Κι
όλοι στριμώχτηκαν κακήν
κακώς
καθένας στη σειρά του. Μόνον ο ασύμμετρος εκείνος στα λόγια και τις σκέψεις,
ο
Θερσίτης,
συνέχισε
να θορυβεί. Α, ο Θερσίτης, ο εύκολος και μάταιος και άτακτος στα πρόστυχα
καμώματα,
αφού όπου πράξη βασιλιά μια κωμωδία έβλεπε κι έσπευδε
πρόθυμα
να τη σαρκάσει. Σίχαμα ήτανε, η χειρότερη ασχήμια που έφεραν μαζί τους οι
Αχαιοί
στο
Ίλιο,
στραβοκάνης και κουτσός, κυφός, μ' ένα κεφάλι σαν σταμνί κι
απάνω στο
σταμνί πεντέξι τρίχες κατσαρές· και τον μισούσαν ο Αχιλλέας κι ο Οδυσσέας
—
ιδίως αυτοί— αφού τους
έσκουζε συχνά τα μύρια όσα. Τώρα τον ένθεο Αγαμέμνονα
σκαρφίστηκε να λούσει με βρισιές
κι όσο
εξοργίζονταν
μαζί του οι Αχαιοί κι όσο αγανακτούσαν, τόσο εκείνος
ούρλιαζε:
«Τι
θέλεις πάλι, Ατρείδη, και γκρινιάζεις; Δεν φέγγει αρκετός χαλκός, δεν
ομορφαίνουν αρκετές γυναίκες τις σκηνές σου· όλα δικά
σου τρόπαια μουσκεμένα με το αίμα
και τον ιδρώτα που
σκορπίσαμε στα ερείπια τόσων
πόλεων εμείς, όταν τις εκπορθούσαμε; Ή μήπως δεν σου
φτάνουν πια κι ορέχτηκες
χρυσάφι απ' αυτό που θα σου
φέρει
κανένας Τρώας μαχητής, να πάρει πίσω τον γιο, που έφερα πισθάγκωνα δεμένο εγώ
—
όχι εσύ, βεβαίως— ή την
κόρη,
που χορταίνει το κρεβάτι σου ηδονές; Δεν είναι πρέπον,
άρχοντας
εσύ, να φέρνεις τόσες συμφορές στους Αχαιούς. Άντε, λοιπόν, Αχαιούληδες,
μαζέψτε την αχάμνια σας κι ελάτε ν' ανοίξουμε
πανιά για την πατρίδα. Αυτόν αφήστε τον εδώ να
ροκανίζει τα λάφυρα μονάχος του, να μάθει
αν
κάτι κάναμε κι εμείς, αν του προσφέραμε καμιά βοήθεια
τόσον καιρό. Βοήθεια, ναι, σ' αυτόν
που ατίμασε τον Αχιλλέα, σ' αυτόν που
άρπαξε
τρόπαιο
μαχητή πολύ ανώτερού του και το κρατάει με όλο του το
θράσος.
Μ' ας έχει χάρη! Ο Αχιλλέας δεν άναψε, δεν φούντωσε
για τα καλά.
Αλλιώς θα
είχαμε τελειώσει μια για πάντα με την περίπτωσή του». Τέτοια ξερνούσε ασύστατα
το στόμα του για τον ηγέτη Ατρείδη, όταν
βρέθηκε
μπροστά του ο Οδυσσέας. Τον άρπαξε στο βλέμμα του κι
άρχισε να
τον πλήττει με λόγια καταιγιστικά: «Ωραία τα λες τα βρωμερά, Θερσίτη, όμως
κρατήσου. Μην παίζεις με τους
άρχοντες,
σίχαμα, γιατί όντως χειρότερη ασχήμια δεν έφεραν στο Ίλιο
μαζί τους
οι Αχαιοί. Δεν έχουν τα δημόσια τραυλίσματά σου ανάστημα. Μονάχα για φυγή είσαι
ικανός
εσύ.
