Η ελπίδα έρχεται τον Ιούνιο

Ενθουσιασμό έχει σκορπίσει σε όλη τη χώρα η είδηση πως το ΔΝΤ προειδοποιεί για χρεοκοπία της Ελλάδας τον Ιούνιο, αν δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία τις επόμενες 15 μέρες. Σύμφωνα με το έγγραφο του ΔΝΤ που παρουσίασε το Channel 4, αν δεν γίνει συμφωνία με τους δανειστές, η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει επειδή δεν θα μπορέσει να πληρώσει 1,5 δισ. στους δανειστές, αλλά, αν γίνει συμφωνία με τους δανειστές, θα χρεοκοπήσουν και εκείνοι οι Έλληνες που δεν έχουν χρεοκοπήσει ακόμα.
Εν τω μεταξύ, το χρεοκοπημένο ΔΝΤ δεν έχει αντιληφθεί ακόμα πως η Ελλάδα χρεοκόπησε τον Απρίλιο του 2010, και μας ενημερώνει πως θα χρεοκοπήσει τον Ιούνιο του 2015. Δηλαδή, η Ελλάδα δεν προσέφυγε τον Απρίλιο του 2010 στο ΔΝΤ επειδή είχε χρεοκοπήσει αλλά επειδή η οικονομία της πετούσε, τα ταμεία της ήταν γεμάτα και δεν είχε καθόλου δημόσιο χρέος. 

 Η Ελλάδα δανείζεται τα τελευταία πέντε χρόνια από το ΔΝΤ όχι επειδή δεν μπορεί να δανειστεί από τις αγορές αλλά επειδή είναι εκκεντρική και της αρέσουν οι παλαβομάρες και εξαλλοσύνες. Οι Έλληνες ετοιμάζονται να γιορτάσουν την εκ νέου χρεοκοπία της χώρας με πανηγύρια στις παραλίες, ενώ θα κερνάνε και τους τουρίστες που δεν έχουν χρεοκοπήσει επειδή είναι τσιφούτηδες. Βέβαια, αν η Ελλάδα χρεοκοπήσει για εκατοστή φορά τον Ιούνιο -και οι αγορές μυρίσουν αίμα-, θα γιορτάσουμε ακόμα περισσότερο αυτό που θα συμβεί αμέσως μετά στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα περάσουν ένα αξέχαστο καλοκαίρι. 
(Όπως καταλαβαίνετε, το έγγραφο του ΔΝΤ που «διέρρευσε» δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ακόμα «στοιχείο», για να πειστούν οι Έλληνες πως η κυβέρνηση πρέπει να αποδεχτεί τη συμφωνία των μαφιόζων δανειστών.)
 

Αποχώρησε

Ο Πρετεντέρης της “Εφημερίδας των Συντακτών”

Και σιγά την απώλεια...

Επικίνδυνη παγίδα το «πάση θυσία συμφωνία»




Εκρηκτικό μείγμα η ένταση της ασφυξίας σε συνδυασμό με την προσήλωση στο καλό σενάριο της άμεσης λύσης. Είναι πλέον σαφές και για τους πιο αισιόδοξους ότι ο χρόνος που «κέρδισε» η ελληνική πλευρά με τη Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, δούλεψε για τους «δανειστές» και όχι για τη χώρα. Χωρίς κανένα ουσιαστικά αντάλλαγμα, χωρίς ανάσα ρευστότητας, η κυβέρνηση ανέλαβε δεσμεύσεις, προχώρησε σε υποχωρήσεις, εκπλήρωσε κανονικά όλες τις «υποχρεώσεις» της, εξάντλησε τα τελευταία οικονομικά αποθέματα της χώρας.

Παρά το γεγονός όμως, ότι -έστω και εν μέρει- το «λάθος» της 20ής Φεβρουαρίου έχει αναγνωριστεί, δεν φαίνεται αυτό να σηματοδοτεί κάποια ουσιαστική στροφή στην τακτική της ελληνικής πλευράς. Η προσήλωση στο «καλό σενάριο» μιας… επικείμενης συμφωνίας με τους «εταίρους» εξακολουθεί να επικαθορίζει τις κινήσεις. Πίσω από τις δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων και παρά τη συχνή αντιφατικότητά τους, η λογική «πάση θυσία συμφωνία» είναι εκείνη που κυριαρχεί.

Είναι σαφές, πλέον, ότι στο τραπέζι (ή καλύτερα στον πάγκο) της διαπραγμάτευσης βρίσκονται θέματα που μέχρι τώρα θεωρούνταν «κόκκινες γραμμές». Ακόμα και η ίδια, όμως, η «διπλωματία των κόκκινων γραμμών» συνιστά σημαντική υποχώρηση, αφού παραχωρεί εξαρχής μια σειρά πεδία, για να υπεραμυνθεί άλλων που σιγά-σιγά, όμως, και υπό τον συνεχή στραγγαλισμό γίνονται και αυτά αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα πιο βαθύ. Είναι όλο το μοντέλο της «διαπραγμάτευσης», έτσι όπως έχει έως τώρα επιλεγεί. Η μυστική διπλωματία δίνει τον τόνο, τα τεχνικά κλιμάκια εξακολουθούν να «εργάζονται» και κυρίως έχει τεθεί ξανά σε αμφισβήτηση το δικαίωμα της χώρας να παίρνει αποφάσεις και να ασκεί στο εσωτερικό της μια ορισμένη πολιτική.
 
Παραμένουμε, λοιπόν, χώρα περιορισμένης κυριαρχίας, κάτω από ειδικό καθεστώς επιτροπείας. Εκεί βρίσκεται το σημαντικότερο πρόβλημα, στη διαιώνιση του καθεστώτος που έχει ουσιαστικά καταργήσει, τα τελευταία πέντε χρόνια, τη δημοκρατία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν η εναντίωση του ελληνικού λαού σε αυτό το καθεστώς, αλλά και στο παλιό πολιτικό σύστημα, που εκδηλώθηκε αρχικά με πολύμορφες διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις για να επενδυθεί αργότερα σε μια πολιτική λύση που είχε ως επιστέγασμα τη θεαματική εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ.

Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο μιας πολύ αρνητικής εξέλιξης. Να είναι η αριστερή κυβέρνηση εκείνη που θα επικυρώσει την παράταση και αναβάθμιση του μνημονιακού καθεστώτος. Γιατί, πέρα από τη διάσωση ή όχι κάποιων από τις «κόκκινες γραμμές», είναι προφανές ότι καμιά άλλη προοπτική συμφωνίας δεν αφήνουν ανοιχτή οι «εταίροι». Ακόμα και το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος, που τις τελευταίες μέρες φαίνεται να γίνεται αποδεκτό από τους δανειστές, όχι, βέβαια, ως όπλο απέναντι στην επιχείρηση οικονομικής και πολιτικής ασφυξίας, αλλά ως μέσο για την αποδοχή της.

Πολλοί πιστεύουν ότι αυτή θα είναι η τελευταία σελίδα του δράματος. Η αυταπάτη ότι, ακόμα και υπογράφοντας μια πάνω-κάτω μνημονιακή συμφωνία, θα ξεμπερδεύουμε με το σημερινό θρίλερ, κερδίζοντας χρόνο για να εφαρμοστούν επιμέρους προοδευτικές πολιτικές στο εσωτερικό («είμαστε κυβέρνηση τετραετίας» τονίζουν με νόημα κυβερνητικοί παράγοντες) δεν στέκει τουλάχιστον για δύο βασικούς λόγους.

Πρώτον, γιατί ο μνημονιακός «κορσές» αποστερεί κάθε δυνατότητα για επιμέρους πολιτικές. Δεύτερον, όμως, και σημαντικότερο, μια τέτοια προσαρμογή θα συνεπάγεται άμεσες πολιτικές εξελίξεις. Όλες οι κυβερνήσεις που εφάρμοσαν μνημονιακά μέτρα, αποδυναμώθηκαν γρήγορα και τελικά κατέρρευσαν.

Δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι κάτι διαφορετικό θα συμβεί και με μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», αν πράγματι αναγκαστεί ή επιλέξει να εφαρμόσει κι αυτή νέα μνημόνια.

Ενδιάμεσος σταθμός, βέβαια, η στροφή του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά και πιθανόν αλλαγές στη γεωγραφία της Βουλής και τη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος.

Εκείνο που σίγουρα συντελείται μέσα από τη λογική που λέει «πάση θυσία συμφωνία» και τη συνεχή μετατόπιση από τις προεκλογικές και κυβερνητικές εξαγγελίες, είναι ότι χάνονται σταδιακά τα σύνορα μνημονιακών και αντιμνημονιακών επιλογών και πολιτικών δυνάμεων. Αυτά ήταν που έβαλαν σε μπελάδες το πολιτικό σύστημα στη χώρα, η εξαφάνισή τους είναι βασικός όρος για να ανασυσταθεί αυτό με παλιά και «νέα» υλικά.

Όποια κι αν είναι η εξέλιξη, όσο κι αν αυτό καταστεί πιο δύσκολο, η αναζήτηση δρόμων έξω από το καθεστώς υποδούλωσης, θα παραμείνει αναγκαία και επίκαιρη.

 .e-dromos.gr

Οι έξυπνες λύσεις έξυπνα καίγονται


του Χρήστου Λάσκου

Νομίζω, δεν είμαι ο μόνος που μου προκύπτει έντονη αναφυλαξία κάθε φορά που, απέναντι στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, ακούω να προτείνονται «έξυπνες» και «μοντέρνες» λύσεις. Δεδομένου πως η εξυπνάδα και ο μοντερνισμός σε κάθε περίοδο κρίνονται βάσει του γνωστού καταραμένου συσχετισμού δυνάμεων, προτιμώ, λοιπόν, τις σαφείς, έστω και «ξύλινες», διατυπώσεις.

Στην τωρινή φάση, μάλιστα, με παραδεκτό από όλους πως «ο χρόνος που κερδίσαμε» αναζητείται ως χαμένος, όπως και η ρευστότητα, ως προς την οποία «οι εταίροι δεν έδειξαν μπέσα», δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο για ασάφειες. Και επειδή υπήρξαν πολλές ασάφειες προηγουμένως, το θέμα είναι η κίνηση προς την άμεση αποσαφήνιση ζητημάτων.
Θα χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα, καθόλου τυχαία, το εργασιακό, που αποτελεί, έτσι κι αλλιώς, την καρδιά του κοινωνικού ζητήματος, πάντοτε.

Όπως είναι γνωστό, η προγραμματική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ, ανελαστικά έθετε ως αμεσότατη, της πρώτης μέρας, δέσμευση την επαναφορά των εργασιακών δεδομένων στην προ μνημονίου κατάσταση.

Όπως είναι επίσης γνωστό, ο εκβιασμός του Φεβρουαρίου σήμανε μια μεταβολή αυτής της δέσμευσης, η οποία μεταβολή, κατά τη γνώμη μου, ήταν κάτι περισσότερο από υποχώρηση.
Θυμίζω τη διατύπωση της συμφωνίας του Φεβρουαρίου, κατά την οποία, αποδεχόμαστε, με τη «συνεισφορά του ΟΟΣΑ» να υιοθετήσουμε «μια «έξυπνη» (smart) νέα προσέγγιση στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης.
Αυτό περιλαμβάνει την φιλοδοξία για εξορθολογισμό και σε βάθος χρόνου την αύξηση του κατώτατου μισθού με ένα τρόπο που θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές της απασχόλησης.

