του Claudio Conti
Η έκρηξη της σύγκρουσης
μεταξύ "γερμανικής Ευρώπης" και " Ευρώπης σύμμαχου των ΗΠΑ"
εκδηλώθηκε τις τελευταίες ημέρες με τις επιθέσεις κατά του Μάριο Ντράγκι
(Πρόεδρου της ΕΚΤ) και το "φορολογικό σκάνδαλο" του Λουξεμβούργου, που
ίσως παρασύρει και τον νέο Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (της "κυβέρνησης"
της ΕΕ), Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ.
Μια υποβόσκουσα εδώ και χρόνια αντιπαράθεση γίνεται πλέον σχεδόν ανοικτά αφού δεν
έχει ως τώρα επιλυθεί. Και κάτι τέτοιο είναι μάλλον αδύνατον να γίνει με
διπλωματικό ή ανώδυνο τρόπο.
Αλλά αυτή η σύγκρουση δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναλυθεί "προσωποποιώντας"
τους λόγους της σύγκρουσης. Σε κάποια επίπεδα, τα κορυφαία στελέχη δεν είναι παρά
"ευφυείς παράγοντες" οργανωμένων συμφερόντων με τεράστια δύναμη και
οι προσωπικές απόψεις τους δεν έχουν καμία απολύτως αξία.
Σε πολλά κύρια άρθρα των εργοδοτικών ΜΜΕ, αυτές τις μέρες, επιχειρείται να
προσδιοριστούν τα όρια της ευρωπαϊκής κρίσης, οι αιτίες ανάσχεσης της "προόδου" που βρίσκεται σε ξεκάθαρη υποχώρηση. Η σύμπτωση με την 25η επέτειο από την "Πτώση
του Τείχους" καθιστούν τις απόψεις αυτές ανησυχητικές και αναπόφευκτα, ένα
είδος απολογισμού της πορείας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε αυτό τον
τομέα. Απολογισμός,προφανώς, αρνητικός, πέρα από τα στοιχεία της οικονομικής
ανάπτυξης το πρώτο δεκαπεντάχρονο του αιώνα.
Εχει αρχίσει να γίνεται εμφανής, με λίγα λόγια, η ουσιαστική αποτυχία του
νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στα μέτωπα ακριβώς που είχε επιβεβαιωθεί η
ιδεολογική του κατίσχυση και είχε κατακτήσει τη μαζική συναίνεση: η υπόσχεση για
περισσότερη ευημερία για όλους, αφού δεν υπήρχαν πλέον όλα εκείνα τα εμπόδια
που δημιουργούσαν προβλήματα στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Η ρητορική του καθεστώτος συνεχίζει βέβαια το ίδιο τροπάρι,επειδή δεν γνωρίζει άλλο.
Και οι "συνταγές" της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα κράτη μέλη, ειδικά ως προς
το θέμα του δημόσιου χρέους, φαίνεται να αδιαφορούν για την αρνητική εξέλιξη των
καιρών. Ο αριθμός πάντως όσων πιστεύουν σε κάτι τέτοιο αρχίζει να μειώνεται
δραστικά. Οχι μόνο - και ευτυχώς – μεταξύ των διαφόρων τύπων εξαρτημένης
εργασίας (στο σύνολο της σχεδόν σε κατάσταση γενικευμένης επισφαλούς,
απασχόλησης), αλλά και μεταξύ των πιο παρατηρητικών αναλυτών.
Το χορό κατά κάποιο τρόπο άνοιξε ο Carlo
Bastasin, στην εφημερίδα της ιταλικής Συνομοσπονδίας ιταλικών Βιομηχανιών,Il Sole 24 Ore. Πρόθεση του
"άρθρου", να δείξει ότι υπάρχει και ένας άλλος δρόμος για την
Ευρωπαϊκή Ένωση,πέρα από την εθελοντική αυτοκτονία της λιτότητας, και τη ρητορική και μόνο, της κυβέρνησης Renzi. Αλλά το επιχείρημα φωτίζει ορισμένες
βασικές πλευρές που θα πρέπει να επισημάνω:
Επί 30 τουλάχιστον χρόνια, το δημόσιο χρέος έχει απορροφήσει τη λανθάνουσα
δυναμική της πολιτικής αστάθειας. Εάν στην Ελλάδα, την Ισπανία και την
Πορτογαλία χρησιμοποιήθηκε για να αγοράσουν συναίνεση οι νέες δημοκρατίες που βγήκαν από τις δικτατορίες, στην Ιταλία και τη Γερμανία χρησιμοποιήθηκε και για
να κλείσουν οι γεωγραφικές μαύρες τρύπες στο εσωτερικό των δύο χωρών. Η επιμονή της
Γερμανίας, συνεπώς, να τονίζει τους κινδύνους από το δημόσιο χρέος οι
οποίοι πολιτικά σήμερα είναι λιγότερο δικαιολογημένοι, δεν θα πρέπει να
υποτιμάται. Η παγκοσμιοποίηση,όμως, και η τεχνολογία αλλάζουν τις
συντεταγμένες, το χώρο και το χρόνο, του κοινωνικού συμβολαίου.
Την "κοινωνική συνοχή" του ευρωπαϊκού μεταπολεμικού μοντέλου –αυτή είναι
η ουσία - την εγγυήθηκε το κράτος πρόνοιας, αφού η κοινωνική διαμεσολάβηση
γίνεται με οικονομικούς πόρους και όχι με λόγια, με προγράμματα
λαϊκής κατοικίας, συντάξεις, κοινωνική πρόνοια, δημόσια υγεία,
δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν εκπαίδευση, εργασιακά δικαιώματα, διαπραγματεύσεις
μισθών μέσω συγκρούσεων, δυνατότητες "λαϊκής" εκπροσώπησης σε
πολιτικό επίπεδο ("ρεφορμιστικά," μιλώντας για όνομα του Θεού ... ),
κλπ ..
Το κοινωνικό αυτό περιβάλλον ηττήθηκε ή κατέρρευσε από την ανάγκη (του κεφαλαίου)
να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα στο εσωτερικό αυτής της περιοχής, πέρα από τις
Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία, και μεταξύ των διαφορετικών ηπειρωτικών και νομισματικών
περιοχών.
Είναι γνωστό ότι ο ανταγωνισμός των διαφόρων κεφαλαίων περικόπτει τις περιττές δαπάνες,
και πριν απ’ όλα το κράτος πρόνοιας και ,άρα, την κοινωνική διαμεσολάβηση
και την συναίνεση στο σύστημα. Λίγα χρόνια παγκοσμιοποίησης ήταν αρκετά για να
καθορίσουν μια άγρια πορεία προς τη μείωση του κόστους, στις "δυτικές
δημοκρατίες" προκειμένου να γίνουν πιο ανταγωνιστικές σε σχέση με αυτές των "αναδυόμενων
οικονομιών". Ταυτόχρονα, άρχισε να φθίνει και η ποιότητα αυτών των "δημοκρατιών", ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική με τα υπάρχοντα συστήματα διακυβέρνησης αυτών
των χωρών (οι "συνταγματικές
μεταρρυθμίσεις" είναι η άλλη πλευρά των "διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων",
και οι ευρωπαϊκές Συνθήκες ικανοποιούσαν πλήρως την ανάγκη να αποσπασθούν τα
κέντρα λήψης των πολιτικών αποφάσεων από την πολιτική επιρροή των μη κυρίαρχων
κοινωνικών συμφερόντων).