Η αναφορά σε
ιστορικά γεγονότα γίνεται απλά για να μάθουμε πως εξελίχθηκαν και πως
κατέληξαν. Δεν υπάρχει κατά την άποψή μου άμεση διδαχή από την μελέτη της Ιστορίας.
Για πολλού λόγους που η ανάλυσή τους δεν είναι του παρόντος. Όμως αποτελεί το
μοναδικό υπαρκτό εργαστήρι στο οποίο μπορούμε σε κρίσιμες στιγμές να
ανατρέψουμε στην προσπάθειά μας να σχεδιάσουμε τη δράση μας.
Το 1929 ξεσπά η κρίση στις ΗΠΑ και δημιουργεί στην
Ελλάδα ένα αίσθημα φόβου για τη δυνατότητα της χώρας να ξεπεράσει αλώβητη μια
τέτοια οικονομική λαίλαπα. Τα πράγματα χειροτερεύουν με την εγκατάλειψη του
κανόνα χρυσού από τη Μ. Βρετανία (20.09.1931).
Η εγκατάλειψη του χρυσού από τη Μ. Βρετανία και η υποτίμηση της λίρας είχαν σαν αποτέλεσμα
να πέσει το κάλυμμα της ΤτΕ από το 48% στο 41,2% ενώ παράλληλα μειωνόταν κάπως
και το βάρος του Δημόσιου Χρέους. Η δραχμή διατήρησε τη μετατρεψιμότητα της σε
χρυσό στην τιμή 1 δολάριο = 77 δρχ., ενώ με τα Ν. Δ στις 28/9 και 8/10/1931 η
αγοραπωλησία χρυσού και συναλλάγματος γινόταν μονοπώλιο της ΤτΕ και ειδική
επιτροπή θα αποφάσιζε για χορηγήσεις συναλλάγματος στο εξωτερικό.
Προσπαθώντας
να περιορίσει τη δυνατότητα των εμπορικών τραπεζών να κερδοσκοπούν, κάτι που
σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις έκαναν αδιάκοπα, το κράτος με το άρθρο 14 του Ν.
5076/31 υποχρέωσε όλες τις τράπεζες να κρατούν το 12% των καταθέσεων όψεως και
ταμιευτηρίου στα ταμεία τους. Αυτή η πρώτη εφαρμογή του μέτρου των υποχρεωτικών
ταμειακών διαθεσίμων στην Ελλάδα, που σκοπό είχε να ελέγξει την ρευστότητα των
εμπορικών τραπεζών και να ενισχύσει τον ρόλο της ΤτΕ στο τραπεζικό σύστημα,
προκάλεσε την αντίδραση ιδίως της ΕΤΕ. Η κερδοσκοπία επιτέθηκε, ενώ η Ένωση
Ελληνικών Τραπεζών έφθασε στο σημείο να καλέσει μέχρι και ξένο εμπειρογνώμονα
για να γνωμοδοτήσει κατά του συγκεκριμένου μέτρου[1].
Η περίοδος από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του
1932 αποτέλεσε το δεύτερο στάδιο της οικονομικής κρίσης, κατά το οποίο οι αρχές
διερεύνησαν τις δυνατότητες αρωγής από το εξωτερικό. Τον Ιανουάριο του 1932 το
κάλυμμα της ΤτΕ πέφτει κάτω από το 40%. Η κυβέρνηση αναστέλλει την ισχύ της
αντίστοιχης διάταξης στο καταστατικό της ΤτΕ.
Η προσπάθεια της
κυβέρνησης να βρει βοήθεια περιστράφηκε γύρω από δύο αποστολές: την επίσκεψη
του Βενιζέλου τον Ιανουάριο στα κράτη τα οποία εκπροσωπούνταν στον ΔΟΕ και λίγο
αργότερα την αποστολή του Νημάγιερ στην Αθήνα[2].
Στα μέσα Ιανουαρίου ο Βενιζέλος άρχισε τις διαδοχικές επισκέψεις πρώτα στη Ρώμη
και στη συνέχεια στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Είχε συνομιλίες με τους πρωθυπουργούς
και τους υπουργούς εξωτερικών των χωρών αυτών.
Εκτός από την έκθεση των οικονομικών
προβλημάτων το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης ήταν το ακόλουθο: «να ανασταλεί
επί μια πενταετία η καταβολή χρεολυσίων για τα χρέη που διαχειριζόταν ο ΔΟΕ
και, επιπλέον, να της παρασχεθεί νέο δάνειο ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων τα
επόμενα τέσσερα χρόνια. Προειδοποίησε τις ξένες κυβερνήσεις πως, αν δεν εξασφάλιζε
βοήθεια, η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τον κανόνα χρυσού και θα
βυθιζόταν στον πληθωρισμό και την κοινωνική αναταραχή»[3].
