Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιμπεριαλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιμπεριαλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αφρικανικοί λαοί κατά του ιμπεριαλισμού 3. Amilcar Cabral

 Amílcar Cabral com Fidel Castro.png

 

 

 

 

 

 

 

του Carlo Formenti

 

Ο Amilcar Cabral είναι ο τελευταίος Αφρικανός επαναστάτης διανοούμενος σε αυτό το τρίπτυχο, στο οποίο έχω ήδη παρουσιάσει τις ιδέες του Said Bouamama και του Kevin Ochieng Okoth. Γεννημένος στη Νέα Γουινέα από γονείς από το Πράσινο Ακρωτήρι το 1924, όταν η χώρα ήταν ακόμη πορτογαλική αποικία, το 1945 έλαβε υποτροφία που του επέτρεψε να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, όπου πήρε πτυχίο γεωπονίας και όπου παρέμεινε μέχρι το 1952, αλλά κυρίως όπου γνώρισε εκείνους που θα γίνονταν, μαζί του, οι ηγέτες των απελευθερωτικών πολέμων στις άλλες πορτογαλικές αποικίες, μεταξύ των οποίων ο Αγκολέζος Mario Pinto de Andrade και ο Μοζαμβικανός Eduardo Mondlane. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του ως τοπογράφος, πρωτοστάτησε στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία που έληξε νικηφόρα το 1973, λίγους μήνες μετά τον θάνατό του (τον Ιανουάριο του ίδιου έτους δολοφονήθηκε από Πορτογάλους πράκτορες). Η θεωρητική, πολιτική και πολιτιστική συμβολή του στην αντιαποικιοκρατική και αντιιμπεριαλιστική επανάσταση και στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας είναι μεγάλη και παραμένει ένα υποχρεωτικό σημείο αναφοράς για την κατανόηση της δυναμικής της ταξικής πάλης στην Αφρική. Για να παρουσιάσω τη σκέψη του, χρησιμοποίησα εδώ μια ανθολογία που συγκεντρώνει κείμενα ομιλιών που εκφώνησε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του ανά τον κόσμο για να συγκεντρώσει την αλληλεγγύη στον αγώνα του λαού της Γουινέας («Return to the Source», Monthly Review Press). Στο τέλος, θα βγάλω τα συμπεράσματά μου από αυτό το ταξίδι τριών σταδίων.

* * * *

1. Η θεωρία και η πράξη ως στιγμές μιας ενιαίας μαθησιακής διαδικασίας

Στις συζητήσεις στο πεδίο του μαρξισμού, το σύνθημα «χωρίς θεωρία, δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση» επανέρχεται συχνά πυκνά, παρμένο δουλοπρεπώς από κάποια κείμενα του Λένιν. Δυστυχώς, η δήλωση αυτή πολλές φορές ερμηνεύεται ως επιβεβαίωση της υπεροχής της θεωρητικής στιγμής έναντι της πράξης: πρώτα έρχεται η θεωρία και μετά, υπό τη προϋπόθεση και μόνο ότι η θεωρία είναι σωστή (δηλαδή αν τα ιερά κείμενα του μαρξισμού-λενινισμού έχουν ερμηνευτεί σωστά), έρχεται η πράξη (οργάνωση, πολιτικό πρόγραμμα, τακτική, στρατηγική κ.λπ.). Δεδομένου ότι θεωρώ το σχήμα αυτό ξένο προς την πραγματική σκέψη του Λένιν (άποψη που δεν θα υποστηρίξω εδώ, για να μην απομακρυνθώ πολύ από το σκοπό της παρούσας εργασίας), το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για μια άποψη ασύμβατη με τις ιδέες του Cabral επάνω στο θέμα.

Στις δημόσιες συζητήσεις που περιλαμβάνονται στην προαναφερθείσα ανθολογία, τον ρωτούσαν πολλές φορές αν το κίνημα του οποίου ηγείτο εμπνεόταν από τη θεωρία και την ιδεολογία του μαρξισμού-λενινισμού. Όλες οι απαντήσεις του ήταν παραλλαγές της ίδιας αρχής, που αντιπροσωπεύεται απόλυτα από την ακόλουθη μεταφορά: «η επανάσταση είναι σαν ένα φόρεμα που πρέπει να προσαρμόζεται από καιρό σε καιρό στο ένα ή στο άλλο σώμα». Και εξηγεί: οι δύο πρώτοι στόχοι που θέσαμε στους εαυτούς μας ήταν: 1) να καθορίσουμε ποιοι είμαστε και ποιος είναι ο εχθρός μας- 2) να ξεκινήσουμε από τις τρέχουσες, συγκεκριμένες (ιστορικές, οικονομικές, πολιτικές, γεωγραφικές κ.λπ.) συνθήκες της χώρας μας, έχοντας πάντα πλήρη επίγνωση ότι θα έπρεπε να έχουμε το θάρρος να επινοήσουμε τον δρόμο της επανάστασής μας, απορρίπτοντας εκ των προτέρων κάθε «προκατασκευασμένο» σχέδιο ή μοντέλο. Με άλλα λόγια: χτίσαμε τη θεωρία μας καθορίζοντας κάθε φορά ποιες συγκεκριμένες δυνατότητες δράσης μας πρόσφερε το πλαίσιο στο οποίο λειτουργούσαμε.

Εμβαθύνοντας στην ουσία της ερώτησης αναφορικά με τον μαρξισμό-λενινισμό, παραδέχεται: όταν αρχίσαμε να σχεδιάζουμε τον απελευθερωτικό μας αγώνα γνωρίζαμε πολύ λίγα για τη θεωρία- βεβαίως στη συνέχεια μελετήσαμε, αλλά πάντα προσαρμόζοντας τις αρχές που μαθαίναμε από τις εμπειρίες των άλλων, στη συγκεκριμένη ιστορική μας πραγματικότητα. Συνοψίζοντας: η ιδεολογία μας, όταν είμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε τον αγώνα, περιοριζόταν σε λίγα σημεία: να απελευθερωθούμε από την ξένη κυριαρχία, να πάρουμε το δρόμο της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και να κρατήσουμε την εξουσία σταθερά στα χέρια του λαού. Φυσικά δεν αγνοούσαμε την έννοια του ιμπεριαλισμού, αλλά δεν είχαμε αυταπάτες ότι θα μπορούσαμε να κινητοποιήσουμε τους ανθρώπους στο όνομα του «αντιιμπεριαλιστικού αγώνα» (για τι πράγμα μιλάτε, θα μας ρωτούσαν), αυτό θα μπορούσαν να το κάνουν μόνο αν βασιζόμαστε στην καθημερινή τους εμπειρία από τα δεινά που υπέφεραν και την εκμετάλλευση. Σήμερα, μετά από χρόνια αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, ακόμα και τα παιδιά ξέρουν τι σημαίνει αποικιοκρατία και ιμπεριαλισμός.

Ωστόσο, από αυτή τη χαμηλών τόνων προσέγγιση, από αυτή τη «χαμηλών τόνων» αντίληψη που πολλοί ακαδημαϊκοί μαρξιστές θα απέρριπταν ως καθαρό εμπειρισμό, προέκυψαν μια σειρά από κάθε άλλο παρά περιθωριακές συνεισφορές στην εργαλειοθήκη του διεθνούς μαρξιστικού κινήματος σε θέματα όπως η τάξη και η επανάσταση, η λαϊκή κουλτούρα ως παράγοντας του αντικαπιταλιστικού αγώνα, το έθνος-κράτος και το κόμμα, η σοσιαλιστική μετάβαση, η μετα-αποικιοκρατία και η νεο-αποικιοκρατία κ.λπ.

 

 

2. Ανάλυση της σύνθεσης των τάξεων και θεωρία του επαναστατικού υποκειμένου

Η κοινωνικοοικονομική σύνθεση του έστω και μικρού αφρικανικού έθνους (η Γουινέα Μπισσάου έχει έκταση συγκρίσιμη με εκείνη του Βελγίου) εμφανίζεται, στη σχολαστική αναπαράσταση του Cabral, εξαιρετικά πολύπλοκη, καθώς είναι απογυμνωμένη από εθνοτικές και πολιτισμικές γραμμές, και από περιφερειακές συνθήκες, εισοδηματικά επίπεδα και παραγωγικούς ρόλους. Στα γραπτά του, ο Cabral λαμβάνει υπόψη του την ιδιαιτερότητα των πορτογαλικών αποικιών σε σύγκριση με άλλες δυτικές αυτοκρατορίες. Η Πορτογαλία, ως το λιγότερο ανεπτυγμένο έθνος στην Ευρώπη, δεν ήταν ποτέ σε θέση να μπορεί να παραχωρήσει ανεξαρτησία στις αποικίες της εξασφαλίζοντας παράλληλα τη συνέχεια ενός νεοαποικιακού ελέγχου των πόρων τους. Αντιθέτως, το φασιστικό καθεστώς της Λισαβόνας ενθάρρυνε τη μετανάστευση των πολιτών της στις αφρικανικές αποικίες προκειμένου να μειώσει τις εντάσεις που δημιουργούσαν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, με αποτέλεσμα το ποσοστό των λευκών εποίκων να είναι υψηλότερο από ό,τι στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές αποικιακές περιοχές.

Ο Cabral ξεκινά την ανάλυσή του από αυτόν τον παράγοντα, που είναι συγκεντρωμένος στις πόλεις και έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη χώρα προέλευσης: στην κορυφή βρίσκονται οι διευθυντές των βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων και τα ανώτερα στελέχη της αποικιακής διοίκησης- αμέσως από κάτωι οι υπάλληλοι και τα μεσαία στελέχη- στη βάση της πυραμίδας βρίσκονται οι μισθωτοί, κυρίως ειδικευμένοι εργάτες και σε κάθε περίπτωση καλύτερα αμειβόμενοι από το τοπικό εργατικό δυναμικό. Η συντριπτική πλειονότητα όσων ανήκαν σε αυτή την ομάδα ήταν προφανώς εχθρική προς τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Ο Cabral συνεχίζει να εξηγεί ότι η στρατηγική του αποικιοκρατικού καθεστώτος για να διασπάσει τους Αφρικανούς ήταν η αναπαραγωγή τις ίδιας διαστρωμάτωσης σε ένα μέρος του ντόπιου αστικού πληθυσμού, ενσταλάζοντας στη μικροαστική τάξη των «αφομοιωμένων» (λευκοί υπάλληλοι, διοικητικοί τεχνικοί και διανοούμενοι) μια αίσθηση ανωτερότητας έναντι του υπόλοιπου πληθυσμού και μια νοοτροπία ίδια με αυτή των αποικιοκρατών.

Η στρατηγική αυτή ελάχιστα λειτούργησε, καθώς ένα μέρος της ντόπιας μικροαστικής τάξης (εκπρόσωπος της οποίας ήταν και ο ίδιος ο Cabral) «πρόδωσε» την ίδια του την τάξη σε βαθμό που ανέλαβε το ρόλο του πυρήνα συγκρότησης του κινήματος. Σε ποια άλλα κοινωνικά στρώματα θα μπορούσε να βασιστεί αυτός ο πυρήνας για να πετύχει την υλοποίηση του πολιτικού του σχεδίου; Ο Cabral υπογραμμίζει την απουσία μιας πραγματικής εργατικής τάξης δυτικού τύπου, με εξαίρεση τους λιμενεργάτες (από την αρχή ενεργό μέρος του αγώνα) και κάποιους άλλους τύπους μισθωτών με επισφαλή και περιστασιακή εργασία. Μένοντας στην πόλη, υπήρχε επίσης ένας τομέας του λούμπεν προλεταριάτου (μικροεγκληματίες, πόρνες κ.λπ., που συχνά έπαιζαν το ρόλο των κατασκόπων και των πληροφοριοδοτών της αποικιακής διοίκησης), αλλά κυρίως μια μάζα νέων ανθρώπων πρόσφατης αστικοποίησης που αποδείχθηκαν πολύτιμη δεξαμενή στελεχών.

Όσον αφορά την υπόλοιπη χώρα, οι μεγάλες αγροτικές μάζες αντιπροσώπευαν προφανώς την ομάδα που ενδιαφερόταν περισσότερο - καθώς ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στην καταπίεση και την εκμετάλλευση - στον απελευθερωτικό αγώνα. Ωστόσο, σημειώνει ο Cabral, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι, σε αντίθεση με τις αγροτικές μάζες που πρωταγωνίστησαν στην κινεζική επανάσταση, αυτό το κοινωνικό στρώμα δεν είχε πίσω του μια μακρά παράδοση εξεγέρσεων. Επιπλέον, προκειμένου να τις πολιτικοποιήσει, το κίνημα έπρεπε να πάρει υπόψη την παρουσία διαφορετικών εθνοθρησκευτικών ομάδων με διαφορετικές κοινωνικές δομές. Οι Balantes, κυρίως ανιμιστές, δεν είχαν ακριβείς κοινωνικές και πολιτικές ιεραρχίες (τα συμβούλια των πρεσβυτέρων έπαιρναν τις αποφάσεις) και καλλιεργούσαν γη που θεωρούνταν κοινή ιδιοκτησία (αν και κάθε οικογένεια μπορούσε να έχει τα δικά της εργαλεία εργασίας και ένα μερίδιο των προϊόντων που ήταν απαραίτητα στη διαβίωση της).

Αντίθετα, οι Fula, επί το πλείστον μουσουλμάνοι, ήταν μια ιεραρχικά δομημένη ημι-φεουδαρχική ομάδα: αρχηγοί, ευγενείς και ιερείς στην κορυφή, τεχνίτες στη μέση και αγρότες χωρίς δικαιώματα στη βάση. Ούτε η εθνοτική ομάδα των Fula είχε ατομική ιδιοκτησία στη γη, αλλά οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται για τους ευγενείς. Όσον αφορά τη θέση των γυναικών: οι γυναίκες Balanteήταν σχετικά ελεύθερες ενώ οι γυναίκες Fula ήταν καταπιεσμένες ακόμα και για τις παραδοσιακά πολυγαμικές συνθήκες. Προφανώς οι διαφορές αυτές επηρέασαν τις δυνατότητες κινητοποίησης: ενώ οι Balantes ανταποκρίθηκαν θετικά, οι Fula ήταν πιο δύσκολο να κινητοποιηθούν, η ελίτ των οποίων ήταν δεμένες με την αποικιακή εξουσία, με εξαίρεση τους Dyulas - μια κάστα νομαδικών εμπόρων - οι οποίοι αποδείχθηκαν χρήσιμοι στη διάδοση ειδήσεων, ιδεών και πληροφοριών από το ένα χωριό στο άλλο.

 

Αφού αναλύθηκε αυτή η πολύπλοκη εικόνα, το κίνημα έπρεπε να επιλύσει ένα θεμελιώδες ερώτημα: πώς να ενώσει τα κομμάτια του κοινωνικού μωσαϊκού σε ένα επαναστατικό μέτωπο; Το πρώτο βήμα ήταν να δημιουργηθεί ένα κόμμα (το PAIGC - Αφρικανικό Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Γουινέας και του Πράσινου Ακρωτηρίου) για την πολιτική οργάνωση του λαού (μια διαδικασία που κράτησε τρία χρόνια). Η πολλαπλότητα των εμπλεκόμενων εθνικών και κοινωνικών φορέων καθιστούσε δύσκολη την υλοποίηση αυτού του στόχου,που θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τη διατήρηση των θετικών πολιτιστικών αξιών όλων των ομάδων και τη συγχώνευσή τους σε μια ενιαία εθνική διάσταση. Και εδώ είναι που ο Cabral δείχνει τη θεωρητική του δημιουργικότητα, ξεκινώντας από την αρχή ότι ο ταξικός χαρακτήρας του πολιτισμού δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, ακόμη και με την παρουσία μιας εμβρυακής ταξικής δομής όπως αυτή που μόλις περιγράφηκε.

Εμπνευσμένος από τις επαναστατικές διαδικασίες της Λατινικής Αμερικής - της Κούβας την εποχή που έγραφε, αλλά παρατηρούσε με το ίδιο ενδιαφέρον τις πιο πρόσφατες μπολιβαριανές επαναστάσεις - ο Cabral υπέθεσε ότι μια επαναστατική διαδικασία που πυροδοτήθηκε από τα πατριωτικά τμήματα της αστικής μικροαστικής τάξης και της νεολαίας που αστικοποιήθηκε πρόσφατα, και στη συνέχεια επεκτάθηκε στις αγροτικές μάζες, θα μπορούσε να ξεπεράσει τα όρια του αντιαποικιοκρατικού και αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και να αποκτήσει σοσιαλιστικό χαρακτήρα, ακόμη και αν δεν υπήρχε μια εργατική τάξη δυτικού τύπου (1). Ο πρωταγωνιστής αυτού του πρώτου σταδίου της διαδικασίας είναι αυτό που ο Cabral αποκαλεί εθνική τάξη, αλλά, πριν αναλύσουμε τα επόμενα στάδια, είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε πώς και γιατί απέδωσε στην αφρικανική λαϊκή κουλτούρα το ίδιο αντικαπιταλιστικό δυναμικό με τη δυτική εργατική τάξη (2).

 

3. Η αξία του πολιτισμού ως επαναστατικού παράγοντα

Στα γραπτά του, ο Cabral αφιερώνει πολύ χώρο και προσοχή στην αξία του πολιτισμού ως παράγοντα αντίστασης στην αποικιακή κυριαρχία. Από μια «ορθόδοξη» μαρξιστική άποψη (από την οποία θα έπρεπε να αποβληθούν τόσο η γκραμσιανή αντίληψη της ηγεμονίας (3) όσο και οι προβληματισμοί του ύστερου Λούκατς (4) για την ιδεολογία ως υλική εξουσία) η άποψη αυτή θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι δίνει υπερβολική βαρύτητα στην «υπερδομική» διάσταση του αντικαπιταλιστικού αγώνα,ενώ ταυτόχρονα το σύνθημά της «επιστροφής στις ρίζες» θα μπορούσε να υποδηλώνει μια παραχώρηση στην κολακεία της κουλτουραλιστικής και ουσιοκρατικής προσέγγισης των θεωρητικών της Νεγροσύνης και της κατάσταση του να είσαι μαύρος (Blackness) (βλ. τις δύο προηγούμενες αναρτήσεις).

Τίποτα από όλα αυτά. Ο Cabral έχει πλήρη επίγνωση του κινδύνου να υποτιμηθεί ο κίνδυνος που συνδέεται με τα οπισθοδρομικά στοιχεία του παρελθόντος, εξυψώνοντας άκριτα την κοινωνική πραγματικότητα και τις παραδόσεις της προ-αποικιακής Αφρικής, που παρουσιάζονται ως «φυσικά» κοινοτιστικές, ισότιμες, σε αρμονική ισορροπία με τη φύση κ.λπ. Ούτε συμμερίζεται την ψευδαίσθηση ότι αυτή μπορεί να αποκατασταθεί σαν να μην συνέβη τίποτα κατά την περίοδο μεταξύ αποικιοκρατίας και ανεξαρτησίας. Το σύνθημα της επιστροφής στις ρίζες και η έννοια της «επαναφρικανοποίησης» της αφρικανικής λαϊκής συνείδησης (5 ) μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο αν ληφθεί υπόψη ότι ο Cabral αντιλαμβάνεται τον όρο πολιτισμός με την ιστορική-υλική έννοια.

Ως ιστορικό προϊόν, ο πολιτισμός, υποστηρίζει, αντανακλά ανά πάσα στιγμή την υλική και πνευματική πραγματικότητα μιας κοινωνίας. Η παλιά και η νέα αποικιοκρατία προσπαθούσε διαρκώς να νομιμοποιηθεί αρνούμενη την ίδια την ύπαρξη αφρικανικής ιστορίας και πολιτισμού («Η Αφρική δεν υπάρχει», συνήθιζε να λέει ο Πορτογάλος φασίστας δικτάτορας Σαλαζάρ, προπομπός σχεδόν της Μάργκαρετ Θάτσερ που έλεγε ότι «η κοινωνία δεν υπάρχει»). Αλλά η αλήθεια είναι ότι η αφρικανική ιστορία και ο πολιτισμός υπήρχαν επί αιώνες όταν διακόπηκαν βίαια από τους αποικιοκράτες (η αποικιοκρατία πρέπει να θεωρηθεί, γράφει ο Cabral, ως το μπλοκάρισμα της ιστορίας μιας δεδομένης χώρας που παράγει την επιτάχυνση της ιστορικής ανάπτυξης άλλων χωρών (6)) και οι αφρικανικοί λαοί δεν θα είναι ελεύθεροι μέχρι να επιστρέψουν στους δρόμους της δικής τους πολιτιστικής παράδοσης (που επανασχεδιάστηκε μέσα από την εμπειρία του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα).

Η επιστροφή είναι δυνατή στο βαθμό που οι παραδοσιακοί πολιτισμοί έχουν επιδείξει υψηλό βαθμό αντοχής, παρά την προσπάθεια των αποικιοκρατών να τους εξαλείψουν ή/και να τους καταστήσουν λειτουργικούς για τη δική τους κυριαρχία. Μια δύναμη που σκοπεύει να επιβάλει την κυριαρχία της σε έναν ξένο λαό, υποστηρίζει ο Cabral, πρέπει στην πραγματικότητα να επιλέξει μεταξύ δύο πραγμάτων: είτε να εξοντώσει ολόκληρο τον πληθυσμό (αυτός είναι ο τρόπος της αποικιοκρατίας των εποίκων, η οποία στοχεύει στην αντικατάσταση των γηγενών πληθυσμών με τους δικούς της: βλ. τη γενοκτονία των γηγενών πληθυσμών της Βόρειας Αμερικής και της Αυστραλίας, το ναζιστικό σχέδιο κατοχής της Ρωσίας και το σιωνιστικό σχέδιο εξόντωσης/διωγμού του παλαιστινιακού λαού), είτε να επιβάλει τον δικό της πολιτισμό στον κυριαρχούμενο λαό. Στην Αφρική, οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις προσπάθησαν να ακολουθήσουν τη δεύτερη οδό, αλλά απέτυχαν. Τόσο επειδή η αποικιοκρατία δεν κράτησε αρκετά ώστε να επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό η καταστροφή του πολιτισμού των κυριαρχούμενων λαών, όσο και επειδή ο πολιτισμός είναι ο πιο προφανής και άμεσος παράγοντας αντίστασης στην ξένη κυριαρχία.

