Jeffrey Sachs: ΟΛΑ ΤΑ ΧΕΡΑΚΙΑ ΤΟΥ ΝΑΤΟ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ

 Jeffrey Sachs: tutte le manine Nato contro la Russia


Από την ανεξαρτησία του Κιέβου και μετά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους υπονόμευσαν κάθε προσπάθεια συμφωνίας μεταξύ των δύο πρώην κρατών της ΕΣΣΔ, με σκοπό να αποσπάσουν την πρώην σοβιετική δημοκρατία από την επιρροή του Κρεμλίνου.

https://www.ilfattoquotidiano.it/.../jeffrey.../8216247/

 

 

Jeffrey Sachs - εφημερίδα Fatto Quotidiano, 4 Δεκεμβρίου 2025

 

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι το αποκορύφωμα μιας τριάνταχρονης κατάρρευσης της ευρωπαϊκής τάξης ασφάλειας.

Όχι μόνο δεν ήταν αναπόφευκτος ή προκαθορισμένος, αλλά, προήλθε από μια συστηματική αποσύνθεση των αρχών που εδραίωσαν τη μεταψυχροπολεμική συμφωνία: την ουδετερότητα των κρατών που βρίσκονται μεταξύ στρατιωτικών μπλοκ, τη δέσμευση των ΗΠΑ και της Γερμανίας να μην επεκτείνουν το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, στην πρώην σοβιετική σφαίρα, και τo δόγμα του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) σύμφωνα με τo  οποίo η ασφάλεια πρέπει να είναι αδιαίρετη, δηλαδή κανένα κράτος δεν μπορεί να ενισχύει την ασφάλειά του σε βάρος ενός άλλου.

Σε αντίθεση με τις κυρίαρχες δυτικές αφηγήσεις που περιγράφουν τη Ρωσία ως τον μονομερή επιτιθέμενο, είναι αποδεδειγμένο ότι οι διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις, υποστηριζόμενες σε κρίσιμες στιγμές από την ΕΕ, απομάκρυναν την Ουκρανία από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ουδετερότητά της, παρασύροντάς την σε μια γεωπολιτική σύγκρουση. Σε διάφορες στιγμές – από το 1990, 1994, 2008, 2014, 2015, 2021 και 2022 μέχρι σήμερα – υπήρξαν ρητές διπλωματικές οδοί (exit ramps) που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την κυριαρχία της Ουκρανίας, να προστατεύσουν την ευρωπαϊκή ασφάλεια και να αποτρέψουν τον πόλεμο αλλά κάθε φορά η Δύση τις απόρριπτε.

Όταν η Ουκρανία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1991, η ουδετερότητα ήταν ένας από τους πυλώνες της πολιτικής συμφωνίας. Η Διακήρυξη Κρατικής Κυριαρχίας του 1990 δήλωνε ότι η χώρα σκόπευε να είναι ένα «μόνιμα ουδέτερο κράτος» που δεν θα εντασσόταν σε στρατιωτικούς συνασπισμούς. Η αρχή αυτή έγινε νόμος: το άρθρο 18 του Συντάγματος του 1996 δεσμεύει το κράτος στην ουδετερότητα και τη μη ευθυγράμμιση. Η ουκρανική κοινή γνώμη ενίσχυσε αυτή τη θέση. Από τη δεκαετία του '90 έως τις αρχές του 2014, η πλειοψηφία ήταν πάντα αντίθετη στην ένταξη της χώρας  στο ΝΑΤΟ.

Από το 1989 έως το 1991, οι δυτικοί ηγέτες διαβεβαίωσαν επανειλημμένα τους σοβιετικούς αξιωματούχους ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν προς τα ανατολικά εάν η Μόσχα δεχόταν την επανένωση της Γερμανίας, όπως αποδεικνύεται από αποχαρακτηρισμένα αρχεία. Στις 9 Φεβρουαρίου 1990, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μπέικερ είπε στον Γκορμπατσόφ: «Η δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ δεν θα μετακινηθεί ούτε ένα εκατοστό προς τα ανατολικά». Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γκένσερ δήλωνε τον Ιανουάριο του 1990: «Δεν θα υπάρξει επέκταση του εδάφους του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά».

Η Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975) και η Χάρτα του Παρισιού (1990) καθόριζαν ότι η ασφάλεια στην Ευρώπη πρέπει να είναι συλλογική, όχι μηδενικού αθροίσματος. Η Χάρτα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια του ΟΑΣΕ του 1999  το επιβεβαίωνε: «Κανένα κράτος... δεν θα ενισχύσει την ασφάλειά του σε βάρος της ασφάλειας άλλων κρατών». Η διεύρυνση, ιδίως στην Ουκρανία, παραβίαζε την αρχή αυτή.

Το 1994, η Ουκρανία επέστρεψε στη Ρωσία τον έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου της σοβιετικής εποχής βάσει του Μνημονίου της Βουδαπέστης, σε ένα πλαίσιο ασφάλειας που καθοριζόταν από τρεις προϋποθέσεις: 1) η Ουκρανία θα παρέμενε ουδέτερη, 2) το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν προς την Ουκρανία, 3) η ευρωπαϊκή ασφάλεια θα βασιζόταν στις αρχές του ΟΑΣΕ και όχι στην πολιτική του μπλοκ.