 Η έκταση και ο χρόνος των αλλαγών στον κατώτατο μισθό θα γίνουν με διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους Ευρωπαϊκούς και διεθνούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένου και του ILO, ενώ θα ληφθούν υπόψη οι συμβουλές ενός νέου ανεξάρτητου σώματος (independent body) για το αν οι αλλαγές στους μισθούς είναι σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα»[1].

Ισχυρίζομαι πως πρόκειται περισσότερο από υποχώρηση στο μέτρο που η διατύπωση κάνει αποδεκτούς προς επίτευξη όρους, οι οποίοι αποτελούν κατεξοχήν τα αγκωνάρια της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στα σχετικά ζητήματα.

Τα σημεία, δηλαδή, στα οποία παίζεται το πιο χοντρό παιχνίδι. Η «ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης» μαζί με τη «σε βάθος χρόνου αύξηση του κατώτατου μισθού με τρόπο που θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα» είναι, από αυτήν την άποψη, εμβληματικές φράσεις.

Η ευελιξία ξέρουμε καλά πως δεν είναι καθόλου ασαφής έννοια, όπως και η ανταγωνιστικότητα, άλλωστε. Η πρώτη σημαίνει σαφέστατα πως το «έξυπνο» μοντέλο εργαζόμενου  είναι πλέον ο ενοικιαζόμενος που περιμένει στο τηλέφωνο, να τον καλέσει ο κινέζος, ενώ η δεύτερη ότι αυξήσεις απαγορεύονται μέχρις ότου η κερδοφορία ανακάμψει επαρκώς.

Όπως έγραψε ο Μαρξ πριν από πολλά χρόνια, «[η] άσκηση της εργασιακής δύναμης, δηλαδή η εργασία, είναι η δραστηριότητα ζωής του εργάτη, η εκδήλωση της ζωής του.

Και πουλά αυτήν τη δραστηριότητα ζωής σε κάποιον άλλο, προκειμένου να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την επιβίωσή του.
Έτσι, για τον ίδιο, η δραστηριότητα της ζωής του είναι, απλώς, ένα μέσο που του επιτρέπει να επιβιώνει.
Δουλεύει προκειμένου να ζει.
Δεν θεωρεί καν την εργασία του μέρος της ζωής του∙ είναι η θυσία της ζωής του.

Είναι ένα εμπόρευμα που το δίνει σε κάποιον άλλο… και η ζωή ξεκινά γι’ αυτόν όταν διακόπτεται αυτή η διαδικασία στο τραπέζι, στο σπίτι, στο κρεβάτι».

Και, πάνω σε αυτό, σχολιάζει ο David McNally: «Αν, όμως, η ζωή αρχίζει μετά τη δουλειά, τότε αυτό σημαίνει ότι η δουλειά  -το χρονικό διάστημα, όπου πουλάμε την ενέργειά μας σε κάποιον άλλο- είναι ένα είδος θανάτου, μια απουσία της ζωής.
Κατά  τη διάρκεια της δουλειάς βιώνουμε τον «νεκρό χρόνο», ένα διάστημα που δεν υπάρχει ζωή, βιώνουμε τη ζωή του νεκροζώντανου»[2].

Έδωσε μεγάλες μάχες ο κόσμος της εργασίας ενάντια στην καπιταλιστική θέσμιση της ζωής. Ήδη από τις απαρχές, αντιστάθηκε στην κυριαρχία του χρόνου της κεφαλαιοκρατίας. Κι ακόμη κι όταν αυτή επικράτησε οι θεμελιώδεις αγώνες αφορούσαν το ίδιο ζήτημα. Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις αυτό ρύθμιζαν.

Γι’ αυτό και οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται τόσο πολύ για «τα εργασιακά», ακόμη κι όταν «δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος».
Ο στόχος είναι ο έλεγχος της ζωής, όλο και περισσότερης ζωής.
Ειδικά οι «έξυπνες» λύσεις έχουν ως στόχο τον έλεγχο ολόκληρης της ζωής. Πράγμα που πετυχαίνεται αποτελεσματικά με την κατάργηση κάθε προστασίας και την απόλυτη εξατομίκευση της εργασιακής σχέσης. Όταν και οι 24 ώρες ανήκουν στο αφεντικό: στη δουλειά, στην αναμονή, στη μετάβαση, παντού.

Το καλύτερο «Πανοπτικόν», εσωτερικευμένο, χωρίς την ανάγκη κανενός μπάτσου ή επιστάτη.

Ενάντια, λοιπόν, στις «έξυπνες» λύσεις, να κατατεθεί αμέσως το νομοσχέδιο, που έχει έτοιμο το υπουργείο Εργασίας και που θα έπρεπε πρώτο απ’ όλα να είχε ψηφιστεί. Και να βελτιωθεί κιόλας σε ό,τι αφορά την επαναφορά του κατώτατου.

Να νιώσουν προστατευμένοι οι εργαζόμενοι, να αισθανθούν την ταξική μεροληψία της κυβέρνησης, να το πάρουν πάνω τους το παιχνίδι.




[1] Ο Χ. Γεωργούλας, την περασμένη Κυριακή, σχολιάζει με παρόμοιο τρόπο, την «ασάφεια» της περίφημης κοινής δήλωσης Τσίπρα-Γιούνγκερ. Βλ. Τα επίθετα των συμβιβασμών, Εποχή, 10 Μαΐου 2015
[2] Η γη των νεκροζώντανων, από τον τόμο: Καταστροφολογία: Η εσχατολογική πολιτική της κατάρρευσης και της αναγέννησης, εκδόσεις Φάλαινα, 2015

[--->]

Είναι πλέον σαφές και για τους πιο αισιόδοξους ότι ο χρόνος που «κέρδισε» η ελληνική πλευρά με τη Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, δούλεψε για τους «δανειστές» και όχι για τη χώρα. Χωρίς κανένα ουσιαστικά αντάλλαγμα, χωρίς ανάσα ρευστότητας, η κυβέρνηση ανέλαβε δεσμεύσεις, προχώρησε σε υποχωρήσεις, εκπλήρωσε κανονικά όλες τις «υποχρεώσεις» της, εξάντλησε τα τελευταία οικονομικά αποθέματα της χώρας.
Παρά το γεγονός όμως, ότι -έστω και εν μέρει- το «λάθος» της 20ής Φεβρουαρίου έχει αναγνωριστεί, δεν φαίνεται αυτό να σηματοδοτεί κάποια ουσιαστική στροφή στην τακτική της ελληνικής πλευράς. Η προσήλωση στο «καλό σενάριο» μιας… επικείμενης συμφωνίας με τους «εταίρους» εξακολουθεί να επικαθορίζει τις κινήσεις. Πίσω από τις δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων και παρά τη συχνή αντιφατικότητά τους, η λογική «πάση θυσία συμφωνία» είναι εκείνη που κυριαρχεί.
Είναι σαφές, πλέον, ότι στο τραπέζι (ή καλύτερα στον πάγκο) της διαπραγμάτευσης βρίσκονται θέματα που μέχρι τώρα θεωρούνταν «κόκκινες γραμμές». Ακόμα και η ίδια, όμως, η «διπλωματία των κόκκινων γραμμών» συνιστά σημαντική υποχώρηση, αφού παραχωρεί εξαρχής μια σειρά πεδία, για να υπεραμυνθεί άλλων που σιγά-σιγά, όμως, και υπό τον συνεχή στραγγαλισμό γίνονται και αυτά αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα πιο βαθύ. Είναι όλο το μοντέλο της «διαπραγμάτευσης», έτσι όπως έχει έως τώρα επιλεγεί. Η μυστική διπλωματία δίνει τον τόνο, τα τεχνικά κλιμάκια εξακολουθούν να «εργάζονται» και κυρίως έχει τεθεί ξανά σε αμφισβήτηση το δικαίωμα της χώρας να παίρνει αποφάσεις και να ασκεί στο εσωτερικό της μια ορισμένη πολιτική.
Παραμένουμε, λοιπόν, χώρα περιορισμένης κυριαρχίας, κάτω από ειδικό καθεστώς επιτροπείας. Εκεί βρίσκεται το σημαντικότερο πρόβλημα, στη διαιώνιση του καθεστώτος που έχει ουσιαστικά καταργήσει, τα τελευταία πέντε χρόνια, τη δημοκρατία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν η εναντίωση του ελληνικού λαού σε αυτό το καθεστώς, αλλά και στο παλιό πολιτικό σύστημα, που εκδηλώθηκε αρχικά με πολύμορφες διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις για να επενδυθεί αργότερα σε μια πολιτική λύση που είχε ως επιστέγασμα τη θεαματική εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο μιας πολύ αρνητικής εξέλιξης. Να είναι η αριστερή κυβέρνηση εκείνη που θα επικυρώσει την παράταση και αναβάθμιση του μνημονιακού καθεστώτος. Γιατί, πέρα από τη διάσωση ή όχι κάποιων από τις «κόκκινες γραμμές», είναι προφανές ότι καμιά άλλη προοπτική συμφωνίας δεν αφήνουν ανοιχτή οι «εταίροι». Ακόμα και το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος, που τις τελευταίες μέρες φαίνεται να γίνεται αποδεκτό από τους δανειστές, όχι, βέβαια, ως όπλο απέναντι στην επιχείρηση οικονομικής και πολιτικής ασφυξίας, αλλά ως μέσο για την αποδοχή της.
Πολλοί πιστεύουν ότι αυτή θα είναι η τελευταία σελίδα του δράματος. Η αυταπάτη ότι, ακόμα και υπογράφοντας μια πάνω-κάτω μνημονιακή συμφωνία, θα ξεμπερδεύουμε με το σημερινό θρίλερ, κερδίζοντας χρόνο για να εφαρμοστούν επιμέρους προοδευτικές πολιτικές στο εσωτερικό («είμαστε κυβέρνηση τετραετίας» τονίζουν με νόημα κυβερνητικοί παράγοντες) δεν στέκει τουλάχιστον για δύο βασικούς λόγους.
Πρώτον, γιατί ο μνημονιακός «κορσές» αποστερεί κάθε δυνατότητα για επιμέρους πολιτικές. Δεύτερον, όμως, και σημαντικότερο, μια τέτοια προσαρμογή θα συνεπάγεται άμεσες πολιτικές εξελίξεις. Όλες οι κυβερνήσεις που εφάρμοσαν μνημονιακά μέτρα, αποδυναμώθηκαν γρήγορα και τελικά κατέρρευσαν. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι κάτι διαφορετικό θα συμβεί και με μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», αν πράγματι αναγκαστεί ή επιλέξει να εφαρμόσει κι αυτή νέα μνημόνια. Ενδιάμεσος σταθμός, βέβαια, η στροφή του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά και πιθανόν αλλαγές στη γεωγραφία της Βουλής και τη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος.
Εκείνο που σίγουρα συντελείται μέσα από τη λογική που λέει «πάση θυσία συμφωνία» και τη συνεχή μετατόπιση από τις προεκλογικές και κυβερνητικές εξαγγελίες, είναι ότι χάνονται σταδιακά τα σύνορα μνημονιακών και αντιμνημονιακών επιλογών και πολιτικών δυνάμεων. Αυτά ήταν που έβαλαν σε μπελάδες το πολιτικό σύστημα στη χώρα, η εξαφάνισή τους είναι βασικός όρος για να ανασυσταθεί αυτό με παλιά και «νέα» υλικά.
Όποια κι αν είναι η εξέλιξη, όσο κι αν αυτό καταστεί πιο δύσκολο, η αναζήτηση δρόμων έξω από το καθεστώς υποδούλωσης, θα παραμείνει αναγκαία και επίκαιρη.
- See more at: https://left.gr/news/epikindyni-pagida-pasi-thysia-symfonia#sthash.d2eBvQwf.dpuf