του Δημήτρη Μπελαντή
Από τότε που έχει επικρατήσει (εδώ και πάνω από μία δεκαετία)
η πολιτική ορθότητα, «οφείλουμε» σε κάθε κρίση ή σοβαρό γεγονός να λαμβάνουμε
μια κοινώς αποδεκτή αφετηριακή θέση, και μετά να προχωρούμε σε μια πιο
ουσιαστική συζήτηση. Παρά το ότι αυτή η διαδικασία δεν είναι πολιτικά ουδέτερη,
ας την ακολουθήσουμε προς αποφυγήν βαρετών παρεξηγήσεων: κανείς δεν εγκρίνει
τον βάναυσο ξυλοδαρμό του Γιάννη Μπουτάρη από ακροδεξιά άτομα και στοιχεία.
***
Όμως, η υπόθεση που εκτυλίσσεται σε αναφορά με το περιστατικό
αυτό δεν είναι χρονικά απομονωμένη, έχει παρελθόν και μέλλον. Η Αριστερά
διεθνώς, σε μεγάλο βαθμό, έχει εκπαιδευθεί να είναι αποκλειστικά
αντινεοφιλελεύθερη αλλά όχι αντιφιλελεύθερη δύναμη. Ιδίως μάλιστα, εφόσον ο
ατομικιστικός φιλελευθερισμός προσδιορισθεί πιο λεπτά ως «δικαιωματισμός», και
συνδυασθεί με κάποια κοινωνική ευαισθησία, αποτελεί πεμπτουσία της σύγχρονης
Αριστεράς και πυρηνικό της στοιχείο.
Δεν ήταν πάντοτε έτσι: στα κινήματα του 1968 και για αρκετό
χρόνο μετά, η αλληλεγγύη στις γυναίκες, τους μετανάστες, τους/τις
ομοφυλόφιλους/ες και οι δίκαιοι αγώνες αυτών των κατηγοριών για τα ιδιαίτερα
δικαιώματά τους συνδέονταν με μια κοινωνική και εργατική ενότητα και όχι με
έναν κατακερματισμό του κοινωνικού ιστού, συνδέονταν με τη συλλογική κοινωνική
χειραφέτηση από τον καπιταλισμό. Επίσης, συνδέονταν με μια ριζοσπαστικοποίηση
των κοινωνικών ηθών: το ζήτημα ήταν λ.χ. να αμφισβητηθεί η παραδοσιακή
οικογένεια και όχι να υπάρχει ισονομία στη συγκρότηση οικογένειας.
Στην
συνέχεια, ήδη από την δεκαετία του 1980, ο μεταμοντέρνος φιλελεύθερος
καπιταλισμός έσπασε βίαια αυτόν τον συνδετικό κρίκο, με αποτέλεσμα το δικαίωμα
στην ταυτότητα και την «διαφορά» να προσλαμβάνει συχνά την μορφή ενός
δικαιώματος να διαθέτεις τα σώμα σου και το πορτοφόλι σου χωρίς καμία
ανισότητα/διάκριση μέσα σε ένα πέλαγος καπιταλιστικών εμπορευμάτων. Μετέτρεψε,
δηλαδή, την άρση μιας υπαρκτής κοινωνικής καταπίεσης σε δύναμη κίνησης του
κεφαλαίου μέσα από την ανοχή της πολυμορφίας.
Αν τα πράγματα στον χώρο των δικαιωμάτων ορίζονται πια έτσι,
τότε ένας ακραίος νεοφιλελεύθερος πολιτικός όπως ο Μπουτάρης, εκπρόσωποι της
φιλελεύθερης Κεντροαριστεράς αλλά και εκπρόσωποι της ποικιλόμορφης Αριστεράς,
με ή χωρίς εισαγωγικά, συγκλίνουν βαθύτερα στα «δικαιώματα» και μάλιστα μπορεί
να ισχυρισθούν ότι, έναντι της Χρυσής Αυγής ή του Άνθιμου ή του παρακράτους της
Θεσσαλονίκης, συγκροτούν κάτι σαν το πάλαι ποτέ «Ενιαίο Μέτωπο κατά του
φασισμού-εθνικισμού-ρατσισμού».
Αυτό το συμπέρασμα είναι παραπλανητικό: μπορεί
σε ζητήματα δικαιωμάτων στην διαφορά, οι απόψεις του Μπουτάρη να είναι πολύ
συμπαθέστερες από εκείνες του ακροδεξιού χώρου, όμως ο Μπουτάρης και οι
πολιτικοί αυτού του τύπου (κεντροδεξιοί-κεντροαριστεροί-ποταμίσιοι-συριζοειδείς)
δεν είναι δημοκράτες, ούτε καν με την έννοια της παραδοσιακής αστικής
δημοκρατίας.
Απεχθάνονται βαθιά τα κοινωνικά-εργασιακά δικαιώματα, συμπαθούν
έκδηλα τον σιωνισμό και τον ιμπεριαλισμό, δεν έχουν κανένα πρόβλημα με την
«κοινοβουλευτική κατάσταση εξαίρεσης» που μας έχει φορεθεί εδώ και οκτώ χρόνια
και με την ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας, όπως, βεβαίως, και με την εξουσία
του κεφαλαίου. Δεν είναι φασίστες αλλά είναι fan ενός μεταμοντέρνου
ολοκληρωτισμού που μισεί τον «δήμο» και τον λαό, αλλά παθιάζεται με τα ατομικά
δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά, το φιλελεύθερο προφίλ τους τούς μεταμορφώνει
αξιωματικά σε μια δήθεν πρωτοπορία κατά του φασισμού (!).
***
Πώς συμβαίνει, λοιπόν, και ένας πολιτικός τής ελίτ, όπως ο
Μπουτάρης, παρουσιάζεται ως περίπου ο «νέος Λαμπράκης» και δημιουργεί ισχυρή
έλξη μέχρις ακόμη και σε τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αντιμνημονιακής
Αριστεράς ή της αναρχίας;
Η ποικιλόμορφη ισχύς του οικουμενικού φιλελευθερισμού
πάνω στην Αριστερά, εδώ και καιρό, είναι ήδη μια σοβαρή διάσταση. Μάλιστα, όσο
περισσότερο ενδυναμώνεται ο αταξικός κερματιστικός χαρακτήρας των «δικαιωμάτων
στην διαφορά» , τόσο περισσότερο περιβάλλονται αυτά στο τμήμα της δικαιωματικής
Άκρας Αριστεράς και αναρχίας με ένα τεχνητό ταξικό πρόσημο (π.χ. η αντίθεση
στην πατριαρχία αποβαίνει κεντρικό πρόβλημα, κατά την αφήγηση αυτήν, της
σύγχρονης εργατικής τάξης, λες και βρισκόμαστε στο 1970).
Επίσης, από την άλλη
πλευρά, ο οικουμενικός φιλελευθερισμός και το ξερίζωμα από την εθνική ταυτότητα
μεταμφιέζεται σε αντιεθνικισμό, αντιρατσισμό και, βεβαίως, διεθνισμό. Όταν
κάποιος αστός πολιτικός, και μάλιστα με τρόπο προκλητικό και ουσιαστικά
υβριστικό, διαχωρίζεται από το εθνικό του κράτος και Ιστορία και υποκλίνεται
στην αυτοκρατορία (ΗΠΑ-Γερμανία-Ισραήλ κ.α.) ή χαϊδεύει τον «εθνικισμό του
αντιπάλου», τότε οι διδαχές του αποκτούν αμέσως μια ιδιαίτερη επιβεβαίωση του
«διεθνισμού» της Αριστεράς ή και της αναρχίας.
Πόσο μάλιστα που το στρατηγικό στοιχείο της φιλελεύθερης
πρόκλησης (ουσιαστικά η επίθεση στην εθνική ταυτότητα ή σε άλλους παραδοσιακούς
κοινωνικούς δεσμούς) αναπόφευκτα γεννά οργή και μάλιστα ιδίως σε λαϊκές ταξικές
κατηγορίες που θα έπρεπε να ενδιαφέρουν την Αριστερά και που παραδίδονται
βολικά στην Άκρα Δεξιά. Στην πραγματικότητα, ο οικουμενισμός πολιτικών όπως ο
κ. Μπουτάρης είναι ο διεθνισμός της Σχολής του Μάντσεστερ και όχι ο διεθνισμός
του Καρλ Μαρξ. Ο διεθνισμός των επιχειρηματιών και όχι των εργατών.