(…) Το τραγικό είναι ότι, με το πέρασμα της δεκαετίας του '90, η στρατηγική των ΗΠΑ ακολούθησε τη λογική που διατύπωσε ο Brzezinski στο βιβλίο του Η μεγάλη σκακιέρα (1997): «Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία παύει να είναι μια ευρασιατική αυτοκρατορία». «Αν η Μόσχα ανακτήσει τον έλεγχο της Ουκρανίας... η Ρωσία θα αποκτήσει ξανά τα μέσα για να γίνει ένα ισχυρό αυτοκρατορικό κράτος». Από τότε, η σκέψη αυτή έχει διαμορφώσει τη στρατηγική προοπτική των ΗΠΑ. Ο στόχος ήταν λοιπόν να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ.

(…) Το 2004, οι ΗΠΑ και η ΕΕ υποστήριξαν την Πορτοκαλί Επανάσταση, παρέχοντας οικονομική βοήθεια σε ομάδες της κοινωνίας των πολιτών μέσω του National Endowment for Democracy, της USAID και διαφόρων ιδρυμάτων. (…) Στη συνέχεια, το 2008, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βουκουρέστι, και παρά τη σθεναρή αντίθεση της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι ΗΠΑ ανάγκασαν το ΝΑΤΟ να δηλώσει: «Η Ουκρανία και η Γεωργία θα γίνουν μέλη». Η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ παραδέχτηκε στη συνέχεια: «Από την πλευρά της Ουκρανίας, αυτό θα ήταν μια κήρυξη πολέμου [στον Πούτιν]». Ωστόσο, η κοινή γνώμη παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αντίθετη στην ένταξη: ο υποψήφιος για την προεδρία Βίκτορ Γιανουκόβιτς κέρδισε τις εκλογές του 2009/10 με ένα πρόγραμμα ουδετερότητας και η κυβέρνησή του ψήφισε νόμο που καθιστούσε την Ουκρανία κράτος που δεν ανήκει στο μπλοκ.

Ωστόσο, οι δυνάμεις που τάσσονται υπέρ του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και τη Δύση βρήκαν την ευκαιρία όταν, το 2013, ο Γιανουκόβιτς ανέβαλε την υπογραφή μιας συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΕ, γεγονός που πυροδότησε μαζικές διαμαρτυρίες που τροφοδοτήθηκαν από τις ΗΠΑ. Ο αμερικανικός μηχανισμός για την αλλαγή καθεστώτος τέθηκε σε δράση. (...) Στις 21 Φεβρουαρίου 2014, η ΕΕ μεσολάβησε για μια συμφωνία με τον Γιανουκόβιτς, βασισμένη σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, κυβέρνηση εθνικής ενότητας και πρόωρες εκλογές. Αντ' αυτού, μέσα σε λίγες ώρες, ένοπλες ομάδες κατέλαβαν κυβερνητικά κτίρια και ο Γιανουκόβιτς έφυγε, αλλά δεν παραιτήθηκε. Το Κοινοβούλιο τον απομάκρυνε χωρίς συνταγματικές διαδικασίες και οι ΗΠΑ υποστήριξαν το καθεστώς: η ΕΕ παρέμεινε σιωπηλή και άφησε το «βαθύ κράτος» των ΗΠΑ να αναλάβει την πρωτοβουλία.

Η νέα κυβέρνηση υιοθέτησε εθνικιστικές πολιτικές και κήρυξε στρατιωτική επιχείρηση «κατά της τρομοκρατίας» ενάντια στις διαμαρτυρίες στις ανατολικές περιοχές με ρωσικό πληθυσμό. Αυτό οδήγησε στη στρατιωτικοποίηση μιας πολιτικής διαμάχης και κατέστησε αδύνατη την επίτευξη συμβιβασμού. Η νέα πολιτική τάξη άρχισε να μιλάει για την απομάκρυνση της Ρωσίας από τη ναυτική της βάση στην Κριμαία. Τελικά, η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία, επικαλούμενη ανησυχίες για την εθνική της ασφάλεια και  τον Στόλο της Μαύρης Θάλασσας.

Για να σταματήσει τις μάχες στην Ανατολή, η Ρωσία συνέβαλε στη διαμεσολάβηση της συμφωνίας Μινσκ II. Η συμφωνία αυτή, που εγκρίθηκε ομόφωνα με την απόφαση 2202 του Συμβουλίου Ασφαλείας, προέβλεπε κατάπαυση του πυρός, αυτονομία («ειδικό καθεστώς») για το Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για την προστασία της ρωσικής εθνοτικής μειονότητας και την απόσυρση των βαρέων όπλων. Η Ουκρανία αρνήθηκε να εφαρμόσει τη συμφωνία, ιδίως όσον αφορά την αυτονομία του Ντονμπάς. Η Μέρκελ παραδέχτηκε στη συνέχεια ότι η συμφωνία είχε ως στόχο να «δώσει χρόνο στην Ουκρανία» προκειμένου να ενισχύσει τη στρατιωτική της δύναμη.

(...) Μεταξύ 2015 και 2021, η Ουκρανία έγινε de facto εταίρος του ΝΑΤΟ, χάρη σε κοινές ασκήσεις, νέες δομές διοίκησης σύμφωνες με τα πρότυπα της Συμμαχίας, εκπαιδευτικές αποστολές μεταξύ ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου, ενοποίηση των υπηρεσιών πληροφοριών και, κυρίως, δισεκατομμύρια δολάρια σε όπλα. Το 2021, η Ουκρανία είχε τον μεγαλύτερο στρατό της Ευρώπης εκτός της Ρωσίας.

Τον Δεκέμβριο του 2021, η Ρωσία παρουσίασε δύο σχέδια συνθηκών, ένα για τις ΗΠΑ και ένα για την ΕΕ, καλώντας τη Δύση να παραιτηθεί από την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, να αποσύρει τα όπλα του ΝΑΤΟ από τα ρωσικά σύνορα, να επιστρέψει στα επίπεδα ανάπτυξης του 1997 και να αποκαταστήσει τις αρχές ασφάλειας του ΟΑΣΕ.

Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να διαπραγματευτούν με τη Ρωσία τη διεύρυνση, υποστηρίζοντας ότι η «πολιτική των ανοιχτών θυρών» του ΝΑΤΟ δεν τους αφορούσε. Η αποτυχία της προσπάθειας οδήγησε τη Ρωσία να ξεκινήσει την Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση (Smo). Το 2023, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Stoltenberg συνόψισε την κατάσταση ως εξής: «Ο Πούτιν, το φθινόπωρο του 2021, είχε δηλώσει και είχε πράγματι στείλει ένα σχέδιο συνθήκης που ήθελε να υπογράψει το ΝΑΤΟ, με την υπόσχεση ότι δεν θα υπήρχε περαιτέρω διεύρυνση. Αυτό ήταν προϋπόθεση για να μην εισβάλει στην Ουκρανία. Φυσικά, δεν το υπογράψαμε... Έτσι, μπήκε σε πόλεμο για να εμποδίσει το ΝΑΤΟ να πλησιάσει τα σύνορά του. Πέτυχε ακριβώς το αντίθετο».

(…) Εν ολίγοις, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν ήταν αποτέλεσμα παλαιάς εχθρότητας ή μιας ξαφνικής πράξης επιθετικότητας, αλλά το προβλέψιμο αποτέλεσμα μιας σειράς αποφάσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ που κατέστρεψαν την ουκρανική ουδετερότητα, απέρριψαν την οδό της  διπλωματίας με τη Ρωσία και υπόταξαν την ασφάλεια της Ουκρανίας σε μια αποτυχημένη γεωπολιτική στρατηγική της Δύσης. Μια βιώσιμη λύση αποτροπής του πολέμου απαιτεί την επιστροφή στις αρχές που καθοδήγησαν την περίοδο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο: την ουδετερότητα της Ουκρανίας, την αδιαίρετη ασφάλεια της Ευρώπης και την οδό μιας πραγματικής διπλωματίας μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας.

Μια πρόταση που δεν μπορεί να απορριφθεί

 

 

Dante Barontini

 

Στη διάσημη τηλεοπτική αντιπαράθεση στο Λευκό Οίκο, ο Τραμπ είχε εκφοβίσει τον Ζελένσκι επαναλαμβάνοντας του πολλές φορές «Δεν έχεις τα χαρτιά» (ένας περίπου ευγενικός τρόπος για να του πει «έχεις ήδη χάσει»). Τώρα έχει αναλάβει τον ρόλο του «Νονά» και του έχει δώσει ένα σχέδιο 28 σημείων «που δεν μπορεί να αρνηθεί». Και έχει μόνο έξι ημέρες για να απαντήσει, γιατί μετά ... Για να γίνει πιο κατανοητός, έδωσε επίσης εντολή να μειωθούν δραστικά οι στρατιωτικές ενισχύσεις προς το Κίεβο.

Και ο Ζελένσκι αυτή τη φορά φαίνεται να έχει καταλάβει καλύτερα. Επέλεξε τον συνηθισμένο μονόλογο για να καταστήσει σαφές – χωρίς να διακινδυνεύσει να εκτελεστεί στο τέλος της εγγραφής του βίντεο – ότι δεν θα ήθελε να δεχτεί να συζητήσει αυτό το σχέδιο, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο. Αν όλοι συμφωνούν...

«Η Ουκρανία μπορεί τώρα να βρίσκεται μπροστά σε μια πολύ δύσκολη επιλογή: να χάσει την αξιοπρέπειά της ή να διακινδυνεύσει να χάσει έναν βασικό εταίρο· ή 28 δύσκολα σημεία ή έναν εξαιρετικά δύσκολο χειμώνα, τον πιο δύσκολο που έχει δει ποτέ, και περαιτέρω κινδύνους. Μια ζωή χωρίς ελευθερία, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς δικαιοσύνη. Και να εμπιστευτούμε κάποιον που μας έχει ήδη επιτεθεί δύο φορές. Δεν θα κάνουμε μεγαλόφωνα δηλώσεις, θα συνεργαστούμε ήρεμα με την Αμερική και όλους τους εταίρους μας. Θα παρουσιάσω επιχειρήματα, θα πείσω, θα προσφέρω εναλλακτικές λύσεις, αλλά σίγουρα δεν θα δώσουμε στον εχθρό το επιχείρημα ότι η Ουκρανία δεν θέλει την ειρήνη».

Είτε τα 28 σημεία, είτε τα καλοριφέρ σβηστά το χειμώνα (παραφράζοντας τον Μάριο Ντράγκι, ο οποίος τον Απρίλιο του 2022 κάλεσε την «Ευρώπη» να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία). Έτσι, θα καθίσει στο τραπέζι – πρώτα με τον Τραμπ, μετά ίσως και με τον Πούτιν – προσπαθώντας να τεντώσει όσο το δυνατόν περισσότερο το σχοινί, αλλά χωρίς να το σπάσει.

Ο χώρος υπάρχει, πρακτικά για κάθε ενδεχόμενο. Τα 28 σημεία είναι μόνο τίτλοι, τα μεμονωμένα κεφάλαια πρέπει να γραφτούν όλα. Και η αμφισημία κυριαρχεί, όπως και σε κάθε άλλο «σχέδιο Τραμπ» που έχει τεθεί σε οποιοδήποτε τραπέζι.

Ας αρχίσουμε να τα διαβάζουμε:

2. Θα συναφθεί μια συνολική συμφωνία μη επίθεσης  μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας και Ευρώπης. Όλες οι αμφιβολίες που παρέμειναν σε εκκρεμότητα τα τελευταία 30 χρόνια θα θεωρηθούν επιλυμένες.

3. Προβλέπεται ότι η Ρωσία δεν θα εισβάλει στις γειτονικές χώρες και ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί περαιτέρω.

4. Θα ξεκινήσει διάλογος μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ, με τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών, με σκοπό την επίλυση όλων των ζητημάτων που αφορούν την ασφάλεια και τη δημιουργία των συνθηκών για μια χαλάρωση των εντάσεων.

Αν το πάρουμε κυριολεκτικά, οι ΗΠΑ του Τραμπ θεωρούνται de facto εκτός ΝΑΤΟ, αν και δεν το έχουν ακόμη ανακοινώσει επίσημα στους «συμμάχους» τους. Η «συμφωνία μη επίθεσης» θα υπογραφεί μόνο από τους άλλους αντιπάλους, ενώ οι ΗΠΑ και η Ρωσία θα ρυθμίσουν τις σχέσεις τους με βάση τις στρατηγικές συνθήκες που έχουν υπογραφεί στο παρελθόν.

Μάλιστα οι ΗΠΑ τοποθετούνται ως «μεσολαβητής» μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ. Για όσους γνωρίζουν την ιστορία της μεταπολεμικής περιόδου, αυτό μοιάζει σχεδόν με ανέκδοτο ή με μια «επανάσταση» που κανείς δεν είχε αντιληφθεί.

Εξίσου ασαφές είναι και το εξής:

5. Η Ουκρανία θα λάβει αξιόπιστες εγγυήσεις ασφάλειας.

6. Οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις θα περιοριστούν σε 600.000 στρατιώτες.

7. Η Ουκρανία συμφωνεί να συμπεριλάβει στο σύνταγμά της ότι δεν θα προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ, και το ΝΑΤΟ συμφωνεί να συμπεριλάβει στο καταστατικό του μια διάταξη που θα ορίζει ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο μέλλον.

Το να θεωρηθεί ο αριθμός των 600.000 στρατιωτών ως «περιορισμός», για παράδειγμα, είναι παράλογο. Αυτή τη στιγμή, ο ουκρανικός στρατός αριθμεί 1,2 εκατομμύρια άνδρες, αλλά μόνο επειδή υπάρχει γενική κινητοποίηση λόγω πολέμου. Πριν από τον πόλεμο – όταν, άλλωστε, δεν είχαν φύγει εκατομμύρια από τη χώρα – ήταν 190.000. Επομένως, ο «περιορισμός» θα είχε λογική αν μειωνόταν ο τελευταίος αριθμός. Αλλά και επειδή η διατήρηση ενός στρατού άνω του μισού εκατομμυρίου ατόμων – όταν πρέπει να ξαναχτίσεις τη χώρα, σου λείπει το εργατικό δυναμικό και τα χρήματα – είναι μια αποστολή αδύνατη.

Το πιο ασαφές σημείο είναι όμως ένα άλλο: «8. Το ΝΑΤΟ συμφωνεί να μην αναπτύξει στρατεύματα στην Ουκρανία.» Τι σημαίνει αυτό; Ότι, μεμονωμένες χώρες – με επικεφαλής τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία – θα μπορούν ενδεχομένως να το κάνουν «ιδιωτικά», αλλά χωρίς να επικαλούνται το άρθρο 5 της Συμμαχίας; Είναι δύσκολο να εγκρίνει η Μόσχα μια τέτοια διατύπωση χωρίς έναν μακρύ και διεξοδικό κατάλογο «διευκρινίσεων».

Συνδεδεμένο με αυτές τις αμφιβολίες είναι και το θέμα της ένταξης της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν κλήθηκε να συμμετάσχει στη διαμόρφωση του «σχεδίου» – από το σημείο 11 και μετά. «Η Ουκρανία είναι κατάλληλη για ένταξη στην ΕΕ και θα επωφεληθεί από προτιμησιακή πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ το θέμα βρίσκεται υπό εξέταση.»

Είναι γνωστό ότι η διαδικασία προσχώρησης στην ΕΕ είναι αρκετά μακρά, διότι κάθε νέο μέλος πρέπει να συμμορφωθεί με τους ευρωπαϊκούς κανόνες σε θέματα κράτους δικαίου, κανονισμών, γεωργικών πολιτικών κ.λπ. Η εγγύηση «προνομιακής πρόσβασης» σημαίνει τη δημιουργία «αθέμιτου ανταγωνισμού» με τις χώρες που μόλις ολοκλήρωσαν με κόπο αυτή τη διαδικασία ή που τη διαπραγματεύονται αυτή τη στιγμή.

Συγκεκριμένα, σημαίνει, να αλλάξει δραστικά η κατανομή των ευρωπαϊκών κονδυλίων (αρκεί να σκεφτούμε μόνο το κονδύλια για τη γεωργία), να γίνουν εξαιρέσεις όσον αφορά τις μεθόδους παραγωγής και την τήρηση των περιβαλλοντικών ορίων κ.λπ. Είναι δύσκολο να επιτευχθεί ομόφωνη συναίνεση μεταξύ των 27, ή τουλάχιστον να αποφευχθεί μια ισχυρή μειοψηφία αντιθέτων.

Όσον αφορά το θέμα των «χρημάτων» (σημεία 12, 13 και 14),  στα βασικά ζητήματα είναι ότι το κόστος της ανοικοδόμησης θα βαρύνει την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ τα τυχόν κέρδη θα μοιραστούν – σύμφωνα με την πρόταση – μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Απλό, έτσι;

Δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε. Είναι κατανοητό ότι κάθε σημείο θα πρέπει να «συγκεκριμενοποιηθεί» με πολύ λεπτομερή τρόπο, ώστε να αποφευχθεί η «ελεύθερη ερμηνεία» κάθε συμβαλλόμενου μέρους να οδηγήσει αμέσως σε έναν νέο πόλεμο. Πρόκειται για ένα προσχέδιο συζήτησης, γραμμένο «σε στυλ Τέξας», με τα μπότες πάνω στο τραπέζι και χωρίς καν χάρτη. Καθορίζει μια κατεύθυνση, αλλά κανείς δεν θα το δεχόταν ως «πρόταση συνθήκης».

Για να γίνει κατανοητό. Στο σημείο 10 αναφέρεται: «Εάν η Ουκρανία εκτοξεύσει πύραυλο κατά της Μόσχας ή της Αγίας Πετρούπολης χωρίς βάσιμο λόγο, η εγγύηση ασφάλειας θα θεωρηθεί άκυρη και ανίσχυρη.» Σε οποιαδήποτε άλλη ρωσική πόλη είναι Ο.Κ;

Έχουμε μπροστά μας έναν ακόμη αρκετά ανώμαλο δρόμο, εν τέλει, αν και η εντύπωση ότι άνοιξε μια πιθανότητα ειρήνης αρκούσε για να καταρρεύσουν οι μετοχές των στρατιωτικών βιομηχανιών στο χρηματιστήριο.

Το ότι η Ουκρανία δέχεται να «το σκεφτεί» είναι προφανώς αποφασιστικής σημασίας. Πέρα από κάθε ηθικολογικό συλλογισμό, θα ήταν περίπλοκο να «εγγυηθεί την ειρήνη», ενώ ένοπλες ομάδες χρησιμοποιούν «τρομοκρατικές» τακτικές για να αναζωπυρώσουν εκτός προθεσμίας ένα εστιακό σημείο πολέμου.

Το θέμα που φαίνεται εντελώς αποκλεισμένο είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και η Μεγάλη Βρετανία που δεν ανήκει πλέον σε αυτήν. Οι Στάρμερ, Μερτς και Mακρόν – χωρίς καν να συμβουλευτούν τη Μελόνι, για να δείξουν πόσο σημαντική είναι… – έσπευσαν αμέσως να προτείνουν ένα «εναλλακτικό σχέδιο». Αυτό που δεν είχαν καν εξετάσει επί τέσσερα χρόνια, τυφλωμένοι από τον στόχο να «νικήσουν τη Ρωσία, τελεία και παύλα».

Το πόσο ρεαλιστικό είναι να σκεφτόμαστε να συνεχίσουμε τον πόλεμο χωρίς τη συμβολή των Ηνωμένων Πολιτειών είναι το σημείο εκκίνησης της «ομιλίας του Ζελένσκι. προς τον λαό» «Είναι μια πρόταση που δεν μπορεί να απορριφθεί».

 

[----->] 

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟ-ΜΟΜΦΗΣ

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Πώς ο λόγος των ελίτ κατασκευάζει τον “α ν ώ ρ ι μ ο   π ο λ ί τ η / λ α ό"

Υπάρχει μια φράση που επανέρχεται σταθερά, από τον Κοραή μέχρι τα μνημόνια και τον Πάγκαλο έως και τις μέρες μας: «ο ελληνικός λαός δεν είναι ώριμος».

Άλλες φορές λέγεται ευθέως, άλλες φορές ντύνεται με πιο «ευγενικές» εκδοχές: «δεν έχουμε πολιτική παιδεία», «είμαστε συναισθηματικός λαός», «δεν θέλουμε αξιολόγηση», «μας αρέσει η χαλαρότητα», «είμαστε τεμπέληδες».

Από τον Θ. Πάγκαλο με το «όλοι μαζί τα φάγαμε», αυτή την εμβληματικότερη φράση της μνημονιακής περιόδου, τον Γιώργο Παπανδρέου του «Λεφτά υπάρχουν» που έλεγε σε διεθνή φόρα πως «Κυβερνώ έναν διεφθαρμένο λαό», τον Λουκά Παπαδήμο που υποστήριζε πως «Οι Έλληνες πρέπει να ωριμάσουν», τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που έλεγε πως «Η χώρα χρειάζεται πειθαρχία», «Οι Έλληνες δεν έχουν κουλτούρα αξιολόγησης», «Η κοινωνία αντιστέκεται επειδή δεν καταλαβαίνει», «Ο λαός είναι συναισθηματικός, πρέπει να σκέφτεται ορθολογικά» ή διανοούμενους σαν τον Στέλιο Ράμφος που είχε την άποψη πως

«Ο Έλληνας δεν έχει αίσθηση ευθύνης», «Ο Έλληνας ζει στο συναίσθημα», «Είμαστε καθηλωμένοι στην παιδικότητα», «Δεν έχουμε ωριμάσει πολιτικά» ή δημοσιογράφους σαν τον Γιάννη Πρετεντέρη που εκτιμούσε πως «ο κόσμος δεν καταλαβαίνει»,

«ο λαϊκισμός φταίει», «ο Έλληνας βολεύεται», «οι διαμαρτυρίες είναι ανευθυνότητα» και τον Τάκη Θεοδωρόπουλο της Καθημερινής  με τις συχνές αναφορές του σε «ψυχική καθυστέρηση του δημόσιου λόγου», «πρωτογονισμό της κοινωνίας», «ανωριμότητα του Έλληνα», μέχρι ηθοποιούς σαν τον Αντώνη Καφετζόπουλο που έλεγε πως «Ο Έλληνας είναι τεμπέλης», «Σιχάθηκα να ακούω τις ανοησίες του κόσμου», «Φταίμε όλοι, είμαστε άρρωστοι» και τον ψυχίατρο Γιωσαφάτ που όριζε τους Έλληνες ως «καθηλωμένους στο πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης» και όσους όριζαν τα Μνημόνια ως ευλογία ή ξεστόμισαν το αδιανόητο για τα Τέμπη «Όλοι μαζί τους σκοτώσαμε», όλοι αυτοί διαχέουν στο ελληνικό συλλογικό μια δηλητηριώδη ενοχή.

Όλες αυτές οι φράσεις έχουν κάτι κοινό: δεν περιγράφουν απλώς μια κατάσταση, κατασκευάζουν ένα συλλογικό υποκείμενο. Φτιάχνουν, ξανά και ξανά, την εικόνα του Έλληνα ως ανώριμου παιδιού που χρειάζεται πατρική επιτήρηση και με τον τρόπο αυτό νομιμοποιούν/κανονικοποιούν τις χυδαιότερες συμπεριφορές των κυρίαρχων ελίτ. Γιατί "τέτοιοι που είμαστε αυτοί μας αξίζουν".

Ψυχοδυναμικά ή μάλλον ψυχοπολιτικά πρόκειται για την εδραίωση του «Επικριτικού Γονέα» ως δομή εξουσίας

Στη συναλλακτική ανάλυση του Eric Berne, ο ψυχικός μας κόσμος περιγράφεται με τρεις βασικές «θέσεις»: Γονέας (Προστατευτικός ή Επικριτικός), Ενήλικος, Παιδί (Ελεύθερο ή Υποτελές/Υποταγμένο)

Ο Επικριτικός Γονέας είναι η φωνή που κανοναρχεί, επιπλήττει,

κρίνει, επικρίνει, ηθικολογεί, ενοχοποιεί, ξέρει πάντα «τι είναι σωστό» και αντιμετωπίζει τον άλλον ως κατώτερο, ανώριμο ή ελλιπή.

Στις διαπροσωπικές σχέσεις, αυτό είναι ένας ρόλος. Όμως στην πολιτική, γίνεται μηχανισμός εξουσίας.

Όταν ένας πρωθυπουργός, ένας διανοούμενος, ένας διάσημος καλλιτέχνης, ένας «έγκριτος» δημοσιογράφος, μιλά για τον λαό σαν να τον μαλώνει, σαν να του εξηγεί «το μάθημά του», τότε δεν κάνει απλώς κριτική.

Μπαίνει στον ρόλο του Επικριτικού Γονέα έναντι ενός λαού-Παιδιού, δηλαδή νηπιοποιεί το συλλογικό σώμα.

Κι εκεί ξεκινά η ψυχοπολιτική παθολογία ή μάλλον η ψυχοπολιτική χειραγώγηση.

Και αυτή η ψυχοπολιτική χειραγώγηση είναι από τα πιο σταθερά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας, από τον ιστορικό «κηδεμόνα» έως τον σύγχρονο «εκσυγχρονιστή». Αν δούμε τη νεοελληνική ιστορία, το μοτίβο είναι σταθερό. Ο Κοραής ως διαφωτιστής μιλά για έναν λαό που πρέπει να «εκπολιτιστεί» και να γίνει "Γκρεκογάλλος". Οι Βαυαροί αντιμετωπίζουν τους Έλληνες ως ανώριμους για Σύνταγμα.

Οι ξένες δυνάμεις, σε όλη τη διάρκεια του 19ου και 20ού αιώνα, λειτουργούν ως «επιτηρητές». Στη μνημονιακή περίοδο, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αντιμετωπίζουν το ελληνικό κράτος σαν μαθητή υπό εξετάσεις.

Και βέβαια, οι εγχώριες ελίτ, αντί να αμφισβητήσουν αυτό το σχήμα, το εσωτερικεύουν. Και γίνονται οι ίδιες «ενδιάμεσοι γονείς» προς τον λαό που τον υποτιμούν και τον απαξιώνουν.

Ο λόγος αυτός δεν είναι ουδέτερος. Είναι λόγος αυτο-αποικιοποίησης. Ο ντόπιος «μορφωμένος» υιοθετεί το βλέμμα του ξένου επιτηρητή και το γυρίζει προς τα μέσα, πάνω στον λαό του.

Και κάπως έτσι κατασκευάζεται ο ανώριμος πολίτης. Ψυχαναλυτικά, ο άνθρωπος γίνεται αυτό που ακούει συνεχώς πως είναι. Όπως ένα παιδί που ακούει «δεν αξίζεις», «δεν ξέρεις»,

«είσαι άχρηστος», θα μάθει να ζει σαν μικρός και ανεπαρκής, ακόμη κι αν έχει ικανότητες, ανάλογα συμβαίνει σε συλλογικό επίπεδο. Όταν, επί δεκαετίες, ο λαός βομβαρδίζεται με μηνύματα ότι δεν είναι ώριμος για δημοκρατία, δεν είναι ικανός να κρίνει,

είναι εγωιστής, τεμπέλης, αμόρφωτος, είναι «λαϊκιστής» κάθε φορά που διαφωνεί, τότε γεννιέται μέσα του ένας εσωτερικός Επικριτικός Γονέας που λέει «Μην μιλάς, δεν ξέρεις. Κάτσε στον καναπέ. Οι άλλοι είναι πιο κατάλληλοι.»

Έτσι, ο άνθρωπος παύει να λειτουργεί ως Ενήλικος Πολίτης και μετατρέπεται σε Υποταγμένο νήπιο, αποσύρεται, δεν εμπιστεύεται τη φωνή του, νιώθει ότι «δεν έχει νόημα» να κάνει κάτι, βιώνει την πολιτική ως χώρο ενοχής, όχι ως χώρο ευθύνης.

Αυτό είναι η ψυχολογική βάση της απάθειας και του κυνισμού:

όχι ότι ο λαός «είναι αδιάφορος», αλλά ότι έχει μάθει να αμφισβητεί τη δική του αξία και δύναμη.

Αλλά το ξέρουμε πια αυτό. Αυτός είναι ο ρόλος της ελίτ: η επιβολή, όχι σχέση. Το ξέρουμε ότι οι ελίτ (πολιτικές, πολιτισμικές, τεχνοκρατικές) σπάνια μιλούν σε έναν λαό ως ισότιμο Ενήλικο. Γιατί επιδιώκουν πολύ συστηματικά, μεθοδικά και οργανωμένα να τον κρατήσουν για πάντα σε μια θέση ανεπαρκούς νηπίου.

Ο πολίτης δεν προσκαλείται να σκεφτεί. Καλείται να υπακούσει, να ενοχοποιηθεί ή να βολευτεί. Κι όταν αυτό γίνεται για χρόνια

οικοδομείται μια κουλτούρα πολιτικής ανωριμότητας, κανονικοποιείται η "αντιπροσώπευση" χωρίς πραγματική συμμετοχή και εν τέλει "παράγεται" ένας λαός που αισθάνεται ότι μιλά πάντα “απ’ έξω”.

Γιατί όλη αυτή η διαχεόμενη ψυχοπολιτική προπαγάνδα, αυτός ο αυτο-ενοχοποιητικός λόγος δεν πέφτει στο κενό. Αντίθετα, συναντάται με υπαρκτά ιστορικά τραύματα, ήττες, εμφύλιες συγκρούσεις, χρεοκοπίες, εξαρτήσεις από ξένες δυνάμεις, αποτυχίες θεσμών (Τέμπη, Μάτι, διαφθορά, ατιμωρησία) και συγκροτεί ένα νέο συλλογικό τραύμα αυτοϋποτίμησης και εθνικής μειονεξίας.

Ο πολίτης ζει μια διαρκή πραγματικότητα συνεχούς θεσμικής προδοσίας, και την ίδια στιγμή ακούει ότι ο ίδιος φταίει.

Αυτό δημιουργεί ένα σχίσμα: “Υποφέρω από πράγματα που δεν ελέγχω-κι όμως κατηγορούμαι ότι εγώ είμαι η αιτία.”

Οπότε, όταν το θύμα νιώθει ότι είναι και ο θύτης, η φυσική αντίδραση δεν είναι εξέγερση, αλλά η ντροπή, το μούδιασμα, η παραίτηση, η αυτοκαταστροφικότητα (εξαρτήσεις, τζόγος, κυνισμός, λάθος πολιτικές επιλογές).

Έτσι, ο λόγος των ελίτ που παριστάνουν τον «Επικριτικό Γονέα»

δεν παράγει ωριμότητα. Παράγει ψυχική κατάρρευση.

Και αυτό συμφέρει εξαιρετικά το σύστημα. Ο “ανώριμος πολίτης”, ο "ανώριμος λαός" συντηρεί και αναπαράγει το σύστημα που θα συνεχίσει να τον ορίζει ως “ανώριμο πολίτη”, ως "ανώριμο λαό" σ' ένα φαύλο καθοδικό σπιράλ επαναλαμβανόμενων τραυματισμών (trauma vortex).

Ένας πολίτης που πιστεύει ότι δεν ξέρει, δεν αξίζει, δεν μπορεί,

είναι ένας πολίτης εύχρηστος, ευάλωτος στην εξαπάτηση και στη χειραγώγηση των εξουσιαστών του. Είναι ένας πολίτης που δεν διεκδικεί, δεν οργανώνεται, δεν εμπιστεύεται τον διπλανό του για να κάνει κάτι μαζί. Στρέφεται εναντίον του εαυτού του ή των διπλανών του και όχι εναντίον των δομών που τον καταπιέζουν.

Ο «ανώριμος πολίτης» είναι ιδανικός για πελατειακά δίκτυα,

χειραγώγηση, life-style πολιτική, ψευδο-συμμετοχή (likes, τηλε-δημοκρατία, δημοσκοπική «έκφραση» χωρίς πραγματική δύναμη).

Άρα, η ρητορική του Επικριτικού Γονέα δεν είναι απλώς ψυχολογικό στυλ. Είναι εργαλείο διατήρησης της εξουσίας.

Ποια είναι άραγε η έξοδος απ' όλο αυτό;

Πως πάμε από το Παιδί στον Ενήλικο. Τον Ενήλικο ως άτομο και ως συλλογικό υποκείμενο.

Και τι σημαίνει αυτό πολιτικά;

1. Να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε τον λόγο που μας μειώνει.

Κάθε φορά που ακούμε: «εσείς φταίτε», «είστε ανώριμοι», «δεν ξέρετε τι θέλετε», αξίζει να ρωτάμε: Ποιον εξυπηρετεί αυτή η αφήγηση; Εμένα ή εκείνον που την λέει;

2. Να απομυθοποιήσουμε τον “επικριτικό πατέρα”. Ο διανοούμενος, ο καλλιτέχνης, ο πολιτικός που μιλά από τον ηθικό του θρόνο, χωρίς να αναλαμβάνει ο ίδιος ευθύνη, δεν είναι «καθοδηγητής». Είναι φορέας μιας παραδοσιακής εξουσίας που επιδιώκει να μας κρατά "μικρούς".

3. Να μεταφέρουμε την κουβέντα από την ενοχή στην ευθύνη.

Η ενοχή λέει: «είμαι σκάρτος». Η ευθύνη λέει: «τι μπορώ να κάνω εγώ, μαζί με τους άλλους;».

4. Να ξαναχτίσουμε σχέσεις, όχι “καθοδηγούμενα ποίμνια”.

Εκεί που η πολιτική γίνεται σχέση (κινήματα, συνελεύσεις, πραγματικές κοινότητες), ο άνθρωπος παύει να είναι παιδί που δέχεται επίπληξη και γίνεται πρόσωπο που συμμετέχει.

Τελικά, όσο οι ελίτ μιλούν σε έναν λαό σαν να είναι παιδί,

ο λαός θα ταλαντεύεται ανάμεσα στην εξάρτηση και στην έκρηξη.

Η θεραπεία αρχίζει όταν ο λόγος του “Επικριτικού Γονέα” αναγνωριστεί ως βίαιος, ο πολίτης πάψει να τον εσωτερικεύει ως αλήθεια και η συλλογικότητα αρχίσει να μιλά στον εαυτό της ισότιμα, σαν ενήλικος προς ενήλικο.

Ίσως τότε να γίνει αυτό που φοβάται κάθε εξουσία: Ο «ανώριμος πολίτης» να ανακαλύψει ότι ήταν ώριμος εδώ και πολύ καιρό-απλώς κάποιος τον χρειαζόταν να νιώθει "κακομαθημένο παιδί" που πρέπει να τιμωρηθεί...και αυτό του "έκανε".

[----->]