Του Δημήτρη Μπελαντή*
Καθώς δεν ήμουν στην Θεσσαλονίκη, δεν έχω σαφή και
ολοκληρωμένη αντίληψη για το συλλαλητήριο της 21/1. Επίσης, θα ήθελα
να διευκρινίσω ότι το 1992
ήμουν από εκείνους που ήταν
κάθετα αντίθετοι στο τότε «πανεθνικό» συλλαλητήριο για το όνομα της ΠΓΔΜ. Και ότι στο διά ταύτα συμφωνώ με την λύση της
σύνθετης ονομασίας, καθώς θεωρώ τον όρο
Μακεδονία ως γεωγραφικό
βασικά και όχι ως εθνικό προσδιορισμό. Νομίζω, όμως, ότι, χωρίς κραυγές
, πρέπει να σκύψουμε πάνω στις αιτίες που γεννούν μια τόσο μαζική
πολιτική διαμαρτυρία και
που τρέφουν τον εθνικισμό και τον
σωβινισμό, ως ισχυρά ρεύματα μέσα σε αυτήν. Ο εθνικισμός τρέφεται πάντοτε από
ασθενείς και ασταθείς εθνικές ταυτότητες και όχι από ισχυρές και ανθεκτικές.
Η
Γερμανία του ναζισμού βγήκε από το «τραύμα»
των Βερσαλλιών και
από την εθνική της ταπείνωση
(μέγα σφάλμα των νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως επεσήμανε πρώτος ο
Τζ. Μ. Κέυνς) αλλά και από την παραμορφωτική ιδιομορφία του«ιστορικού γερμανικού δρόμου».
Στην περίπτωσή μας, σε μια χώρα που, παρά την κοινότητά της
κοινωνικά και ολιτισμικά με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, έχει καταστεί
τα τελευταία χρόνια μια ιδιόμορφη αποικία της Ε.Ε. και του δυτικού ιμπεριαλισμού, πράγματα
που σε άλλες
περιστάσεις θα συνεπάγονταν
μικρότερες αντιδράσεις, διογκώνονται
ντισταθμιστικά. Όψεις της κοινωνικής
και ταξικής διαμαρτυρίας μεταμορφώνονται και αντανακλώνται στην εθνική διαμαρτυρία.
Αυτό θέλει ψάξιμο για τις αιτίες του. Επίσης, υφίσταται αναμφισβήτητα μια περιφερειακή
και διεθνής γεωπολιτική
αστάθεια, που μπορεί να οδηγήσει έως και σε παγκόσμιο
πόλεμο. Είναι δυνατόν
αυτή η κατάσταση να μην γεννά μια γενικευμένη ανησυχία και φόβο;
Εύκολες ερμηνείες, που
ορίζουν κάθε αναφορά
στο εθνικό ζήτημα
ως σωβινισμό και σοσιαλπατριωτισμό
(την στιγμή που υπάρχουν σωστές αλλά και λάθος προβολές του «εθνικού») δεν
βοηθούν καθόλου στην κατανόηση της πραγματικότητας και είναι ιδεοληπτικές και
άστοχες. Επίσης, δεν απαντούν στο γιατί η ταξική ταυτότητα –δυστυχώς–
εμφανίζεται να είναι ακόμη πιο φθαρμένη ως πεδίο συλλογικής συγκρότησης από
ό,τι η εθνική.
Στην Ελλάδα θα αναπτυχθεί πιθανότατα, όπως και διεθνώς, η
μορφή του «λαϊκιστικού εθνοτισμού». Προσώρας, φαίνεται να ηγεμονεύεται από την
εθνικιστική Δεξιά, αλλά αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση τελειωμένο. Πώς
αντιδρά η μη συστημική Αριστερά σε αυτήν την τάση;
Ή θα αντιδράσουμε συναρθρώνοντας το κοινωνικό και ταξικό
ζήτημα με μια παράσταση του μαχόμενου δημοκρατικού έθνους των εργαζομένων και των
λαϊκών τάξεων, στρέφοντας την
κοινωνική διαμαρτυρία στους
ταξικούς αποδέκτες της, αλλά και
μην αγνοώντας την εθνική κρίση και υποβάθμιση, ζητώντας την πολιτική και
πολιτιστική αναίρεσή της.
Ή θα γίνουμε
μάρτυρες μιας Αριστεράς,
που θα είναι η μεσοαστική παράταξη του κοσμοπολιτισμού
και του φιλελεύθερου δικαιωματικού εθελοντισμού, με μια διαπαραταξιακή γκάμα δικαιωματισμού
, που θα ξεκινά από το φιλελεύθερο Κέντρο και θα φτάνει στην μεταμοντέρνα και
ατομικιστική εκδοχή της αναρχίας.
Στην περίπτωση αυτήν, η Αριστερά θα γίνει θεατής μιας
εργατικής και μιας μικροαστικήςτάξης, των τάξεων
δηλαδή που υποτίθεται ότι την αφορούν, που θα έχουν
κερδηθεί από επιθετικές λαϊκές Δεξιές και θα στρέφονται εναντίον της. Μήπως δεν
το είδαμε στη Γαλλία, στην Βρετανία και σε μεγάλο βαθμό και στις ΗΠΑ ; Μήπως
δεν έχει σαρώσει, ιδίως στην Γαλλία,
η λαϊκή Δεξιά
τα παλιά κοινωνικά
προπύργια των κομμουνιστών; Η φύση αλλά και η πολιτική απεχθάνονται το
κενό.
Υστερόγραφο: Έχω γράψει και παλιότερα, με αφορμή το θέμα της
υποψηφιότητας Σαμπιχά στον ΣΥΡΙΖΑ κατά τις ευρωεκλογές του 2014,ότι όσο
αποκρουστικός και αν
είναι ο δικός μας εθνικισμός
και σωβινισμός, άλλο
τόσο ο εθνικισμός
των απέναντι δεν
καταλήγει να είναι
όμορφος. Δεν είμαστε
εθνικιστές, αλλά ούτε και χαϊδεύουμε τον «εθνικισμό του αντιπάλου».
Δεν
ισχύει ότι οι Σλαβομακεδόνες είναι ο βασικό ς μας εθνικός αντίπαλος, την στιγμή
μάλιστα που η χώρα μας γονατίζει κάτω από άλλους ισχυρότατους πολιτικά και
στρατιωτικά παίκτες και δυνάμεις (ΗΠΑ και Ε.Ε.). Όμως, δεν υπάρχει και λόγος να
πάμε ντε και καλά σε μια συμφωνία, όσο το γειτονικό κράτος εξακολουθεί να
θεωρεί, με ποικίλους τρόπους, ότι υπάρχει ζήτημα «χαμένων πατρίδων» που πρέπει
να ανακτηθούν. Αυτό πρέπει να λήξει.
Τέλος, το ζήτημα της Νατοϊκής παρέμβασης
και σχεδιασμού είναι όντως κεντρικότατο. Όμως, οι ιστορικές εθνικές συγκρούσεις
δεν «κατασκευάζονται» μονομερώς από τον ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός τις αξιοποιεί,
τις παροξύνει και τις διαιτητεύει. Και, βεβαίως, τις διαστρέφει.
* Το κείμενο είναι επεξεργασμένη μορφή ανάρτησης
στο Facebook την Δευτέρα 22/01/2018