Γιατί τελικά, το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη πόρων

 

Σήμερα το πρωί, με τον καφέ στο χέρι, άνοιξα τον υπολογιστή και άρχισα να χαζεύω το timeline. Σε λίγα μόλις λεπτά, ξεδιπλώθηκε μπροστά μου όλη η παράνοια της εποχής: η γενοκτονία στη Γάζα, διαδηλώσεις πνιγμένες στα δακρυγόνα, ο γάμος ενός μεγιστάνα, η κηδεία ενός ροκ σταρ, και ενδιάμεσα διαφημίσεις για μαγικά χάπια «ευτυχίας».

Η βία που μας περιβάλλει είναι απτή, αλλά δύσκολα τη βιώνουμε ως κάτι που μας αφορά άμεσα. Ίσως γιατί το σύστημα είναι χτισμένο έτσι ώστε να μας κρατά αποκομμένους. Ίσως γιατί οι αριθμοί δεν αφήνουν χώρο για εμπειρία — κι όμως, αρκεί να τους δούμε λίγο προσεκτικά για να καταλάβουμε.

Το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 44% του συνολικού πλούτου και έχει αυξήσει την περιουσία του κατά 33,9 τρισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία — ποσό που, όπως υπολογίζεται, θα αρκούσε για να εξαλειφθεί η παγκόσμια φτώχεια είκοσι δύο φορές. Αν προσθέσουμε και το επόμενο 10%, δηλαδή τους δισεκατομμυριούχους και πολυεκατομμυριούχους, φτάνουμε στο εξωφρενικό ποσοστό του 84% του παγκόσμιου πλούτου να συγκεντρώνεται στα χέρια του πλουσιότερου 11% του πληθυσμού. Το υπόλοιπο 89% καλείται να μοιραστεί το 16% — κι αυτό άνισα: η μεσαία τάξη απορροφά γύρω στο 15,5%, ενώ το φτωχότερο 56% ζει με το υπόλοιπο μισό τοις εκατό.

Πίσω από αυτούς τους αριθμούς κρύβεται μια καθημερινότητα φτιαγμένη από φτώχεια και αδικία. Η φτώχεια σημαίνει απουσία επιλογών: να μην μπορείς να βρεις δουλειά στα 25 ή να χάνεις τη δουλειά σου στα 50. Να μην έχεις ρεύμα, καθαρό νερό, γιατρούς ή σχολείο. Να διαλέγεις αν θα φας ή αν θα αγοράσεις φάρμακα. Να συναινείς στην εκμετάλλευσή σου επειδή δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

Κι αν η απόλυτη φτώχεια αφορά το μισό πλανήτη, η ανασφάλεια και η απουσία προοπτικής επεκτείνεται και στη λεγόμενη μεσαία τάξη — εκείνη που κάποτε πίστευε πως μπορούσε να ανέβει κοινωνικά και τώρα βλέπει τη σκάλα να εξαφανίζεται.

Τίποτα από αυτά δεν είναι καινούριο.

Η αίσθηση της αναλωσιμότητας δεν ήταν άγνωστη. Υπήρξε ήδη το 2005, μετά τον τυφώνα Κατρίνα, όταν δεκάδες ασθενείς εγκαταλείφθηκαν στα νοσοκομεία της Νέας Ορλεάνης. Στο Memorial Medical Center, 45 άνθρωποι πέθαναν μέσα στο κτίριο, χωρίς να εκκενωθούν. Το 2009, η γιατρός Anna Pou και τρεις ακόμη εργαζόμενοι κατηγορήθηκαν πως χορήγησαν θανατηφόρες δόσεις μορφίνης και άλλων ουσιών σε ασθενείς «που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν». Η υπόθεση δεν οδήγησε σε καταδίκες, αλλά άφησε να αιωρείται ένα βασανιστικό ερώτημα: σε συνθήκες κρίσης, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει — και ποιος αποφασίζει;

Δεκαπέντε χρόνια μετά, η πανδημία έθεσε τα ίδια ερωτήματα, αυτή τη φορά σε παγκόσμια κλίμακα.

Κι ενώ η φροντίδα αποσύρεται, η στρατιωτική θωράκιση ενισχύεται. Η ΕΕ και το ΝΑΤΟ υλοποιούν φιλόδοξες στρατηγικές εξοπλισμών, επενδύοντας σε drones, όπλα και τεχνολογίες επιτήρησης. Οι εταιρείες που ωφελούνται είναι γνωστές — Airbus, Thales, Palantir, Lockheed Martin. Οι τεχνολογίες αυτές χρησιμοποιούνται σε εμπόλεμες ζώνες και επιστρέφουν για να εφαρμοστούν πάνω μας: για την ασφάλεια, για τον έλεγχο, για το κέρδος.

Η αγορά ασφάλειας συνόρων προβλέπεται να φτάσει τα 68 δισεκατομμύρια δολάρια. Η τεχνητή νοημοσύνη στον τομέα ξεπερνά τα 190. Τα δεδομένα μας γίνονται το νέο πεδίο μάχης. Οι αποφάσεις για το ποιος έχει πρόσβαση σε φάρμακα, στέγη, εκπαίδευση ή υποδομές, περνούν στα χέρια εταιρειών και ιδιωτικών επενδυτών, που χρηματοδοτούνται με δημόσιο χρήμα — με τα δικά μας ταμεία.

Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη χρηματοδοτεί κέντρα κράτησης και συμφωνεί με αυταρχικά καθεστώτα, ενώ τεχνολογίες όπως η βιομετρική ταυτοποίηση, η χαρτογράφηση κοινωνικών δικτύων και η προληπτική αστυνόμευση διαχωρίζουν τους «αποδεκτούς» από τους «ανεπιθύμητους».

Οι πρώτοι που χτυπιούνται είναι πάντα οι πιο ευάλωτοι: μετανάστες, πρόσφυγες, αποκλεισμένοι. Όμως το μοντέλο γενικεύεται. Και ποτέ  δεν αφορά μόνο «τους άλλους».

Γιατί τελικά, το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη πόρων — είναι το ποιος αποφασίζει πώς θα κατανεμηθούν. Και σε ποιον ανήκει το δικαίωμα στη ζωή.

[---->] 

Δεν υπάρχουν σχόλια: