Βαθύτερα ελλείμματα και αδυναμίες αναδεικνύουν οι χειρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ στην περίπτωση της Σαμπιχά Σουλεϊμάν
Η απόφαση
να μη συμπεριληφθεί η Σαμπιχά Σουλεϊμάν στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ
αποδείχθηκε γεγονός όχι μικρής σημασίας. Δρομολόγησε εξελίξεις και γέννησε
ερωτηματικά και προβληματισμούς, αναδεικνύοντας σοβαρά ζητήματα. Ας πάρουμε,
λοιπόν, τα γεγονότα από την αρχή.
Η πρόταση
για τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα τέθηκε υπ' όψιν των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς
να προκύψει, μέχρι και τη συνεδρίαση της Κ. Ε. του κόμματος, κάποια σοβαρή
ένσταση ή αντίρρηση. Κανένα στοιχείο δεν παρουσιάστηκε εναντίον της
υποψηφιότητας, που συγκέντρωσε 152 θετικές ψήφους σε σύνολο ι8ο στην Κεντρική
Επιτροπή.
«Ταμάμ...»
Σε αντίθεση με υποτιθέμενους διάλογους που παρουσιάζονται από Μέσα
Ενημέρωσης να έγιναν στη συγκεκριμένη συνεδρίαση, η πραγματικότητα είναι
διαφορετική. Στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ (από το χώρο της μειονότητας) χωρίς να
παρουσιάσει στοιχεία ή καταγγελίες,δήλωσε απλά ότι η συγκεκριμένη υποψηφιότητα
δεν εκφράζει τη μουσουλμανική μειονότητα στο σύνολο της. Όταν του απαντήθηκε
ότι δεν πρόκειται να εμφανιστεί ως εκπρόσωπος όλης της μειονότητας και ρωτήθηκε
αν έτσι θα λυνόταν το θέμα, η απάντηση ήταν μονολεκτική: «Ταμάμ...».
Λίγα 24ωρα
αργότερα, και χωρίς να είναι σαφές τι μεσολάβησε,άρχισαν να σημειώνονται μεγάλες
αντιδράσεις από παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ που απαιτούσαν τον αποκλεισμό της Σ.
Σουλεϊμάν από το ψηφοδέλτιο, παρά το γεγονός ότι η υποψηφιότητα είχε την
έγκριση της Κ.Ε.
Οι αντιδράσεις από Οργανώσεις Μελών δεν φαίνεται να αποτελούν
πειστική απάντηση για τον τρόπο που ελήφθη η απόφαση της άμεσης αποπομπής, μια
και σε ανάλογες πρόσφατες περιπτώσεις,δεν έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στις τελικές
αποφάσεις του κόμματος.
Δεν είναι στην πρόθεση μας να κρίνουμε όλες τις
προτεινόμενες υποψηφιότητες -τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα τους. Ούτε
και αυτήν της Σ. Σουλεϊμάν.
Το ζήτημα είναι ότι οι χειρισμοί που έγιναν, όχι
μόνο έβλαψαν (για μια ακόμα φορά) την εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και αναδεικνύουν
μια σειρά ελλείμματα πολιτικής, όπως και ηθικής τάξης. Γιατί δεν βρέθηκε μια
άλλη λύση όπως, για παράδειγμα, της τοποθέτησης και ενός αριστερού υποψηφίου
από το πλειοψηφικό τμήμα της μειονότητας, χωρίς την αποπομπή της Σ. Σουλεϊμάν;
Ακόμα κι αν κάποιος έχει σοβαρές ενστάσεις για τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα,
τι εξυπηρέτησε η εξαπόλυση μιας τέτοιας επίθεσης (χωρίς τις αντίστοιχες
αποδείξεις) σε ένα πρόσωπο που το ίδιο το
κόμμα και οι διαδικασίες του ανέδειξαν πριν από λίγες μέρες;
Η επανεμφάνιση του DEP
Υπάρχει,
όμως, ένα γενικότερο πλαίσιο το οποίο δεν μπορεί να διαφεύγει της προσοχής μας.
Είναι γνωστό ότι με την υποστήριξη του τουρκικού προξενείου, στις Ευρωεκλογές
επανεμφανίστηκε και κατέρχεται αυτόνομα με επικεφαλής τον Μουσταφά Αλί Τσαβούς
(της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης), το Κόμμα Ισότητας Ειρήνης και Φιλίας (DEP) του μακαρίτη μειονοτικού Αχμέτ Σαδίκ. Με βάση αυτή
την εξέλιξη, μια σειρά παράγοντες της μειονότητας έχουν δεχθεί πιέσεις να μην
κατέβουν υποψήφιοι με κανένα άλλο κόμμα. Χαρακτηριστική είναι η άρνηση του στελέχους
της ΔΗΜΑΡ, Ιλχάν Αχμέτ, να αποδεχθεί την πρόταση του Φώτη Κουβέλη να μετάσχει
στο ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος «χάριν της διασφάλισης ενότητας και ομοψυχίας
στη μειονότητα μας».
Η εξέλιξη
αυτή γίνεται σε μια στιγμή που οι γεωπολιτικές αναστατώσεις σε όλη την ευρύτερη
περιοχή, κάθε άλλο παρά έχουν κοπάσει. Ο διαγκωνισμός Ρωσίας και «Δύσης», οι
εξελίξεις στην Ουκρανία, οι επιδιώξεις της Τουρκίας και του Ισραήλ, ο πόλεμος
στη Συρία, όσα δρομολογούνται στην Κύπρο φαντάζουν σε εμάς μακρινά; Προφανώς
και δεν είναι μακρινά, οπότε οι κινήσεις που γίνονται σε αυτές τις συνθήκες δεν
μπορούν παρά να μελετώνται με σοβαρότητα.
Είναι ανακόλουθο όσοι δηλώνουν ότι
στρατεύονται στο «διμέτωπο αγώνα» ενάντια σε δύο εθνικισμούς (ελληνικό και
τουρκικό) να συμπεριφέρονται στην πραγματικότητα σαν να μην υπάρχει, μέσα σε
αυτό το περιβάλλον, κανένα θέμα τουρκικού εθνικισμού, επιθετικότητας ή
επεκτατισμού. Χαρακτηριστική, από αυτή την άποψη, είναι μια άλλη περίπτωση,
αυτή του Αχμέτ Κουρκ, προέδρου της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης, υποψήφιου
περιφερειακού συμβούλου για την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη.
Ταυτόχρονα,
πρέπει να πούμε ότι δεν συνιστούν απάντηση οι αιτιάσεις πως και στο χώρο της
Νέας Δημοκρατίας πλήθος στελεχών διατηρούν άριστες σχέσεις με το τουρκικό
προξενείο ή ότι έχουν δηλώσει αναφανδόν υποστήριξη στο DEB.
Είναι γνωστό ότι τα κυβερνητικά κόμματα, στο παρελθόν, από τη μια μεριά
ενορχήστρωναν την καταπίεση της μειονότητας και από την άλλη εγκόλπωναν στο
εσωτερικό τους στελέχη φιλικά προς την τουρκική πολιτική, προς άγραν ψήφων.
Αυτό φυσικά και πρέπει να επισημαίνεται -και ίσως βραχυπρόθεσμα «ισοφαρίζει»
κάποιες εντυπώσεις. Δεν είναι, όμως, σαφές ότι ο κόσμος από την Αριστερά είναι
που περιμένει μια άλλη πολιτική κι όχι δηλώσεις που επιτείνουν την αίσθηση ότι
«όλοι ίδιοι είναι»;
Ζητείται σοβαρότητα...
Σε πρόσφατη
τηλεοπτική συζήτηση, απαντώντας στην τοποθέτηση υποψήφιου ευρωβουλευτή με το
κόμμα του Στ. Θεοδωράκη που δήλωνε άγνοια για βασικά θέματα της πολιτικής ζωής,
ο Π. Σκουρλέτης εύστοχα ρώτησε: «Γιατί το λέτε Ποτάμι το κόμμα και όχι...
Ελβετία;».
Αντίστοιχα, κινδυνεύει να βρεθεί εκτός πραγματικότητας οποιαδήποτε
πολιτική δύναμη επιδιώκει, σήμερα, σημαντικούς μετασχηματισμούς στην Ελλάδα
χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν το γενικότερο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται η
χώρα.
Δυστυχώς, οι χειρισμοί που γίνονται φαίνεται να υποτιμούν κάτι
σημαντικό. Οι πολίτες είναι αρκετά ευαίσθητοι με τα εθνικά θέματα και απαιτούν
σοβαρότητα από όσους χειρίζονται υποθέσεις που άπτονται τέτοιων θεμάτων.
Μπορεί σε άλλα θέματα κάποιοι ερασιτεχνισμοί να συγχωρούνται ή να αποδίδονται
σε μια σχετική απειρία, αλλά σε ζητήματα κρίσιμα αυτοί στοιχίζουν και βλάπτουν
ανεπανόρθωτα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ
βρίσκεται ακριβώς ένα μήνα πριν από μια σημαντική πολιτική μάχη. Η αναμέτρηση
των Ευρωεκλογών θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τις επόμενες πολιτικές εξελίξεις στη
χώρα.
Θα διασωθεί το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, μαζεύοντας τα κομμάτια του και
διατηρώντας δυνάμεις;
Ή μια ευρεία νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα ανοίξει το δρόμο σε
άλλες, ελπιδοφόρες εξελίξεις;
Αυτό το δίλημμα επιβάλλει μια σοβαρή στάση που να
ευθυγραμμίζεται με τη λαϊκή απαίτηση για μια μεγάλη αλλαγή, μακριά από
εσωκομματικά επεισόδια και χειρισμούς που δείχνουν να κινούνται σε ένα εντελώς
διαφορετικό κλίμα.