τον ελληνικό λαό από τα δικαιώματά
του και τον κοινωνικό πλούτο, αλλά μόνο όταν κάποιος εκ των πολιτικών υπαλληλίσκων
του κεφαλαίου βάζει το χέρι του στο βάζο με το μέλι.
Δεν ήταν σκάνδαλο η αρπαγή
του πλούτου με τη φούσκα και το κραχ του Χρηματιστηρίου, το 1999, ούτε η
παράδοση των τηλεπικοινωνιών στη Siemens, αλλά μόνο αν
πιαστεί κάποιος Τσουκάτος ή Τσοχατζόπουλος με τη γίδα στον ώμο.
Αν η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ήθελε πραγματικά να δώσει
μάχη με τη διαπλοκή, γιατί αλήθεια δεν άνοιξε τον φάκελο για το μέγα
σκάνδαλο της παράδοσης της Αγροτικής Τράπεζας και του Ταχυδρομικού
Ταμιευτηρίου, ως “πανοπροίκια” στην Τράπεζα Πειραιώς και στη Eurogroup επί υπουργείας του σημερινού διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννη
Στουρνάρα;
Αφελής αξίωση, βέβαια, από μια κυβέρνηση που βαρύνεται- μαζί με
τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη- για το μεγαλύτερο σκάνδαλο των τελευταίων χρόνων,
την παράδοση του συνόλου των συστημικών τραπεζών στα ξένα funds με την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση.
Τι απομένει, λοιπόν, από αυτή τη νέα άσκηση δημαγωγίας
και αποπροσανατολισμού, στην οποία επιδίδεται η σημερινή κυβέρνηση;
Τίποτα περισσότερο από την επαγγελία ενός αγριότατου, μνημονιακού καπιταλισμού,
που θα γδύνει “εντίμως” τον ελληνικό λαό, έτσι ώστε να μπορούν να έρχονται στην
Ελλάδα... ξένοι επενδυτές χωρίς να υπολογίζουν το κόστος από τις αναγκαίες μίζες.