Οι δυνάμεις του ΔΟΕ έδειξαν σαφή απροθυμία να αναμειχθούν.
Με τη σύμφωνη γνώμη του Νημάγιερ που εν τω μεταξύ είχε επισκεφθεί την Αθήνα ως
αποσταλμένος της ΔΕ και είχε συντάξει σχετική έκθεση, τέθηκε το ζήτημα από την κυβέρνηση στην ΔΕ της
ΚτΕ ζητώντας πενταετή αναστολή χρεολυσίων και νέο δάνειο 50 εκατ. δολαρίων
αποπληρωτέον σε 4 χρόνια.
Σκοπός του δανείου θα ήταν η αποπεράτωση των
παραγωγικών έργων, η συνέχιση της εξυπηρέτησης των εξωτερικών δανείων και η
αποτροπή της δημοσιονομικής κρίσης του κράτους. Ο Βενιζέλος εδήλωνε : «Δεν είναι ηθικώς επιτετραμμένον να δεχθώμεν
ανεπαρκή επικουρίαν, η οποία δεν ημπορεί να μας σώση». Προσδιορίζων δε
σαφέστερον τι εθεώρει «ανεπαρκή επικουρίαν», εις δηλώσεις του γενομένας
διαρκούσης της εκτάτου συνόδου του Συμβουλίου της ΚΤΕ,ο Ελ. Βενιζέλος έλεγεν
ότι και η χορήγησις του δανείου των 50 εκατομμυρίων δολαρίων, χωρίς την
πενταετή αναστολήν της υπηρεσίας εξωτερικών δανείων, δεν θα εβοήθει την Ελλάδα,
διότι το δάνειον θα διετίθετο δια την πληρωμήν των τοκοχρεωλυσίων και όχι δια
παραγωγικάς τοποθετήσεις[4].
Η φορολογική
επιβάρυνση από το δημόσιο χρέος έφτασε το 1932 τα 3375 εκατ. χάρτινες δρχ.,
δηλ. το 43% των τακτικών εσόδων του προϋπολογισμού για εκείνο το έτος[5].
Παρά τις έντονες διπλωματικές προσπάθειες, την
ευνοϊκή αν και όχι ταυτόσημη με τις ελληνικές απόψεις εισήγηση του
εμπειρογνώμονα της ΚτΕ Sir Otto Niemeyer
και το προσωπικό ταξίδι του Βενιζέλου στη Γενεύη για την άσκηση πίεσης, η ΚτΕ
δεν ανταποκρίθηκε, καθώς η παγκόσμια κρίση, είχε αποδιαρθρώσει τις διεθνείς
οικονομικές σχέσεις.
Το Συμβούλιο της ΚΤΕ συνήλθε σε έκτακτη σύνοδο, δια
την εξέτασιν του θέματος παροχής βοηθείας εις την Ελλάδα, Αυστρία, Ουγγαρία και
Βουλγαρία την 12η Απριλίου. Οι αποτελούντες το Συμβούλιο, του οποίου
προήδρευε ο Γάλλος αντιπρόσωπος Πωλ Μπονκούρ, ήταν απασχολημένοι με άλλα
ζητήματα, ώστε να τους μείνει καιρός να ενδιαφερθούν σοβαρά με τα αιτήματα
βοήθειας των μικρών κρατών.
Η Γαλλία ευρίσκετο εις τας παραμονάς εκλογών. Η
Ιαπωνία είχε αρχίσει την εξόρμισήν της δια την κατάκτηση της Κίνας. Η Μεγάλη
Βρετανία μόλις συνήρχετο από την ιδικήν της οικονομική περιπέτεια. Η Ιταλία δεν
ήταν σε θέση να δώσει βοήθεια. Επί πλέον, τις Μεγάλες Δυνάμεις απασχολούσε η
εξέλιξη της καταστάσεως στη Γερμανία.
Η απόφαση του Συμβουλίου ήταν δυσμενής
για την Ελλάδα. Εδέχετο ότι το θέμα της αναστολής των τοκοχρεωλυσίων έπρεπε να
αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και των
ξένων ομολογιούχων. Περί δανείου ούτε λέξη. Περί αναστολής των τοκοχρεολυσίων
ούτε λέξη[6]
Αξιοσημείωτο
είναι ότι και η Ελλάδα ακολούθησε τον Ιανουάριο του 1932 την πολιτική των άλλων
χωρών και μείωσε κατά 6% τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων για να διαλαλήσει
προς τους φιλελεύθερους εταίρους της την επιθυμία της να συμμορφωθεί προς τα
διεθνώς κρατούντα[7].
