Και πρώτα το «ουφ!»
Όσοι είχαν την υπομονή, το
βράδυ της Κυριακής, να παρακολουθήσουν ή να κάνουν ζάπινγκ στους μετεκλογικούς
τηλεοπτικούς μαραθωνίους της ακατάσχετης φλυαρίας θα παρατήρησαν την ανακούφιση
στα βλέμματα των άνκορμαν και των ομιλουσών κεφαλών που από νωρίς είχαν πιάσει
στασίδι στα πάνελ. Τα βλέμματα έλεγαν: «το
χειρότερο απετράπη, έστω κι αν το κακό έγινε». Τα υπόλοιπα ήταν εύκολα. Peanuts. Ολίγη ανησυχία για την
άνοδο της ΧΑ, μερικές φιλοφρονήσεις στον νικητή ΣΥΡΙΖΑ, καλές πάσες στους πασόκους,
που έμπλεοι χαράς θριαμβολογούσαν για την «έκπληξη» της πράσινης «Ελιάς», κι ένα γερό «σέρβις» στον Σαμαρά, του οποίου
την εκλογική συντριβή παρουσίασαν ως απολύτως διαχειρίσιμη κατάσταση που του
δίνει τη δυνατότητα να εξαντλήσει την τετραετία. Όλες, και οι τουλάχιστον 35
ώρες φλυαρίας που καταγράφηκαν στα πανελλαδικής εμβέλειας τηλεοπτικά κανάλια,
οι χιλιάδες λέξεις που εκτοξεύτηκαν στον τηλεοπτικό αέρα, θα μπορούσαν να
συμπυκνωθούν σε έναν αχό, μια συλλαβή, τρία γράμματα: ένα εκτονωτικό, λυτρωτικό
«ουφ!».
Το γεγονός ότι η πολιτική
επιρροή του κυβερνητικού συνασπισμού περιορίστηκε σε μόλις 31% του εκλογικού
σώματος, το ότι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχασαν περίπου 800.000 ψηφοφόρους από τον
Ιούνιο του 2012, το ότι το 17% των ψηφοφόρων δεν εκπροσωπούνται καν στο ευρωπαϊκό
κοινοβούλιο, το ότι η ΧΑ κέρδισε άλλους 100.000 ψηφοφόρους, που είτε
επιδοκιμάζουν τη νεοναζιστική φυσιογνωμία της, είτε δεν έχουν πιστέψει λέξη από
όσα έχουν αποκαλυφθεί σε βάρος της στην επιχείρηση εξουδετέρωσής της, το
γεγονός ότι η όψιμη αντιναζιστική στροφή της κυβέρνησης οδηγήθηκε σε παταγώδη πολιτική
αποτυχία, αυτά κι άλλα πολλά δεν απασχόλησαν και δεν απασχολούν. Αρκεί που τα
αποτελέσματα επέτρεψαν αυτό το «ουφ!» της ανακούφισης.
Το καθεστώς είχε τους λόγους
του και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η αντίδρασή του. Παρά το γεγονός ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ έκανε ότι μπορούσε για να στρογγυλέψει κάθε οξεία γωνία στον δημόσιο
λόγο του, επιλέγοντας μια απολύτως καθησυχαστική πολιτική, το καθεστώς συμπεριφέρθηκε
αυτή τη φορά αληθινά ως καθεστώς και έκανε το καθήκον του απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Του επιτέθηκε λυσσωδώς, υιοθετώντας ανοικτά και χονδροειδώς τη ρητορική του
Μαξίμου περί της «επερχομένης
αποσταθεροποίησης αν…» και του «ατυχήματος
Τσίπρα». Τα editorial, τα
επιθετικά άρθρα, σχόλια και ρεπορτάζ που γράφτηκαν και υπογράφτηκαν από το
μιντιακό λόμπι, ιδιαίτερα την τελευταία εβδομάδα, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο σε
γραφικότητα. Σε βαθμό που να διακινδυνεύεται και να θυσιάζεται ακόμη και η
εμπορική φήμη συγκεκριμένων ΜΜΕ, ο «επαγγελματισμός» των λειτουργών τους και η
σχέση τους με το κοινό τους. Όσοι είχαν το μεράκι – ή τη διαστροφή- να
διαβάσουν τα σχόλια των αναγνωστών κάτω από τα πιο εμβληματικά άρθρα
αντισυριζικής υστερίας, εκτός του ότι θα διασκέδασαν με το χοντρό δούλεμα που
έπεφτε, θα καταλαβαίνουν τι εννοώ.
Ωστόσο, και η ανάγνωση των αποτελεσμάτων
από τον ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύτηκε από ένα ανάλογο «ουφ!» ανακούφισης. Τη διαφορά την
κάνει η πρωτιά και οι σχεδόν τέσσερις μονάδες απόσταση από τη ΝΔ, αλλά δυστυχώς
το μέγεθος εξακολουθεί να μετράει. Η νίκη είναι κυρίως συμβολική, αλλά μέχρι
εκεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετράει κι αυτός τις απώλειές
του- περίπου 130.000 ψηφοφόροι του 2012 αποδείχθηκαν «περαστικοί»-, ο νέος διπολισμός
που έχει επιβάλει η άνοδός του παραμένει ατελής, μια τεράστια δεξαμενή πολιτών
(όπως, για παράδειγμα, το 20% και πλέον των εκτός ευρωβουλής κομμάτων, συν τους
«άκυρους» και «λευκούς» που αντιστοιχούν σε 1,5 εκατ. ψηφοφόρους) παραμένει
σκορπισμένη σε ανίσχυρες, σοβαρές ή γραφικές, δεξιόστροφες ή αριστερόστροφες
επιλογές. Πάντως, το ελληνικό «ουφ!» δεν
κατάφερε να γίνει το μεγάλο «ωχ!» της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας.
Κι όμως, αυτή η αναίσθητη
νομενκλατούρα έχει κάθε λόγο να αφήσει ένα απεγνωσμένο και πανικόβλητο «ωχ!». Ο
Γιούνκερ κι ο Σουλτς βιάστηκαν να κάνουν την άθροιση και να υπολογίσουν ότι,
παρά τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν οι «δεινόσαυροι» του ευρωπαϊκού
Λεβιάθαν, δεξιοί, σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι, τα κουκιά τους βγαίνουν
άνετα. Μαζί με τους «εύκολους» Πράσινους συγκεντρώνουν πάνω από 500 στους 751
ευρωβουλευτές. «Ο πρόεδρος βγαίνει. Ουφ!».
Ναι, αλλά μπορεί να είναι πρόεδρος μιας Κομισιόν σε μια ΕΕ υπό διάλυση. Το
μεγάλο «ωχ!», που το έπνιξαν με γραφειοκρατικό σιγαστήρα, προέρχεται από τους σεισμούς
που προκάλεσαν ο θρίαμβος της Λεπέν και του Φάραζ στη Γαλλία και στη Βρετανία,
η πρωτιά του εθνικιστικού, αντιμεταναστευτικού κόμματος στη Δανία, κι οι πολλές
ρωγμές που υπέστη το ευρωπαϊκό συνονθύλευμα στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, ή στις
«νέες χώρες» της ΕΕ, όπου ο ενθουσιασμός της ένταξης έχει εξαφανιστεί κι έχει
δώσει τη θέση του σε μια μοιρολατρική δυσπιστία ή απάθεια, αποτυπωμένη σε
ποσοστά συμμετοχής στις ευρωεκλογές μεταξύ 13% και 35%.
Αν οι ευρωδεινόσαυροι είχαν
έναν στοιχειώδη ρεαλισμό και επίγνωση, θα έπρεπε όχι απλώς να φωνάζουν «ωχ!»
και να εκδηλώνουν υποκριτικές ανησυχίες περί της ανόδου της ακροδεξιάς, αλλά να
έχουν ήδη συγκαλέσει σύνοδο κορυφής για «επανίδρυση» της ΕΕ. Τα πράγματα είναι
απλά: ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Βρετανοί έγιναν ξαφνικά φασίστες. Αυτό που συμβαίνει
είναι ότι οι κοινωνίες σε δύο κεντρικές χώρες της Ευρώπης αμφισβητούν εκ βάθρων
το «ευρωπαϊκό σχέδιο». Αν βγάλει κανείς τη Γαλλία από τον ευρωπαϊκό χάρτη, όλο
το οικοδόμημα- ιστορικά «γαλλικό», παρά τη γερμανοποίησή του- καταρρέει. Αν η
Βρετανία στο δημοψήφισμα του 2017 αποφασίσει να χωρίσει τα τσανάκια της με την
ηπειρωτική Ευρώπη ή να διαμορφώσει από το μηδέν την «ειδική σχέση» της, οι
παρενέργειες είναι ανυπολόγιστες. Το γερμανικό «ευρωπαϊκό σχέδιο» βάλλεται πανταχόθεν,
υπάρχουν τόσοι ιδιαίτεροι, «εθνικοί ευρωσκεπτικισμοί» όσες και οι χώρες, άλλα
είναι τα κίνητρα και τα αίτια του γαλλικού ευρωσκεπτικισμού, άλλα του βρετανικού,
του ελληνικού ή του σκανδιναβικού, αλλά υπάρχει μια κοινή βάση: το «ευρωπαϊκό
σχέδιο» έχει πλημμυρίσει δυσφορία τις κοινωνίες της Γηραιάς Ηπείρου και
αμφισβητείται στον σκληρό του πυρήνα. Αργά ή γρήγορα, οι πολιτικές ελίτ πολλών
χωρών, κατ’ αρχάς για να σώσουν τα τομάρια τους, θα πλημμυρίσουν τα ευρωπαϊκά fora με
αιτήματα «ειδικής σχέσης» και «αυτοεξαίρεσης» από τους σιδερένιους κανόνες της λιτότητας,
της δημοσιονομικής πειθαρχίας, της τραπεζικής ενοποίησης, της εξίσωσης των
μισθών προς τα κάτω, της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών κι όλης της νεοφιλελεύθερης
«εργαλειοθήκης». Η ΕΕ και η Ευρωζώνη, ανά πάσα στιγμή, μπορούν να εξελιχθούν σε
πεδία εθνικών ανταγωνισμών, να χαθούν σε διαλυτικές διαδικασίες διμερών
αναδιαπραγματεύσεων. Η γερμανική ηγεσία και οι στενοί της σύμμαχοι, που προς το
παρόν παρακολουθούν απαθώς τα τεκταινόμενα, έχουν δύο επιλογές: ή να ετοιμάσουν
τον επόμενο «ευρωπαϊκό συμβιβασμό», με μικροπαραχωρήσεις που θα αναστηλώνουν το
γαλλικό, το βρετανικό και άλλα πληγωμένα εθνικά γόητρα, ή να ετοιμάσουν το
αληθινό «Plan
z», για μια ΕΕ άνευ
Γαλλίας και άλλων χωρών.
Υπάρχει σ’ όλα αυτά, βεβαίως, κι ένα χρήσιμο συμπέρασμα για την
ευρωπαϊκή Αριστερά κι όσους επένδυσαν πολλά στο σενάριο ενός «αριστερού σεισμού»
στην Ευρώπη. Ο σεισμός αποδείχθηκε κυρίως ακροδεξιός. Γιατί άραγε; Μονοσήμαντη
απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει. Αλλά η ευελιξία με την οποία η Λεπέν ή ο Φαράζ αμφισβήτησαν
ριζικά και ριζοσπαστικά το αυτονόητο της θέσης των χωρών τους στην ΕΕ
επιβραβεύτηκε. Έστω κι αν οι ψηφοφόροι τους χρησιμοποιούν διαπραγματευτικά την
απειλή της εξόδου, έστω κι αν μαζί με το ευρωδίλημμα «ψωνίζουν» κι όλα τα
ιδεολογικά σκουπίδια της ακροδεξιάς και του εθνικισμού, καταφέρνουν να
προκαλέσουν μια υπαρξιακή κρίση στον ευρωπαϊκό Λεβιάθαν. Πράγμα που η ευρωπαϊκή
αριστερά απετάξατο με δέος, από τον φόβο μην και παρασυρθεί από το θολό ποτάμι
του ευρωσκεπτικισμού. Κι όμως, ένας αριστερός, ριζοσπαστικός ευρωσκεπτικισμός
είναι ό,τι έχουν περισσότερο ανάγκη οι ευρωπαϊκές κοινωνίες...
ΚΙΜΠΙ