Αφρικανικοί λαοί κατά του ιμπεριαλισμού 3. Amilcar Cabral

 Amílcar Cabral com Fidel Castro.png

 

 

 

 

 

 

 

του Carlo Formenti

 

Ο Amilcar Cabral είναι ο τελευταίος Αφρικανός επαναστάτης διανοούμενος σε αυτό το τρίπτυχο, στο οποίο έχω ήδη παρουσιάσει τις ιδέες του Said Bouamama και του Kevin Ochieng Okoth. Γεννημένος στη Νέα Γουινέα από γονείς από το Πράσινο Ακρωτήρι το 1924, όταν η χώρα ήταν ακόμη πορτογαλική αποικία, το 1945 έλαβε υποτροφία που του επέτρεψε να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, όπου πήρε πτυχίο γεωπονίας και όπου παρέμεινε μέχρι το 1952, αλλά κυρίως όπου γνώρισε εκείνους που θα γίνονταν, μαζί του, οι ηγέτες των απελευθερωτικών πολέμων στις άλλες πορτογαλικές αποικίες, μεταξύ των οποίων ο Αγκολέζος Mario Pinto de Andrade και ο Μοζαμβικανός Eduardo Mondlane. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του ως τοπογράφος, πρωτοστάτησε στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία που έληξε νικηφόρα το 1973, λίγους μήνες μετά τον θάνατό του (τον Ιανουάριο του ίδιου έτους δολοφονήθηκε από Πορτογάλους πράκτορες). Η θεωρητική, πολιτική και πολιτιστική συμβολή του στην αντιαποικιοκρατική και αντιιμπεριαλιστική επανάσταση και στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας είναι μεγάλη και παραμένει ένα υποχρεωτικό σημείο αναφοράς για την κατανόηση της δυναμικής της ταξικής πάλης στην Αφρική. Για να παρουσιάσω τη σκέψη του, χρησιμοποίησα εδώ μια ανθολογία που συγκεντρώνει κείμενα ομιλιών που εκφώνησε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του ανά τον κόσμο για να συγκεντρώσει την αλληλεγγύη στον αγώνα του λαού της Γουινέας («Return to the Source», Monthly Review Press). Στο τέλος, θα βγάλω τα συμπεράσματά μου από αυτό το ταξίδι τριών σταδίων.

* * * *

1. Η θεωρία και η πράξη ως στιγμές μιας ενιαίας μαθησιακής διαδικασίας

Στις συζητήσεις στο πεδίο του μαρξισμού, το σύνθημα «χωρίς θεωρία, δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση» επανέρχεται συχνά πυκνά, παρμένο δουλοπρεπώς από κάποια κείμενα του Λένιν. Δυστυχώς, η δήλωση αυτή πολλές φορές ερμηνεύεται ως επιβεβαίωση της υπεροχής της θεωρητικής στιγμής έναντι της πράξης: πρώτα έρχεται η θεωρία και μετά, υπό τη προϋπόθεση και μόνο ότι η θεωρία είναι σωστή (δηλαδή αν τα ιερά κείμενα του μαρξισμού-λενινισμού έχουν ερμηνευτεί σωστά), έρχεται η πράξη (οργάνωση, πολιτικό πρόγραμμα, τακτική, στρατηγική κ.λπ.). Δεδομένου ότι θεωρώ το σχήμα αυτό ξένο προς την πραγματική σκέψη του Λένιν (άποψη που δεν θα υποστηρίξω εδώ, για να μην απομακρυνθώ πολύ από το σκοπό της παρούσας εργασίας), το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για μια άποψη ασύμβατη με τις ιδέες του Cabral επάνω στο θέμα.

Στις δημόσιες συζητήσεις που περιλαμβάνονται στην προαναφερθείσα ανθολογία, τον ρωτούσαν πολλές φορές αν το κίνημα του οποίου ηγείτο εμπνεόταν από τη θεωρία και την ιδεολογία του μαρξισμού-λενινισμού. Όλες οι απαντήσεις του ήταν παραλλαγές της ίδιας αρχής, που αντιπροσωπεύεται απόλυτα από την ακόλουθη μεταφορά: «η επανάσταση είναι σαν ένα φόρεμα που πρέπει να προσαρμόζεται από καιρό σε καιρό στο ένα ή στο άλλο σώμα». Και εξηγεί: οι δύο πρώτοι στόχοι που θέσαμε στους εαυτούς μας ήταν: 1) να καθορίσουμε ποιοι είμαστε και ποιος είναι ο εχθρός μας- 2) να ξεκινήσουμε από τις τρέχουσες, συγκεκριμένες (ιστορικές, οικονομικές, πολιτικές, γεωγραφικές κ.λπ.) συνθήκες της χώρας μας, έχοντας πάντα πλήρη επίγνωση ότι θα έπρεπε να έχουμε το θάρρος να επινοήσουμε τον δρόμο της επανάστασής μας, απορρίπτοντας εκ των προτέρων κάθε «προκατασκευασμένο» σχέδιο ή μοντέλο. Με άλλα λόγια: χτίσαμε τη θεωρία μας καθορίζοντας κάθε φορά ποιες συγκεκριμένες δυνατότητες δράσης μας πρόσφερε το πλαίσιο στο οποίο λειτουργούσαμε.