Δεν ξέρω τι και πώς, αν πρέπει ή δεν πρέπει να φύγουν
οι Αχαιοί για την πατρίδα,
αν δίνουν λίγα ή πολλά οι ήρωες Δαναοί στον
Αγαμέμνονα, όμως ξέρω πως χλευάζεις τον ηγέτη του
λαού. Γι' αυτό, λοιπόν, ό,τι
σου πω θεώρησέ το γεγονός τετελεσμένο.
Μην σε συλλάβω άλλη φορά, βλακόμουτρο, να σπέρνεις τα
βρωμερά σου λόγια στο λαό,
γιατί να μην αξιωθούν του Οδυσσέα οι ώμοι κεφάλι κι ο
Τηλέμαχος πατέρα αν δεν σε γδύσω —
χιτώνα, χλαίνη, ό,τι λερό σκεπάζει την ντροπή
σου—
κι αν δεν σε πάω δέρνοντας από την αγορά μέχρι τα
πλοία, αφού το θες, να φύγεις επιτέλους,
ολόγυμνος, δαρμένος και κλαμένος».
Αυτά του είπε κι άφησε το σκήπτρο να λαλήσει χρυσάφι
οδυνηρό στους ώμους και στην πλάτη του κι
έχυσε δάκρυ εκείνος γενναίο μα την
αλήθεια.
Μελάνιασαν
οι ώμοι του, διπλώθηκε απ' τον πόνο, φοβήθηκε και τράβηξε
παράμερα
την πρόστυχη μορφή του. Οι άλλοι γύρω, ξέχασαν πως είχαν ταραχθεί όταν
σταμάτησε η φυγή, κι
άρχισαν
να γελούν. Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Κι αν έχει κάνει, αν έχει πει, αν έχει
παρασύρει
άντρες και άντρες στην
ορμή της
μάχης ο Οδυσσέας! Σπουδαία όλα! Όμως αυτό... δεν έχουν ξαναδεί τέτοιο καλό οι
Αργείοι. Του
έκλεισε του πρόστυχου το αγοραίο στόμα. Δεν θα τολμήσει,
ο δειλός, να ξεσαλιάσει άλλη φορά βρισιές στους
βασιλιάδες
μας».
Ιλιάδα, Ραψωδια Β, μετάφραση
Γιώργου Μπλάνα
Η σκηνή διαδραματίζεται στη συνέλευση των Αχαιών.
Μετά
από εννιά χρόνια πολιορκίας η Τροία αντέχει ακόμη και δεν παραδίδεται. Ο
Αγαμέμνων, αρχιστράτηγος της εκστρατείας, θέλει να δοκιμάσει τους
Αχαιούς κατά πόσο έχουν κουράγιο να συνεχίσουν τον πόλεμο ή έχουν πια
βαρεθεί και θέλουν να γυρίσουν στις πατρίδες τους. Τους συγκεντρώνει
και τους ανακοινώνει ότι δεν έχει νόημα να συνεχιστεί ο πόλεμος,
απέτυχαν να κυριεύσουν την Τροία και είναι καιρός να μπουν στα πλοία και
να γυρίσουν στην Ελλάδα. Η αντίδραση των Αχαιών στα παραπλανητικά αυτά
λόγια, θα πρέπει να ήταν μια μεγάλη απογοήτευση για τον αρχιστράτηγο.
«Σείστηκε
η συνέλευση σαν της θαλάσσης τα πελώρια κύματα...κι αυτοί με αλαλαγμούς
ορμούσαν στα καράβια... κι έφτανε ως τον ουρανό ο αλαλαγμός».
Ο Οδυσσέας ωστόσο υποπτεύεται ότι πρόκειται για τέχνασμα. Παίρνει από τον Αγαμέμνονα το σκήπτρο που κρατά όποιος θέλει να μιλήσει επίσημα στη συνέλευση και τρέχει να συγκρατήσει τους ξέφρενους από ενθουσιασμό Αχαιούς. Όσους βασιλιάδες και ήρωες συναντά στο δρόμο του, τους συμβουλεύει να γυρίσουν πίσω, λέγοντάς τους ότι ο Αγαμέμνων μπορεί απλώς να τους δοκιμάζει. Αν πέσει όμως πάνω σε κανένα πολεμιστή από το πλήθος που ουρλιάζει από τη χαρά του, τότε το σκήπτρο μεταβάλλεται σε ραβδί και ο πολεμιστής αρπάζει μερικές γερές με τη συνοδεία ύβρεων:
«Κάτσε, παλαβιάρη, φρόνιμα και άκουγε τους ανωτέρους σου. Είσαι ανίκανος για πόλεμο εσύ και άνανδρος, δεν λογαριάζεσαι ούτε για πόλεμο ούτε για συνέλευση. ..Ένας είναι ο αρχηγός, ένας ο βασιλιάς που έχει το θεϊκό δικαίωμα να κυβερνά τους άλλους».
Το πλήθος δίκην προβάτων ξαναγυρίζει στη συνέλευση με νέα οχλοβοή και κάθεται περιμένοντας τα νεότερα. Μόνο ένας δεν συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις και συνεχίζει να ωρύεται και να δημιουργεί φασαρία: ο Θερσίτης. Εδώ αξίζει να παραθέσουμε το επεισόδιο όπως μας το παραδίνει ο Όμηρος:
«Μόνο ο αμετροεπής Θερσίτης είχε στήσει καυγά που ως γνωστό φύλαγε μέσα στο μυαλό του πολλά λόγια και πρόστυχα για να λογοφέρνει ανόητα και χυδαία με τους βασιλιάδες, λόγια που νόμιζε πως θα έφερναν το γέλιο στους Αχαιούς. Ήταν ο πιο άσχημος άνδρας που είχε έρθει στο Ίλιο, αλλήθωρος και κουτσός, με ώμους γερτούς μπασμένους στο στήθος του, με κεφάλι που μάκραινε προς τα πάνω και με λίγο μαδημένο χνούδι στην κορφή του. Ο Αχιλλέας κι ο Οδυσσέας δεν τον χώνευαν καθόλου, γιατί τσακωνόταν μαζί τους. Τώρα λοιπόν πάλι με αγριοφωνάρες κατηγορούσε τον Αγαμέμνονα. Οι Αχαιοί βέβαια έβραζαν από θυμό και οργή εναντίον του. Αλλά αυτός με δυνατή φωνή για να τον ακούσουν όλοι, έκανε επίθεση στον Αγαμέμνονα:
-Γιε του Ατρέα, πάλι κακιωμένος είσαι; Τι σου λείπει πια; Γεμάτες χαλκό είναι οι σκηνές σου και μέσα σ’ αυτές σε περιμένουν πολλές πανέμορφες γυναίκες που εμείς οι Αχαιοί σε σένα πρώτο-πρώτο παραδίνουμε, όποτε κυριεύουμε μια πόλη. Έχεις ανάγκη κι από άλλο χρυσάφι που κάποιος από τους Τρώες θα σου φέρει ως λύτρα για το γιο του που θα τον έχω αιχμαλωτίσει εγώ ή άλλος Αχαιός;
Ή μήπως θέλεις κανένα δροσερό κορίτσι για να σμίγεις γλυκά μαζί του και να το’ χεις χωριστά από τους άλλους, μόνο για τον εαυτό σου; Δεν ταιριάζει σε σένα που είσαι άρχοντας να τυραννάς τους Αχαιούς. Κακομοίρηδες, τρομάρα σας, γυναίκες κι όχι άνδρες Αχαιοί! Πάμε να γυρίσουμε στην πατρίδα με τα πλοία μας κι ας τον αφήσουμε τούτον εδώ στην Τροία να χαίρεται τα τιμητικά του δώρα. Έτσι για να καταλάβει αν εμείς τον βοηθήσαμε ή δεν τον βοηθήσαμε σε τίποτα. Που εξευτέλισε τον Αχιλλέα, άνδρα πολύ καλύτερο από την πάρτη του αρπάζοντάς του το τιμητικό του δώρο με το έτσι θέλω. Κι ο Αχιλλέας κάθεται αδρανής, χωρίς οργή. Αλλιώς, Ατρείδη, αυτή θα ήταν η τελευταία προσβολή σου».
Ο Οδυσσέας ακούγοντας τα λόγια αυτά του Θερσίτη δεν χάνει καιρό. Τρέχει προς το μέρος του, του ρίχνει ένα απειλητικό βλέμμα και του λέει άγρια:
«Θερσίτη
φαφλατά, βούλωσέ το κι ας έχεις βροντερή φωνή. Μόνο σε σένα αρέσει να
τα βάζεις με τους βασιλιάδες. Δεν ήρθε στην Τροία πιο ποταπός άνδρας από
όλους όσους ακολούθησαν τους Ατρείδες, έτσι μου φαίνεται. Κι όταν
μιλάς, να μη λερώνεις το στόμα σου κατηγορώντας τους βασιλιάδες και να
μην παραμονεύεις πότε θα γυρίσεις στην πατρίδα. Ακόμα δεν ξέρουμε πώς θα
πάει ο πόλεμος κι αν θα επιστρέψουμε με το καλό ή με το κακό. Κάθεσαι
τώρα εσύ και βρίζεις και κακολογείς τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, γιατί
οι γενναίοι μας πολεμιστές του δίνουν πολλά δώρα. Λοιπόν μια φορά θα στο
πω και βάλε το καλά στο μυαλό σου: αν σε πετύχω να λες πάλι, όπως τώρα,
τέτοιες αηδίες, να μη με λένε Οδυσσέα, αν δεν σε βουτήξω από τα
ρουχαλάκια σου και δεν στα βγάλω όλα ένα-ένα, ακόμα κι όσα κρύβουν τα
αχαμνά σου, και δεν σε ξαποστείλω στα καράβια κλαμένο και δαρμένο
αλύπητα».
Μετά από αυτές τις απειλές ο Οδυσσέας σηκώνει το σκήπτρο και ρίχνει στο Θερσίτη μερικές δυνατές στην πλάτη και στους ώμους. Ο Θερσίτης κουβαριάζεται κλαίγοντας, πέφτει κάτω και όλοι βλέπουν τις μελανιές και το πρήξιμο της πλάτης του από τα χτυπήματα. Τρομαγμένος και πονεμένος κάθεται ξανά στη θέση του, σκουπίζει τα δάκρυά του και κοιτάζει γύρω του σαν χαμένος. Οι άλλοι Αχαιοί αν και ενοχλημένοι με το θέαμα, ξεσπούν σε γέλια και λένε μεταξύ τους:
«Πω πω, αυτός ο Οδυσσέας! Πολλά σπουδαία πράγματα έχει κάνει και ξεχωρίζει για τις φρόνιμες συμβουλές και για τις προετοιμασίες του στον πόλεμο. Λοιπόν πάλι έκανε σπουδαία δουλειά που βούλωσε το στόμα αυτού του τιποτένιου συκοφάντη. Δεν θα τολμήσει πια ο θρασύς να προσβάλει με πρόστυχα λόγια τους βασιλιάδες».
Μετά από αυτό το επεισόδιο η συνέλευση των Αχαιών συνεχίζεται κανονικά.
Για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε σωστά αυτή την περίεργη φιγούρα του Θερσίτη που εμφανίζεται και χάνεται μέσα σε λίγους στίχους, πρέπει να τη δούμε υπό δύο διαφορετικές γωνίες:
α) αυτήν του Ομήρου και των συγχρόνων του και
β) τη δική μας.
Για τον Όμηρο ο Θερσίτης είναι ένα θρασύ υποκείμενο. Το όνομά του εξάλλου ετυμολογείται από τη λέξη «θάρρος» ή «θάρσος» ή «θράσος» που σημαίνει και θάρρος και θράσος. Ένας τέτοιος παλιοχαρακτήρας δεν μπορεί παρά να είναι και κακάσχημος: καμπούρης, με ασύμμετρο κεφάλι, φαλακρός, αλλήθωρος και κουτσός. Ό,τι είναι η μορφή του, είναι και η ψυχή του: δεν δείχνει κανένα σεβασμό στους ανωτέρους του, κάθε τόσο βρίσκει την ευκαιρία να τους επιτεθεί, έχει άσχημη γλώσσα, τους προσβάλλει και επί πλέον έχει την εντύπωση ότι με τις επιθέσεις του αυτές οι άλλοι Αχαιοί ευχαριστούνται και γελούν. Σημειώνουμε αυτήν την τελευταία λεπτομέρεια, θα μας χρειαστεί παρακάτω.
Φαίνεται
ότι το συνηθίζει να επιτίθεται στους άλλους, έχει ήδη λογοφέρει με τον
Αχιλλέα και τον Οδυσσέα που δεν τον συμπαθούν καθόλου. Ούτε όμως και οι
άλλοι Αχαιοί τον συμπαθούν, όπως μας αφήνει να καταλάβουμε ο ποιητής.
Τώρα που πάλι τα βάζει με τον Αγαμέμνονα, εκείνοι από μέσα τους βράζουν
από θυμό. Είναι λοιπόν ο Θερσίτης ένα αντικοινωνικό στοιχείο, δεν
σέβεται την ιεραρχία, είναι θρασύς, αυθάδης και αναιδής, προσβάλλει
τους ανωτέρους του και τους συκοφαντεί.
Ας συνοψίσουμε τους χαρακτηρισμούς που βρίσκουμε στο κείμενο:
αμετροεπής
αίσχιστος ( πάρα πολύ άσχημος)
φολκός (φαλακρός ή στραβοκάνης)
χωλός
φοξός (με μυτερό κεφάλι)
επεσβόλος (προσβλητικός)
έχθιστος (αντιπαθέστατος)
ακριτόμυθος
χερειότερος (ο χειρότερος)
ασφραίνων (ανόητος)
λωβητήρ (συκοφάντης)
Με λίγα λόγια έχουμε εδώ μια πολύ αρνητική προσωπικότητα και πολύ καλά έκανε ο Οδυσσέας που τον απείλησε και τον καταχέρισε. Οι άλλοι Αχαιοί μπροστά στο θέαμα της τιμωρίας και της ταπείνωσης του συμπολεμιστή τους αντιδρούν με γέλια. «Καλά του έκανε!», λένε μεταξύ τους, «τώρα επιτέλους θα το βουλώσει ο τιποτένιος!» Υπάρχει ωστόσο κι εδώ μια μικρούλα φράση με αμφίσημο νόημα: «Οι δε και αχνύμενοί περ επ’ αυτώ ηδύ γέλασσαν», δηλαδή: Οι Αχαιοί μολονότι τον λυπήθηκαν, γέλασαν από καρδιάς. Κρατάμε κι αυτή τη λεπτομέρεια για παρακάτω.
ακριτόμυθος
χερειότερος (ο χειρότερος)
ασφραίνων (ανόητος)
λωβητήρ (συκοφάντης)
Με λίγα λόγια έχουμε εδώ μια πολύ αρνητική προσωπικότητα και πολύ καλά έκανε ο Οδυσσέας που τον απείλησε και τον καταχέρισε. Οι άλλοι Αχαιοί μπροστά στο θέαμα της τιμωρίας και της ταπείνωσης του συμπολεμιστή τους αντιδρούν με γέλια. «Καλά του έκανε!», λένε μεταξύ τους, «τώρα επιτέλους θα το βουλώσει ο τιποτένιος!» Υπάρχει ωστόσο κι εδώ μια μικρούλα φράση με αμφίσημο νόημα: «Οι δε και αχνύμενοί περ επ’ αυτώ ηδύ γέλασσαν», δηλαδή: Οι Αχαιοί μολονότι τον λυπήθηκαν, γέλασαν από καρδιάς. Κρατάμε κι αυτή τη λεπτομέρεια για παρακάτω.
Ο Θερσίτης είναι από μόνος του μια προσβολή σε μια κοινωνία με συγκεκριμένη ιεραρχία, όπου τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον έχει ο «ήρως Ατρείδης ευρύ κρείων Αγαμέμνων», (ο γιος του Ατρέα ο ήρωας, ο μεγαλοκράτορας Αγαμέμνων). Αμέσως μετά από αυτόν ακολουθούν ιεραρχικά οι άλλοι βασιλείς και οι ήρωες του Τρωικού Πολέμου. Στις συνελεύσεις έχουν φυσικά δικαίωμα να μιλήσουν όλοι αυτοί και να διαφωνήσουν, αν χρειαστεί. Καμιά φορά χολιάζουν κιόλας, όπως συνέβη με τον Αχιλλέα, όταν ο Αγαμέμνων του πήρε το τιμητικό του δώρο, τη Χρυσηίδα. Οι άλλοι Αχαιοί, το πλήθος των ανώνυμων πολεμιστών, παρακολουθεί τις συνελεύσεις βουβό. Το πολύ-πολύ να επευφημήσει τους άρχοντες μετά από κάποια ομιλία τους.
Επομένως ο Θερσίτης και λίγες έφαγε με αυτό που έκανε. Σε μια άλλη κοινωνία, την αιγυπτιακή πχ ή την περσική μάλλον θα τον έγδερναν ζωντανό ή θα τον έψηναν σε κανένα φούρνο. Ας κρατήσουμε κι αυτή τη λεπτομέρεια για τα παρακάτω.
Τώρα, ας δούμε το Θερσίτη από τη δική μας οπτική γωνία.
Εκφράζει τις προσωπικές του σκέψεις μήπως ή τις σκέψεις του στρατεύματος; Όταν οι Αχαιοί αλαλάζοντας τρέχουν στην παραλία για να ετοιμάσουν τα πλοία και να φύγουν από αυτό τον καταραμένο τόπο που έχει φάει τα νιάτα τους εννιά χρόνια τώρα, αυτό φανερώνει τη γενική δυσαρέσκεια των πολεμιστών, όχι αυτή του Θερσίτη.
Τι τους λέει ο Θερσίτης πάνω στην παραφορά του; «Αχαιίδες, ουκέτ’ Αχαιοί», τους αποκαλεί, δηλαδή γυναίκες και όχι άνδρες. Με άλλα λόγια τους κατηγορεί ως δειλούς που δεν τολμούν να σηκώσουν το κεφάλι στην εξουσία.
Όλοι θέλουν να γυρίσουν πίσω, κανείς όμως δεν τολμά να αντιπαρατεθεί στον Αγαμέμνονα.
Ο Θερσίτης τολμά. Και όχι μόνο αυτό. Κατηγορεί ευθέως τον αρχιστράτηγο ότι πλουτίζει με αυτό τον πόλεμο, ότι υποχρεώνει τους άλλους να του παραδίνουν τη λεία τους, ότι διαλέγει τις ομορφότερες αιχμάλωτες γυναίκες που όμως άλλοι συλλαμβάνουν με κίνδυνο της ζωής τους, ότι έφτασε στο σημείο να ταπεινώσει το γενναίο Αχιλλέα αφαιρώντας του τη Χρυσηίδα.
Τον κατηγορεί ως άπληστο που δεν χορταίνει το χρυσάφι που του φέρνουν οι Τρώες για να ελευθερώσουν τους γιους τους που αιχμαλωτίζουν οι απλοί αχαιοί πολεμιστές και όχι αυτός.. Είναι αχόρταγος, τα θέλει όλα δικά του.