 

Ειδικότερα, εξηγεί ο Cabral αναφερόμενος στην πραγματικότητα της Γουινέας Μπισσάου, έξω από τα αστικά κέντρα ο πολιτισμός των αποικιοκρατών είχε ελάχιστη, αν όχι καθόλου, επιρροή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η επανάσταση, αν και ξεκίνησε από τμήματα της αστικής μικροαστικής τάξης και των πρόσφατα αστικοποιημένων στρωμάτων της νεολαίας, πέτυχε μόνο επειδή ρίζωσε στις πλατιές αγροτικές μάζες. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το κόμμα (βλ. προηγούμενη ενότητα), το οποίο, ως υπέρμαχος της σχέσης ανταλλαγής μεταξύ ελίτ και μαζών, επέτρεψε στις πρώτες να κατανοήσουν τον πλούτο της λαϊκής κουλτούρας και στις δεύτερες να αυξήσουν την πολιτική τους συνείδηση ερχόμενες σε επαφή με διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και εθνοτικές ομάδες (7). Όλα αυτά βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση του ορισμού της τάξης-έθνος που υιοθέτησε ο Cabral για να υποδηλώσει μια μορφή ταξικής πάλης ελλείψει κοινωνικής σύνθεσης δυτικού τύπου.

 

4. Σκιαγράφηση της ιστορίας του απελευθερωτικού πολέμου στη Γουινέα Μπισσάου

Όταν ρωτήθηκε για τις στρατηγικές του αντάρτικου ενάντια στο στρατό των αποικιοκρατών σε κάποιους από τους διαλόγους που συγκεντρώθηκαν στον τόμο που συζητάμε, ο Cabral εξήγησε ότι από την αρχή έγιναν δύο επιλογές που αποδείχθηκαν καθοριστικές. Πρώτον, υιοθετήθηκε η αρχή του κατά το δυνατόν περιορισμού των απωλειών, που σήμαινε να μην αντιμετωπίζεται ο εχθρός στο έδαφός του και σε ευνοϊκές γι' αυτόν καταστάσεις, αλλά να τον αναγκάζουν να διασκορπίζει τις δυνάμεις του (δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς την αναλογία με τον κανόνα που ακολούθησε ο κινεζικός λαϊκός στρατός στον πόλεμο κατά των Ιαπώνων και των Κουομιντάνγκ: ένας εναντίον δέκα στρατηγικά δέκα εναντίον ενός τακτικά). Για το σκοπό αυτό, αποφεύχθηκε, σε αντίθεση με άλλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, η εμπλοκή γειτονικών χωρών με την ανάπτυξη μονάδων μάχης εκτός συνόρων. Το στρατήγημα λειτούργησε, διότι οι Πορτογάλοι, σίγουροι ότι οι επιθέσεις θα προέρχονταν από έξω, ανέπτυξαν τον κύριο όγκο των στρατευμάτων τους κατά μήκος των συνόρων, αποδυναμώνοντας το κέντρο της χώρας. Έτσι, οι αντάρτες μπόρεσαν να πάρουν τον έλεγχο των κεντρικών περιοχών και στη συνέχεια να προελάσουν. Επιπλέον, η διασπορά των εχθρικών στρατευμάτων και οι κακές και αναποτελεσματικές οδοί επικοινωνίας διευκόλυναν τις επιθέσεις για να διακοπεί η διοικητική τους μέριμνα.

 

Μια άλλη αναλογία με τις αρχές του κινεζικού απελευθερωτικού πολέμου φαίνεται όταν ο Cabral τονίζει το γεγονός ότι ο ανταρτοπόλεμος ήταν πάντα υπό την ηγεσία του κόμματος: αν και οι επιμέρους μάχιμες μονάδες απολάμβαναν τη μέγιστη δυνατή αυτονομία, προκειμένου να διασφαλιστεί η ευελιξία και η κινητικότητα της δράσηςτους, η αρχή ότι το αντάρτικο ήταν ο ένοπλος βραχίονας του κόμματος δεν αμφισβητήθηκε ποτέ.

 

Τέλος, και αυτή είναι μια άλλη πτυχή που, μαζί με αυτές που επισημάνθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους, επιβεβαιώνει τον θεωρητικά προηγμένο και καινοτόμο χαρακτήρα του κοινωνικοπολιτικού, αλλά και στρατιωτικού πειράματος της αντιαποικιακής επανάστασης της Γουινέας Μπισάου, ο Cabral επισημαίνει με υπερηφάνεια ότι, στις απελευθερωμένες περιοχές, οικοδομήθηκαν αυτά που θα αποτελούσαν τα στοιχεία του μελλοντικού ανεξάρτητου κράτους: διοίκηση, υγεία, εκπαίδευση, δικαστήρια, φυλακές κ.λπ. Μιλώντας σε ένα διεθνές συνέδριο λίγο πριν τη δολοφονία του και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, ανακοίνωσε ότι προετοιμάζονταν τοπικές εκλογές για την ανάδειξη της πρώτης Εθνοσυνέλευσης και δήλωσε ότι, ενώ εκείνη την εποχή οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν από το κόμμα, αμέσως μετά την ανεξαρτησία αυτές θα τις έπαιρναν τα λαϊκά εκλεγμένα όργανα. Πράγμα που μας φέρνει κατευθείαν στα ερωτήματα σχετικά με τη σχέση μεταξύ της εθνικής απελευθέρωσης, της κοινωνικής χειραφέτησης και της πολιτικής φύσης του κράτους που δημιούργησε ο αντιιμπεριαλιστικός πόλεμος. Ζητήματα που, όπως είδαμε στις δύο προηγούμενες αναρτήσεις, αποτελούν αντικείμενο σκληρής διαμάχης σχετικά με τα αίτια της αποτυχίας πολλών μετα-αποικιακών κρατών μπροστά στη νεοαποικιοκρατική επίθεση.

 

5. Έθνος-κράτος και κοινωνική επανάσταση

Όπως τονίσαμε μόλις τώρα, στη Γουινέα Μπισσάου ο αποικιοκρατικός απελευθερωτικός αγώνας συνοδεύτηκε από την οικοδόμηση του νέου έθνους-κράτους, το οποίο πήρε σάρκα και οστά καθώς απελευθερώνονταν όλο και μεγαλύτερα εδάφη. Υπογραμμίσαμε επίσης πώς, σύμφωνα με τον Cabral, αυτοί οι νέοι λαϊκοί θεσμοί, ως αποτέλεσμα της ευρείας δημοκρατικής συμμετοχής, αναμενόταν να αντικαταστήσουν το κόμμα στο ρόλο του φορέα λήψης πολιτικών αποφάσεων. Γνωρίζουμε ότι αυτό το σχέδιο, το οποίο συμμερίζονταν και άλλα επαναστατικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων της Αγκόλας και της Μοζαμβίκης, στην πραγματικότητα δεν υλοποιήθηκε, ενώ η νεοαποικιακή αντεπίθεση έσβησε τα αφρικανικά όνειρα για χειραφέτηση. Τέλος, γνωρίζουμε ότι τα αίτια της αποτυχίας αποδόθηκαν, από την αριστερά, στο γεγονός ότι επιλέχθηκε ο δρόμος της οικοδόμησης νέων εθνών-κρατών, αναπόφευκτα προορισμένων να εγκλωβίσουν το επαναστατικό κίνημα σε νέες δομές εξουσίας και πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης, ενώ από τη δεξιά, στο γεγονός ότι υιοθετήθηκαν ιδεολογίες, όπως ο δυτικός μαρξισμός και ο μοντερνισμός, ξένες προς την αφρικανική πραγματικότητα και παράδοση, όπου η μόνη δυνατότητα χειραφέτησης συνδεόταν με την εκ νέου ανακάλυψη των αυθεντικών πολιτισμών της ηπείρου.

Ανεξάρτητα από αυτές τις αντίθετες διαγνώσεις και τη βαρύτητα που πρέπει να δοθεί στα υποκειμενικά σφάλματα και όχι στις αντικειμενικές αιτίες της αποτυχίας, πρέπει να τεθούν τα εξής ερωτήματα: ήταν η ήττα αναπόφευκτη, εγγεγραμμένη στην ιστορική αναγκαιότητα; Ήταν και εξακολουθεί να είναι η μετάβαση από την εθνική απελευθέρωση στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού μια ανέφικτη ουτοπία; Υπό ποιες συνθήκες μπορούν να γίνουν και πάλι επίκαιρα τα σχέδια αυτού που ο Kevin Ochieng Okoth αποκαλεί Κόκκινη Αφρική (βλ. προηγούμενη ανάρτηση);

Αυτά τα ζητήματα θα τα θίξω στα συμπεράσματα για το αφρικανικό τρίπτυχο που κλείνει το παρόν άρθρο, αλλά πρώτα θα ήθελα να ολοκληρώσω την ανάλυση της σκέψης του Cabral δείχνοντας πώς το όραμά του για τη μετα-αποικιακή Γουινέα Μπισάου συνάδει με τις καινοτόμες έννοιες της ταξικής πάλης και της πολιτισμικής πάλης που περιγράφηκαν στις προηγούμενες παραγράφους.

«Η εκμετάλλευση δεν έχει χρώμα», καταθέτει ο Cabral σε ένα απόσπασμα στο τέλος του οποίου διευκρινίζει ότι ο στρατηγικός στόχος της αντιαποικιακής επανάστασης δεν είναι να κερδίσει το δικαίωμα να υψώσει μια εθνική σημαία αλλά να βάλει τέλος στην εκμετάλλευση, όχι μόνο από τους λευκούς αποικιοκράτες αλλά και από τη μαύρη αστική τάξη. Έχοντας διαπιστώσει ότι ήταν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, η αστική μικροαστική τάξη που ηγήθηκε του αγώνα, ο Cabral λέει ότι γνωρίζει ότι η τάση αυτού του κοινωνικού στρώματος είναι αναπόφευκτα («το κοινωνικό ον είναι αυτό που καθορίζει τη συνείδηση», όπως το έθεσε ο Μαρξ) να μονοπωλεί την πολιτική ηγεσία του κινήματος, και για το λόγο αυτό, προσθέτει, η PAIGC προσπαθούσε πάντα να ελέγχει την κοινωνική σύνθεση της ηγεσίας της. Είναι όμως αυτό αρκετό για να αποτρέψει τον κίνδυνο η εξουσία να καταλήξει στα χέρια μιας νέας μαύρης ελίτ;

 

Θέλοντας να απαντήσει σε αυτό, ο Cabral θα επιστρέψει στο μαρξιστικό δόγμα που εντάσσει την εργατική τάξη στο κέντρο του αγώνα για το σοσιαλισμό. Δεδομένου ότι η επανάσταση στη Γουινέα Μπισσάου όφειλε να πάρει υπόψη της την απουσία μιας πραγματικής εργατικής τάξης, εκτός από μια μικρή μειοψηφία, και δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να νικήσει αν ένα μόνο κοινωνικό στρώμα είχε ηγηθεί του αγώνα, ο αγώνας αυτός δεν ήταν ένας ταξικός αγώνας με την κλασική έννοια, αλλά ένας λαϊκός αγώνας, για τον οποίο ο Cabral, όπως είδαμε, επινόησε την έννοια του ταξικού έθνους. Έχοντας πει όλα αυτά, ο Cabral αναρωτιέται: ποιος θα ελέγχει την πολιτική εξουσία μετά την απελευθέρωση; Η απουσία μιας πραγματικής εργατικής τάξης που μόλις αναφέρθηκε- όσον αφορά δε την αγροτική τάξη, αν και θα ήταν ο πιο προφανής υποψήφιος για να αναλάβει αυτό το ρόλο, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του λαού, δεν διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες (τις οποίες θα μπορέσει να αποκτήσει μόνο στο τέλος μιας μακράς διαδικασίας πολιτικής εγκλιματισμού)- τέλος, καθώς δεν υπάρχει σύγχρονη αστική τάξη, επιστρέφουμε στο γεγονός ότι μόνο η μικροαστική τάξη διαθέτει τα εργαλεία για να οικοδομήσει και να κυβερνήσει τον κρατικό μηχανισμό.

 

Και λοιπόν; Με δεδομένο ότι μόλις επιτευχθεί η ανεξαρτησία και εξαντληθεί η λειτουργία του ταξικού έθνους, οι ταξικές συγκρούσεις θα ξανανοίξουν, υποστηρίζει ο Cabral, η μόνη ευκαιρία να μπει η χώρα στο δρόμο προς το σοσιαλισμό είναι να αυτοκτονήσει η μικροαστική τάξη ως τάξη, «διαλυόμενη» μέσα στις πλατιές λαϊκές μάζες για να τις εκπαιδεύσει να επιτελέσουν το έργο της διακυβέρνησης της χώρας. Όσον αφορά το κοινωνικοοικονομικό πρόγραμμα: για να ξεκινήσει ο δρόμος της μετάβασης, υποστηρίζει, το πρώτο καθήκον είναι η επανάσταση στη γεωργία. Μια επανάσταση τεχνικο-παραγωγική, αφού, ελλείψει ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γης (η οποία, όπως είδαμε, ανήκει στις κοινότητες των χωριών), ο στόχος δεν είναι η κλασική αναδιανομή της γης. Η καταλληλότερη δομή για να φυτευτούν οι πρώτοι σπόροι μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, γράφει ο Cabral, είναι μάλλον η συνεταιριστική μορφή, η οποία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ύπαρξη μιας παράδοσης αυθόρμητης συνεργασίας στο επίπεδο των οικογενειών και των χωριών.

Αν ο Cabral  δεν είχε δολοφονηθεί από τους πράκτορες του ιμπεριαλισμού, μαζί με τους περισσότερους Αφρικανούς ηγέτες μαρξιστικής τάσης, θα είχε αυτό το πολιτικό πρόγραμμα πιθανότητες επιτυχίας; Ίσως όχι, δεδομένης της τρομερής οικονομικής και στρατιωτικής πίεσης που ασκούσαν οι δυτικές νεοαποικιοκρατικές δυνάμεις και του καιροσκοπισμού πολλών μετα-αποικιακών αφρικανικών ελίτ. Ωστόσο, αυτό δεν δικαιολογεί την απώλεια ενδιαφέροντος το οποίο, από τη δεκαετία του 1970, οι δυτικοί ριζοσπάστες αριστεροί έδειξαν για τη θεωρητική και ιδεολογική συμβολή των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων, απορρίπτοντάς την ως «τριτοκοσμικότητα».

Αυτή η τύφλωση επιβεβαιώνει την κρίση του Cabral , ο οποίος, μιλώντας για τη νεοαποικιακή επίθεση που βασίστηκε στην αναπτυξιακή «βοήθεια» και τη συνενοχή των κομπραδόρων νεοαστικών τάξεων, είπε ότι, αν αυτή η επίθεση είχε νικήσει, θα ήταν μια ήττα της παγκόσμιας εργατικής τάξης και όχι των αποικιοκρατούμενων λαών, αφού η εκμετάλλευση των τελευταίων θα χρηματοδοτούσε τη δημιουργία μιας δυτικής εργατικής αριστοκρατίας που θα ήταν ανθεκτική σε κάθε σχέδιο επαναστατικού μετασχηματισμού. Ποτέ δεν υπήρξε μια προφητεία πιο εύστοχη.

 

 

Συμπερασματικά

 Bouamama, Okoth, Cabral:

 Η σχέση μεταξύ εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 

 και σοσιαλιστικής επανάστασης

 

Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να συνοψίσω αυτά που θεωρώ ότι είναι τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της διαδρομής των ταξικών  αγώνων στην Αφρική που πρότεινα στις τρεις τελευταίες αναρτήσεις.

Πρώτον, πιστεύω ότι και οι τρεις συγγραφείς που εξέτασα, αν και με διαφορετικές προσεγγίσεις και απόψεις, συμβάλλουν σημαντικά στην κριτική του υποτιθέμενου οικουμενισμού της δυτικής κουλτούρας. Πρώτον, επειδή καταρρίπτουν τον αποικιοκρατικό και ρατσιστικό μύθο των «λαών χωρίς ιστορία», ο οποίος επί μακρόν χρησίμευε για να δικαιολογήσει τον επεκτατισμό των δυτικών εθνών εις βάρος του υπόλοιπου κόσμου. Αυτή η αφήγηση, η οποία ισχυρίζεται ότι οι ελληνολατινικές και εβραιοχριστιανικές παραδόσεις έχουν το μονοπώλιο της πολιτιστικής, κοινωνικής και πολιτικής προόδου, είχε ήδη γελοιοποιηθεί μπροστά στις χιλιετείς ασιατικές (Κίνα, Ινδία και αλλού) και αμερικανικές (Μάγια, Αζτέκοι, Ίνκας) παραδόσεις, αλλά, καθώς η ιστορία της αφρικανικής ηπείρου (και όχι πλέον μόνο της αρχαίας Αιγύπτου) αναδύεται από τη σκιά στην οποία την είχε κρύψει η «ανατολίτικη» ιδεολογία (8), ακούγεται, περισσότερο από γελοία, εγκληματική, αν αληθεύει , όπως υποστηρίζει ο Cabral, ότι η αποικιακή κυριαρχία διέκοψε και μπλόκαρε την ιστορία ορισμένων χωρών προκειμένου να παραγάγει την επιτάχυνση της ιστορικής εξέλιξης άλλων χωρών.

Καθώς η αφήγηση αυτή δεν μπορεί πλέον να υποστηριχθεί, τουλάχιστον στις πιο άξεστες μορφές της, έχει αντικατασταθεί από το παράδειγμα της «σύγκρουσης των πολιτισμών» (9), το οποίο, ενώ αναγνωρίζει την ύπαρξη ιστοριών, παραδόσεων και αξιών διαφορετικών και όχι λιγότερο αρχαίων από εκείνες της Δύσης, επιβεβαιώνει ότι η ιστορία ,η παράδοση και οι αξίες της Δύσης είναι ανώτερες επειδή είναι οι μόνες που, στο βαθμό που εγγυώνται την ατομική ελευθερία και το δικαίωμα, μπορούν να θεωρηθούν «πραγματικά» οικουμενικές (ακόμη και αν, όπως ειρωνικά σχολίασε ο Μαρξ, περιορίζονται στα δικαιώματα και την ελευθερία του αστού).

 

Αλλά η συμβολή των τριών φίλων μας είναι και  ότι δεν νομιμοποιούν τις αντι-αφηγήσεις των ουσιοκρατικών και κουλτουραλιστικών θεωρητικών (αφρο-πεσιμιστές, αποαποικιοκράτες κ.λπ.), οι οποίοι, μέσω των εννοιών της νεγροσύνης, της μαυρότητας και άλλων παρόμοιων, επιχειρούν να επικαλεστούν «εναλλακτικές» οικουμενικότητες σε σχέση με τη δυτική, απαξιώνοντας ως «ευρωκεντρικές» τις θεωρίες και τις ιδεολογίες που, όπως ο μαρξισμός και ο αντιιμπεριαλιστικός πατριωτισμός, ενέπνευσαν εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.

Παραμένοντας στο θέμα του ευρωκεντρισμού. Σε διάφορα κείμενα (10) έχω ασκήσει δριμεία κριτική στον αναμφισβήτητα ευρωκεντρικό χαρακτήρα (με τις δέουσες εξαιρέσεις) της δυτικής μαρξιστικής παράδοσης, αναφερόμενος ιδίως στην οικονομιστική θέση σύμφωνα με την οποία η μετάβαση στο σοσιαλισμό είναι δυνατή μόνο όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο, καθώς και στη συνακόλουθη θέση της, σύμφωνα με την οποία σε αυτό το επίπεδο η αντίφαση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής η μετάβαση έχει τα χαρακτηριστικά της ιστορικής «αναγκαιότητας». Ο Λένιν αξίζει τα εύσημα για την απόρριψη αυτού του δόγματος, τόσο με την εισαγωγή της έννοιας του «αδύνατου κρίκου» στην αλυσίδα (η σοσιαλιστική επανάσταση είναι δυνατή μάλλον εκεί όπου οι κυρίαρχες ελίτ δεν είναι πλέον σε θέση να ασκήσουν την ηγεμονία τους), όσο και με την αναγνώριση του στρατηγικού ρόλου των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων στη δημιουργία των συνθηκών για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Οι συγγραφείς που μόλις συζητήσαμε κάνουν ένα ακόμη, αποφασιστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Αν η κινεζική επανάσταση και οι επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής είχαν ήδη αποδείξει επαρκώς (11) πώς η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι αποκλειστικό μονοπώλιο της εργατικής τάξης δυτικού τύπου, αλλά μπορεί να επιτευχθεί (και ιστορικά έχει επιτευχθεί μόνο από) μεγάλες, κυρίως αγροτικές μάζες, οι τρεις συγγραφείς μας έχουν επεκτείνει περαιτέρω την έννοια της αντικαπιταλιστικής ταξικής πάλης: 1) αναδεικνύοντας τον τρόπο που οι μαύρες κοινότητες της διασποράς συνέβαλαν στην υπέρβαση των δια-εθνικών συγκρούσεων και στην άνοδο μιας επαναστατικής παναφρικανικής συνείδησης, 2) τονίζοντας πώς οι παραδοσιακές κουλτούρες μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να αναλάβουν το ρόλο ανταγωνιστικών υποκειμένων συγκρίσιμων με τη δυτική εργατική τάξη, 3) ασκώντας κριτική σε όσους αποδίδουν την αποτυχία των μετα-αποικιακών πολιτικών σχεδίων στο γεγονός ότι έχουν πάρει την κρατική μορφή, ξεχνώντας ότι ο στόχος της οικοδόμησης του έθνους-κράτους έχει εντελώς διαφορετικό νόημα στο πλαίσιο των αποικιοκρατούμενων κόσμων από ό,τι στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, 4) αποδεικνύοντας ότι η αποκέντρωση της παραγωγής στις αναπτυσσόμενες χώρες και η συνέχιση της νεοαποικιακής εκμετάλλευσης ολόκληρων ηπείρων είναι η βασική αιτία της ήττας του δυτικού βιομηχανικού προλεταριάτου, με αποτέλεσμα η σκυτάλη της σοσιαλιστικής επανάστασης να έχει περάσει πλέον στα χέρια του υπόλοιπου κόσμου.

Αυτό σημαίνει ότι είναι «αναγκαστικά» προορισμένη να νικήσει στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική; Η επιβεβαίωση μιας τέτοιας θέσης θα σήμαινε ότι αποδίδουμε στους νέους ή μελλοντικούς χειραφετημένους λαούς το ίδιο ιστορικό «πεπρωμένο» που αποδίδουμε εδώ και καιρό στο δυτικό προλεταριάτο. Αλλά το μέλλον δεν βρίσκεται στα χέρια οποιουδήποτε υποτιθέμενου ιστορικού «νόμου», αλλά των συγκεκριμένων υποκειμενικοτήτων που επιχειρούν να το οικοδομήσουν, πέρα από ουσιοκρατικούς και οικουμενικούς μύθους. Ακριβώς όπως η ήττα του κύματος των επαναστατικών αγώνων στη δεκαετία του 1970 στην Αφρική δεν ήταν αναπόφευκτη (καθώς κάθε ιστορικό πέρασμα θα μπορούσε να έχει διαφορετική έκβαση), με τον ίδιο τρόπο δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ένα νέο κύμα θα πετύχει.

 

 

 

 

 

Σημειώσεις

 

(1) Η συζήτηση σχετικά με τη σκοπιμότητα της πραγματοποίησης μιας σοσιαλιστικής επανάστασης ελλείψει ενός σύγχρονου βιομηχανικού προλεταριάτου μπορεί να αναχθεί στην περίφημη επιστολή στην Ζάσουλτς, στην οποία ο Μαρξ συζητά τη δυνατότητα -που θεωρητικοποιήθηκε από τους λαϊκιστές- ότι οι ρωσικές αγροτικές κοινότητες (obscina) θα μπορούσαν να περάσουν απευθείας στο σοσιαλισμό χωρίς να περάσουν από την καπιταλιστική φάση (βλ. K. Marx. F. Engels, India China Russia, il Saggiatore, Μιλάνο, 1960). Η συζήτηση συνεχίστηκε στη Λατινική Αμερική από συγγραφείς όπως οι Mariategui (Saggi sulla realtà peruviana, Einaudi, Torino 1972), Dussel (L'ultimo Marx, il Manifesto Libri, Roma 2009) και Linera (Forma valor y forma comunidad, quito 2015). Ο τελευταίος, ειδικότερα, υποστήριξε ότι οι αυθεντικές κοινότητες των Άνδεων, λόγω της αντίστασής τους στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, μπορούν να θεωρηθούν ως μια ανταγωνιστική τάξη. Ο Cabral προσθέτει ένα σημαντικό κομμάτι σε αυτή τη συζήτηση.

 

(2) Η έννοια του πολιτισμού στον Cabral είναι υλική-ανθρωπολογική, εφόσον αναφέρεται στις πρακτικές παραγωγής και αναπαραγωγής της ζωής και των κοινωνικών σχέσεων.

 

(3) Σχετικά με την γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας, βλέπε Quaderni dal carcere, 4 τόμοι. Einaudi, Τορίνο 2014.

 

(4) Πρβλ. G. Lukacs, Ontology of Social Being, 4 vols. Meltemi 2023.

 

(5) Σχετικά με την έννοια της επανα-αφρικανοποίησης του πολιτισμού, βλ. μεταξύ άλλων Ngugi Wa Tiong'o, Decolonising the Mind, Jaka Book,

 

(6) Για τη σχέση αλληλεξάρτησης ανάπτυξης/υποανάπτυξης βλέπε, μεταξύ άλλων, A. Visalli, Dependence, Meltemi, Μιλάνο 2020.

 

(7) Εδώ υπάρχει μια σαφής αναλογία με το λενινιστικό όραμα για τη σχέση κόμματος και τάξης: από τη μια πλευρά, το κόμμα πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τις μάζες και να ενσωματώνει την πρωτοπορία στο εσωτερικό του, από την άλλη πλευρά, οι μάζες μπορούν να αποκτήσουν πολιτική συνείδηση μόνο αν μάθουν να γνωρίζουν τις σχέσεις μεταξύ όλων των στρωμάτων που συνθέτουν την κοινωνία.

 

(8) Πρβλ. Edward Said, Orientalism, Feltrinelli, Μιλάνο 2013.

 

(9) Πρβλ. S. Huntington, Η σύγκρουση των πολιτισμών, Garzanti, Μιλάνο 2000.

 

(10) Πρβλ. ιδίως C. Formenti, Πόλεμος και Επανάσταση, 2 τόμοι. Meltemi, Μιλάνο 2023.

 

(11) Βλ. όπ.π., τόμ. II («Εγκόμιο στους ατελείς σοσιαλισμούς»), κεφάλαια 1 και 3.

 [----->]

 

Αφρικανικοί λαοί κατά του ιμπεριαλισμού - 2. Kevin Ochieng Okoth

 cabral 1170x658.jpg

https://www.sinistrainrete.info/estero/29260-carlo-formenti-i-popoli-africani-contro-l-imperialismo-2-kevin-ochieng-okoth.html

 

 

από τον Carlo Formenti

 

Το αφρικανικό τρίπτυχο, το οποίο ξεκίνησε με κριτικές για δύο βιβλία του Said Bouamama- συνεχίζεται με αυτή τη δεύτερη ανάρτηση που προδικάζει τον επίλογό μου στο βιβλίο Κόκκινη Αφρική του Kevin Ochieng Okoth, το οποίο θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία για τον εκδοτικό οίκο Meltemi στις 22 Οκτωβρίου. Eδώ θα βρείτε πολλά θέματα που πραγματεύεται το έργο του Bouamama, όπως η κριτική της «κουλτουραλιστικής» προσέγγισης (ξεκινώντας από τους μύθους της Νεγροσύνης (Negritude) στη διαδικασία χειραφέτησης των μετα-αποικιακών λαών από την αυτοκρατορική κυριαρχία της Δύσης, και όπως η απόρριψη της προσπάθειας απόρριψης του μαρξισμού ως «ευρωκεντρικού» και επομένως άχρηστου για την καθοδήγηση των αφρικανικών εθνών στο δρόμο της αυτόνομης ανάπτυξης. Σε σύγκριση με τον Bouamama, ο Okoth αναλύει εκτενέστερα και σε βάθος τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν οι αφροαμερικανικοί αγώνες στη διαμόρφωση ενός επαναστατικού παναφρικανικού πνεύματος. Τέλος, όπως θα δείτε, η άποψη του Okoth είναι πιο σκληρή από εκείνη του Bouamama απέναντι στα λάθη και τις οπορτουνιστικές επιλογές των ελίτ που ηγήθηκαν των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων (αλλά θα επανέλθω στο θέμα αυτό στο συμπέρασμά μου μετά τη δημοσίευση του τρίτου και τελευταίου μέρους αυτού του τρίπτυχου, αφιερωμένου στη σκέψη του Amilcar Cabral).

 

 

* * * *

Κόκκινη Αφρική. Ιδέες για την επιστροφή του Μαρξ στην Αφρική

Πριν από μισό αιώνα, μια σφοδρή αντεπίθεση του δυτικού ιμπεριαλισμού, υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, συνέτριψε τις ελπίδες των αδέσμευτων χωρών, πολλές από τις οποίες είχαν πρόσφατα επιτύχει την ανεξαρτησία τους, να πάρουν το δρόμο της ανάπτυξης και της μετάβασης στο σοσιαλισμό.

Πριν από αυτή την ήττα, υπήρχαν πράγματι οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις για να απελευθερωθεί ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας από την καταπίεση και την εκμετάλλευση; Το βιβλίο του Kevin Ochieng Okoth επιχειρεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, αναλύοντας παράλληλα τα αίτια της αποτυχίας αυτού του μεγαλειώδους κινήματος. Αλλά πάνω απ' όλα, περιγράφει το πιο προχωρημένο επίπεδο - αυτό που στο βιβλίο ονομάζεται Κόκκινη Αφρική - που εκείνος ο κύκλος αγώνων εξέφρασε σε πολιτικό, θεωρητικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η οπτική γωνία του συγγραφέα δεν είναι καθολική, με την έννοια ότι δεν ασχολείται με όλους τους επαναστατικούς αγώνες του Τρίτου Κόσμου: αναφέρει μόνο επεισοδιακά τους ασιατικούς και τους λατινοαμερικάνικους, επικεντρώνοντας αντίθετα σε εκείνους των αφρικανικών και αφροαμερικανικών (αμερικανικών και καραϊβικών) πληθυσμών και περιγράφοντας τη γέννηση και την κατάρρευση εκείνου του μαύρου διεθνισμού που, από τη μεταπολεμική περίοδο έως τη δεκαετία του 1970, έβαλε φωτιά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Το ενδιαφέρον αυτού του έργου, ωστόσο, δεν είναι αποκλειστικά, και ίσως ούτε καν κατά κύριο λόγο, ιστορικού τύπου, διότι υπάρχει ήδη -έστω και ελάχιστα γνωστή στην Ιταλία- μια πλούσια βιβλιογραφία για τα γεγονότα που περιγράφονται σε αυτό- είναι και κυρίως θεωρητικού τύπου, στο βαθμό που αγγίζει τέσσερα κρίσιμα θέματα της συζήτησης στον μαρξιστικό (και γενικότερα στον αντιιμπεριαλιστικό) χώρο: 1) είναι οι αγώνες των μαύρων ενάντια στην αποικιοκρατία, τον ρατσισμό και τον ιμπεριαλισμό συγκρίσιμοι με εκείνους των άλλων καταπιεσμένων λαών ή εμπεριέχουν μια ειδική διάσταση που μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο με την επίκληση της «οντολογικής» ιδιότητας του να είσαι Μαύρος (Blackness στο βιβλίο); 2) είναι η μαρξιστική θεωρία ικανή να ερμηνεύσει τις πολύπλοκες και διαστρωματωμένες σχέσεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης (οικονομικής, φυλετικής, αποικιακής κ.λπ.) που αντιπαρατίθενται μεταξύ λευκών και μαύρων, ή ενσωματώνει μια σειρά από ευρωκεντρικά στοιχεία που ακυρώνουν την κατανόηση του φαινομένου; 3) τα απομεινάρια του κοινοτισμού (ή του πρωτόγονου κομμουνισμού) και οι προ-καπιταλιστικές πολιτιστικές παραδόσεις ενσωματώνουν ένα αντικαπιταλιστικό δυναμικό, ή είναι ιστορικά οπισθοδρομικοί κοινωνικοί σχηματισμοί, άχρηστοι, αν όχι επιβλαβείς, για τους σκοπούς ενός μετασχηματισμού από σοσιαλιστική σκοπιά; 4) Η γέννηση, τυπικά ανεξάρτητων εθνικών κρατών μετά τους αντιαποικιακούς αγώνες ήταν ένα αναπόφευκτο στάδιο στη διαδικασία χειραφέτησης των χωρών του Τρίτου Κόσμου ή ήταν, όπως υποστηρίζει ο Antonio Negri, το «δηλητηριασμένο δώρο»(1) των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, το οποίο διευκόλυνε την ενσωμάτωσή τους στο νεοφιλελεύθερο σύστημα;

Στο πρώτο μέρος θα συνοψίσω την ιστορική ανάλυση του συγγραφέα. Στο δεύτερο μέρος θα υπεισέλθω στην ουσία των τεσσάρων ερωτημάτων που μόλις απαριθμήθηκαν, η σημασία των οποίων, κατά τη γνώμη μου, υπερβαίνει τα ζητήματα που πραγματεύεται ο Okoth, με την έννοια ότι συμβάλλει στην κατανόηση των λόγων της αποτυχίας εκείνου του δυτικού μαρξισμού, ο οποίος όχι μόνο δεν κατάφερε να συμβάλει σημαντικά στους αγώνες των μετα-αποικιακών εθνών, αλλά κυρίως δεν αναγνώρισε ότι από τους αγώνες αυτούς προέκυψε ένα καινοτόμο όραμα του μαρξισμού που αποτελεί αντίδοτο στη δογματική σκλήρυνση που έχει υποστεί η θεωρία στα δικά μας γεωγραφικά πλάτη.

1.

Στην εικοσαετία από τη διάσκεψη της Μπαντούνγκ (1955) μέχρι την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970, παίχτηκε ένα παιχνίδι ανάμεσα, από τη μια πλευρά, στο ενιαίο μέτωπο των λαών του Τρίτου Κόσμου, πολλοί από τους οποίους συγκλίνουν στο κίνημα των Αδεσμεύτων Χωρών και, από την άλλη, στο δυτικό μπλοκ, που ασχολείται με τον Ψυχρό Πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Okoth αποκαλεί «πνεύμα της Μπαντούνγκ» την προσπάθεια των πρώτων να βασίσουν την αλληλεγγύη όχι στις φυλετικές και πολιτιστικές συγγένειες, αλλά στην κοινή απόρριψη της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Ο όρος «ανένταχτοι» εκφράζει μια διεκδίκηση αυτονομίας από τους δύο αντιπάλους του Ψυχρού Πολέμου, η οποία δεν συνεπάγεται παραίτηση από τον στόχο της επιδίωξης μιας πρωτοφανέρωτης μορφής σοσιαλισμού του Τρίτου Κόσμου. Πρόκειται για μια φιλοδοξία που, αν και δεν ηγεμονεύεται (αν και σε κάποιο βαθμό υποστηρίζεται και επικροτείται) από το σοβιετικό μπλοκ, αποτελεί μια αφόρητη πρόκληση για τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα του δυτικού ιμπεριαλισμού, ιδίως των Ηνωμένων Πολιτειών, που έχει δεσμευτεί να εγκαθιδρύσει ένα νεοαποικιακό ασφυκτικό κλοιό στις περιοχές του κόσμου που μόλις χειραφετήθηκαν από την κυριαρχία των ευρωπαϊκών δυνάμεων (γι' αυτό η Αμερική, μετά τη γαλλική ήττα στο Dien Bien Phu, αντικατέστησε το γαλλικό στρατό στον πόλεμο κατά του Βιετνάμ).

 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έναν ακόμη λόγο να φοβούνται την αναταραχή στον Τρίτο Κόσμο αφού το πνεύμα της Μπαντούνγκ, το οποίο διαπερνά τους ηγέτες των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων στην αφρικανική ήπειρο, έχει μολύνει και τους μαύρους της Αμερικής. Ριζοσπάστες  Αφροαμερικανοί ηγέτες όπως ο Μάλκολμ Χ ταξίδεψαν στην Αφρική και επέστρεψαν με την πεποίθηση ότι πρέπει να γεννηθεί ένας μαύρος διεθνισμός. Το κίνημα των μαύρων στα Πανεπιστήμια (Black Campus Movement), που εισέβαλε στα πανεπιστήμια τη δεκαετία '65-'75, έκρυβε ένα μείγμα μαρξισμού, εθνικισμού και παναφρικανισμού, ενώ οι Μαύρες Σπουδές ( Black Studies), που δημιουργήθηκαν με την ώθηση αυτού του κύκλου αγώνων, σχεδιάστηκαν ως εργαλείο για την εκπαίδευση των «οργανικών διανοουμένων» της μαύρης επανάστασης. Η αντεπίθεση των ΗΠΑ στο εσωτερικό μέτωπο είναι σκληρή τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτισμικά και ιδεολογικά. Στο πρώτο, υπήρξε μια εκστρατεία στοχευμένων δολοφονιών και φυλακίσεων, η οποία διέλυσε συστηματικά τις ριζοσπαστικές οργανώσεις της μαύρης αριστεράς. Όσον αφορά το δεύτερο, ο Kevin Ochieng Okoth περιγράφει λεπτομερώς τη διαδικασία «κανονικοποίησης» των Μαύρων Σπουδών, με  την αποπομπή/παραγκωνισμό των «επικίνδυνων» καθηγητών και την αντικατάστασή τους από «μετριοπαθείς» μαύρους καθηγητές.

 

Δύο σχολές σκέψης ειδικότερα παρέχουν τα ιδεολογικά εργαλεία για αυτή την αντιπροπαγάνδα: ο Αφρο-πεσιμισμός 2.0 και οι Αποαποικιακές Σπουδές (μαζί με ορισμένα ρεύματα της μετα-αποικιακής σκέψης). Ο αφρο-πεσιμισμός 2.0 (στο βιβλίο AΠ 2.0) ορίζεται έτσι προκειμένου να ξεχωρίζει από τον «κλασικό» αφρο-πεσιμισμό (που απέδιδε τα προβλήματα των νέων ανεξάρτητων εθνών στην αφρικανική πολιτική κουλτούρα, η οποία ήταν αναποτελεσματική και διεφθαρμένη «εκ φύσεως»). Οι γκουρού του -μεταξύ των οποίων ο Frank Wilderson και ο Jared Sexton- προτείνουν μια «οντολογικοποίηση» της Μαύρης Φύσης, υποστηρίζοντας ότι η βία κατά των Μαύρων δεν είναι προϊόν της οικονομικής υπερεκμετάλλευσης και της αποικιακής καταπίεσης, αλλά μιας υποτιθέμενης «οντολογικής αναγκαιότητας» εγγεγραμμένης στα ίδια τα θεμέλια της δυτικής νεωτερικότητας: ο σύγχρονος κόσμος καθιστά αναγκαία τη βία κατά των Μαύρων, με την οποία ο Μαύρος/Σκλάβος αποανθρωποποιείται και αποκλείεται a priori από την άσκηση της πολιτικής. Από αυτό προκύπτει ότι δεν μπορεί να κερδίσει αναγνώριση και λύτρωση μέσω της άσκησης πολιτικής.

 

Η άποψη των Αποαποικιακών Σπουδών -μεγαλύτερος εκφραστής της οποίας είναι ο Walter Mignolo (2)- είναι ακόμη πιο ριζοσπαστική: το ζήτημα της αποαποικιοποίησης μπορεί να αντιμετωπιστεί και να επιλυθεί μόνο μέσω μιας συμβολικής-πολιτισμικής προσέγγισης. Έχοντας βάλει στην άκρη τη μαρξιστική κατηγορία της εκμετάλλευσης, η χειραφέτηση των μαύρων μπορεί να προέλθει μόνο από την ανακάλυψη της ταυτότητας και των πολιτισμικών τους ριζών- η αποδέσμευση από τη μητροπολιτική οικονομία και πολιτική που υποστηρίζει ο μαρξιστής Samir Amin (3) αντικαθίσταται από την αποδέσμευση από τη δυτική επιστημοσύνη. Τόσο αυτές οι δύο σχολές όσο και πολλοί εκφραστές των Μεταποικιακών Σπουδών απορρίπτουν τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες (ιδίως όταν εμπνέονται από τη μαρξιστική ιδεολογία) ως «κρατικιστικούς» στο βαθμό που υιοθετούν την έννοια του έθνους-κράτους που είναι τόσο συνυφασμένη με τη δυτική νεωτερικότητα όσο και ξένη προς τις αφρικανικές πολιτικές και πολιτιστικές παραδόσεις- ο μαρξισμός είναι απελπιστικά «ευρωκεντρικός» και συνεπώς ανίκανος να ερμηνεύσει τις συγκεκριμένες αντιφάσεις της αποικιακής κατάστασης. Οι θέσεις αυτές δεν είναι ηγεμονικές μόνο στα αγγλοαμερικανικά πανεπιστήμια (και όλο και περισσότερο σε εκείνα του υπόλοιπου δυτικού κόσμου), αλλά εξαπλώνονται και μεταξύ των μαύρων διανοουμένων σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Αφρικής, όπου, όπως θα δούμε σε λίγο, συμβάλλουν στην ενίσχυση της ηγεμονίας των μετα-αποικιακών νεοαστικών τάξεων.

 

Η ιμπεριαλιστική αντεπίθεση στο αφρικανικό μέτωπο δεν είναι λιγότερο σφοδρή από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες, και παρόλο που στη δεκαετία του 1970 η νίκη του Βιετνάμ και οι επαναστάσεις στις πρώην πορτογαλικές αποικίες κατάφεραν να κρατήσουν ψηλά το λάβαρο του σοσιαλιστικού δρόμου για την εθνική απελευθέρωση, μέχρι τότε το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς για την Ουάσιγκτον και τις άλλες νεοαποικιακές δυνάμεις είχε ήδη ουσιαστικά γίνει. Πρώτον, μέσω των στοχευμένων δολοφονιών πολλών αφρικανών ηγετών (Patrice Lumumba  στο Κονγκό, Omar Blondin Diop στη Σενεγάλη, Pio Gama Pinto στην Κένυα, Amílcar Cabral  στη Γουινέα Μπισάου, μεταξύ άλλων) ή δεξιών πραξικοπημάτων, όπως αυτό που ανέτρεψε τον πρόεδρο της Γκάνας Nkrumah . Στη συνέχεια, με τη συνένωση ενός μεγάλου μέρους των εθνικών αστικών τάξεων που είχαν ηγηθεί των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν αναρτήσει το λάβαρο του «αφρικανικού σοσιαλισμού» (Senghor  στη Σενεγάλη, Kenyatta  στην Κένυα, Touré  στη Γουινέα, Nyerere  στην Τανζανία). Τέλος, εκμεταλλευόμενοι την κρίση χρέους που ακολούθησε την πετρελαϊκή κρίση, η οποία έσπρωξε τα έθνη του Τρίτου Κόσμου στις δαγκάνες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της «βοήθειάς» τους, που συνδέθηκε με την υιοθέτηση φιλελεύθερων πολιτικών.

 

 

Ο Okoth αποδίδει την έλλειψη ανθεκτικότητας αυτών των αφρικανικών ψευδοσοσιαλισμών απέναντι στη δυτική επίθεση, εκτός από τις αντικειμενικές δυσκολίες που συνδέονται με την οικοδόμηση νέων εθνικών οντοτήτων, στην ιδεολογική αδυναμία των αντίστοιχων ηγετών τους. Ασχολούμενος ειδικότερα με τον Senghor, υπογραμμίζει τη στενή σχέση του με την έννοια της Νεγροσύνης. Το πολιτικό-πολιτιστικό αυτό κίνημα είχε το προτέρημα -κυρίως χάρη στην Aimée Césaire (4)- να εξυψώνει την ομορφιά, το πνεύμα και τις μορφές της αφρικανικής τέχνης και του πολιτισμού, ενώ ταυτόχρονα προωθούσε την ανάπτυξη ενός αισθήματος αντιρατσιστικής υπερηφάνειας στους μαύρους πληθυσμούς. Ωστόσο, ο Senghor αυτό το εκμεταλλεύτηκε για να τροφοδοτήσει τον μύθο της πρωτοτυπίας του αφρικανικού κοινοτισμού ως θεμέλιο ενός εναλλακτικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό. Ειδικότερα, αντιστρέφοντας την προοπτική του Althusser (5), ο Senghor αντιπαρέβαλε τον «ανθρωπιστή» Μαρξ των απαρχών με τον «επιστήμονα» Μαρξ της ωριμότητας, υποστηρίζοντας ότι ο πρώτος ήταν πιο λειτουργικός για το εγχείρημα ενός σοσιαλισμού με αφρικανικά χαρακτηριστικά.

 

Από την πλευρά τους, ηγέτες όπως ο Kenyatta, ο Touré και ο Nyerere διατύπωσαν ακόμη πιο δραστικά σχέδια για την «αφρικανοποίηση» του σοσιαλισμού, απορρίπτοντας τον μαρξισμό ως ευρωκεντρική ιδεολογία στο σύνολό του (σε συμφωνία με τις θέσεις της AΠ 2.0 και των Αποαποικιακών Σπουδών, που υπενθυμίσαμε παραπάνω). Ο Okoth απορρίπτει αυτή την προσέγγιση κατηγορώντας την ευθέως ότι αποτελεί ιδεολογική μεταμφίεση των εθνικών αστικών τάξεων για να δικαιολογήσουν την παράδοσή τους στα δυτικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όλα αυτά τα καθεστώτα έχουν καταστείλει τις αριστερές αντιδράσεις.

 

Εντελώς διαφορετική είναι η εκτίμηση του Okoth για τους απελευθερωτικούς αγώνες στις πρώην πορτογαλικές αποικίες (Γουινέα Μπισσάου, Πράσινο Ακρωτήριο, Αγκόλα και Μοζαμβίκη). Τα κινήματα αυτά (Κόκκινη Αφρική στο βιβλίο) αναπτύχθηκαν σε ένα πλαίσιο αρκετά ιδιαίτερο και διαφορετικό από εκείνο των άλλων αφρικανικών χωρών: ξεκινώντας από μια ταξική σύνθεση που λάμβανε υπόψη την παρουσία μαζών φτωχών λευκών εποίκων που είχαν μεταναστεύσει από τη μητέρα πατρίδα σε αναζήτηση εργασίας, και μιας προοδευτικής μαύρης μικροαστικής τάξης που, αν και είχε υποστεί μια διαδικασία αφομοίωσης, έτρεφε πατριωτικά αισθήματα- και τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησε η Επανάσταση των Γαρυφάλλων, η οποία ανέτρεψε το φασιστικό καθεστώς του Σαλαζάρ το 1974. Πάνω απ' όλα, ωστόσο, επρόκειτο για κινήματα που επέλεξαν ένα μαρξιστικό όραμα της επαναστατικής διαδικασίας (με διαφορετικές αποχρώσεις: ενώ η αγροτική και φοιτητική βάση υπέφερε από την κινεζική επιρροή, οι άρχουσες ελίτ παρέμειναν ως επί το πλείστον φιλορωσικές, αν και όχι δογματικά μαρξιστικές-λενινιστικές). Ειδικότερα, ο Okoth εκθειάζει την αντίληψη της επαναστατικής διαδικασίας που ανέπτυξε ο Amílcar Cabral, μια αντίληψη που, σύμφωνα και πάλι με τον Okoth, ευνοούσε τον πειραματισμό, στις περιοχές που απελευθερώθηκαν κατά τη διάρκεια του αντιαποικιακού πολέμου, προηγμένων μορφών άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας. Ένα πείραμα που η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του κομματικού κράτους θα εκμηδένιζε αργότερα. Αλλά αυτό θα το συζητήσω στην επόμενη ενότητα.

 

2.

Επιστρέφω στα τέσσερα θεωρητικά θέματα που παρατίθενται στην εισαγωγή.

1) Για το ζήτημα της Νεγροσύνης.

Με την εμπεριστατωμένη κριτική του στη «μονολιθική» έννοια της Νεγροσύνης, ο Okoth συμβάλλει σημαντικά στην κατανόηση των πολιτικο-πολιτισμικών επιπτώσεων της «γλωσσικής στροφής» στις κοινωνικές επιστήμες, αποκαλύπτοντας τον λειτουργικό της χαρακτήρα στο εγχείρημα της αποπολιτικοποίησης της ταξικής σύγκρουσης γενικά και της σύγκρουσης μεταξύ των λαών του Τρίτου Κόσμου και των μητροπολιτικών κέντρων ειδικότερα, καθώς και την άρνηση της στενής σχέσης μεταξύ της ταξικής πάλης και της αντιρατσιστικής πάλης. Η ΑΠ 2.0 και οι Αποαποικιακές Σπουδές, από τη μια πλευρά, «οντολογικοποιούν» την κατάσταση των μαύρων ανθρώπων με την επίκληση της φιγούρας του Μαύρου/Σκλάβου, ο οποίος, εκτός από αναγκαίο προϊόν της νεωτερικότητας ως τέτοιας -και όχι των απαιτήσεων της πρωτόγονης συσσώρευσης του κεφαλαίου-, γίνεται έτσι κάτι απολύτως διαφορετικό από τα άλλα φυλετικά υποκείμενα της αποικιακής καταπίεσης, ενώ από την άλλη μετατοπίζουν το πρόταγμα της χειραφέτησης από το έδαφος της κριτικής της πολιτικής οικονομίας σε εκείνο της αποαποικιοποίησης των γλωσσών και της γνώσης.

 

Αυτή η επιχείρηση δεν είναι τυχαίο προϊόν του αγγλοσαξονικού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και μιας διανοητικής κάστας που δεν έχει σχέσεις με τα υποκείμενα του αγώνα. Προκειμένου να την αποδομήσει, ο Okoth δείχνει πώς αυτή η προσέγγιση είναι αποτέλεσμα μιας θεώρησης που επικεντρώνεται στην αφροαμερικανική εμπειρία στις Ηνωμένες Πολιτείες, αγνοώντας τόσο την ύπαρξη διαφορετικών μορφών δουλείας στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και τον ισλαμικό κόσμο, όσο και την πολλαπλότητα των τυπολογιών της σχέσης μεταξύ ρατσισμού και καπιταλιστικής εκμετάλλευσης - μια πολλαπλότητα που αντανακλά τις διαφορετικές μορφές που παίρνει η ιμπεριαλιστική καταπίεση σε διαφορετικά περιφερειακά πλαίσια. Έχοντας διαπιστώσει ότι ο Μαύρος, ως οντολογική κατηγορία, είναι ένα απλό ακαδημαϊκό κατασκεύασμα, ο Okoth αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου στην απόρριψη της αδέξιας προσπάθειας να στρατολογήσει τον νεαρό Fanon του Μαύρο δέρμα,λευκές μάσκες (Pelle nera, maschere bianche ,ETS, Ρώμη 2015) στο στρατόπεδο των θεωρητικών των αποκλειστικά ψυχικών και ταυτοτικών ριζών της φυλετικής σύγκρουσης, αντιπαραθέτοντάς τον στον αντιιμπεριαλιστή και αντικαπιταλιστή Fanon του Οι καταραμένοι της γης (I dannati della terra,Einaudi, Τορίνο 2007).

 

 

2) Σχετικά με τον μαρξιστικό ευρωκεντρισμό.

Το ότι στοιχεία ευρωκεντρισμού υπάρχουν στη σκέψη του Μαρξ και του Ένγκελς και γενικότερα στην παράδοση του δυτικού μαρξισμού (σε πολύ μικρότερο βαθμό στον Λένιν, ο οποίος, ωστόσο, δεν μπορεί εύκολα να ενταχθεί σε αυτή την παράδοση), είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός, όπως έχει υποστηρίξει επαρκώς, μεταξύ άλλων, ο Hosea Jaffe (6).  Επιπλέον, αυτό φαίνεται αναπόφευκτο αν αναλογιστεί κανείς την ιστορική περίοδο και το γεωγραφικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε το θεωρητικό έργο των ιδρυτών του κομμουνισμού, όπως μαρτυρεί η εμμονή των ιχνών του προοδευτισμού, του εξελικτισμού και του θετικισμού του Διαφωτισμού στο έργο τους (βλ. την υπερεκτίμηση του ρόλου της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, την τελεολογική θεώρηση της ιστορικής διαδικασίας κ.ά.) (7). Το αν αυτά τα στοιχεία υπονομεύουν την ικανότητα του μαρξισμού να συμβάλει αποφασιστικά στην ανάλυση των αγώνων για τη χειραφέτηση των αποικιακών λαών, όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς που επικρίνει ο Okoth, είναι μια εντελώς άλλη ιστορία.

 

 

Ο Okoth αντλεί πληροφορίες από μια εκτενή βιβλιογραφία για να καταδείξει πώς ο Μαρξ περιέγραψε, αν και μη συστηματικά, το στρατηγικό βάρος της απλήρωτης εργασίας στη συσσώρευση του κεφαλαίου  πέρα από το ότι ανέλυσε τη σχέση μεταξύ της πρωταρχικής συσσώρευσης, του ρατσισμού και της δουλείας και τη διατήρηση των προκαπιταλιστικών μορφών εκμετάλλευσης ως μόνιμων και δομικών φαινομένων του τρόπου παραγωγής και όχι ως απλών καταλοίπων. Πάνω απ' όλα, όμως, αξιοποιεί τη στροφή του ύστερου Μαρξ (8), αναφερόμενος στην περίφημη επιστολή του προς τη Βέρα Ζάσουλιτς (9) και στην κριτική του αντιπαράθεση με τους Ρώσους λαϊκιστές σχετικά με τη δυνατότητα των ρωσικών αγροτικών κοινοτήτων να μπορέσουν να φτάσουν στο σοσιαλισμό χωρίς να περάσουν από την καπιταλιστική φάση. Την προσέγγιση του Okoth, παρεμπιπτόντως, συμμερίζονται αρκετοί μαρξιστές της Λατινικής Αμερικής, όπως ο Carlos Mariategui του Περού (10) και ο Álvaro Linera της Βολιβίας (11). Δεν γνωρίζω αν ο Okoth είναι εξοικειωμένος με αυτές τις συνεισφορές, το βέβαιο είναι ότι θεωρεί τη σκέψη του Amílcar Cabral ως το πιο προχωρημένο σημείο του ρεύματος σκέψης που ονομάζει Κόκκινη Αφρική, και ο Cabral εξέφρασε θέσεις παρόμοιες με αυτές που μόλις αναφέρθηκαν, αποδίδοντας στην «εθνική τάξη» τον ρόλο του πρωταγωνιστή της πρώτης φάσης της αντιαποικιακής επανάστασης, μια φάση η οποία, προκειμένου να μεταβεί στο σοσιαλισμό, θα πρέπει να ακολουθηθεί από μια δεύτερη φάση, κατά την οποία αναδύονται οι ταξικές διαφορές στη μετα-αποικιακή κοινωνία, και μια τρίτη φάση, η οποία χαρακτηρίζεται από την αυτοκτονία των μικροαστικών πρωτοποριών ως τάξη ως προοίμιο της κοινωνικής επανάστασης. Σε ένα διαφωτιστικό απόσπασμα του βιβλίου που μόλις διαβάσατε, διαβάζουμε ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι τι μπορεί να κάνει ο μαρξισμός για αυτές τις επαναστάσεις, αλλά τι μπορούν να κάνουν αυτές οι επαναστάσεις για τον μαρξισμό. Συμφωνώ απόλυτα, με την έννοια ότι πολλές επαναστάσεις του Τρίτου Κόσμου, στην Ασία (Κίνα και Βιετνάμ), στην Αφρική (Γουινέα, Αγκόλα και Μοζαμβίκη), στη Λατινική Αμερική (Κούβα, Βενεζουέλα, Βολιβία), προκάλεσαν βαθιές αναπροσαρμογές της μαρξιστικής θεωρίας που σήμερα αποτελούν πολύ πιο οξυμένα εργαλεία για μια αντικαπιταλιστική παγκόσμια επανάσταση από τον εξαντλημένο δυτικό μαρξισμό.

 

 

 

3) Παραδοσιακοί πολιτισμοί και σοσιαλιστική μετάβαση

Ορισμένες μορφές πρωτόγονου κοινοτισμού θα πρέπει να θεωρηθούν απλώς ως προ-καπιταλιστικά κατάλοιπα ή μπορούν να εκφράσουν (βλ. προηγούμενο σημείο) ένα αντικαπιταλιστικό δυναμικό; Σε αυτό το ζήτημα, η θέση του Okoth δεν είναι απολύτως σαφής. Από τη μία πλευρά, όπου ασκεί κριτική στους αφρικανικούς «σοσιαλισμούς» που απορρίπτουν τον μαρξιστικό ευρωκεντρισμό και υιοθετούν τις αξίες και τις πρακτικές αλληλεγγύης των προ-αποικιακών κοινωνικών σχηματισμών ως βάση μιας εναλλακτικής πορείας προς τον σοσιαλισμό, φαίνεται να κλίνει προς την πρώτη εναλλακτική λύση, παραθέτοντας συγγραφείς που απορρίπτουν τις «νοσταλγικές» και πρωταρχικές εμμονές ως οπισθοδρομικές ενώ από την άλλη , δεν παραλείπει να σημειώσει ότι ακόμη και οι ιδεολογίες των κινημάτων που αποκαλεί Κόκκινη Αφρική ενσωματώνουν σε κάποιο βαθμό τον μαρξισμό με τις παραδοσιακές κουλτούρες των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται (επί τη βάσει της απομάκρυνσης μεταξύ των πολιτισμένων ελίτ και των λαϊκών μαζών). Εν ολίγοις, όπως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι από το βιβλίο απουσιάζουν οι αναφορές στους λατινοαμερικάνικους μαρξισμούς που αναφέρθηκαν προηγουμένως (πόσο μάλλον στον σοσιαλισμό «με κινέζικα χαρακτηριστικά»), έχει κανείς την αίσθηση ότι ο Okoth αγωνίζεται να απομακρυνθεί από το «κανονικό» μοντέλο του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού που διατύπωσαν οι Μαρξ και Ένγκελς στα τέλη του 19ου αιώνα. Ετσι, το πραγματικό ερώτημα πίσω από όλα αυτά είναι εξαιρετικά φιλοσοφικό: η καθολική αξία μιας επαναστατικής εμπειρίας μετριέται σε σχέση με την προσέγγισή της σε κάποιο θεωρητικό δόγμα ή και, αν όχι πάνω απ' όλα, σε σχέση με τα πρακτικά της αποτελέσματα; Και γενικότερα: υπάρχει ένα καθολικό κριτήριο κρίσης που να μην είναι το «τοπικό» προϊόν του δυτικού ορθολογισμού; Αλλά, δεν είναι προφανώς ο κατάλληλος χώρος για να ασχοληθούμε με ένα τόσο δύσκολο ερώτημα.

 

 

4) Έθνος-κράτος και αντιαποικιακή επανάσταση

Ακόμη και στο ζήτημα του έθνους-κράτους, η θέση του Okoth δεν είναι απαλλαγμένη από αμφισημίες. Από τη μία πλευρά, αντιπαρατίθεται στα ρεύματα του μαύρου αναρχισμού που εξυμνούν την εμπειρία των maroons (των δραπετών σκλάβων της Καραϊβικής) οι οποίοι ίδρυσαν αυτάρκεις και αυτοδιοικούμενες κοινότητες χωρίς κράτος, και επιβεβαιώνει επανειλημμένα ότι η επιδίωξη των αποικιακών λαών για αυτοδιάθεση συνδέεται αναγκαστικά με την οικοδόμηση των εθνικών κρατών, του μοναδικού μέσου που μπορεί να τους επιτρέψει να διεκδικήσουν την ταυτότητα και τα συμφέροντά τους σε έναν κόσμο εθνικών κρατών. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, παραθέτει και την προκατάληψη του Negri ότι το έθνος-κράτος είναι το «δηλητηριασμένο δώρο» των αντιαποικιακών επαναστάσεων (12) και, ενώ εξυμνεί τις μορφές άμεσης δημοκρατίας που πειραματίστηκαν στις απελευθερωμένες περιοχές κατά τη διάρκεια των απελευθερωτικών πολέμων των πρώην πορτογαλικών αποικιών, φαίνεται να αποδίδει την επακόλουθη εξαφάνισή τους στην επιβεβαίωση μιας κεντρικής εξουσίας που μονοπωλείται από κομματικά κράτη, τα οποία διαμορφώνονται με βάση την εμπειρία των πραγματικών σοσιαλισμών. Αυτή η παραχώρηση στο μεταμοντέρνο Zeitgeist της δυτικής αριστεράς συνάδει με το τελευταίο μέρος του έβδομου κεφαλαίου, όπου ο Okoth εξυμνεί την Andrée Blouin, τη μαύρη φεμινίστρια που υποστηρίζει ότι, αν οι γυναίκες ήταν επικεφαλής, η αντιαποικιακή επανάσταση θα είχε διαφορετική έκβαση(13).

 

Προσωπικά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι η ιδέα, που διατυπώθηκε πριν από έναν αιώνα από τον Λένιν, ότι η αρχή της αυτοδιάθεσης και ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία των αποικιακών (πλέον μετα-) λαών ήταν και εξακολουθεί να είναι αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας αντιιμπεριαλιστικής και αντικαπιταλιστικής επανάστασης και ότι η οικοδόμηση των εθνικών κρατών, ακόμη και με όλες τις αντιφάσεις που συνδέονται με αυτή τη διαδικασία, ήταν και παραμένει ένα θεμελιώδες στάδιο για τη χειραφέτηση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων λαών και τάξεων. Αυτό φαίνεται να ισχύει περισσότερο από ποτέ στο σημερινό ιστορικό πλαίσιο, που χαρακτηρίζεται από την κρίση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης υπό την ηγεσία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, στην οποία πολλά μετα-αποικιακά έθνη αγωνίζονται να ξεφύγουν από την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία που η Δύση κατάφερε να αποκαταστήσει πάνω σε αυτούς τους λαούς μετά την επίτευξη της επίσημης ανεξαρτησίας - ένας αγώνας που μπορεί να πετύχει μόνο αν λάβει αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Κλείνω λέγοντας ότι το βιβλίο του Okoth, παρά κάποια όρια που προσπάθησα να επισημάνω σε αυτό το τελευταίο μέρος, αποτελεί αναμφίβολα μια σημαντική συμβολή στην κατανόηση των ταξικών αγώνων στην Αφρική και γενικότερα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου: ένα στρατηγικό εγχείρημα που οι μεταμοντέρνοι αριστεροί έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό.

 

 

Σημειώσεις

 

(1) Cfr. M. Hardt, A.Negri, Impero. Il nuovo ordine della globalizzazione, Rizzoli, Milano 2001.

(2) Cfr. W. Mignolo, C. Walsh, Decolonialità. Concetti, analisi, prassi, Castelvecchi, Roma 2024.

(3) Cfr. S. Amin, La déconnextion. Pour sortir du système mondial, La Découvert, Paris 1986.

(4) Ακόμη και αν ο Okoth κατηγορεί τον συγγραφέα του Discourse on Colonialism  ότι δεν χειραφετήθηκε ποτέ πραγματικά από τη γαλλική πολιτιστική ηγεμονία, σε βαθμό που να υποστηρίζει το καθεστώς της Μαρτινίκας ως υπερπόντιου διαμερίσματος,ωστόσο του αναγνωρίζει ότι διατύπωσε μια από τις πιο σκληρές και συνεκτικές καταγγελίες του ρατσισμού, φτάνοντας στο σημείο να εξομοιώνει τα εγκλήματα του ναζισμού με εκείνα των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών. Αυτό για το οποίο κατηγορεί τον Χίτλερ ο διακεκριμένος, ουμανιστής, χριστιανός αστός του 20ού αιώνα «δεν είναι το ίδιο το έγκλημα , δεν είναι το έγκλημα κατά του ανθρώπου, αλλά το έγκλημα κατά του λευκού ανθρώπου, το γεγονός ότι εφάρμοσε στην Ευρώπη εκείνες τις τυπικά αποικιοκρατικές μεταχειρίσεις που μέχρι τότε αποτελούσαν αποκλειστικό προνόμιο των Αράβων της Αλγερίας, των κουλί της Ινδίας και των νέγρων της Αφρικής». Πρβλ. A. Césaire, Discourse on Colonialism, onbre corte, Verona 2020, σ. 57.

(5) Πρβλ. L. Althusser, Per Marx, Editori Riuniti, Ρώμη 1967.

(6) Πρβλ. H. Jaffe, Davanti al colonialismo, Jaka Book, Μιλάνο 1995. Ο συγγραφέας έχει ασχοληθεί με το θέμα του ευρωκεντρισμού στους Μαρξ και Ένγκελς στο άρθρο L'eurocentrismo «funzionale» di Marx ed Engels στο ιστολόγιο «Per un socialismo del secolo XXI» (https://socialismodelsecoloxxi.blogspot.com/2021/02/leurocentrismo-funzionale-di-marx-ed.html).

(7) Μια από τις πιο ακριβείς αναλύσεις αυτών των ιχνών της αστικής κουλτούρας του 19ου αιώνα βρίσκουμε στο corpus των μαρξικών έργων του C. Preve, La filosofia imperfetta , FrancoAngeli, Μιλάνο 1984. Από την πλευρά μου αυτό το έχω αναπτύξει στο πρώτο κεφάλαιο, La cassetta degli attrezzi,  του πρώτου τόμου του τελευταίου μου βιβλίου, Guerra e rivoluzione , Meltemi, Μιλάνο 2023.

(8) Πρβλ. E. Dussel, L’ultimo Marx , manifestolibri, Ρώμη 2009.

(9) Πρβλ. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, India Cina Russia, Il Saggiatore, Μιλάνο 1960.

(10) Πρβλ. J.C. Mariategui, Sette saggi sulla realtà peruviana , Einaudi, Τορίνο 1972.

(11) Πρβλ. Linera, Forma valor y forma comunidad, Traficantes de Sueños, Κίτο 2015.

(12) Βλ. υποσημείωση 1.

(13) Βάζοντας σε παρένθεση αυτή την αδιαμφισβήτητη ιδεολογική θέση, ομολογώ ότι με ενόχλησε η σφοδρή κριτική της Blouin στον Lumumba που παραδόθηκε στους εκτελεστές του επειδή εκβιάστηκε από το γεγονός ότι η οικογένειά του βρισκόταν στα χέρια τους. Σύμφωνα με την Blouin, έδειξε έτσι ότι έβαλε τα δικά του συναισθήματα πάνω από την επαναστατική υπόθεση, κάτι που εκείνη, όπως γράφει, είχε πάντα αρνηθεί να κάνει. Αν υποθέσουμε ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος, αυτό θα αποδείκνυε μόνο ότι για να είναι μια γυναίκα πραγματικά επαναστατική, θα έπρεπε να ευθυγραμμιστεί με τις αξίες ενός καθαρά ανδρικού πολεμικού ηρωισμού, μια άποψη που δεν νομίζω ότι πολλές φεμινίστριες θα ήταν πρόθυμες να συμμεριστούν.