του Vladimiro Giacche’
[Πριν πέντε χρόνια , στις 15 Σεπτεμβρίου
2008 , η πτώχευση της Lehman Brothers έκανε ορατή στην παγκόσμια κοινή γνώμη τη
σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε .Οι θέσεις αυτές δημοσιεύτηκαν για
πρώτη φορά στο "Δημοκρατία και Δίκαιο",3 ,2012] .
1. Έχουν περάσει πάνω από πέντε χρόνια από τότε που ξέσπασε η κρίση και ο κατάλογος με τα
υποτιθέμενα αίτια της όλο και μεγαλώνει . Επισφαλή στεγαστικά δάνεια ,
δομημένα ομόλογα , πιστωτικά παράγωγα , απληστία των τραπεζιτών , οίκοι αξιολόγησης
, προσανατολισμός σε βραχυπρόθεσμα κέρδη , δημιουργία χρηματοπιστωτικών οχημάτων
εκτός προϋπολογισμών, αναποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων , εποπτικές
ελλείψεις , νομισματική πολιτική της Fed ... είναι ορισμένες μόνο από τις αιτίες
που ήλθαν στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Τελευταία, στον κατάλογο με τους
υπεύθυνους συμπεριλήφθηκαν χώρες όπως η Ελλάδα ( η οποία "πείραξε" τους
ισολογισμούς της), η Ιρλανδία (που έσωσε τις ιδιωτικές της τράπεζες και
κατέληξε σε πτώχευση ),η Ισπανία ( η οποία άφησε να δημιουργηθεί μια τεράστια
φούσκα ακινήτων ), η Πορτογαλία ( που δεν αναπτύσσεται αρκετά και έχει ένα
εμπορικό ισοζύγιο πολύ αρνητικό ) , και, τέλος, η Ιταλία ( η οποία έχει ένα
δημόσιο χρέος πολύ μεγάλο ... εδώ και τριάντα χρόνια ) .
2 . Πολύ εύκολα διαπιστώνουμε
ότι κανένας από τους φερόμενους ως υπαίτιους δεν μπορεί να εξηγήσει αυτή την
κρίση, ούτε την πορεία της , ούτε τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της, ούτε τις επιπτώσεις
της.Οι οποίες είναι δραματικά εμφανείς από το 2009 : το μέγεθος του κατεστραμμένου
πλούτου ( που το Μάρτιο του 2009 υπολογιζόταν σε 50 τρισεκατομμύρια ευρώ), η μεγαλύτερη
συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου από το 1945 ( -10.7 % το 2009 ) , η κατάρρευση
των κερδών, η κατάρρευση των επενδύσεων και η μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας
εδώ και δεκαετίες .
3 . Η λάθος βάση,
κοινή σε όλες αυτές τις ερμηνείες είναι ότι έψαχναν να βρουν ένα
"ένοχο" για την κρίση. Η έρευνα αυτή στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η
κρίση είναι κάτι ξένο προς την κανονική λειτουργία της καπιταλιστικής
οικονομίας. Η κρίση έρχεται πάντα από έξω , είναι κάτι το εξωγενές, μια
κατάσταση έξω από το σύστημα, επομένως οφείλεται σε συγκεκριμένα λάθη ή σε σφάλματα
κάποιων. Είναι σύνηθες στη σημερινή δημοσιογραφία, αυτός ο "κάποιος" να
εντοπίζεται στους "κερδοσκόπους". Ο Μαρξ, ως προς αυτό, είχε εύκολο έργο,
όταν παρατηρούσε ότι "ακριβώς η επανειλημμένη εμφάνιση των κρίσεων ανά
τακτά χρονικά διαστήματα, παρά τις προειδοποιήσεις του παρελθόντος διαψεύδει
την ιδέα ότι η αιτία των κρίσεων θα πρέπει να αναζητηθεί στην έλλειψη
ενδοιασμών των ατόμων" (Μαρξ 1855 ) .
4. Αλλά αν οι
κρίσεις δεν ήταν ένα ατύχημα, αλλά κάτι αναγκαίο; Ο Μαρξ πίστευε ακριβώς αυτό:
ότι οι κρίσεις είναι αναγκαίες. Αναγκαίες με τη διπλή έννοια: πρώτον, επειδή
είναι αναπόφευκτες. Η θέση του Μαρξ αντικρούει
τη θέση της πλειονότητας των οικονομολόγων: κατά την άποψή του, "η ίδια η ισορροπία
- με δεδομένη την πρωτόγονη φύση αυτής της παραγωγής - είναι μια υπόθεση"
(Κ.Μαρξ, Κεφάλαιο,ΙΙ, κεφ.21) . Από τους θεωρητικούς της οικονομίας , ο Μαρξ τελικά
δεν είναι ένας θεωρητικός της ισορροπίας,
αλλά της μη-ισορροπίας.
Η άποψή του ήταν πάντα μειοψηφική στους οικονομολόγους
και εξακολουθεί να είναι (τον εικοστό αιώνα ,μόνο ο Schumpeter και ο Minsky
φαίνονται να συμφωνούν, αν και βασίζονται σε διαφορετικές υποθέσεις). Μας είναι
όμως πολύ χρήσιμη αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις ρίζες της σημερινής κρίσης .
Δεύτερον, οι κρίσεις είναι αναγκαίες καθόσον λειτουργικές για την αυτοσυντήρηση
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Για τον Μαρξ , με λίγα λόγια ,οι κρίσεις
δεν είναι ένα ατύχημα (και ούτε κάποιο πρόβλημα του καπιταλισμού ) , αλλά το
μέσον με το οποίο η καπιταλιστική οικονομία επιλύει περιοδικά τα δικά της
προβλήματα . Ας προσπαθήσουμε να παρακολουθήσουμε τις βασικές γραμμές της
συλλογιστικής του Μαρξ .
5. Τα προβλήματα της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας πηγάζουν από την αντίθεση
ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και τον ιδιωτικό χαρακτήρα της
ιδιοποίησης των προϊόντων της εργασίας . Δηλαδή στο ότι η παραγωγή δεν
ρυθμίζεται σύμφωνα με ένα σχέδιο συνειδητό ούτε αποσκοπεί στην ικανοποίηση των
ανθρώπινων αναγκών, αλλά υπόκειται στην "αναρχία
της παραγωγής" ( δηλαδή στον ανταγωνισμό μεταξύ των μεμονωμένων κεφαλαιοκρατών)
και σκοπός της είναι το κέρδος .
6. Ακριβώς για τους λόγους αυτούς ( που δεν εξαρτώνται , αλλά έχουν να κάνουν
με τους ίδιους τους κανόνες της λειτουργίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής) , στις κεφαλαιοκρατικές οικονομίες περιοδικά έχουμε υπερπαραγωγή
κεφαλαίου και εμπορευμάτων. Η υπερπαραγωγή (ή υπερσυσσώρευση ) του κεφαλαίου
είναι μια συσσώρευση του κεφαλαίου, που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί σε ικανοποιητικό
βαθμό, η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων είναι μια συσσώρευση εμπορευμάτων που δεν
μπορούν να πωληθούν σε τιμή ικανοποιητική για το κεφάλαιο που επενδύθηκε στην
παραγωγή τους . Η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων επιδεινώνεται από το ότι οι
εργαζόμενοι έχουν χαμηλό επίπεδο δαπανών : οι μισθοί τους δεν μπορεί να αυξηθούν
πέρα από ένα ορισμένο όριο, επειδή θα λιγόστευαν τα κέρδη των καπιταλιστών κάτι
που περιορίζει δομικά την δυνατότητα αύξηση της κατανάλωσης .
7. Για αυτό και ο Μαρξ υποστηρίζει ότι : "το πραγματικό όριο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο , είναι ότι το κεφάλαιο και η αυτοαξιοποίηση
του παρουσιάζονται σαν η αρχή και το τέλος, ως ο σκοπός της παραγωγής" (
Μαρξ, Κεφάλαιο,III) .
8. Η κρίση είναι η στιγμή κατά την οποία εκδηλώνονται αυτές οι αντιφάσεις και ,
ταυτόχρονα , το μέσο μέσα από το οποίο αποκαθίστανται οι βάναυσες συνθήκες της
συσσώρευσης του κεφαλαίου, "οι κρίσεις είναι πάντα μόνο στιγμιαίες βίαιες
λύσεις των υπαρχόντων αντιφάσεων, βίαιες εκρήξεις, οι οποίες αποκαθιστούν για
μια στιγμή την διαταραγμένη ισορροπία" (Μαρξ,Κεφάλαιο III,) .
9. Κέρδη και συσσώρευση αποκαθίστανται με την καταστροφή κεφαλαίου και
παραγωγικών δυνάμεων : αύξηση της ανεργίας με συνέπεια τη μείωση των μισθών, πτωχεύσεις
και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, υποτίμηση κεφαλαιουχικών αγαθών, μηχανημάτων και
πρώτων υλών και άρα βελτίωση των περιθωρίων κέρδους για όποιον τα θέτει σε
λειτουργία. Η υπερπαραγωγή βρίσκει διέξοδο από τις κρίσεις, με την καταστροφή του
κεφαλαίου και του πλεονάσματος των παραγωγικών δυνάμεων. Η καταστροφή του
κεφαλαίου συνεχίζεται μέχρι να δημιουργηθούν και πάλι συνθήκες που θα φέρουν ικανοποιητικές
αποδόσεις στο εναπομείναν κεφάλαιο . Αυτό συγκεκριμένα σημαίνει, αύξηση της
ανεργίας και επομένως μείωση των μισθών, πτωχεύσεις και συγχωνεύσεις
επιχειρήσεων, υποτίμηση κεφαλαιουχικών αγαθών , μηχανημάτων και πρώτων υλών και
κατά συνέπεια βελτίωση των περιθωρίων κέρδους.
10 . Εννοείται, όσο μεγαλύτερο το πλεόνασμα κεφαλαίου, τόσο πιο σοβαρή θα είναι
η κρίση και τόσο μεγαλύτερη η αναγκαία καταστροφή κεφαλαίου. Μια κρίση τόσο
σοβαρή και μεγάλη σαν τη σημερινή, σύμφωνα με τις μαρξιστικές κατηγορίες, προϋποθέτει
μια τεράστια ποσότητα περισσευούμενου κεφάλαιου.
11. Από αυτή την άποψη, πώς ήταν η κατάσταση το 2007, όταν η κρίση άρχισε να πλήττει
τις χρηματοπιστωτικές αγορές ; Αυτό μας το εξηγεί μια έρευνα της εταιρείας
συμβούλων McKinsey , "το 1980 , η συνολική αξία των χρηματοοικονομικών
περιουσιακών στοιχείων στον κόσμο ήταν ίση περίπου με το παγκόσμιο ΑΕΠ.Στα τέλη
του 2007, η αναλογία αυτών των περιουσιακών
στοιχείων σε σχέση με το ΑΕΠ ήταν 356 % " ( Farrell 2008 ) . Είχαμε δηλαδή
υπερπαραγωγή χρηματικού κεφαλαίου.
12 . Και τα εμπορεύματα; Το σημείο αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι οι επικρατούσες
ερμηνείες για την κρίση βασίζονται στην υπόθεση ότι την υπερπαραγωγή
εμπορευμάτων την γέννησε η οικονομική κρίση (η οποία μείωσε τη ζήτηση ), και
όχι το αντίστροφο.Τα πράγματα ,όμως, δεν είναι έτσι . Αυτό το αποδεικνύει μια έρευνα
των J. Brackfield και J. Oliveira Martins που δημοσίευσε ο Οργανισμός
Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης το Μάιο του 2009 , η οποία δείχνει ότι η
παραγωγικότητα της εργασίας βρισκόταν σε επιβράδυνση λίγο πολύ σε όλο τον κόσμο
πολύ πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση . Τώρα , επειδή η παραγωγικότητα
υπολογίζεται με βάση την ποσότητα των εμπορευμάτων που παράγονται ανά
εργαζόμενο, μια πτώση της ( ειδικά αν είναι έντονη και ξαφνική ) υποδηλώνει μια
μείωση της παραγωγής λόγω της υπερπαραγωγής , ή - όπως σήμερα προτιμούν να λένε
– του πλεονάσματος προσφοράς. Ετσι, τα απούλητα εμπορεύματα αναγκάζουν την
παραγωγή να μειωθεί και να μην αξιοποιείται πλήρως η παραγωγική ικανότητα και άρα
το εργατικό δυναμικό: οπότε η παραγωγικότητα πέφτει, απότομα .
13. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ , μεταξύ 2006 και 2007 είχαμε μια σημαντική
επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας στην Ευρώπη και την Ιαπωνία
. Αλλά το φαινόμενο υπήρξε μακροσκοπικό ειδικά στις ΗΠΑ, και πιο ειδικά στον
τομέα των κατασκευών, όπου η πτώση άρχισε δύο με τέσσερα χρόνια πριν την κρίση.
Μέχρις ότου, το 2007 , η παραγωγικότητα της εργασίας σ’αυτόν τον τομέα να πέσει
στο 12 % . Στη βάση όλων αυτών, βρίσκεται λοιπόν, όπως υποστηρίζουν οι
συγγραφείς της έρευνας ,"ένα πρόβλημα υπερπροσφοράς". Για κάποιο
διάστημα φάνηκε ότι "μια ισχυρή ώθηση στη ζήτηση μέσω της επέκτασης των πιστωτικών διευκολύνσεων θα μπορούσε να αντισταθμίσει τα προβλήματα από την
πλευρά της προσφοράς . Αλλά στο τέλος αναγκάστηκαν
να καταβάλλουν βαρύ τίμημα στην πραγματική οικονομία".
Το συμπέρασμα :
"σε σχέση με την υπόθεση ότι η επιδείνωση της πραγματικής οικονομίας οφείλεται
απλά στην οικονομική κρίση, τα στοιχεία στηρίζουν μια πιο σύνθετη υπόθεση"
( OECD 2009 ) . Ένας διπλωματικός τρόπος για να πει κανείς ότι υπάρχει σχέση
αιτίας-αποτελέσματος, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
14. Η νύξη για "πιστωτικές
διευκολύνσεις" που υπάρχει στην έρευνα του ΟΟΣΑ μας βοηθά να καταλάβουμε και
το ρόλο που έπαιξε ο χρηματιστικός τομέας. Η έκρηξη του χρηματοπιστωτικού τομέα,που
αποδεικνύεται ξεκάθαρα από τα στοιχεία της McKinsey που είδαμε παραπάνω, στα χρόνια
που προηγήθηκαν της κρίσης είχε τρεις λειτουργίες .
15. Πρώτον,
επέτρεψε να στηριχτεί τεχνητά η κατανάλωση παρά την αδυναμία των νοικοκυριών να
δαπανήσουν λόγω της μείωσης του εργατικού εισοδήματος : τα επισφαλή στεγαστικά
δάνεια είναι το καλύτερο παράδειγμα αυτών των πιστωτικών διευκολύνσεων, και δεν
είναι τυχαίο ότι η οικονομική κρίση ξεκίνησε από τα ομόλογα που είχαν να κάνουν
με αυτές τις υποθήκες .
16. Δεύτερον , στήριξε ολόκληρους κλάδους της οικονομίας που έπασχαν ήδη από
χρόνιο πλεόνασμα παραγωγικής ικανότητας : σκεφτείτε το ρόλο της καταναλωτικής
πίστης στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας .
17. Τέλος , άνοιξε το δρόμο της κερδοσκοπίας στα κεφάλαια που εύρισκαν ήδη
ασύμφορο να επενδυθούν στη βιομηχανία : στις Ηνωμένες Πολιτείες τα χρόνια πριν
την κρίση , το 40 % των συνολικών κερδών είχαν επενδυθεί στον χρηματοπιστωτικό
τομέα ,και η ίδια η General Electric έβλεπε για χρόνια πάνω από το 50 % των
κερδών της να προέρχεται από την GE Capital , τον χρηματοπιστωτικό της κλάδο.
18. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας, με λίγα λόγια, δεν είναι η ασθένεια. Αλλά το ναρκωτικό
που κάλυψε τα συμπτώματα. Έτσι αυτή έγινε χρόνια και πιο σοβαρή. Το 2007, το
μοντέλο αυτό τινάχτηκε στον αέρα, και η κρίση ξέσπασε με μεγάλη βιαιότητα.
19. Πρόκειται για το τέλος μιας ιστορίας που ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν , όταν
, στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα , τελείωσε η μεγάλη μεταπολεμική
οικονομική ανάπτυξη. Για να καταλάβουμε τη σημερινή κρίση θα πρέπει να ξεκινήσουμε
από εκεί. Στη δεκαετία του εβδομήντα η οικονομική ανάπτυξη, τα κέρδη της
βιομηχανίας και οι παραγωγικές επενδύσεις στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες
αρχίζουν να μειώνονται , και αυτό θα συνεχίσει να γίνεται και τις επόμενες
δεκαετίες . Αυτό οφείλεται στο ότι η κερδοφορία του κεφαλαίου , το ποσοστό
κέρδους σε αυτές τις χώρες μειώθηκε δραστικά.
20 . Σύμφωνα με τον Μαρξ , η καπιταλιστική κοινωνία χαρακτηρίζεται από μια μακροπρόθεσμη τάση μείωσης αυτής της
κερδοφορίας, δηλαδή από πτώση του
ποσοστού κέρδους .
21. Ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους είναι ένα από τα πλέον
πολυσυζητημένα ζητήματα των θεωριών του Μαρξ . Μια σύντομη περίληψη : για τον
Μαρξ, η αξία ενός εμπορεύματος ορίζεται από την εργασία που είναι ενσωματωμένη
σε αυτή. Μόνο η ανθρώπινη εργασία μπορεί να δημιουργήσει αξία και την ίδια
στιγμή να διατηρήσει και να εκμεταλλευτεί την αξία που υπάρχει ήδη στις μηχανές
( οι οποίες διαφορετικά , αν κανένας εργαζόμενος δεν τις έβαζε σε λειτουργία,
όχι μόνο δεν θα δημιουργούσαν νέα αξία , αλλά θα έχαναν και την αξία που έχουν)
. Είναι η ανθρώπινη εργασία ( η ζωντανή εργασία ) αυτή που αποφέρει κέρδη στον
κεφαλαιοκράτη, παρέχοντας μη αμειβόμενη εργασία ( υπερεργασία ) , δηλαδή πρόσθετη
εργασία σε σχέση με αυτή που χρειάζεται για να αναπαραχθεί η εργατική δύναμη ( αναγκαία
εργασία) : η υπερεργασία αυτή παράγει μια πρόσθετη αξία ,μια υπεραξία, ως προς την αξία της εργατικής
δύναμης που νοίκιασε ο κεφαλαιοκράτης στην αρχή της παραγωγικής διαδικασίας .
22. Λόγω αυτής ακριβώς της ιδιαιτερότητας της ανθρώπινης εργασίας να δημιουργεί
νέα αξία , ο Μαρξ ονομάζει το κεφάλαιο που διατίθεται για την αγορά της χρήσης
της εργατικής δύναμης, μεταβλητό κεφάλαιο,
και το κεφάλαιο που χρησιμοποιείται για την αγορά μηχανημάτων και μέσα εργασίας,
σταθερό κεφάλαιο. Τώρα,το πρόβλημα
είναι ότι με την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αυξάνεται το
ποσοστό του κεφαλαίου που επενδύεται σε μηχανές σε σχέση με αυτό που επενδύεται
σε εργατική δύναμη .
Αυτό, γιατί όλο και πιο εξελιγμένα και ακριβά μηχανήματα
αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και αποφέρουν στον κεφαλαιοκράτη που τα
χρησιμοποιεί πρώτος ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων (ένα πλεονέκτημα
το οποίο στη συνέχεια το χάνει αμέσως μόλις γενικευτεί η χρήση των νέων
τεχνολογιών) .
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε "μια σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου ως προς το σταθερό κεφάλαιο
και, άρα, ως προς το συνολικό
κεφάλαιο που μπαίνει σε κυκλοφορία"(Μαρξ 1863-5 ) . Ο Μαρξ ορίζει αυτή τη διαδικασία και σαν μία
προοδευτική αύξηση της "οργανικής
σύνθεσης του κεφαλαίου".
Πρόκειται για "μιαν άλλη έκφραση της
προοδευτικής ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας , η
οποία εκδηλώνεται ακριβώς σε αυτό, που γενικά, με την όλο και μεγαλύτερη χρήση των
μηχανών, σταθερό κεφάλαιο και πρώτες και βοηθητικές ύλες μετατρέπονται σε
προϊόντα ταυτόχρονα, δηλαδή με λιγότερη εργασία".
Η σχετική μείωση του
μεταβλητού κεφαλαίου ως προς το σταθερό κεφάλαιο, στις ίδιες συνθήκες, μειώνει το ποσοστό κέρδους - δηλαδή το
λόγο υπεραξίας προς συνολικά επενδυμένο κεφάλαιο στην παραγωγή ( το άθροισμα μεταβλητού
και σταθερού κεφαλαίου).
Αυτός είναι,
εν συντομία, ο νόμος της "πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους".
23. Αν εξετάσουμε τα οικονομικά στοιχεία των τελευταίων δεκαετιών, η τάση αυτή είναι
υπαρκτή ή όχι ; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα ναι . Το ποσοστό κέρδους μειώνεται αισθητά
σε όλες τις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες .Η μείωση του επηρεάζει και την πορεία
του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος .Ετσι,στην περίοδο 1973-2003 , το ποσοστό
αύξησης του κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν ελαφρώς πάνω από το μισό του ποσοστού
ανάπτυξης των ετών 1950-1973 . Εάν από τον υπολογισμό εξαιρεθεί η Κίνα , η
ανάπτυξη θα είναι μικρότερη σχεδόν κατά τα δύο τρίτα . Και στα πλαίσια αυτής της
ίδιας ιστορικής σειράς η ανάπτυξη είναι πάντα μικρότερη με το πέρασμα των χρόνων.
24. Το αποτέλεσμα είναι ότι το ποσοστό των επενδύσεων ως προς το ακαθάριστο
εγχώριο προϊόν σε παγκόσμιο επίπεδο μειώθηκε από 26,1 % το 1970, στο 20,8% το
2002 ( McKinsey 2010 ) . Από τότε , το ποσοστό των επενδύσεων άρχισε να
αυξάνεται και πάλι , αλλά μόνο λόγω της ανάπτυξης στις αναδυόμενες χώρες και στις
πρόσφατα βιομηχανοποιημένες χώρες ( ενώ στις περισσότερο βιομηχανοποιημένες
χώρες δεν μειώνεται αναλογικά) .
25 . Παράλληλα με την πτώση των παραγωγικών επενδύσεων , οι πιο βιομηχανοποιημένες
χώρες βλέπουν να αυξάνεται το μερίδιο των κεφαλαίων που διατίθενται για επενδύσεις
στο χρηματιστήριο, όπως και ο δανεισμός . Ήδη σε κείμενο του 1977 , Το τέλος της ευημερίας στην Αμερική ,ο
Harry Magdoff και ο Paul Sweezy έγραφαν ότι με το τέλος αυτής της περιόδου
μεγάλης ανάπτυξης , " η αμερικανική οικονομία άρχισε να εξοικειώνετε όλο
και περισσότερο με τη συνεχή καταφυγή στο δανεισμό. Οι χαρακτηριστικοί κύκλοι δανεισμού
συνεχίζουν να εναλλάσσονται , αλλά με μια σημαντική διαφορά : τα επίπεδα
δανεισμού συνέχισαν να αυξάνονται από τη μία ύφεση στην άλλη και από ένα
μέγιστο του οικονομικού κύκλου στον άλλο. Σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό, το
γενικότερο επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας ... στηρίζεται σε όλο και μεγαλύτερες
ενέσεις δανεικών από κυβέρνηση και ιδιωτικούς φορείς" ( Magdoff , Σουήζυ
1977 :) . Αυτή η δήλωση φωτογραφίζει τα πρώτα βήματα της χρηματιστηριοποίησης
της αμερικανικής οικονομίας.
26 . Παράλληλα με την επιβράδυνση της ανάπτυξης στις μεγάλες χώρες της Δύσης και
την αύξηση του βάρους του πιστωτικού και χρηματιστικού συστήματος, επιδεινώνεται
η οικονομική αστάθεια . Από το τέλος του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1968 ,
οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν βιώσει καμία οικονομική κρίση. Γενικότερα, την
περίοδο 1945-1971 σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν είχαμε τραπεζικές κρίσεις. Από
τότε οι οικονομικές κρίσεις,στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι
συνεχείς: μεταξύ 1975 και 2010 είχαμε το λιγότερο 160 οικονομικές κρίσεις και
54 τραπεζικές κρίσεις .
27. Το 1971 είναι μια κρίσιμη ημερομηνία, επειδή είναι η χρονιά που οι Ηνωμένες
Πολιτείες αποφάσισαν το τέλος του κανόνα
ανταλλαγής χρυσού (gold exchange standard), δηλαδή του διεθνούς νομισματικού συστήματος
με βάση το δολάριο και την μετατρεψιμότητα του σε χρυσό , καθώς και την σύνδεση
όλων των άλλων νομισμάτων με το δολάριο Δεν πηγαίνουν όμως, προς την κατεύθυνση
που επιζητούσε τότε ο Γάλλος Πρόεδρος Ντε Γκολ, την επιστροφή δηλαδή, στον
κανόνα gold standard, σε ένα διεθνές νομισματικό σύστημα προσδεμένο
άμεσα στο χρυσό, αλλά ακολούθησαν τον αντίθετο δρόμο, το δρόμο του pure dollar standard : δηλαδή, το δολάριο έγινε ένα νόμισμα απόλυτης εμπιστοσύνης.Το δολάριο
γίνεται fiat money ή αλλιώς χρήμα αναγκαστικής κυκλοφορίας του
οποίου η αξία πλέον αποσυνδέεται τελείως από τα αποθέματα χρυσού της Federal
Reserve, παραμένειόμως, παρ 'όλα αυτά, ο άξονας του διεθνούς νομισματικού
συστήματος.
28. Ο ρόλος του
δολαρίου ενισχύεται μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973, αφού το πετρέλαιο , η
τιμή του οποίου εκτινάχθηκε στα ύψη, ανταλλάσσεται με δολάρια. Από τότε το
δολάριο γίνεται το διεθνές αποθεματικό νόμισμα ( δηλαδή το νόμισμα το οποίο όλα
τα κράτη που αγοράζουν ενεργειακές πρώτες ύλες πρέπει να το έχουν στα θησαυροφυλάκια
τους), και παίζει και το ρόλο του ασφαλούς καταφύγιου, στις οικονομικές
καταιγίδες που περιοδικά πλήττουν άλλες χώρες , και κυρίως τις χώρες του Τρίτου
Κόσμου . Αυτό σημαίνει ότι για τις Ηνωμένες Πολιτείες - και μόνον γι αυτές -
"η δυνατότητα να εκμεταλλεύονται τους πόρους του υπόλοιπου κόσμου
εκδίδοντας δικό τους νόμισμα" είναι " σχεδόν απεριόριστη " (
Parboni 1985 : 22 ) . Έτσι , μεταξύ 1973 και 1978 τυπώνεται μια μεγάλη ποσότητα
δολαρίων, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν μια επεκτατική νομισματική πολιτική
και ευνοούν τον εξωτερικό δανεισμό, ο οποίος χορηγείται άφθονος και με πολύ
ευνοϊκά επιτόκια. Οι χώρες του τρίτου κόσμου , αλλά και αυτές του σοσιαλιστικού
συνασπισμού ( ΕΣΣΔ και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ) ,δανείζονται μεγάλα ποσά.
29. Αν η δεκαετία
του εβδομήντα θεωρείται η δεκαετία του τέλους των σταθερών συναλλαγματικών
ισοτιμιών, στη δεκαετία του ογδόντα απελευθερώνεται η διεθνής κίνηση των
κεφαλαίων και από τις Ηνωμένες Πολιτείες αρχίζει η διάλυση του ρυθμιστικού
συστήματος που είχε οικοδομηθεί μετά την κρίση του 1929 και έθετε αυστηρούς κανόνες
και όρια στις τραπεζικές δραστηριότητες ( το ίδιο θα γίνει και στην Ευρώπη στη
δεκαετία του ενενήντα ) .
30. Όμως, τη δεκαετία του ογδόντα έχουμε και την
απότομη μετάβαση από τις υπερεπεκτατικές νομισματικές πολιτικές της
προηγούμενης δεκαετίας, σε εξαιρετικά περιοριστικές πολιτικές.Είναι η περίοδος
όπου πρόεδρος της Fed είναι ο Πολ Βόλκερ, που ασκεί αυστηρή νομισματική
πολιτική και ανεβάζει στα ύψη - και ακόμα πιο ψηλά από τον πληθωρισμό - τα
επιτόκια ( Arrighi , 1994 ) . Σε αυτό το σημείο, οι αναδυόμενες οικονομίες
αναγκάζονται, για να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τις Ηνωμένες
Πολιτείες στις κεφαλαιαγορές,να ανεβάσουν και αυτές στα ύψη τα επιτόκια τους ,που με τη σειρά τους έκαναν πολύ δαπανηρή την εξυπηρέτηση του χρέους και
εξαιρετικά επώδυνη την αποπληρωμή των δανείων που είχαν συνάψει παλαιότερα. Ετσι, ξεσπάει η κρίση χρέους των χωρών του Τρίτου κόσμου, που επιδεινώθηκε με την κατάρρευση των τιμών των πρώτων υλών. Ακόμη και οι σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αιφνιδιάζονται από τη μεταβολή της κατάστασης στις αγορές χρήματος. Οι χώρες με τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι όσες τα προηγούμενα χρόνια είχαν υπερχρεωθεί. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πλήγησαν από την απότομη αύξηση των επιτοκίων και από την αστάθεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ειδικά όταν οι εξαγωγές τους πληρώνονταν σε δολάρια και οι εισαγωγές τους σε άλλα νομίσματα .
Μεταξύ 1980 και 1988, οι πραγματικές τιμές των προϊόντων που εξήγαν οι αναπτυσσόμενες χώρες σημειώνουν μια καθίζηση της τάξης του - 40 % , και οι τιμές του πετρελαίου μέχρι και - 50 % .
Συνεχίζεται
[--->]