Ο ευρωπαϊκός εφεδρικός στρατός εργασίας



 
Κανίβαλοι, José Manuel Pérez Tapias (2011)
Οι μεγάλες στρατηγικές κινήσεις συνίστανται από μία αλληλουχία μικρών πρωτοβουλιών και η συνολικότερη εικόνα γίνεται κατανοητή μόνο στο βαθμό που το κάθε μεμονωμένο κομμάτι του παζλ βρίσκεται στη σωστή θέση του. 
 Η ανάλυση αποσπασματικών πλευρών του ζητήματος κάνει τη συζήτηση να επικεντρώνεται σε ζητήματα ήσσονος σημασίας, χωρίς τα ζητήματα στρατηγικής σημασίας να τίθενται στην κρίση της κοινής γνώμης ή να συζητούνται εκτενώς στα κοινοβούλια. 
Οι μεγάλες υπερεθνικές στρατηγικές, εξάλλου, έχουν το πλεονέκτημα ότι περιορίζουν τη συζήτηση, σε μεμονωμένα μέτρα  και σε ειδικότερα τοπικά ζητήματα, της κάθε χώρας ξεχωριστά. Έτσι, το βασικό στρατηγικό σχέδιο  δύσκολα αμφισβητείται, αφού δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως, δεν έχει υποβληθεί σε συζήτηση και υπερβαίνει τις αρμοδιότητες των εθνικών κυβερνήσεων. Παραμένει λοιπόν απόλυτα προστατευμένο, μακριά από τη δοκιμασία των δημοκρατικών διαδικασιών.

Ένα από τα μεγάλα στρατηγικά σχέδια των τελευταίων χρόνων είναι ο μετασχηματισμός του κράτους πρόνοιας και της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη. 
Η αλλαγή παραδείγματος έχει διακηρυχτεί είκοσι χρόνια πριν από τον ΟΟΣΑ [*] : από τον ακτιβισμό του κράτους στην οικονομία, για την  προώθηση της πλήρους «απασχόλησης» στις μερκαντιλιστικές και φιλελεύθερες πολιτικές της πλήρους «απασχολησιμότητας». Η αριστερά και η δεξιά σε όλες τις χώρες ακολούθησαν τις ίδιες πολιτικές, χωρίς ιδιαίτερες διαφορές. Όπως όλες οι μεγάλες στρατηγικές, έτσι και αυτή δεν είναι παρά μια ακολουθία ειδικών μέτρων με συγκεκριμένο μοντέλο αναφοράς.


Το πρώτο, είναι η περικοπή των μισθών. Έχει μεγάλη σημασία το επίπεδο των μισθών να διατηρείται χαμηλά προκειμένου να γίνεται ανταγωνιστικό το σύστημα παραγωγής. Η ανάγκη να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί και να σφίξουμε όλοι το ζωνάρι σε περιόδους κρίσης είναι τα τυπικά επιχειρήματα για να αποδεχτούμε τις περικοπές. Όπως πολύ καλά γνωρίζουμε η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμα πιο επιτακτική όταν δεν υπάρχει ένας μηχανισμός συναλλαγματικής ισοτιμίας. Με άλλα λόγια, με καθεστώς σταθερών ισοτιμιών αυτοί που πρέπει να είναι ελαστικοί, είναι οι μισθοί. 


Στη ζώνη του ευρώ, αποφασίσαμε να αντικαταστήσουμε τη συναλλαγματική ισοτιμία ως μηχανισμό ρύθμισης των εξωτερικών ανισορροπιών με τις απολύσεις και την μείωση των μισθών. Η μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα μπορεί να γίνει με διατάγματα (για τη μείωση των μισθών σε πραγματικούς τιμές, είναι αρκετό ακόμη και το πάγωμα τους σε ονομαστικούς τιμές, όπως συμβαίνει συχνά), ενώ στον ιδιωτικό τομέα γίνεται με την κατάργηση ουσιαστικά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αντικατάσταση τους με τις διαπραγματεύσεις σε επίπεδο επιχείρησης. Έτσι μειώνεται δραστικά η διαπραγματευτική δύναμη του κάθε ξεχωριστού εργαζομένου. Η μείωση των μισθών, γενικά, διευκολύνεται από τα μεγαλύτερα περιθώρια των επιχειρήσεων να απολύουν και τον μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην κατάληψη μιας θέσης εργασίας.

Αμέσως μετά έρχεται το πολύ γνωστό θέμα της ευελιξίας, εννοείται, της ευελιξίας εξόδου από την εργασία, όπως ονομάζεται στην τεχνική γλώσσα η δυνατότητα να απολύουν πιο εύκολα. Αυτό συνδέεται με την υποβάθμιση του όλου συστήματος νομικής προστασίας που δυσκολεύει την απόλυση του εργαζόμενου. Πώς μπορεί αυτό να γίνει αποδεκτό; 

Στην αρχή χτυπούν μια κατηγορία εργαζομένων, και αμέσως μετά αρχίζει ο κλασικός πόλεμος μεταξύ των φτωχών: εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα κατά εργαζομένων του ιδιωτικού, νεώτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι κατά των ηλικιωμένων, άνδρες κατά γυναικών, βόρειοι εναντίον νοτίων, εργαζόμενοι των ανατολικών περιοχών κατά των δυτικών, ανάλογα με τη χώρα. Η επιχειρηματολογία που συνοδεύει το μέτρο αυτό είναι συνήθως η απονομή δικαιοσύνης, ο εκσυγχρονισμός, και η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε περιόδους κρίσης.

Ουσιαστικά, έχει πάψει πια να υφίσταται η έννοια των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι αυτός ο τύπος συμβάσεων έχει απολέσει όλες τις προστασίες που την καθιστούσαν πραγματικά τέτοια. Αφού πρώτα έπληξαν θανάσιμα ένα μέρος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, τώρα τους είναι πιο εύκολο να τους πείσουν  ότι ευθύνονται οι άλλοι, οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα που είναι και πιο προστατευμένοι. 

Έτσι, λοιπόν, ζητούν να αρθούν τα «προνόμια» του δημόσιου τομέα. Έτσι, σιγά-σιγά βλέπουμε να κυριαρχεί η ευελιξία της εξόδου από την εργασία για όλους. Ένα παράδειγμα είναι η χώρα μοντέλο για τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις της στην αγορά εργασίας, η Ισπανία, όπου σήμερα το 28% των νέων συμβάσεων εργασίας έχουν διάρκεια μικρότερη των 7 ημερών: το πρωί της Δευτέρας σε προσλαμβάνουν, την Παρασκευή το βράδυ σε απολύουν, και την επόμενη Δευτέρα, πάλι από την αρχή.

Ο τρίτος ακρογωνιαίος λίθος των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων είναι η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού. Με την απόλυση τους, οι δυνητικά- άνεργοι-εργαζόμενοι δεν παύουν να αποτελούν ένα πόρο χρήσιμο σε άλλους, γι 'αυτό και θα πρέπει να διευκολύνεται η μετακίνηση τους σε περιοχές όπου υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρχει ένας τέλειος συντονισμός των δημοσίων υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για την απασχόληση, και αυτή θα πρέπει να είναι μια από τις προτεραιότητες σε όλες σχεδόν τις χώρες. 


Οι δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης, από κέντρα σύνδεσης της προσφοράς με τη ζήτηση σε τοπικό επίπεδο, θα πρέπει να γίνουν κόμβοι ενός μεγάλου διευρωπαϊκού δικτύου που θα επιτρέπει την ταχεία αναδιάταξη ανεκμετάλλευτου εργατικού δυναμικού από μια χώρα όπου αυτό πλεονάζει σε μία άλλη με περισσότερες ανάγκες. Και εδώ το επιχείρημα τους είναι απλό: περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και περισσότερες ευκαιρίες για εργασία για όσους την στερούνται.

Το τέταρτο σημείο, που είναι επίσης πολύ σημαντικό, είναι η διατήρηση ή η απόκτηση των κατάλληλων δεξιοτήτων που θα κάνουν «απασχολήσιμο» τον δυνητικά άνεργο εργαζόμενο. Κανείς δεν θέλει ένα μακροχρόνια άνεργο που να μη μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει τα νέα μηχανήματα ή συστήματα πληροφορικής, επειδή τεχνολογικά έχει μείνει πίσω. 
Θα πρέπει επομένως να εκπαιδευτεί, χωρίς φυσικά, ο εργοδότης να είναι αυτός που θα χρηματοδοτεί τη συνέχιση τις εκπαίδευσης του, κάτι που θα του επιτρέψει να κάνει ένα ποιοτικό άλμα στην αγορά εργασίας, αλλά, επικαιροποιώντας τις τεχνικές και επαγγελματικές δεξιότητες του έτσι που να είναι πάντα έτοιμος για δουλειά. 
Να είναι σε θέση, δηλαδή, να χρησιμοποιήσει τα σύγχρονα μηχανήματα ή την νέα τεχνολογία που εισήγαγε η εταιρεία. Εννοείται ότι, αυτό το εμφανίζουν, ως μέτρο στήριξης των ανέργων κάτι που διευκολύνει την απόκτηση χρήσιμων δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται ότι το σύνολο του πληθυσμού σε εργάσιμη ηλικία θα εκπαιδεύεται δια βίου, θα εξασκείται ακόμη και σε περιόδους ανεργίας, και θα είναι πάντα διαθέσιμο για τις ανάγκες της παραγωγής.

Το κατασκεύασμα αυτό, ωστόσο, τινάζεται στον αέρα αν οι εργαζόμενοι μείνουν άνεργοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, ή όταν οι συμβάσεις εργασίας είναι τόσο περιορισμένου χρόνου και οι περίοδοι εργασίας τόσο σύντομοι, που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ένα στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης. 
Στο σημείο αυτό, παρεμβάλλεται το βασικό κομμάτι του παζλ: το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το οποίο θα πρέπει να είναι πραγματικά «ελάχιστο», για να μην λειτουργεί ως αντικίνητρο για την αποδοχή της όποιας θέσης εργασίας, ακόμα και τη χειρότερη. Θα πρέπει όμως να δίνεται υπό προϋποθέσεις, να ανακαλείται δηλαδή αμέσως σε περίπτωση που ο άνεργος απορρίψει την προσφορά ή δεν παρακολουθεί συστηματικά τα επιμορφωτικά μαθήματα. Και φυσικά, θα πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμες για εργασία, διαφορετικά χάνει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.

Δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη ικανότητα για να «πουληθεί» το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως σημαντική κοινωνική κατάκτηση. Αυτό που πραγματικά το χαρακτηρίζει ως μέσο ενός πλαισίου πολύ πιο αντιδραστικού, ωστόσο, είναι το σύνολο των προϋποθέσεων που συνδέονται με αυτό. Θα ήταν εντελώς διαφορετικό αν η εργασία πληρωνόταν, σύμφωνα με την παραγωγικότητά της και αν διασφαλιζόταν ένας αξιοπρεπής κατώτατος μισθός. Όπως θα ήταν τελείως διαφορετικό η δημιουργία ενός δημόσιου συστήματος «απασχόλησης έσχατης ανάγκης».
Ολα αυτά όμως θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν την αυτονομία των εργαζομένων, την αξιοπρέπεια και τη διαπραγματευτική ισχύ τους που θα τους καθιστούσε πολύ λιγότερο εκβιάσιμους. Η διαφορά μεταξύ κατώτατου μισθού και ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι κάτι περισσότερο από ένα εννοιολογικό ζήτημα, αλλά, αντίθετα, είναι η διαφορά μεταξύ αξιοπρέπειας και εξάρτησης, μεταξύ ελευθερίας και σκλαβιάς.

Το επισφράγισμα αυτού του νέου μοντέλου κράτους πρόνοιας είναι η συνεχής μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, που έρχεται και επανέρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ο λόγος της επαναφοράς είναι η βούληση για σταδιακή μετάβαση στην ιδιωτικοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, μειώνοντας ολοένα και περισσότερο τη συμμετοχή του δημόσιου μέχρι ο πολίτης να μην έχει άλλη επιλογή. 

Στο νέο μοντέλο του κράτους πρόνοιας το κόστος της στήριξης του εργαζομένου αξίζει όσο αυτός είναι σε ηλικία που μπορεί να εργαστεί και μπορεί να είναι χρήσιμος, μετά γίνεται περιττός. Έτσι, προτιμούν να μειώνουν τις συνταξιοδοτικές δαπάνες και να δαπανούν λίγα περισσότερα σε επαγγελματική κατάρτιση και επιδόματα ανεργίας. 

Όποιος αντέξει οικονομικά στον εργάσιμο βίο του, αυτός θα καταφέρει να συγκεντρώσει κάποια χρήματα που θα τον βοηθήσουν να αντέξει οικονομικά  όταν βγει στη σύνταξη. Όσοι δεν τα καταφέρουν, βγαίνοντας στη σύνταξη, ή θα μεταναστεύσουν σε μέρη όπου η ζωή είναι πιο φτηνή ή θα καταλήξουν φτωχοί. Μαυτό τον τρόπο οι δαπάνες του δημόσιου μειώνονται, κάτι που σήμερα το ζητούν ακόμα και αυτοί που δεν έχουν κανένα συμφέρον να το κάνουν.