Γι αυτό και δεν θέλει να γυρίσουν στην πατρίδα. Εδώ περνά καλά αυτός, συσσωρεύει πλούτη άκοπα και χαίρεται τον έρωτα με όμορφα κορίτσια. Κι αν τυραννιούνται οι Αχαιοί, δεκάρα δεν δίνει. Ας έχει χάρη όμως που ο Αχιλλέας παραιτήθηκε και κάθεται άπρακτος στη σκηνή του. Αλλιώς θα τον είχε σκοτώσει μετά από τέτοια ταπείνωση που του έκανε.
Ο Θερσίτης λέει φωναχτά αυτό που όλοι σκέφτονται από μέσα τους. Είναι ένας άτυπος εκπρόσωπος του λαού, μια πολύ πρώιμη φιγούρα λαϊκού αγορητή που θα εμφανιστεί μερικούς αιώνες αργότερα στην κλασική Ελλάδα. Για τα δικά μας μέτρα το δίκιο είναι με το μέρος του.
Προσθέτουμε τώρα τις τρεις λεπτομέρειες που αναφέραμε πιο πάνω για να ολοκληρωθεί η εικόνα:
α) Ο Όμηρος μάς λέει πως ο Θερσίτης τα βάζει με τους ανώτερους και τους μιλά με απρέπεια πιστεύοντας ότι θα κάνει τους Αχαιούς να γελάσουν. Κατά τον ποιητή το κάνει επειδή είναι ανόητος. Εδώ ωστόσο εμείς ανιχνεύουμε μια βαθύτερη σκέψη: Ο Θερσίτης επιτίθεται στους ανώτερους και γνωρίζει ότι αυτό ευχαριστεί τους Αχαιούς που δεν έχουν το κουράγιο να κάνουν το ίδιο.
β) Οι Αχαιοί βλέποντας την ταπείνωση του Θερσίτη και τον ξυλοδαρμό του, «αν και λυπήθηκαν», γέλασαν από καρδιάς. Και πάλι εδώ ο ποιητής μάς δίνει μια ενδιαφέρουσα πληροφορία. Στους συμπολεμιστές του Θερσίτη δεν άρεσε αυτή η μεταχείριση. Ο Θερσίτης είναι ένας από αυτούς και μάλιστα έχει το θάρρος-θράσος να επιτίθεται στους ανώτερους. Ίσως δεν του άξιζε ένας τέτοιος εξευτελισμός. Αυτή η φευγαλέα σκέψη επικαλύπτεται κατόπιν με το γέλιο για το πάθημά του.
γ) Η τιμωρία του Θερσίτη είναι εδώ που τα λέμε ανάξια λόγου. Μερικές δυνατές ραβδιές στην πλάτη και μερικές απειλές. Αυτό θα ήταν αδιανόητο σε μια άλλη κοινωνία εκείνου του καιρού, όπου ο ανώτατος άρχοντας, ο βασιλιάς, δεν επέτρεπε στους υπηκόους του ούτε καν να τον κοιτάζουν στα μάτια. Μέσα σ’ αυτόν τον ομηρικό κόσμο με την ξεκαθαρισμένη ιεραρχία, είναι λοιπόν φανερή η δυναμική που θα οδηγήσει σε αλλαγή του πολιτεύματος πολύ σύντομα. Οι βασιλιάδες θα αντικατασταθούν από τους ευγενείς, οι ευγενείς θα ανατραπούν από τους ολίγους, οι ολίγοι από τους τυράννους και οι τελευταίοι από το δήμο.
Ο Θερσίτης, όπως μας τον παραδίνει ο Όμηρος, είναι ένας θρασύδειλος. Μετά τον ξυλοδαρμό του κάθεται στη θέση του και κοιτάζει γύρω του σαν χαμένος. Δεν έχει το κουράγιο να πει τίποτε άλλο.
Δεν πειράζει. Σημασία έχει πως έχει γίνει η αρχή. Κάποια στιγμή αργότερα οι απόγονοί του θα κελαηδούν με τις ώρες στην εκκλησία του δήμου και θα επιτίθενται άφοβα στους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου