Οι εταιρείες του τομέα πυρηνικής ενέργειας των ΗΠΑ είναι πολύ ανήσυχες με τις κυρώσεις στη Ρωσία επειδή η Ρωσία είναι ο πρώτος προμηθευτής
ουρανίου και ζητούν να μην εφαρμοστούν περιοριστικά μέτρα σε αυτόν τον τομέα.
Οι πυρηνικές εταιρείες των ΗΠΑ ανησυχούν πολύ από το κύμα
κυρώσεων που σαρώνει έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό τομέων. Να σημειωθεί ότι,
ανεξάρτητα από την ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, το ρωσικό
ουράνιο και τα εμπλουτισμένα καύσιμα έχουν μια πολύ ελκυστική τιμή αγοράς, η
οποία, με τη σειρά της, αποκλείει την αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας
για τα νοικοκυριά και για τη βιομηχανία. Φυσικά, των ΗΠΑ.
Ας δώσουμε στον Καίσαρα τα του Καίσαρος: για τις εταιρείες του
τομέα ενέργειας αυτή είναι η νέα πραγματικότητα, αλλά σκοπεύουμε να κάνουμε
κάποιες επιπλέον παρατηρήσεις, που δεν ανάφεραν τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, οι
οποίες ωστόσο μπορούν να συμβάλουν στην ολοκλήρωση της εικόνας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο ξεκάθαρος ηγέτης στον αριθμό των
σταθμών παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Σήμερα διαθέτουν 88 αντιδραστήρες
συνολικής λειτουργικής ικανότητας 96,5 GW. Ο αριθμός είναι σημαντικός, αλλά ο
κλάδος δεν βιώνει τη χρυσή του εποχή.
Για αρχή, ο στόλος των αντιδραστήρων στις Ηνωμένες Πολιτείες
είναι ο μεγαλύτερος, αλλά και ο παλαιότερος. Μεταξύ των δεκαετιών του '60 και
του '70 σημειώθηκε έκρηξη στην κατασκευή πυρηνικών σταθμών: τότε, στην
πραγματικότητα, κατασκευάστηκαν 60 αντιδραστήρες και συνδέθηκαν στο δίκτυο
διανομής, δηλαδή τα δύο τρίτα αυτών που λειτουργούν σήμερα.
Αυτό κατέστησε δυνατή την αλματώδη αύξηση της παραγωγής
ηλεκτρικής ενέργειας, ικανοποιώντας τις ανάγκες των οικογενειών και των
επιχειρήσεων και δημιουργώντας ένα τεράστιο αριθμό θέσεων εργασίας στην ίδια
την πυρηνική βιομηχανία και σε συναφείς δραστηριότητες. Όμως τα χρόνια περνούν
και η περηφάνια των Αμερικανών υποχωρεί σιωπηλά και ανεπαίσθητα. Μόλις πριν από
2 χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν 94 αντιδραστήρες και, όπως είναι
κατανοητό, οι 6 από αυτούς τα δύο τελευταία χρόνια σταμάτησαν να λειτουργούν.
Η φυσική απαξίωση του στόλου των αντιδραστήρων δεν πρέπει να
επηρεάζει την παραγωγή, γι' αυτό οι αμερικανικές εταιρείες στον ενεργειακό
τομέα αυξάνουν συνεχώς τους όγκους παραγωγής μέχρι να φτάσουν τις σημερινές
αξίες.
Με συνδυασμένη ισχύ άνω των 96 γιγαβάτ, οι αμερικανικές
πυρηνικές γεννήτριες παράγουν 790 γιγαβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως,
δηλαδή το 20 τοις εκατό του ενεργειακού μείγματος της χώρας.
Μια συχνά αγνοούμενη, αλλά πολύ σημαντική λεπτομέρεια είναι
ότι το μερίδιο της ενέργειας που παράγεται από μη στρατιωτική πυρηνική ενέργεια
στις ΗΠΑ παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο τις τελευταίες δεκαετίες. Ο αριθμός
των αντιδραστήρων μειώνεται σταθερά και η παραγωγή αυξάνεται: αυτό υποδηλώνει
αυξανόμενο φορτίο στην υποδομή παραγωγής της οποίας η μέση ηλικία έχει ξεπεράσει
εδώ και πολύ καιρό τα 40 χρόνια.
Για να γίνουν κατανοητές αυτές οι διαδικασίες, ας
χρησιμοποιήσουμε μια αναλογία. Φανταστείτε ότι έχετε ένα βραστήρα στο οποίο ο
πατέρας σας έβραζε νερό για τσάι τρεις φορές την ημέρα. Τώρα τον ίδιο βραστήρα
το κρατάτε στη σόμπα όλη μέρα, κάνοντας το να λειτουργεί με τη μέγιστη φυσική
του ικανότητα. Τόσο ο βραστήρας όσο και ο πυρηνικός αντιδραστήρας χρειάζονται
καύσιμο για να εκτελέσουν μια θεμελιώδη δραστηριότητα, δηλαδή για τη θέρμανση
του νερού.
Σε αυτή την περίπτωση, φυσικά, το καύσιμο είναι το
εμπλουτισμένο ουράνιο.
Οι κύριες χώρες του κόσμου με πυρηνικές φιλοδοξίες
προσπαθούσαν πάντα να εξασφαλίσουν τις εγκαταστάσεις τους και σε αυτό οι
Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποτελούν εξαίρεση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η
Ουάσιγκτον χρηματοδότησε την κατασκευή 3 μονάδων για την επεξεργασία του
ισοτόπου ουρανίου-325 , εμπλουτισμένου έως και 5%.
Πρόκειται για τις εγκαταστάσεις Oak Ridge του Τενεσί, Paducah
στο Κεντάκι και Portsmouth στο Οχάιο. Τα εργοστάσια αυτά τροφοδοτούνταν με
ραδιενεργό οξείδιο μετάλλου, το οποίο μετά τον εμπλουτισμό μετατρεπόταν σε
εξαφθοριούχο ουράνιο, δηλαδή το τελικό καύσιμο, χωρίς το οποίο θα ήταν αδύνατη
η παραγωγή της αντίδρασης σχάσης.
Και τα τρία εργοστάσια λειτουργούσαν αδιάλειπτα για περίπου 30
χρόνια και έκλεισαν όλα μαζί το 1992. Προς το παρόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες
έχουν, ας πούμε, μόνο ένα εργοστάσιο αυτού του τύπου. Τρόπος του λέγειν,δηλαδή,
αφού,το εργοστάσιο που βρίσκεται στην πόλη Eunice στο Νέο Μεξικό ανήκει σε μια
ιδιωτική βρετανική εταιρεία την Urenco.
Ο εμπλουτισμός ουρανίου γίνεται με φυγοκεντρητές αερίου, αλλά
η παραγωγική ικανότητα - 4,9 εκατομμύρια μονάδες διαχωριστικής εργασίας (SWU) -
καλύπτει μόνο το 5% των αναγκών των αμερικανικών πυρηνικών σταθμών. Η Urenco
έχει ένα παρόμοιο εργοστάσιο στη Γερμανία. Δουλεύει και για την Westinghouse,
αλλά είναι φυσικά αδύνατον να προμηθεύει καύσιμο σε σχεδόν 90 αντιδραστήρες.
Και αυτός είναι ο λόγος που οι Ηνωμένες Πολιτείες αγοράζουν
εδώ και καιρό όλα όσα χρειάζονται στο εξωτερικό.
Οι μισές από τις εμπορικές τους προμήθειες ουρανίου
προέρχονται από το Καζακστάν, τη Ρωσία και το Ουζμπεκιστάν. Όπως μπορείτε
εύκολα να μαντέψετε, η Ρωσία διαδραματίζει βασικό ρόλο από αυτή την άποψη,
επειδή δεν διαθέτει μόνο ορυκτούς πόρους, αλλά είναι επίσης σε θέση να τους
εμπλουτίσει.
Ετσι, τον Φεβρουάριο του 1993 η Μόσχα και η Ουάσιγκτον
υπέγραψαν μια διμερή συμφωνία που προέβλεπε την αγορά 500 τόνων ουρανίου υψηλού
εμπλουτισμού από τις ΗΠΑ για όπλα, το οποίο θα μετατρεπόταν στα ρωσικά
εργοστάσια σε καύσιμο χαμηλού εμπλουτισμού και στη συνέχεια θα το έστελναν στις
Ηνωμένες Πολιτείες . Η συνεργασία κράτησε μέχρι το 2013, οπότε το συμβόλαιο
επεκτάθηκε αυτόματα με πρωτοβουλία της αμερικανικής πλευράς, αλλά λίγο μετά την
απόσχιση της Κριμαίας, η Ουάσιγκτον αποχώρησε από τη συμφωνία. Η κυβέρνηση
Ομπάμα ανακοίνωσε την κατασκευή του δεύτερου εργοστασίου εμπλουτισμού και
απαγόρευσε τη συνεργασία με τη Ρωσία.
Ωστόσο, αυτό ήταν απλώς μια επινοημένη πρόφαση για να
μπερδέψουν τους ανενημέρωτους πολίτες. Το εμπάργκο υπονοούσε ότι οι Ηνωμένες
Πολιτείες δεν θα αγόραζαν ουράνιο απευθείας από τη Ρωσία, αλλά το έγγραφο δεν
αναφερόταν σε αγορές από τρίτες χώρες. Έτσι οι Αμερικανοί ήταν ελεύθεροι να
αγοράσουν την πρώτη ύλη στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν και να συνάψουν
ατομικές συμβάσεις με τη ρωσική εταιρεία TVEL. Αυτή η εταιρεία ασχολείται με
τον εμπλουτισμό ουρανίου, παρήγαγε τις «ταμπλέτες» καυσίμου και τις μετέφερε
στο εργοστάσιο Urenco όπου και τοποθετούνταν στον αντιδραστήρα.
Επίσημα, η απαγόρευση τηρήθηκε: οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν
αγόραζαν τίποτα από τη Ρωσία, τα καύσιμα τα αγόραζαν στο Καζακστάν και
εξακολουθούσαν να θεωρούνται παραγωγής Καζακστάν ακόμη και μετά τον
εμπλουτισμό.
Με λίγα λόγια, αυτή είναι η νομική πλευρά που προέκυψε χάρη
στην οξυδέρκεια των γεωπολιτικών αρμοδίων γ στη λήψη αποφάσεων. Ας
προσπαθήσουμε τώρα να κάνουμε μια συντηρητική πρόβλεψη. Σε μια περίοδο μεγάλης
ενεργειακής κρίσης, οι ΗΠΑ, μετά από αίτημα των βιομηχάνων ενέργειας,
μεγαλόψυχα δεν επιβάλλουν περιορισμούς στο ρωσικό ουράνιο.
Ως εκ τούτου, φροντίζουμε τους πολίτες μας, όπως έχει ήδη
συμβεί, διασφαλίζοντας παράλληλα τις εισαγωγές ρωσικών πετρελαιοειδών. Οι
Αμερικανοί σύμμαχοι και πολίτες θα ενημερωθούν ότι τα μέτρα αποσκοπούν μόνο στο
να αποφευχθεί η αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος.
Οι σύμμαχοι θα καθίσουν στην άκρη για την αδικία που
υπέστησαν, ενώ οι ψηφοφόροι θα καλύψουν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια ενόψει των
εκλογών του φθινοπώρου.
Με απλά λόγια, χωρίς ρωσικές πρώτες ύλες και καύσιμα όχι μόνο
στην Ευρώπη, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα στα πέντε νοικοκυριά θα
μπορούσε να μείνει χωρίς ρεύμα.
Αυτό το γνωρίζουν όλοι και εδώ αναφέρουμε μερικά μόνο πρόσφατα
παραδείγματα που το αποδεικνύουν.
Την 1η Μαρτίου του 2022, ένα ρωσικό φορτηγό αεροπλάνο Il-76 έφτασε στη
Μπρατισλάβα για να παραδώσει πυρηνικά καύσιμα στον πυρηνικό σταθμό Mochovce.
Ένα συνηθισμένο γεγονός, εκτός από το ότι και η Σλοβακία προσχώρησε στις
κυρώσεις κατά της Ρωσίας και έκλεισε τον ουρανό της στις ρωσικές πτήσεις.
Ωστόσο, όπως βλέπουμε, η αυλαία μπορεί να σηκωθεί αν όντως υπάρχει ανάγκη.
Μια άλλη είδηση είναι ότι η Βουλγαρία, η οποία έχασε τη
μοναδική της ευκαιρία να γίνει ένας σημαντικός κόμβος φυσικού αερίου της Νότιας
Ευρώπης για να ευχαριστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, εξετάζει το ενδεχόμενο
κατασκευής ενός νέου πυρηνικού σταθμού. Η Σόφια έχει προτείνει στη γειτονική
Ελλάδα να συμμετάσχει και να χρηματοδοτήσει ένα έργο πυρηνικής ενέργειας σε
βουλγαρικό έδαφος. Εμπλέκεται και η Ρωσία.
Για να εξοικονομήσουν χρήματα, οι Βούλγαροι θα χρησιμοποιήσουν
εξοπλισμό αξίας 800 εκατομμυρίων δολαρίων στο νέο εργοστάσιο που αγόρασαν από
τη ρωσική Atomstroyexport, στο πλαίσιο του έργου κατασκευής του πυρηνικού
σταθμού Belene. Υπό την πίεση της Ουάσιγκτον, οι Βούλγαροι αρνήθηκαν τη
συμμετοχή της Rosatom, κατά παράβαση όλων των διαγωνιστικών διαδικασιών, και
συνήψαν αναγκαστική συμφωνία με την Westinghouse.
Η τελευταία είχε υποσχεθεί να ξεκινήσει την κατασκευή το 2016
και να θέσει σε λειτουργία το νέο εργοστάσιο το 2021. Όπως είναι γνωστό, οι
εργασίες δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει, επομένως οι Βούλγαροι θα χρησιμοποιήσουν τα
ρωσικά υλικά που βρίσκονται ακόμα στις αποθήκες.
Όσο κι αν το ενιαίο μέτωπο της Δύσης προσπαθεί να πείσει τους
πάντες και, καταρχήν, εμάς ότι μπορεί να καταστρέψει τη Ρωσία με κυρώσεις και
ταυτόχρονα να μπορεί να καλύψει τις δικές του ανάγκες σε πόρους και παραγωγή,
μέχρι σήμερα αυτό δεν φαίνεται να αποδίδει και τόσο.