Η άρνηση της ΚτΕ να χορηγήσει νέο δάνειο στην Ελλάδα
που θα επέτρεπε τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής, ανάγκασε την ελληνική
κυβέρνηση να αναλάβει τις συνέπειες. Στις 26/4/1932 κηρύχτηκε χρεοστάσιο, και
ακολούθησε μια σειρά μέτρων που έφεραν τη σφραγίδα του Κ. Βαρβαρέσου ο
οποίος ανέλαβε υπουργός Οικονομικών στις 21/4/1932[8].
Με το νόμο 5422/26/4/32, που συμπληρώθηκε με τον
5522/17/6/32, έγινε άρση της σταθεροποίησης και επαναφέρθηκε η αναγκαστική
κυκλοφορία. Με τα Ν.Δ. της 14/7/32 και της 24/7/32 ήρθη η υποχρέωση της ΤτΕ για
την εξαργύρωση των τραπεζογραμματίων χρυσής βάσης.
Τέλος, με τον Ν. 5/5/32
«περί προσωρινής ρυθμίσεως ζητημάτων δημοσίου χρέους», επετράπη στον υπουργό
Οικονομικών να αναστείλει με απόφαση του μερικά ή ολοκληρωτικά τόκους και
χρεολύσια δανείων, ενώ με το αναγκαστικό διάταγμα της 24/6/32 μετατρέπονται σε
δραχμές οι οφειλές του κράτους σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα.[9]
Ο Βαρβαρέσος προχώρησε και σε διαπραγματεύσεις με τους ξένους ομολογιούχους,
καταλήγοντας στη λεγόμενη «συμφωνία Βαρβαρέσου», η οποία προέβλεπε την
αποπληρωμή των ξένων δανειστών με αρχική δόση το 30% του οφειλόμενου ποσού.
Μιλώντας στη Βουλή, στις 20/5/32, αναφέρθηκε στην ανάγκη να ενσωματωθούν στον
προϋπολογισμό τα δημόσια έργα που γίνονταν μέχρι τότε με δάνεια, κάτι που
επέβαλε τη διενέργεια οικονομιών και τις περικοπές χρεολυσίων και τόκων[10].
ΥΓ.
Όπως ανέφερα στην αρχή, όποια ομοιότητα με τη σημερινή κατάσταση μπορεί να συναχθεί, αποτελεί απλή εκτίμηση και τίποτε
περισσότερο.
[3] Οπ.π
σ.216.
[4] Γ.
Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων 1923-1940, Κάκτος 1997, σ.540-1.
[5] Βλ.
Μ. Ψαλιδόπουλο: Η κρίση του 1929 και οι Έλληνες οικονομολόγοι, Αθήνα 1989, σελ.
89.
[6] Γ.
Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων 1923-1940, Κάκτος 1997, σ.541-2.
[7] Ομοίως,
σελ. 89-90.
[8]
Ομοίως, σελ. 71. Θα πρέπει να σημειωθεί παράλληλα ότι : την ίδια πάνω κάτω
περίοδο έχουμε σειρά αθετήσεων υποχρεώσεων σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και
Ευρώπης. Οι πρώτες αθετήσεις υποχρεώσεων προέκυψαν στη Λατινική Αμερική, η
Βολιβία άφησε το νόμισμά της να διολισθήσει έναντι του χρυσού τον Οκτώβριο του
1930 και τον Ιανουάριο του 1931 δεν εκπλήρωσε τις δανειακές υποχρεώσεις της. Το
Περού ακολούθησε το Μάρτιο, η Χιλή τον Ιούλιο , η Βραζιλία και η Κολομβία τον
Οκτώβρη. Στη συνέχεια επήλθαν οι αθετήσεις πληρωμών των χωρών της Κ. Ευρώπης :
έλεγχος του συναλλάγματος στην Αυστρία, την Ουγγαρία και τη Γερμανία το 1931
και αθετήσεις υποχρεώσεων από την Ουγγαρία , τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα το
1932 και από την Αυστρία και τη Γερμανία το 1933.
[9]
Τον Μάιο του 1932 η ελληνική κυβέρνηση
θα αναστείλει τη χρεολυτική εξυπηρέτηση των μέχρι το 1931 συναφθέντων δανείων
σε ξένο νόμισμα . Για την καταβολή των
τόκων μέχρι και το 1941 έχουμε τέσσερις συμφωνίες που προέβλεπαν την καταβολή
από το 27,5% έως το 40,0% των ετησίων τόκων. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους θα
αναστείλει την χρεολυτική εξυπηρέτηση
των δανείων σε δραχμές και θα συνεχίσει
να καταβάλει το 75,0% των ετήσιων τόκων. (Βλ. Α. Ηλιαδάκης όπ.π.
σ.319.σημ.213).