Οι πρωτοβουλίες αυτές, ξεκομμένη η μία από την άλλη, μπορεί να γίνονται αποδεκτές από την κοινή γνώμη και να θεωρηθούν δείγματα  προόδου για μια πιο δίκαιη και πιο αποτελεσματική κοινωνία. Με όλα τα μέτρα μαζεμένα, και δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο εφαρμογής τους, ωστόσο, μπορούμε να δούμε με ποιο τρόπο αυτά συμβάλλουν στη δημιουργία μιας διαφορετικής εικόνας. 

Το σύνολο του πληθυσμού σε εργάσιμη ηλικία θα πρέπει να είναι πάντα στη διάθεση του συστήματος παραγωγής, να είναι χρησιμοποιήσιμο και περιττό, ανάλογα με τις ανάγκες της, να είναι εκπαιδευμένο με δεξιότητες που χρειάζεται άμεσα η παραγωγή και να διατηρεί ένα επίπεδο διαβίωσης όταν δεν εργάζεται, αλλά να είναι εκβιάσιμο και ανταγωνιστικό, δηλαδή, με μικρή διαπραγματευτική δύναμη τη στιγμή της πρόσληψης. Το μοντέλο αναφοράς είναι η Γερμανία, όπως αυτό ολοκληρώθηκε πριν μια δεκαετία με τις μεταρρυθμίσεις Hartz, από το όνομά του πρώην μάνατζερ της Volkswagen, Peter Hartz, του συμβούλου της κυβέρνησης Σρέντερ.

Δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη, αν δεν γνωρίζουμε τις μεταρρυθμίσεις Hartz και ειδικότερα το πακέτο Hartz IV. Και δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις μεταρρυθμίσεις Hartz  αν δεν γνωρίζουμε την ιδεολογική πλατφόρμα του γερμανικού νεοφιλελευθερισμού (
ordoliberalismus) της σχολής του Freiburg

Ο γερμανικός νεοφιλελευθερισμός διαφέρει από το λεγόμενο αγγλοσαξονικό νεοφιλελευθερισμό, και είναι μια πολύ πιο ακραία εκδοχή του, επειδή θεωρεί ως ρητή υποχρέωση του κράτους την εξασφάλιση του αναγκαίου πολιτικού πλαισίου για την ελεύθερη βασιλεία του κεφαλαίου επί της εργασίας. Πρακτικά, ο γερμανικός νεοφιλελευθερισμός (ordoliberismus) είναι ψευδοφιλελευθερισμός, με την αντίθεση ανάμεσα στους δύο συντελεστές της παραγωγής να γίνεται ακόμη πιο άνιση, και το κράτος να παρεμβαίνει απροκάλυπτα για να την επιλύσει σε όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας.

Η λεγόμενη κοινωνική οικονομία της αγοράς, γερμανικής πατέντας, είναι το οικονομικό μοντέλο που εφαρμόζουμε στην Ευρώπη, κυρίως στη ζώνη του ευρώ, με το περιθώριο κινήσεων των εθνικών κυβερνήσεων να είναι πολύ περιορισμένο. Το συνολικό στρατηγικό πλαίσιο είναι η μεταφορά του γερμανικού κοινωνικού μοντέλου στην υπόλοιπη Ευρώπη, δηλαδή, η επιστημονική κατασκευή ενός βιομηχανικού εφεδρικού στρατού σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.

Αγήνορας


[*] Christian Morrisson, Οι δυνατότητες πολιτικής πραγματοποίησης των διαρθρωτικών αναπροσαρμογών,CAHIERS DE POLITIQUE ECONOMIQUE.
Πρόκειται για το περίφημο κείμενο του στελέχους τού ΟΟΣΑ ( Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ) ,Christian Morrisson, γραμμένο το 1996, με τίτλο «Οι δυνατότητες πολιτικής πραγματοποίησης των διαρθρωτικών αναπροσαρμογών». «Μαθήματα κυριαρχίας από τους επιγόνους του Μακιαβέλι», υποτιτλίζει δηκτικά ο μεταφραστής.
Μεταφρασμένο για πρώτη φορά στα ελληνικά (και σχολιασμένο) από τον Γιάννη Δ. Ιωαννίδη, δημοσιεύτηκε στο Πανοπτικόν 19

Δεν υπάρχουν σχόλια: