Η λέξη μπορεί να φαίνεται περίεργη ή βαριά. Πώς αλλιώς όμως να χαρακτηρίσουμε την πλήρη αντιστροφή του νοήματος ενός συγκλονιστικού γεγονότος όπως το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ώρες μόνο μετά το πέρας του και μάλιστα από τους ίδιους τους πρωτεργάτες του;
Η αίσθηση του παράλογου δεν απορρέει όμως από αυτήν την ακαριαία αντιστροφή της δυναμικής της κατάστασης αλλά κυρίως από το γεγονός ότι όλα αυτά γίνονται «σαν να μην έχει συμβεί τίποτε», σαν να ήταν το δημοψήφισμα κάτι σαν συλλογική παραίσθηση, που διαλύεται απότομα και μας αφήνει απερίσπαστους να συνεχίσουμε μ’αυτό που κάναμε πριν. Επειδή δεν γίναμε όμως όλοι Λωτοφάγοι, ας μας επιτραπεί να αναφερθούμε εν συντομία σε όσα συνέβησαν στον απίστευτα πυκνό χρόνο των τελευταίων ημερών.
Την περασμένη Κυριακή λοιπόν, ο ελληνικός λαός συγκλονίζει την Ευρώπη και τον κόσμο. Ανταποκρίνεται μαζικά στο κάλεσμα της κυβέρνησης και, σε πρωτοφανείς συνθήκες για τα μεταπολεμικά δεδομένα οποιασδήποτε ευρωπαϊκής χώρας, ψηφίζει σαρωτικά "όχι" στις εκβιαστικές και ταπεινωτικές προτάσεις των δανειστών.
Από την επόμενη όμως αυτής της «μέρας που συγκλόνισε τον κόσμο», και ενώ δεν έχουν καλά-καλά καταλαγιάσει οι ιαχές των νικητών στις πλατείες της χώρας, αρχίζει το θέατρο του παραλόγου. Υπό την αιγίδα του ενεργότατα στρατευμένου στην υπόθεση του «ναι» ΠτΔ, η κυβέρνηση καλεί τους επικεφαλείς των ηττημένων και συνομολογεί ένα πλαίσιο που βάζει ως ανυπέρβλητο όριο της ελληνικής θέσης το ευρώ και δηλώνει ρητά ότι δεν έχει εντολή ρήξης.
Την Τρίτη, η κυβέρνηση μεταβαίνει στις Βρυξέλλες για το έκτακτο Eurogroup χωρίς "πρόταση" και, όπως ήταν απόλυτα λογικό, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα νέο, ολιγοήμερο και ακόμη αυστηρότερο, τελεσίγραφο.
Η επιστολή Τσακαλώτου συνεχίζει αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι "η Ελλάδα δεσμεύεται να τηρήσει τις χρηματοοικονομικές της υποχρεώσεις απέναντι σε όλους τους πιστωτές της πλήρως και εγκαίρως».
Την ίδια μέρα, και εν αναμονή των νέων ελληνικών "προτάσεων", που οφείλουν να είναι "αξιόπιστες, λεπτομερείς" κλπ, δηλαδή μνημονιακής κοπής, ο πρωθυπουργός απευθύνεται στο Ευρωκοινοβούλιο και δηλώνει ότι «εάν είχα στόχο να βγάλω την Ελλάδα από το ευρώ, δεν θα πήγαινα αμέσως μετά το κλείσιμο της κάλπης να κάνω τις δηλώσεις που έκανα και να ερμηνεύσω το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όχι ως εντολή ρήξης με την Ευρώπη, αλλά ως εντολή ενίσχυσης της διαπραγματευτικής προσπάθειας για να φθάσουμε σε μια καλύτερη συμφωνία ».
Στην ίδια ομιλία, ο πρωθυπουργός εκθέτει με αρκετά σαφή τρόπο την φιλοσοφία που εδώ και αρκετές εβδομάδες κινεί την όλη στάση της ελληνικής πλευράς και στην οποία η «παρένθεση» του δημοψηφίσματος δεν επέφερε την παραμικρή μεταβολή: «Σε αυτές τις προτάσεις, προφανώς και έχουμε αναλάβει την ισχυρή μας δέσμευση να πιάσουμε τους δημοσιονομικούς στόχους που απαιτούνται με βάση τους κανόνες, γιατί αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε ότι η Ευρωζώνη έχει κανόνες.
Εν τω μεταξύ, και ενώ λέγονται αυτές οι «κατευναστικές» κουβέντες που κατεδαφίζουν ότι έχει απομείνει από τις προγραμματικές δεσμεύσεις του Σύριζα, εντείνεται η «κατάσταση πολιορκίας» που υφίσταται η χώρα, με την η ΕΚΤ να κρατάει κλειστή τη στρόφιγγα της ρευστότητας και να "κουρεύει" ακόμη περισσότερο την αξία των ομολόγων των τραπεζών, οδηγώντας τες με μαθηματική ακρίβεια στην κατάρρευση.
Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι απλούστατο: με τις κινήσεις αυτής της εβδομάδας, η κυβέρνηση δεν πέτυχε παρά την "ολική επαναφορά" στον προηγούμενο εγλωβισμό, και τούτο από μια πολύ δυσχερέστερη θέση, υπό την πίεση ενός ακόμη οξύτερου οικονομικού στραγγαλισμού. Οσο για το πολιτικό πλεονέκτημα, δηλαδή για το τεράστιο κεφάλαιο που αποκόμισε με το δημοψήφισμα, έσπευσε να το ακυρώσει σε χρόνο ρεκόρ, ακολουθώντας σε όλα τα σημεία τη γραμμή όσων αντιτάχθηκαν σ' αυτό, και που έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται δικαιωμένοι ενώ έχουν καταποντισθεί στις κάλπες.
Και όμως δημοψήφισμα υπήρξε, δεν είναι ένα μεθύσι που πέρασε, ούτε παραίσθηση. Παραίσθηση είναι αντίθετα η προσπάθεια να υποβαθμιστεί σε μια εκτονωτική παρένθεση στον κατήφορο που οδηγεί σε ένα τρίτο Μνημόνιο.
Ας το πούμε με την δέουσα σαφήνεια: οποιαδήποτε απόπειρα ακύρωσης της λαϊκής θέλησης για ανατροπή της λιτότητας και των Μνημονίων αποτελεί Υβρι με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης.