Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζόρτζιο Αγκάμπεν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζόρτζιο Αγκάμπεν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΓΑΖΑΣ

 


Πρόσφατα, επιστήμονες της Σχολής Επιστήμες των Φυτών του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ ανακοίνωσαν ότι κατέγραψαν με ειδικά μικρόφωνα ευαίσθητα στους υπερήχους τις κραυγές πόνου που εκπέμπουν τα φυτά όταν τα κόβουν ή όταν τους λείπει νερό.

Στη Γάζα δεν υπάρχουν μικρόφωνα.

30 Οκτωβρίου 2023

Τζόρτζιο Αγκάμπεν 

 


 

Giorgio Bianchi Photojournalist στο Telegram

Υπάρχω σημαίνει ελέγχομαι

 

του Τζόρτζιο Αγκάμπεν*

Ας ξεκινήσω με το πρόβλημα του λεγόμενου «green pass» (ψηφιακό πιστοποιητικό) το οποίο δεν είναι ένα ιατρικό πρόβλημα αλλά ένα πολιτικό ζήτημα.

 

Το «green pass», οι άνθρωποι πιστεύουν, στην Ιταλία τουλάχιστον, ότι είναι εργαλείο για να εξαναγκάσει τον κόσμο να πάει να εμβολιαστεί. Θεωρώ ότι είναι το ακριβώς αντίθετο. Ο εμβολιασμός προορίζεται για να εξαναγκάσει τους ανθρώπους να αποκτήσουν ψηφιακό πιστοποιητικό, έτσι ώστε να υποταχθούν μόνοι τους σε ένα γενικευμένο έλεγχο.

 

Προκειμένου να κατανοήσουμε τι είναι πραγματικά το «green pass» και πως άλλαξε όλη η αντίληψη μας για την ελευθερία μας, πρέπει να περιγράψουμε μέσα από την εννοιολογική κατηγορία που είναι οικεία στην Ιστορία του Δικαίου που αποκαλείται «authorized freedom» (αδειοδοτημένη ελευθερία). Η αδειοδότηση είναι μια ενέργεια, η οποία δεν δίνει νέα δικαιώματα, αλλά επιτρέπει την άσκηση και την εφαρμογή των ήδη υπαρχόντων δικαιωμάτων.

 

Ας πούμε λοιπόν ότι έχουμε την κατοχυρωμένη ελευθερία να πάμε σε ένα μουσείο, να πάρουμε το τρένο, αλλά τώρα πρέπει να είσαι αδειοδοτημένος για να ασκήσεις αυτή την ελευθερία. Ο όρος αδειοδότηση (authorization) προέρχεται από τη λατινική λέξη «auctor» (δημιουργός-πηγή εξουσιοδότησης – αδειοδοτούσα αρχή).

 Τι είναι ο «auctor». Είναι αυτός που έχει την εξουσία να προσδιορίσει την ενέργεια/πράξη ενός ατόμου, το οποίο από μόνο του δεν έχει την ικανότητα να προβεί σε μια έγκυρη νομική ενέργεια, όπως ένα παιδί ή ένας «τρελός». Έτσι, προκειμένου αυτοί οι άνθρωποι να έχουν την ικανότητα να κάνουν μια έγκυρη νομική ενέργεια, χρειάζονται μια αδειοδοτούσα αρχή. 

Αυτό σημαίνει όλους του πολίτες στην Ιταλία, αυτή τη στιγμή, τους μεταχειρίζονται σαν να είναι παιδιά, σαν να είναι «τρελοί», που χρειάζονται μια αδειοδότηση για να ασκήσουν την ελευθερία τους, αυτή που μέχρι πρότινος ασκούσαν χωρίς αδειοδότηση. Αυτό που είναι απίστευτο είναι ότι όσοι έχουν το ψηφιακό πιστοποιητικό (green pass) θεωρούν ότι αυτή τη στιγμή είναι ελεύθεροι να ασκούν την ελευθερία τους, ενώ μια «αδειοδοτημένη ελευθερία» είναι μια μη-ελευθερία, γιατί αφού έχουν αδειοδοτηθεί ανά πάσα στιγμή αυτή η αδειοδότηση μπορεί να αποσυρθεί.

 

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τι σημαίνει «αδειοδοτημένη ελευθερία» επειδή άλλαξε εντελώς την ιδέα της ελευθερίας. Η «αδειοδοτημένη ελευθερία» είναι ένα είδος «ελευθερίας». Είναι ένα άλλο είδος «ελευθερίας».

 

ΑΣ ΑΣΧΟΛΗΘΟΥΜΕ ΤΩΡΑ με το θέμα της «Μεγάλης Επανεκκίνησης» (Great Reset), που αλλάζει αυτή τη στιγμή την πολιτική πράξη των πραγμάτων. Είναι ολοφάνερο πλέον ότι κάτι εξαφανίζεται και αυτό που εξαφανίζεται είναι η παραδοσιακή αστική δημοκρατία, με τα δικαιώματά της, το σύνταγμά της, τους «καθαρούς» κανόνες της. Αλλά ποιο είδος κράτους πρόκειται να υποκαταστήσει την αστική δημοκρατία; Θεωρώ ότι προκειμένου να κατανοήσουμε ποιο είδος κράτους πρόκειται να έχουμε, πρέπει να αναφερθούμε στην έννοια του «δυαδικού κράτους» (dual state). 

Ο εξαιρετικός ιστορικός Ernst Fraenkel έγραψε ένα βιβλίο προκειμένου να αναλύσει το κράτος των Ναζί και αναφέρθηκε σε αυτό το μοντέλο του «δυαδικού κράτους», έτσι ώστε να κατανοήσει τι πραγματικά συνέβη στο κράτος των Ναζί. «Τι είναι το δυαδικό κράτος»; 

Το «δυαδικό κράτος» είναι ένα είδος κράτους, όπου οι κυβερνώντες, η διακυβέρνηση ασκείται μέσα από τη συνεργασία δυο κρατών. Το ένα είναι το έννομο κράτος που διέπεται από νόμους, αλλά δίπλα του είναι ένα άλλο κράτος που λειτουργεί με μη-νόμιμες διαδικασίες, όπου άλλοι εταίροι/παράγοντες (agencies), οι οποίοι δεν είναι αυτοί που περιγράφονται στο Σύνταγμα, αλλά κάποιοι άλλοι εξωτερικοί φορείς της εξουσίας που ασκούν διακυβέρνηση. Μπορούμε να πούμε ότι το γερμανικό κράτος, στην εποχή του κράτους των Ναζί, χρειαζόταν αυτό το δυαδικό κράτος, (δηλαδή) το έννομο και το αυθαίρετο κράτος, προκειμένου να δουλέψουν μαζί.

 

Σήμερα οδηγούμαστε στη στιγμή του τελικού ελέγχου. Πλησιάζουμε στη στιγμή του απόλυτου ελέγχου όπου η ζωή, όπως στην τελική κρίση, θα καταδικαστεί

 

Αυτό που αντιμετωπίζουμε τώρα είναι κάτι που προέρχεται από αυτό το μοντέλο. Είναι κάτι που Αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες το αποκαλούν «διοικητικό κράτος» (administrative state). 

Τι είναι το «διοικητικό κράτος»; Είναι το κράτος του οποίου η εξουσία δεν ασκείται μόνο μέσω των θεσμικών υποκειμένων από την εκτελεστική, νομική και δικαστική εξουσία, αλλά από έναν εξωτερικό παράγοντα, όπου σήμερα είναι ο εξωτερικός παράγων, που λειτουργεί έξω από τη νομική θεσμική εξουσία και έτσι έχουμε έναν, ας πούμε, διοικητικό Λεβιάθαν, οπότε έχουμε μια εξουσία που η σύλληψή της αποσκοπεί στην πραγμάτωση αυτού που είναι «χρήσιμο» για την κοινωνία, αλλά μέσα από έναν παράγοντα που στην πραγματικότητα είναι εκτός θεσμικών εξουσιών. Υπό αυτή την έννοια η θεσμική τάξη αλλοιώνεται και καταντά, ας πούμε, ένα κομμάτι χαρτί. Διότι το Σύνταγμα είναι εμφανώς εκεί, όχι αλλαγμένο όπως στο μοντέλο του «δυαδικού κράτους», αλλά ουσιαστικά εντελώς τροποποιημένο.

 

ΕΙΝΑΙ ΕΜΦΑΝΕΣ ότι όλα αυτά οδεύουν προς ένα γενικευμένο έλεγχο. Στην πολιτική φιλοσοφία, όπως ο Μισέλ Φουκώ και ο Ζιλ Ντελέζ, συνήθιζαν να αναφέρουν, αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι το μοντέλο που πρόκειται να έχουμε είναι μια «κοινωνία ελέγχου» (societe de controle). Μια κοινωνία ελέγχου, η οποία έρχεται να αντικαταστήσει το προηγούμενο μοντέλο που ήταν η πειθαρχική κοινωνία.

 

Τι είναι ο «έλεγχος»; Ο έλεγχος είναι μια πρόσφατη έννοια, η οποία προέρχεται από το γαλλικό «contre role» (κατάλογος αντιπαραβολής). Τι ήταν το «contre role»; Ήταν ένα μητρώο που κατέγραφε τα δεδομένα ενός αριθμού ανθρώπων με ονόματα και στοιχεία σχετικά με αυτούς, έτσι ώστε να επιβεβαιώνεται η ύπαρξή τους, και ένα άλλο δεύτερο μητρώο, που καταγράφει και επαληθεύει το πρώτο.

 

Αυτό που συμβαίνει σε μια κοινωνία ελέγχου, μπορούμε να το αποκαλέσουμε μετα-δημοκρατική κοινωνία. Δεν είναι μόνο ένα μέσον προκειμένου να κατανοήσουμε τα συμφέροντα συγκεκριμένων οικονομικών εξουσιών όπως η Big Pharma κ.λπ. Ασφαλώς αυτό το μοντέλο της «κοινωνίας ελέγχου» χρησιμοποιείται για τα συμφέροντα αυτών των μεγάλων φορέων εξουσίας αλλά θεωρώ πως δεν είναι μόνο αυτό. Το μοντέλο που έχουμε σήμερα, εκεί που οδηγούμαστε σήμερα, ο έλεγχος δεν είναι το μέσον αλλά ο αυτοσκοπός. Είναι, ίσως, ο έσχατος ασυνείδητος σκοπός της κοινωνίας μας. 

Η «νέα κοινωνία» οδεύει προς ένα καθολικό «contre role», όπου τα πάντα καταγράφονται. Είναι κατά μια έννοια η «ιδεολογία του ελέγχου». Ο Berkeley συνήθιζε να λέει «esse est percipi» («υπάρχω σημαίνει γίνομαι αντιληπτός»). Σήμερα «υπάρχω σημαίνει ελέγχομαι». Με αυτόν τον τρόπο ο έλεγχος επιστρέφει στον εαυτό του και πρόκειται να αντικαταστήσει την πραγματικότητα, τη ζωή κι έτσι πλέον αυτή δεν έχει καθόλου χώρο.

 

Στο παράδειγμα του Χριστιανισμού η εσχάτη των ημερών ήταν η τελική κρίση. Φαίνεται πως σήμερα οδηγούμαστε στη στιγμή του τελικού ελέγχου. Πλησιάζουμε στη στιγμή του απόλυτου ελέγχου όπου η ζωή, όπως στην τελική κρίση, θα καταδικαστεί.

 

* Το παρόν κείμενο του Τζόρτζιο Αγκάμπεν ήταν η διαδικτυακή του παρέμβαση στις διαδικασίες του διήμερου εκδηλώσεων/συζητήσεων (26-27 Νοεμβρίου 2021) που διοργάνωσε η «Πρωτοβουλία Ενάντια στο Υγειονομικό Απαρτχάιντ». Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν είναι Ιταλός φιλόσοφος και συγγραφέας. Η έννοια της βιοπολιτικής είναι το κέντρο ενδιαφέροντος πολλών έργων του.

[---->]

AGAMBEN: Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΩΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑ


 

Νέο κείμενο από τον αγαπημένο μας φιλόσοφο Giorgio Agamben κι ίσως το καλύτερό του σε σχέση με τον ιό.
Αν θα επιχειρούσαμε μια διαφωνία μαζί του, θα ήταν ότι ο καπιταλισμός δεν παραχωρεί στη νέα θρησκεία, την επιστήμη/ιατρική, αλλά δουλεύουν μαζί, με την επιστήμη να είναι το όχημα για την ραγδαία αναδιάρθρωση κι αναδίπλωσή του.

Ακολουθεί το κείμενο:

"Ότι η επιστήμη έχει γίνει η θρησκεία της εποχής μας, αυτό στο οποίο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι πιστεύουν, είναι πρόδηλο εδώ και καιρό. Στη σύγχρονη Δύση, έχουν συνυπάρξει και, σε κάποιο βαθμό, συνυπάρχουν ακόμα, τρία μεγάλα συστήματα πεποιθήσεων: ο χριστιανισμός, ο καπιταλισμός και η επιστήμη.

Στη νεωτερική ιστορία, αυτές οι τρεις “θρησκείες” διασταυρώθηκαν αναγκαστικά κατ’ επανάληψη, ερχόμενες από καιρού εις καιρόν σε σύγκρουση και, στη συνέχεια, με διάφορους τρόπους, πάλι σε συμφιλίωση, έως ότου, προοδευτικά, να επιτευχθεί ένα είδος ειρηνικής και αρμονικά διαρθρωμένης συνύπαρξης, αν όχι πραγματικής συνεργασίας στο όνομα του κοινού συμφέροντος.

Το νέο γεγονός είναι ότι μεταξύ της επιστήμης και των άλλων δύο θρησκειών έχει αναζωπυρωθεί χωρίς να το αντιληφθούμε μια υπόγεια και αδυσώπητη σύγκρουση, της οποίας τα νικηφόρα αποτελέσματα για την πρώτη, την επιστήμη, εμφανίζονται σήμερα μπροστά στα μάτια μας και καθορίζουν με τρόπο πρωτοφανή όλες τις πτυχές της ζωής και της ύπαρξής μας. Αυτή η σύγκρουση δεν αφορά, όπως στο παρελθόν, τη  θεωρία και τις γενικές αρχές, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, τη λειτουργική πρακτική.

Ακόμα και η επιστήμη, στην πραγματικότητα, όπως κάθε θρησκεία, διακρίνεται σε διαφορετικά επίπεδα και μορφές, μέσω των οποίων ρυθμίζει και οργανώνει τη δική της δομή: στις λεπτές και ακριβείς διατυπώσεις μιας αυστηρής δογματικής αντιστοιχεί, στην πράξη, τo εξαιρετικά ευρύ και εκτενώς δικτυωμένo πεδίο λατρείας που συμπίπτει με αυτό που ονομάζουμε τεχνολογία.

Δεν προκαλεί έκπληξη ότι ως πρωταγωνιστής αυτού του νέου θρησκευτικού πολέμου εμφανίζεται εκείνος ο κλάδος της επιστήμης του οποίου η δογματική είναι λιγότερο αυστηρή και η πραγματιστική πτυχή του υπερισχύει: η ιατρική, της οποίας άμεσο αντικείμενο είναι το ζωντανό σώμα των ανθρώπων. Ας προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της νικηφόρας πίστης με την οποία θα πρέπει να αναμετριόμαστε ολοένα και περισσότερο.

1) Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι η ιατρική, όπως και ο καπιταλισμός, δεν χρειάζεται ειδική δογματική, αλλά περιορίζεται στο δανεισμό των θεμελιωδών εννοιών της από τη βιολογία. Σε αντίθεση με τη βιολογία, ωστόσο, διατυπώνει αυτές τις έννοιες με τρόπο γνωστικο-μανιχαϊστικό, δηλαδή σύμφωνα με μίαν ακραία δυαλιστική αντίθεση.

Υπάρχει ένας θεός ή μια κακοήθης αρχή, κατ’ ακρίβειαν η ασθένεια, της οποίας οι ειδικοί νοσογόνοι παράγοντες είναι τα βακτήρια και οι ιοί, και ένας θεός ή μια ευεργετική αρχή, που δεν είναι η υγεία, αλλά η ανάρρωση, της οποίας οι παράγοντες λατρείας είναι οι γιατροί και το σύστημα θεραπείας.

Όπως και σε κάθε Γνωστική πίστη, οι δύο αρχές είναι σαφώς διαχωρισμένες, αλλά στην πράξη είναι δυνατόν να βεβηλωθούν η μία από την άλλη, εφόσον η ευεργετική αρχή, καθώς και ο γιατρός που την εκπροσωπεί, μπορούν να κάνουν λάθος και να συνεργαστούν ασυνείδητα με τον εχθρό τους, χωρίς αυτό βέβαια να καθιστά άκυρη την πραγματικότητα του δυαλισμού και την ανάγκη της λατρείας, μέσω της οποίας η ευεργετική αρχή δίνει τη μάχη της. Και είναι σημαντικό ότι οι θεολόγοι που πρέπει να καθορίσουν τη στρατηγική της είναι οι εκπρόσωποι μιας επιστήμης, της ιολογίας, η οποία δεν έχει τον δικό της χώρο, αλλά βρίσκεται στα σύνορα μεταξύ βιολογίας και ιατρικής.

2) Αν η λατρευτική πρακτική ήταν έως τώρα, όπως κάθε λειτουργία, επεισοδιακή και περιορισμένη στο χρόνο, το αναπάντεχο φαινόμενο του οποίου γινόμαστε σήμερα μάρτυρες είναι ότι αυτή έχει καταστεί μόνιμη και πανταχού παρούσα. Δεν τίθεται πλέον ζήτημα λήψης φαρμάκων ή υποβολής, όταν είναι απαραίτητο, σε ιατρική εξέταση ή χειρουργική επέμβαση: ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων πρέπει να γίνεται κάθε στιγμή,  ο τόπος μιας αδιάκοπης λατρευτικής τελετουργίας.

Ο εχθρός, ο ιός, είναι πάντα παρών και πρέπει να καταπολεμείται ακατάπαυστα και χωρίς ανακωχή. Ακόμα και η χριστιανική θρησκεία γνώρισε παρόμοιες ολοκληρωτικές τάσεις, οι οποίες όμως αφορούσαν μόνο σε ορισμένα  άτομα —ιδίως τους μοναχούς— που επέλεξαν ως έμβλημα ολόκληρης της ύπαρξής τους το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Η ιατρική ως θρησκεία υιοθετεί το παράγγελμα του Παύλου και, ταυτόχρονα, το αντιστρέφει: η λατρεία πρέπει να ασκείται σήμερα με την ίδια επιμέλεια με την οποία οι μοναχοί συγκεντρώνονταν στα μοναστήρια για να προσευχηθούν, πλην όμως με τον όρο ότι θα παραμένουμε χωρισμένοι και σε απόσταση.

3) Η πρακτική λατρείας δεν είναι πλέον ελεύθερη και εθελοντική, εκτιθέμενη μόνο σε κυρώσεις πνευματικής τάξεως, αλλά πρέπει να καταστεί υποχρεωτική με κανονιστικές ρυθμίσεις. Η συμπαιγνία μεταξύ θρησκείας και μη ειδήμονος εξουσίας δεν είναι ασφαλώς κάτι νέο· εντελώς νέο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αυτή δεν αφορά πλέον τη διακήρυξη των δογμάτων, όπως συνέβαινε για τις αιρέσεις, αλλά αποκλειστικά την τέλεση της λατρείας. Η μη ειδήμων εξουσία οφείλει να επαγρυπνεί ώστε η λειτουργία της θρησκείας της ιατρικής, η οποία συμπίπτει πλέον με ολόκληρη τη ζωή, να τελείται πράγματι με ακρίβεια και χωρίς καμία παρέκκλιση. Ότι πρόκειται εν προκειμένω για μια λατρευτική πρακτική και όχι για μια ορθολογική επιστημονική απαίτηση είναι εξώφθαλμο.

Οι καρδιοαγγειακές παθήσεις αποτελούν μακράν την πιο συχνή αιτία θνησιμότητας στη χώρα μας και είναι γνωστό ότι αυτές θα μπορούσαν να μειωθούν εάν εφαρμοζόταν ένας πιο υγιεινός τρόπος ζωής και εάν ακολουθούσαμε μια συγκεκριμένη δίαιτα. Αλλά δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό κανενός γιατρού ότι ο τρόπος ζωής και δίαιτας που συμβούλευε στους ασθενείς του, θα αποτελούσε αντικείμενο νομικών ρυθμίσεων, που θα επέβαλαν ex lege τι θα πρέπει να τρώμε και πώς θα πρέπει να ζούμε, μεταμορφώνοντας ολόκληρη την ύπαρξη σε υγειονομική υποχρέωση.

Ακριβώς αυτό έγινε και, τουλάχιστον προς το παρόν, οι άνθρωποι έχουν αποδεχθεί, σαν να ήταν αυτονόητο, να παραιτηθούν από την ελευθερία των κινήσεών τους, από την εργασία, τις φιλίες, τους έρωτες, τις κοινωνικές σχέσεις, τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις τους.

Παρατηρούμε εδώ σε ποιο βαθμό οι δύο άλλες θρησκείες της Δύσης, η θρησκεία του Χριστού και η θρησκεία του χρήματος, παραχώρησαν την πρωτοκαθεδρία, καταφανώς χωρίς μάχη, στην ιατρική και την επιστήμη.

Η Εκκλησία αρνήθηκε τις αρχές της ξεκάθαρα και απερίφραστα, ξεχνώντας ότι ο άγιος, του οποίου το όνομα φέρει ο σημερινός ποντίφηκας, αγκάλιαζε τους λεπρούς, ότι ένα από τα έργα του ελέους ήταν η επίσκεψη στους αρρώστους, ότι τα ιερά μυστήρια τελούνται μόνο με φυσική παρουσία. Ο καπιταλισμός από την πλευρά του, αν και με κάποιες διαμαρτυρίες, δέχτηκε απώλειες παραγωγικότητας που ποτέ δεν είχε τολμήσει να υπολογίσει, ίσως ευελπιστώντας ότι  αργότερα θα επιτύχει κάποια συμφωνία διακανονισμού με τη νέα θρησκεία, η οποία, ως προς τούτο, φαίνεται διατεθειμένη να συμβιβαστεί.

4) Η θρησκεία της ιατρικής έχει αντλήσει χωρίς επιφύλαξη από τον Χριστιανισμό την εναγώνια εσχατολογική προοπτική του που ο ίδιος άφησε να εκπέσει στο περιθώριο. Ήδη ο καπιταλισμός, εκκοσμικεύοντας το θεολογικό παράδειγμα της σωτηρίας, είχε εξαλείψει την ιδέα του τέλους του χρόνου, υποκαθιστώντας την με μια κατάσταση μόνιμης κρίσης, χωρίς λύτρωση ή τέλος.

Η λέξη  «Κρίσις» έχει αρχικά, εκ προελεύσεως, μία ιατρική έννοια, η οποία προσδιορίζει, στον Ιπποκράτειο Κώδικα, τη στιγμή που ο γιατρός αποφαινόταν εάν ο ασθενής θα ανέκαμπτε από την ασθένεια. Οι θεολόγοι έχουν προσλάβει τον όρο αυτό για να υποδηλώσουν την τελική κρίση που λαμβάνει χώρα την τελευταία ημέρα του κόσμου.

Εάν παρατηρήσουμε την κατάσταση εξαίρεσης που βιώνουμε σήμερα, φαίνεται ότι η θρησκεία της ιατρικής συνδυάζει τη διαρκή κρίση του καπιταλισμού με τη χριστιανική ιδέα ενός τέλους του χρόνου, με το «έσχατον», κατά το οποίο η οριστική απόφαση είναι πάντα σε εξέλιξη και το τέλος καταπίπτει και αναβάλλεται ταυτόχρονα, σε μια ακατάπαυστη προσπάθεια να μπορέσει να το διαχειριστεί και να το ελέγξει, χωρίς ποτέ, ωστόσο, να το αντιμετωπίσει ουσιαστικά και να κατορθώσει να το αποτρέψει ἀπαξ και δια παντός. Είναι η θρησκεία ενός κόσμου που αισθάνεται ότι έχει φθάσει στο τέλος του και όμως δεν είναι σε θέση, όπως ο ιπποκρατικός γιατρός, να αποφασίσει εάν θα επιβιώσει ή θα πεθάνει.

5) Όμοια με τον καπιταλισμό και ανόμοια με τον Χριστιανισμό, η θρησκεία της ιατρικής δεν προσφέρει καμία προοπτική σωτηρίας και λύτρωσης. Αντίθετα, η ανάρρωση στην οποία στοχεύει μπορεί να είναι μόνο προσωρινή, εφόσον ο κακοήθης Θεός, ο ιός, δεν μπορεί να εξαλειφθεί οριστικά, αλλά αλλάζει συνεχώς και λαμβάνει πάντα νέες μορφές, ενδεχομένως πιο επικίνδυνες.

Η επιδημία, όπως υποδεικνύει η ετυμολογία του όρου («δήμος» είναι στην ελληνική  ο λαός ως πολιτικό σώμα και «πόλεμος επιδήμιος» είναι στον Όμηρο η ονομασία του εμφύλιου πολέμου) είναι προπαντός μία πολιτική έννοια, η οποία προετοιμάζεται να γίνει το νέο έδαφος της πολιτικής — ή της μη πολιτικής—παγκοσμίως.

Είναι πιθανό, μάλιστα, η επιδημία που βιώνουμε να είναι η πραγματοποίηση του παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου που, σύμφωνα με τους πιο προσεκτικούς πολιτικούς επιστήμονες, έχει υποκαταστήσει τους παραδοσιακούς παγκόσμιους πολέμους. Όλα τα έθνη και όλοι οι λαοί είναι τώρα σε διηνεκή πόλεμο με τον εαυτό τους, γιατί ο αόρατος και ασύλληπτος εχθρός με τον οποίο πολεμούν βρίσκεται μέσα στον καθένα από εμάς.

Όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο διάβα της ιστορίας, οι φιλόσοφοι θα πρέπει και πάλι να έρθουν σε σύγκρουση με τη θρησκεία, η οποία δεν είναι πλέον ο Χριστιανισμός, αλλά η επιστήμη ή ο επιμέρους κλάδος της που έχει λάβει τη μορφή θρησκείας.

Δεν ξέρω εάν θα επανέλθουν οι πυρές και εάν κάποια βιβλία θα περιληφθούν σε λίστα απαγορευμένων, αλλά η σκέψη εκείνων που συνεχίζουν να αναζητούν την αλήθεια και να αρνούνται το κυρίαρχο ψέμα, θα είναι, σαφώς, όπως συμβαίνει ήδη μπροστά στα μάτια μας, περιθωριοποιημένη και θα κατηγορείται ότι διασπείρει ειδήσεις, ψευδείς - ειδήσεις, όχι ιδέες, επειδή η είδηση είναι πιο σημαντική από την πραγματικότητα!

Όπως σε όλες τις περιόδους έκτακτης ανάγκης, είτε αυτές είναι πραγματικές είτε είναι προσομοιωμένες, θα ξαναδούμε ανίδεους να συκοφαντούν τους φιλόσοφους και απατεώνες να γυρεύουν τρόπο να επωφεληθούν από τις συμφορές που οι ίδιοι έχουν προκαλέσει.

Όλα αυτά έχουν ήδη συμβεί και θα εξακολουθήσουν να συμβαίνουν, αλλά εκείνοι που μαρτυρούν για την αλήθεια, δεν θα σταματήσουν να το κάνουν, γιατί κανένας δεν μπορεί να μαρτυρήσει για τον μάρτυρα."

Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος

ΠΗΓΗ  :  antifono.gr


[----->]

Η εφεύρεση μιας επιδημίας


του Τζόρτζιο Αγκάμπεν

Για να κατανοήσουμε τα φρικτά, παράλογα και εντελώς αδικαιολόγητα μέτρα εκτάκτου ανάγκης για μια υποτιθέμενη επιδημία κορονοϊού, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την ανακοίνωση του Εθνικού Κέντρου Ερευνών (CNR), σύμφωνα με το οποίο όχι μόνο «δεν υπάρχει επιδημία SARS-CoV2 στην Ιταλία», αλλά σε κάθε περίπτωση «η μόλυνση, με τα διαθέσιμα σήμερα επιδημιολογικά στοιχεία από δεκάδες χιλιάδες περιπτώσεις, προκαλεί ήπια / μέτρια συμπτώματα (ένα είδος γρίπης) στο 80-90% των περιπτώσεων. Ενα 10-15% μπορεί να εξελιχθεί σε πνευμονία, η πορεία της οποίας ωστόσο εξελίσσεται ομαλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Εκτιμάται ότι μόνο για το 4% των ασθενών θα απαιτηθεί η εισαγωγή του σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας».

Αν όντως έχουν τα πράγματα, για ποιο λόγο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι αρχές προσπαθούν να περάσουν ένα κλίμα πανικού προκαλώντας μια πραγματική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης με σοβαρούς περιορισμούς των μετακινήσεων και αναστολή της συνήθους λειτουργίας των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας σε ολόκληρες περιοχές;

Δύο είναι οι παράγοντες που μπορούν να δικαιολογήσουν μια συμπεριφορά τόσο δυσανάλογη. Πριν απ 'όλα, για μία ακόμα φορά εκδηλώνεται η ολοένα και πιο συχνή τάση να χρησιμοποιηθεί η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης ως ένας κανονικός τρόπος διακυβέρνησης. Το νομοθετικό διάταγμα που εγκρίθηκε αμέσως από την κυβέρνηση «για λόγους υγιεινής και δημόσιας ασφάλειας» οδηγεί σε μια πραγματική στρατιωτικοποίηση «των δήμων και των περιοχών με αποδεδειγμένα τουλάχιστον ένα κρούσμα για το οποίο είναι άγνωστη η πηγή μετάδοσης ή σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να αποδοθεί σε άτομο από περιοχή που έχει ήδη προσβληθεί από τον κορονοϊό».

Μια τόσο ασαφής και απροσδιόριστη διατύπωση θα επιτρέψει την ταχεία επέκταση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης σε όλους τους νομούς, καθώς είναι σχεδόν αδύνατο να μην εμφανιστούν άλλα κρούσματα και αλλού. Δείτε τους σοβαρούς περιορισμούς των ελευθεριών που προβλέπει το διάταγμα:

α) απαγόρευση απομάκρυνσης από τον πληγέντα δήμο ή περιοχή για όλα τα άτομα του δήμου ή της περιοχής

β) απαγόρευση εισόδου στον δήμο ή την πληγείσα περιοχή

γ) αναστολή εκδηλώσεων ή πρωτοβουλιών οιασδήποτε φύσεως, δράσεων και οιασδήποτε μορφής συναθροίσεων σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, συμπεριλαμβανομένων των πολιτιστικών, ψυχαγωγικών, αθλητικών και θρησκευτικών, ακόμη και αν αυτές είναι ανοιχτές στο κοινό

δ) αναστολή των εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε νηπιαγωγεία και σχολεία όλων των βαθμίδων, συμπεριλαμβανομένης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εκτός από τις δραστηριότητες της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

ε) αναστολή λειτουργίας των μουσείων και άλλων πολιτιστικών ιδρυμάτων και χώρων του άρθρου 101 του Κώδικα Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Τοπίου, όπως αναφέρονται στο νομοθετικό διάταγμα 22 Ιανουαρίου 2004, αρ. 42, καθώς και των κανονιστικών διατάξεων σχετικά με την ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στα εν λόγω ιδρύματα και χώρους

στ) αναστολή όλων των εκπαιδευτικών ταξιδιών, τόσο σε εθνικό όσο και στο έδαφος ξένης χώρας

ζ) αναστολή όλων των δημόσιων εξετάσεων του δημοσίου και της δραστηριότητας των υπηρεσιών δημοσίου εκτός από τις υπηρεσίες παροχής βασικών υπηρεσιών και τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας

η) επιβολή καραντίνας με ενεργή παρακολούθηση των ατόμων που είχαν έλθει σε στενή επαφή με επιβεβαιωμένα κρούσματα διάχυτης μολυσματικής νόσου.

Η δυσανάλογη αντιμετώπιση αυτής που σύμφωνα με το CNR είναι μια συνήθης γρίπη, που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτή που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, βγάζει μάτια. Θα λέγαμε ότι αφού εξαντλήθηκε το θέμα της τρομοκρατίας ως δικαιολογία για τη λήψη μέτρων εκτάκτου ανάγκης,  η εφεύρεση μιας επιδημίας μπορεί να αποτελέσει το ιδανικό πρόσχημα για την επέκτασή τέτοιων μέτρων πέρα ​​από κάθε περιορισμό.

Ο άλλος παράγοντας, όχι λιγότερο ανησυχητικός, είναι το καθεστώς φόβου το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει διαχυθεί αναμφίβολα στις ατομικές συνειδήσεις​​ και  μεταφράζεται σε πραγματική ανάγκη για καταστάσεις συλλογικού πανικού, στις οποίες η επιδημία προσφέρει και πάλι το ιδανικό πρόσχημα.


Έτσι, σε έναν διεστραμμένο φαύλο κύκλο, ο περιορισμός της ελευθερίας που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις γίνεται αποδεκτός στο όνομα μιας επιθυμίας για ασφάλεια η οποία έχει δημιουργηθεί από τις ίδιες τις κυβερνήσεις που τώρα παρεμβαίνουν για να την ικανοποιήσουν