Εμβαθύνοντας στην ουσία της ερώτησης αναφορικά με τον μαρξισμό-λενινισμό, παραδέχεται: όταν αρχίσαμε να σχεδιάζουμε τον απελευθερωτικό μας αγώνα γνωρίζαμε πολύ λίγα για τη θεωρία- βεβαίως στη συνέχεια μελετήσαμε, αλλά πάντα προσαρμόζοντας τις αρχές που μαθαίναμε από τις εμπειρίες των άλλων, στη συγκεκριμένη ιστορική μας πραγματικότητα. Συνοψίζοντας: η ιδεολογία μας, όταν είμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε τον αγώνα, περιοριζόταν σε λίγα σημεία: να απελευθερωθούμε από την ξένη κυριαρχία, να πάρουμε το δρόμο της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και να κρατήσουμε την εξουσία σταθερά στα χέρια του λαού. Φυσικά δεν αγνοούσαμε την έννοια του ιμπεριαλισμού, αλλά δεν είχαμε αυταπάτες ότι θα μπορούσαμε να κινητοποιήσουμε τους ανθρώπους στο όνομα του «αντιιμπεριαλιστικού αγώνα» (για τι πράγμα μιλάτε, θα μας ρωτούσαν), αυτό θα μπορούσαν να το κάνουν μόνο αν βασιζόμαστε στην καθημερινή τους εμπειρία από τα δεινά που υπέφεραν και την εκμετάλλευση. Σήμερα, μετά από χρόνια αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, ακόμα και τα παιδιά ξέρουν τι σημαίνει αποικιοκρατία και ιμπεριαλισμός.

Ωστόσο, από αυτή τη χαμηλών τόνων προσέγγιση, από αυτή τη «χαμηλών τόνων» αντίληψη που πολλοί ακαδημαϊκοί μαρξιστές θα απέρριπταν ως καθαρό εμπειρισμό, προέκυψαν μια σειρά από κάθε άλλο παρά περιθωριακές συνεισφορές στην εργαλειοθήκη του διεθνούς μαρξιστικού κινήματος σε θέματα όπως η τάξη και η επανάσταση, η λαϊκή κουλτούρα ως παράγοντας του αντικαπιταλιστικού αγώνα, το έθνος-κράτος και το κόμμα, η σοσιαλιστική μετάβαση, η μετα-αποικιοκρατία και η νεο-αποικιοκρατία κ.λπ.

 

 

2. Ανάλυση της σύνθεσης των τάξεων και θεωρία του επαναστατικού υποκειμένου

Η κοινωνικοοικονομική σύνθεση του έστω και μικρού αφρικανικού έθνους (η Γουινέα Μπισσάου έχει έκταση συγκρίσιμη με εκείνη του Βελγίου) εμφανίζεται, στη σχολαστική αναπαράσταση του Cabral, εξαιρετικά πολύπλοκη, καθώς είναι απογυμνωμένη από εθνοτικές και πολιτισμικές γραμμές, και από περιφερειακές συνθήκες, εισοδηματικά επίπεδα και παραγωγικούς ρόλους. Στα γραπτά του, ο Cabral λαμβάνει υπόψη του την ιδιαιτερότητα των πορτογαλικών αποικιών σε σύγκριση με άλλες δυτικές αυτοκρατορίες. Η Πορτογαλία, ως το λιγότερο ανεπτυγμένο έθνος στην Ευρώπη, δεν ήταν ποτέ σε θέση να μπορεί να παραχωρήσει ανεξαρτησία στις αποικίες της εξασφαλίζοντας παράλληλα τη συνέχεια ενός νεοαποικιακού ελέγχου των πόρων τους. Αντιθέτως, το φασιστικό καθεστώς της Λισαβόνας ενθάρρυνε τη μετανάστευση των πολιτών της στις αφρικανικές αποικίες προκειμένου να μειώσει τις εντάσεις που δημιουργούσαν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, με αποτέλεσμα το ποσοστό των λευκών εποίκων να είναι υψηλότερο από ό,τι στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές αποικιακές περιοχές.

Ο Cabral ξεκινά την ανάλυσή του από αυτόν τον παράγοντα, που είναι συγκεντρωμένος στις πόλεις και έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη χώρα προέλευσης: στην κορυφή βρίσκονται οι διευθυντές των βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων και τα ανώτερα στελέχη της αποικιακής διοίκησης- αμέσως από κάτωι οι υπάλληλοι και τα μεσαία στελέχη- στη βάση της πυραμίδας βρίσκονται οι μισθωτοί, κυρίως ειδικευμένοι εργάτες και σε κάθε περίπτωση καλύτερα αμειβόμενοι από το τοπικό εργατικό δυναμικό. Η συντριπτική πλειονότητα όσων ανήκαν σε αυτή την ομάδα ήταν προφανώς εχθρική προς τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Ο Cabral συνεχίζει να εξηγεί ότι η στρατηγική του αποικιοκρατικού καθεστώτος για να διασπάσει τους Αφρικανούς ήταν η αναπαραγωγή τις ίδιας διαστρωμάτωσης σε ένα μέρος του ντόπιου αστικού πληθυσμού, ενσταλάζοντας στη μικροαστική τάξη των «αφομοιωμένων» (λευκοί υπάλληλοι, διοικητικοί τεχνικοί και διανοούμενοι) μια αίσθηση ανωτερότητας έναντι του υπόλοιπου πληθυσμού και μια νοοτροπία ίδια με αυτή των αποικιοκρατών.

Η στρατηγική αυτή ελάχιστα λειτούργησε, καθώς ένα μέρος της ντόπιας μικροαστικής τάξης (εκπρόσωπος της οποίας ήταν και ο ίδιος ο Cabral) «πρόδωσε» την ίδια του την τάξη σε βαθμό που ανέλαβε το ρόλο του πυρήνα συγκρότησης του κινήματος. Σε ποια άλλα κοινωνικά στρώματα θα μπορούσε να βασιστεί αυτός ο πυρήνας για να πετύχει την υλοποίηση του πολιτικού του σχεδίου; Ο Cabral υπογραμμίζει την απουσία μιας πραγματικής εργατικής τάξης δυτικού τύπου, με εξαίρεση τους λιμενεργάτες (από την αρχή ενεργό μέρος του αγώνα) και κάποιους άλλους τύπους μισθωτών με επισφαλή και περιστασιακή εργασία. Μένοντας στην πόλη, υπήρχε επίσης ένας τομέας του λούμπεν προλεταριάτου (μικροεγκληματίες, πόρνες κ.λπ., που συχνά έπαιζαν το ρόλο των κατασκόπων και των πληροφοριοδοτών της αποικιακής διοίκησης), αλλά κυρίως μια μάζα νέων ανθρώπων πρόσφατης αστικοποίησης που αποδείχθηκαν πολύτιμη δεξαμενή στελεχών.

Όσον αφορά την υπόλοιπη χώρα, οι μεγάλες αγροτικές μάζες αντιπροσώπευαν προφανώς την ομάδα που ενδιαφερόταν περισσότερο - καθώς ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στην καταπίεση και την εκμετάλλευση - στον απελευθερωτικό αγώνα. Ωστόσο, σημειώνει ο Cabral, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι, σε αντίθεση με τις αγροτικές μάζες που πρωταγωνίστησαν στην κινεζική επανάσταση, αυτό το κοινωνικό στρώμα δεν είχε πίσω του μια μακρά παράδοση εξεγέρσεων. Επιπλέον, προκειμένου να τις πολιτικοποιήσει, το κίνημα έπρεπε να πάρει υπόψη την παρουσία διαφορετικών εθνοθρησκευτικών ομάδων με διαφορετικές κοινωνικές δομές. Οι Balantes, κυρίως ανιμιστές, δεν είχαν ακριβείς κοινωνικές και πολιτικές ιεραρχίες (τα συμβούλια των πρεσβυτέρων έπαιρναν τις αποφάσεις) και καλλιεργούσαν γη που θεωρούνταν κοινή ιδιοκτησία (αν και κάθε οικογένεια μπορούσε να έχει τα δικά της εργαλεία εργασίας και ένα μερίδιο των προϊόντων που ήταν απαραίτητα στη διαβίωση της).

Αντίθετα, οι Fula, επί το πλείστον μουσουλμάνοι, ήταν μια ιεραρχικά δομημένη ημι-φεουδαρχική ομάδα: αρχηγοί, ευγενείς και ιερείς στην κορυφή, τεχνίτες στη μέση και αγρότες χωρίς δικαιώματα στη βάση. Ούτε η εθνοτική ομάδα των Fula είχε ατομική ιδιοκτησία στη γη, αλλά οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται για τους ευγενείς. Όσον αφορά τη θέση των γυναικών: οι γυναίκες Balanteήταν σχετικά ελεύθερες ενώ οι γυναίκες Fula ήταν καταπιεσμένες ακόμα και για τις παραδοσιακά πολυγαμικές συνθήκες. Προφανώς οι διαφορές αυτές επηρέασαν τις δυνατότητες κινητοποίησης: ενώ οι Balantes ανταποκρίθηκαν θετικά, οι Fula ήταν πιο δύσκολο να κινητοποιηθούν, η ελίτ των οποίων ήταν δεμένες με την αποικιακή εξουσία, με εξαίρεση τους Dyulas - μια κάστα νομαδικών εμπόρων - οι οποίοι αποδείχθηκαν χρήσιμοι στη διάδοση ειδήσεων, ιδεών και πληροφοριών από το ένα χωριό στο άλλο.

 

Αφού αναλύθηκε αυτή η πολύπλοκη εικόνα, το κίνημα έπρεπε να επιλύσει ένα θεμελιώδες ερώτημα: πώς να ενώσει τα κομμάτια του κοινωνικού μωσαϊκού σε ένα επαναστατικό μέτωπο; Το πρώτο βήμα ήταν να δημιουργηθεί ένα κόμμα (το PAIGC - Αφρικανικό Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Γουινέας και του Πράσινου Ακρωτηρίου) για την πολιτική οργάνωση του λαού (μια διαδικασία που κράτησε τρία χρόνια). Η πολλαπλότητα των εμπλεκόμενων εθνικών και κοινωνικών φορέων καθιστούσε δύσκολη την υλοποίηση αυτού του στόχου,που θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τη διατήρηση των θετικών πολιτιστικών αξιών όλων των ομάδων και τη συγχώνευσή τους σε μια ενιαία εθνική διάσταση. Και εδώ είναι που ο Cabral δείχνει τη θεωρητική του δημιουργικότητα, ξεκινώντας από την αρχή ότι ο ταξικός χαρακτήρας του πολιτισμού δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, ακόμη και με την παρουσία μιας εμβρυακής ταξικής δομής όπως αυτή που μόλις περιγράφηκε.

Εμπνευσμένος από τις επαναστατικές διαδικασίες της Λατινικής Αμερικής - της Κούβας την εποχή που έγραφε, αλλά παρατηρούσε με το ίδιο ενδιαφέρον τις πιο πρόσφατες μπολιβαριανές επαναστάσεις - ο Cabral υπέθεσε ότι μια επαναστατική διαδικασία που πυροδοτήθηκε από τα πατριωτικά τμήματα της αστικής μικροαστικής τάξης και της νεολαίας που αστικοποιήθηκε πρόσφατα, και στη συνέχεια επεκτάθηκε στις αγροτικές μάζες, θα μπορούσε να ξεπεράσει τα όρια του αντιαποικιοκρατικού και αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και να αποκτήσει σοσιαλιστικό χαρακτήρα, ακόμη και αν δεν υπήρχε μια εργατική τάξη δυτικού τύπου (1). Ο πρωταγωνιστής αυτού του πρώτου σταδίου της διαδικασίας είναι αυτό που ο Cabral αποκαλεί εθνική τάξη, αλλά, πριν αναλύσουμε τα επόμενα στάδια, είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε πώς και γιατί απέδωσε στην αφρικανική λαϊκή κουλτούρα το ίδιο αντικαπιταλιστικό δυναμικό με τη δυτική εργατική τάξη (2).

 

3. Η αξία του πολιτισμού ως επαναστατικού παράγοντα

Στα γραπτά του, ο Cabral αφιερώνει πολύ χώρο και προσοχή στην αξία του πολιτισμού ως παράγοντα αντίστασης στην αποικιακή κυριαρχία. Από μια «ορθόδοξη» μαρξιστική άποψη (από την οποία θα έπρεπε να αποβληθούν τόσο η γκραμσιανή αντίληψη της ηγεμονίας (3) όσο και οι προβληματισμοί του ύστερου Λούκατς (4) για την ιδεολογία ως υλική εξουσία) η άποψη αυτή θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι δίνει υπερβολική βαρύτητα στην «υπερδομική» διάσταση του αντικαπιταλιστικού αγώνα,ενώ ταυτόχρονα το σύνθημά της «επιστροφής στις ρίζες» θα μπορούσε να υποδηλώνει μια παραχώρηση στην κολακεία της κουλτουραλιστικής και ουσιοκρατικής προσέγγισης των θεωρητικών της Νεγροσύνης και της κατάσταση του να είσαι μαύρος (Blackness) (βλ. τις δύο προηγούμενες αναρτήσεις).

Τίποτα από όλα αυτά. Ο Cabral έχει πλήρη επίγνωση του κινδύνου να υποτιμηθεί ο κίνδυνος που συνδέεται με τα οπισθοδρομικά στοιχεία του παρελθόντος, εξυψώνοντας άκριτα την κοινωνική πραγματικότητα και τις παραδόσεις της προ-αποικιακής Αφρικής, που παρουσιάζονται ως «φυσικά» κοινοτιστικές, ισότιμες, σε αρμονική ισορροπία με τη φύση κ.λπ. Ούτε συμμερίζεται την ψευδαίσθηση ότι αυτή μπορεί να αποκατασταθεί σαν να μην συνέβη τίποτα κατά την περίοδο μεταξύ αποικιοκρατίας και ανεξαρτησίας. Το σύνθημα της επιστροφής στις ρίζες και η έννοια της «επαναφρικανοποίησης» της αφρικανικής λαϊκής συνείδησης (5 ) μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο αν ληφθεί υπόψη ότι ο Cabral αντιλαμβάνεται τον όρο πολιτισμός με την ιστορική-υλική έννοια.

Ως ιστορικό προϊόν, ο πολιτισμός, υποστηρίζει, αντανακλά ανά πάσα στιγμή την υλική και πνευματική πραγματικότητα μιας κοινωνίας. Η παλιά και η νέα αποικιοκρατία προσπαθούσε διαρκώς να νομιμοποιηθεί αρνούμενη την ίδια την ύπαρξη αφρικανικής ιστορίας και πολιτισμού («Η Αφρική δεν υπάρχει», συνήθιζε να λέει ο Πορτογάλος φασίστας δικτάτορας Σαλαζάρ, προπομπός σχεδόν της Μάργκαρετ Θάτσερ που έλεγε ότι «η κοινωνία δεν υπάρχει»). Αλλά η αλήθεια είναι ότι η αφρικανική ιστορία και ο πολιτισμός υπήρχαν επί αιώνες όταν διακόπηκαν βίαια από τους αποικιοκράτες (η αποικιοκρατία πρέπει να θεωρηθεί, γράφει ο Cabral, ως το μπλοκάρισμα της ιστορίας μιας δεδομένης χώρας που παράγει την επιτάχυνση της ιστορικής ανάπτυξης άλλων χωρών (6)) και οι αφρικανικοί λαοί δεν θα είναι ελεύθεροι μέχρι να επιστρέψουν στους δρόμους της δικής τους πολιτιστικής παράδοσης (που επανασχεδιάστηκε μέσα από την εμπειρία του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα).

Η επιστροφή είναι δυνατή στο βαθμό που οι παραδοσιακοί πολιτισμοί έχουν επιδείξει υψηλό βαθμό αντοχής, παρά την προσπάθεια των αποικιοκρατών να τους εξαλείψουν ή/και να τους καταστήσουν λειτουργικούς για τη δική τους κυριαρχία. Μια δύναμη που σκοπεύει να επιβάλει την κυριαρχία της σε έναν ξένο λαό, υποστηρίζει ο Cabral, πρέπει στην πραγματικότητα να επιλέξει μεταξύ δύο πραγμάτων: είτε να εξοντώσει ολόκληρο τον πληθυσμό (αυτός είναι ο τρόπος της αποικιοκρατίας των εποίκων, η οποία στοχεύει στην αντικατάσταση των γηγενών πληθυσμών με τους δικούς της: βλ. τη γενοκτονία των γηγενών πληθυσμών της Βόρειας Αμερικής και της Αυστραλίας, το ναζιστικό σχέδιο κατοχής της Ρωσίας και το σιωνιστικό σχέδιο εξόντωσης/διωγμού του παλαιστινιακού λαού), είτε να επιβάλει τον δικό της πολιτισμό στον κυριαρχούμενο λαό. Στην Αφρική, οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις προσπάθησαν να ακολουθήσουν τη δεύτερη οδό, αλλά απέτυχαν. Τόσο επειδή η αποικιοκρατία δεν κράτησε αρκετά ώστε να επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό η καταστροφή του πολιτισμού των κυριαρχούμενων λαών, όσο και επειδή ο πολιτισμός είναι ο πιο προφανής και άμεσος παράγοντας αντίστασης στην ξένη κυριαρχία.

 

Ειδικότερα, εξηγεί ο Cabral αναφερόμενος στην πραγματικότητα της Γουινέας Μπισσάου, έξω από τα αστικά κέντρα ο πολιτισμός των αποικιοκρατών είχε ελάχιστη, αν όχι καθόλου, επιρροή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η επανάσταση, αν και ξεκίνησε από τμήματα της αστικής μικροαστικής τάξης και των πρόσφατα αστικοποιημένων στρωμάτων της νεολαίας, πέτυχε μόνο επειδή ρίζωσε στις πλατιές αγροτικές μάζες. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το κόμμα (βλ. προηγούμενη ενότητα), το οποίο, ως υπέρμαχος της σχέσης ανταλλαγής μεταξύ ελίτ και μαζών, επέτρεψε στις πρώτες να κατανοήσουν τον πλούτο της λαϊκής κουλτούρας και στις δεύτερες να αυξήσουν την πολιτική τους συνείδηση ερχόμενες σε επαφή με διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και εθνοτικές ομάδες (7). Όλα αυτά βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση του ορισμού της τάξης-έθνος που υιοθέτησε ο Cabral για να υποδηλώσει μια μορφή ταξικής πάλης ελλείψει κοινωνικής σύνθεσης δυτικού τύπου.

 

4. Σκιαγράφηση της ιστορίας του απελευθερωτικού πολέμου στη Γουινέα Μπισσάου

Όταν ρωτήθηκε για τις στρατηγικές του αντάρτικου ενάντια στο στρατό των αποικιοκρατών σε κάποιους από τους διαλόγους που συγκεντρώθηκαν στον τόμο που συζητάμε, ο Cabral εξήγησε ότι από την αρχή έγιναν δύο επιλογές που αποδείχθηκαν καθοριστικές. Πρώτον, υιοθετήθηκε η αρχή του κατά το δυνατόν περιορισμού των απωλειών, που σήμαινε να μην αντιμετωπίζεται ο εχθρός στο έδαφός του και σε ευνοϊκές γι' αυτόν καταστάσεις, αλλά να τον αναγκάζουν να διασκορπίζει τις δυνάμεις του (δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς την αναλογία με τον κανόνα που ακολούθησε ο κινεζικός λαϊκός στρατός στον πόλεμο κατά των Ιαπώνων και των Κουομιντάνγκ: ένας εναντίον δέκα στρατηγικά δέκα εναντίον ενός τακτικά). Για το σκοπό αυτό, αποφεύχθηκε, σε αντίθεση με άλλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, η εμπλοκή γειτονικών χωρών με την ανάπτυξη μονάδων μάχης εκτός συνόρων. Το στρατήγημα λειτούργησε, διότι οι Πορτογάλοι, σίγουροι ότι οι επιθέσεις θα προέρχονταν από έξω, ανέπτυξαν τον κύριο όγκο των στρατευμάτων τους κατά μήκος των συνόρων, αποδυναμώνοντας το κέντρο της χώρας. Έτσι, οι αντάρτες μπόρεσαν να πάρουν τον έλεγχο των κεντρικών περιοχών και στη συνέχεια να προελάσουν. Επιπλέον, η διασπορά των εχθρικών στρατευμάτων και οι κακές και αναποτελεσματικές οδοί επικοινωνίας διευκόλυναν τις επιθέσεις για να διακοπεί η διοικητική τους μέριμνα.

 

Μια άλλη αναλογία με τις αρχές του κινεζικού απελευθερωτικού πολέμου φαίνεται όταν ο Cabral τονίζει το γεγονός ότι ο ανταρτοπόλεμος ήταν πάντα υπό την ηγεσία του κόμματος: αν και οι επιμέρους μάχιμες μονάδες απολάμβαναν τη μέγιστη δυνατή αυτονομία, προκειμένου να διασφαλιστεί η ευελιξία και η κινητικότητα της δράσηςτους, η αρχή ότι το αντάρτικο ήταν ο ένοπλος βραχίονας του κόμματος δεν αμφισβητήθηκε ποτέ.

 

Τέλος, και αυτή είναι μια άλλη πτυχή που, μαζί με αυτές που επισημάνθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους, επιβεβαιώνει τον θεωρητικά προηγμένο και καινοτόμο χαρακτήρα του κοινωνικοπολιτικού, αλλά και στρατιωτικού πειράματος της αντιαποικιακής επανάστασης της Γουινέας Μπισάου, ο Cabral επισημαίνει με υπερηφάνεια ότι, στις απελευθερωμένες περιοχές, οικοδομήθηκαν αυτά που θα αποτελούσαν τα στοιχεία του μελλοντικού ανεξάρτητου κράτους: διοίκηση, υγεία, εκπαίδευση, δικαστήρια, φυλακές κ.λπ. Μιλώντας σε ένα διεθνές συνέδριο λίγο πριν τη δολοφονία του και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, ανακοίνωσε ότι προετοιμάζονταν τοπικές εκλογές για την ανάδειξη της πρώτης Εθνοσυνέλευσης και δήλωσε ότι, ενώ εκείνη την εποχή οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν από το κόμμα, αμέσως μετά την ανεξαρτησία αυτές θα τις έπαιρναν τα λαϊκά εκλεγμένα όργανα. Πράγμα που μας φέρνει κατευθείαν στα ερωτήματα σχετικά με τη σχέση μεταξύ της εθνικής απελευθέρωσης, της κοινωνικής χειραφέτησης και της πολιτικής φύσης του κράτους που δημιούργησε ο αντιιμπεριαλιστικός πόλεμος. Ζητήματα που, όπως είδαμε στις δύο προηγούμενες αναρτήσεις, αποτελούν αντικείμενο σκληρής διαμάχης σχετικά με τα αίτια της αποτυχίας πολλών μετα-αποικιακών κρατών μπροστά στη νεοαποικιοκρατική επίθεση.

 

5. Έθνος-κράτος και κοινωνική επανάσταση

Όπως τονίσαμε μόλις τώρα, στη Γουινέα Μπισσάου ο αποικιοκρατικός απελευθερωτικός αγώνας συνοδεύτηκε από την οικοδόμηση του νέου έθνους-κράτους, το οποίο πήρε σάρκα και οστά καθώς απελευθερώνονταν όλο και μεγαλύτερα εδάφη. Υπογραμμίσαμε επίσης πώς, σύμφωνα με τον Cabral, αυτοί οι νέοι λαϊκοί θεσμοί, ως αποτέλεσμα της ευρείας δημοκρατικής συμμετοχής, αναμενόταν να αντικαταστήσουν το κόμμα στο ρόλο του φορέα λήψης πολιτικών αποφάσεων. Γνωρίζουμε ότι αυτό το σχέδιο, το οποίο συμμερίζονταν και άλλα επαναστατικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων της Αγκόλας και της Μοζαμβίκης, στην πραγματικότητα δεν υλοποιήθηκε, ενώ η νεοαποικιακή αντεπίθεση έσβησε τα αφρικανικά όνειρα για χειραφέτηση. Τέλος, γνωρίζουμε ότι τα αίτια της αποτυχίας αποδόθηκαν, από την αριστερά, στο γεγονός ότι επιλέχθηκε ο δρόμος της οικοδόμησης νέων εθνών-κρατών, αναπόφευκτα προορισμένων να εγκλωβίσουν το επαναστατικό κίνημα σε νέες δομές εξουσίας και πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης, ενώ από τη δεξιά, στο γεγονός ότι υιοθετήθηκαν ιδεολογίες, όπως ο δυτικός μαρξισμός και ο μοντερνισμός, ξένες προς την αφρικανική πραγματικότητα και παράδοση, όπου η μόνη δυνατότητα χειραφέτησης συνδεόταν με την εκ νέου ανακάλυψη των αυθεντικών πολιτισμών της ηπείρου.

Ανεξάρτητα από αυτές τις αντίθετες διαγνώσεις και τη βαρύτητα που πρέπει να δοθεί στα υποκειμενικά σφάλματα και όχι στις αντικειμενικές αιτίες της αποτυχίας, πρέπει να τεθούν τα εξής ερωτήματα: ήταν η ήττα αναπόφευκτη, εγγεγραμμένη στην ιστορική αναγκαιότητα; Ήταν και εξακολουθεί να είναι η μετάβαση από την εθνική απελευθέρωση στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού μια ανέφικτη ουτοπία; Υπό ποιες συνθήκες μπορούν να γίνουν και πάλι επίκαιρα τα σχέδια αυτού που ο Kevin Ochieng Okoth αποκαλεί Κόκκινη Αφρική (βλ. προηγούμενη ανάρτηση);

Αυτά τα ζητήματα θα τα θίξω στα συμπεράσματα για το αφρικανικό τρίπτυχο που κλείνει το παρόν άρθρο, αλλά πρώτα θα ήθελα να ολοκληρώσω την ανάλυση της σκέψης του Cabral δείχνοντας πώς το όραμά του για τη μετα-αποικιακή Γουινέα Μπισάου συνάδει με τις καινοτόμες έννοιες της ταξικής πάλης και της πολιτισμικής πάλης που περιγράφηκαν στις προηγούμενες παραγράφους.

«Η εκμετάλλευση δεν έχει χρώμα», καταθέτει ο Cabral σε ένα απόσπασμα στο τέλος του οποίου διευκρινίζει ότι ο στρατηγικός στόχος της αντιαποικιακής επανάστασης δεν είναι να κερδίσει το δικαίωμα να υψώσει μια εθνική σημαία αλλά να βάλει τέλος στην εκμετάλλευση, όχι μόνο από τους λευκούς αποικιοκράτες αλλά και από τη μαύρη αστική τάξη. Έχοντας διαπιστώσει ότι ήταν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, η αστική μικροαστική τάξη που ηγήθηκε του αγώνα, ο Cabral λέει ότι γνωρίζει ότι η τάση αυτού του κοινωνικού στρώματος είναι αναπόφευκτα («το κοινωνικό ον είναι αυτό που καθορίζει τη συνείδηση», όπως το έθεσε ο Μαρξ) να μονοπωλεί την πολιτική ηγεσία του κινήματος, και για το λόγο αυτό, προσθέτει, η PAIGC προσπαθούσε πάντα να ελέγχει την κοινωνική σύνθεση της ηγεσίας της. Είναι όμως αυτό αρκετό για να αποτρέψει τον κίνδυνο η εξουσία να καταλήξει στα χέρια μιας νέας μαύρης ελίτ;

 

Θέλοντας να απαντήσει σε αυτό, ο Cabral θα επιστρέψει στο μαρξιστικό δόγμα που εντάσσει την εργατική τάξη στο κέντρο του αγώνα για το σοσιαλισμό. Δεδομένου ότι η επανάσταση στη Γουινέα Μπισσάου όφειλε να πάρει υπόψη της την απουσία μιας πραγματικής εργατικής τάξης, εκτός από μια μικρή μειοψηφία, και δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να νικήσει αν ένα μόνο κοινωνικό στρώμα είχε ηγηθεί του αγώνα, ο αγώνας αυτός δεν ήταν ένας ταξικός αγώνας με την κλασική έννοια, αλλά ένας λαϊκός αγώνας, για τον οποίο ο Cabral, όπως είδαμε, επινόησε την έννοια του ταξικού έθνους. Έχοντας πει όλα αυτά, ο Cabral αναρωτιέται: ποιος θα ελέγχει την πολιτική εξουσία μετά την απελευθέρωση; Η απουσία μιας πραγματικής εργατικής τάξης που μόλις αναφέρθηκε- όσον αφορά δε την αγροτική τάξη, αν και θα ήταν ο πιο προφανής υποψήφιος για να αναλάβει αυτό το ρόλο, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του λαού, δεν διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες (τις οποίες θα μπορέσει να αποκτήσει μόνο στο τέλος μιας μακράς διαδικασίας πολιτικής εγκλιματισμού)- τέλος, καθώς δεν υπάρχει σύγχρονη αστική τάξη, επιστρέφουμε στο γεγονός ότι μόνο η μικροαστική τάξη διαθέτει τα εργαλεία για να οικοδομήσει και να κυβερνήσει τον κρατικό μηχανισμό.

 

Και λοιπόν; Με δεδομένο ότι μόλις επιτευχθεί η ανεξαρτησία και εξαντληθεί η λειτουργία του ταξικού έθνους, οι ταξικές συγκρούσεις θα ξανανοίξουν, υποστηρίζει ο Cabral, η μόνη ευκαιρία να μπει η χώρα στο δρόμο προς το σοσιαλισμό είναι να αυτοκτονήσει η μικροαστική τάξη ως τάξη, «διαλυόμενη» μέσα στις πλατιές λαϊκές μάζες για να τις εκπαιδεύσει να επιτελέσουν το έργο της διακυβέρνησης της χώρας. Όσον αφορά το κοινωνικοοικονομικό πρόγραμμα: για να ξεκινήσει ο δρόμος της μετάβασης, υποστηρίζει, το πρώτο καθήκον είναι η επανάσταση στη γεωργία. Μια επανάσταση τεχνικο-παραγωγική, αφού, ελλείψει ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γης (η οποία, όπως είδαμε, ανήκει στις κοινότητες των χωριών), ο στόχος δεν είναι η κλασική αναδιανομή της γης. Η καταλληλότερη δομή για να φυτευτούν οι πρώτοι σπόροι μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, γράφει ο Cabral, είναι μάλλον η συνεταιριστική μορφή, η οποία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ύπαρξη μιας παράδοσης αυθόρμητης συνεργασίας στο επίπεδο των οικογενειών και των χωριών.

Αν ο Cabral  δεν είχε δολοφονηθεί από τους πράκτορες του ιμπεριαλισμού, μαζί με τους περισσότερους Αφρικανούς ηγέτες μαρξιστικής τάσης, θα είχε αυτό το πολιτικό πρόγραμμα πιθανότητες επιτυχίας; Ίσως όχι, δεδομένης της τρομερής οικονομικής και στρατιωτικής πίεσης που ασκούσαν οι δυτικές νεοαποικιοκρατικές δυνάμεις και του καιροσκοπισμού πολλών μετα-αποικιακών αφρικανικών ελίτ. Ωστόσο, αυτό δεν δικαιολογεί την απώλεια ενδιαφέροντος το οποίο, από τη δεκαετία του 1970, οι δυτικοί ριζοσπάστες αριστεροί έδειξαν για τη θεωρητική και ιδεολογική συμβολή των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων, απορρίπτοντάς την ως «τριτοκοσμικότητα».

Αυτή η τύφλωση επιβεβαιώνει την κρίση του Cabral , ο οποίος, μιλώντας για τη νεοαποικιακή επίθεση που βασίστηκε στην αναπτυξιακή «βοήθεια» και τη συνενοχή των κομπραδόρων νεοαστικών τάξεων, είπε ότι, αν αυτή η επίθεση είχε νικήσει, θα ήταν μια ήττα της παγκόσμιας εργατικής τάξης και όχι των αποικιοκρατούμενων λαών, αφού η εκμετάλλευση των τελευταίων θα χρηματοδοτούσε τη δημιουργία μιας δυτικής εργατικής αριστοκρατίας που θα ήταν ανθεκτική σε κάθε σχέδιο επαναστατικού μετασχηματισμού. Ποτέ δεν υπήρξε μια προφητεία πιο εύστοχη.

 

 

Συμπερασματικά

 Bouamama, Okoth, Cabral:

 Η σχέση μεταξύ εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 

 και σοσιαλιστικής επανάστασης

 

Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να συνοψίσω αυτά που θεωρώ ότι είναι τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της διαδρομής των ταξικών  αγώνων στην Αφρική που πρότεινα στις τρεις τελευταίες αναρτήσεις.

Πρώτον, πιστεύω ότι και οι τρεις συγγραφείς που εξέτασα, αν και με διαφορετικές προσεγγίσεις και απόψεις, συμβάλλουν σημαντικά στην κριτική του υποτιθέμενου οικουμενισμού της δυτικής κουλτούρας. Πρώτον, επειδή καταρρίπτουν τον αποικιοκρατικό και ρατσιστικό μύθο των «λαών χωρίς ιστορία», ο οποίος επί μακρόν χρησίμευε για να δικαιολογήσει τον επεκτατισμό των δυτικών εθνών εις βάρος του υπόλοιπου κόσμου. Αυτή η αφήγηση, η οποία ισχυρίζεται ότι οι ελληνολατινικές και εβραιοχριστιανικές παραδόσεις έχουν το μονοπώλιο της πολιτιστικής, κοινωνικής και πολιτικής προόδου, είχε ήδη γελοιοποιηθεί μπροστά στις χιλιετείς ασιατικές (Κίνα, Ινδία και αλλού) και αμερικανικές (Μάγια, Αζτέκοι, Ίνκας) παραδόσεις, αλλά, καθώς η ιστορία της αφρικανικής ηπείρου (και όχι πλέον μόνο της αρχαίας Αιγύπτου) αναδύεται από τη σκιά στην οποία την είχε κρύψει η «ανατολίτικη» ιδεολογία (8), ακούγεται, περισσότερο από γελοία, εγκληματική, αν αληθεύει , όπως υποστηρίζει ο Cabral, ότι η αποικιακή κυριαρχία διέκοψε και μπλόκαρε την ιστορία ορισμένων χωρών προκειμένου να παραγάγει την επιτάχυνση της ιστορικής εξέλιξης άλλων χωρών.

Καθώς η αφήγηση αυτή δεν μπορεί πλέον να υποστηριχθεί, τουλάχιστον στις πιο άξεστες μορφές της, έχει αντικατασταθεί από το παράδειγμα της «σύγκρουσης των πολιτισμών» (9), το οποίο, ενώ αναγνωρίζει την ύπαρξη ιστοριών, παραδόσεων και αξιών διαφορετικών και όχι λιγότερο αρχαίων από εκείνες της Δύσης, επιβεβαιώνει ότι η ιστορία ,η παράδοση και οι αξίες της Δύσης είναι ανώτερες επειδή είναι οι μόνες που, στο βαθμό που εγγυώνται την ατομική ελευθερία και το δικαίωμα, μπορούν να θεωρηθούν «πραγματικά» οικουμενικές (ακόμη και αν, όπως ειρωνικά σχολίασε ο Μαρξ, περιορίζονται στα δικαιώματα και την ελευθερία του αστού).

 

Αλλά η συμβολή των τριών φίλων μας είναι και  ότι δεν νομιμοποιούν τις αντι-αφηγήσεις των ουσιοκρατικών και κουλτουραλιστικών θεωρητικών (αφρο-πεσιμιστές, αποαποικιοκράτες κ.λπ.), οι οποίοι, μέσω των εννοιών της νεγροσύνης, της μαυρότητας και άλλων παρόμοιων, επιχειρούν να επικαλεστούν «εναλλακτικές» οικουμενικότητες σε σχέση με τη δυτική, απαξιώνοντας ως «ευρωκεντρικές» τις θεωρίες και τις ιδεολογίες που, όπως ο μαρξισμός και ο αντιιμπεριαλιστικός πατριωτισμός, ενέπνευσαν εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.

Παραμένοντας στο θέμα του ευρωκεντρισμού. Σε διάφορα κείμενα (10) έχω ασκήσει δριμεία κριτική στον αναμφισβήτητα ευρωκεντρικό χαρακτήρα (με τις δέουσες εξαιρέσεις) της δυτικής μαρξιστικής παράδοσης, αναφερόμενος ιδίως στην οικονομιστική θέση σύμφωνα με την οποία η μετάβαση στο σοσιαλισμό είναι δυνατή μόνο όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο, καθώς και στη συνακόλουθη θέση της, σύμφωνα με την οποία σε αυτό το επίπεδο η αντίφαση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής η μετάβαση έχει τα χαρακτηριστικά της ιστορικής «αναγκαιότητας». Ο Λένιν αξίζει τα εύσημα για την απόρριψη αυτού του δόγματος, τόσο με την εισαγωγή της έννοιας του «αδύνατου κρίκου» στην αλυσίδα (η σοσιαλιστική επανάσταση είναι δυνατή μάλλον εκεί όπου οι κυρίαρχες ελίτ δεν είναι πλέον σε θέση να ασκήσουν την ηγεμονία τους), όσο και με την αναγνώριση του στρατηγικού ρόλου των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων στη δημιουργία των συνθηκών για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Οι συγγραφείς που μόλις συζητήσαμε κάνουν ένα ακόμη, αποφασιστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Αν η κινεζική επανάσταση και οι επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής είχαν ήδη αποδείξει επαρκώς (11) πώς η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι αποκλειστικό μονοπώλιο της εργατικής τάξης δυτικού τύπου, αλλά μπορεί να επιτευχθεί (και ιστορικά έχει επιτευχθεί μόνο από) μεγάλες, κυρίως αγροτικές μάζες, οι τρεις συγγραφείς μας έχουν επεκτείνει περαιτέρω την έννοια της αντικαπιταλιστικής ταξικής πάλης: 1) αναδεικνύοντας τον τρόπο που οι μαύρες κοινότητες της διασποράς συνέβαλαν στην υπέρβαση των δια-εθνικών συγκρούσεων και στην άνοδο μιας επαναστατικής παναφρικανικής συνείδησης, 2) τονίζοντας πώς οι παραδοσιακές κουλτούρες μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να αναλάβουν το ρόλο ανταγωνιστικών υποκειμένων συγκρίσιμων με τη δυτική εργατική τάξη, 3) ασκώντας κριτική σε όσους αποδίδουν την αποτυχία των μετα-αποικιακών πολιτικών σχεδίων στο γεγονός ότι έχουν πάρει την κρατική μορφή, ξεχνώντας ότι ο στόχος της οικοδόμησης του έθνους-κράτους έχει εντελώς διαφορετικό νόημα στο πλαίσιο των αποικιοκρατούμενων κόσμων από ό,τι στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, 4) αποδεικνύοντας ότι η αποκέντρωση της παραγωγής στις αναπτυσσόμενες χώρες και η συνέχιση της νεοαποικιακής εκμετάλλευσης ολόκληρων ηπείρων είναι η βασική αιτία της ήττας του δυτικού βιομηχανικού προλεταριάτου, με αποτέλεσμα η σκυτάλη της σοσιαλιστικής επανάστασης να έχει περάσει πλέον στα χέρια του υπόλοιπου κόσμου.

Αυτό σημαίνει ότι είναι «αναγκαστικά» προορισμένη να νικήσει στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική; Η επιβεβαίωση μιας τέτοιας θέσης θα σήμαινε ότι αποδίδουμε στους νέους ή μελλοντικούς χειραφετημένους λαούς το ίδιο ιστορικό «πεπρωμένο» που αποδίδουμε εδώ και καιρό στο δυτικό προλεταριάτο. Αλλά το μέλλον δεν βρίσκεται στα χέρια οποιουδήποτε υποτιθέμενου ιστορικού «νόμου», αλλά των συγκεκριμένων υποκειμενικοτήτων που επιχειρούν να το οικοδομήσουν, πέρα από ουσιοκρατικούς και οικουμενικούς μύθους. Ακριβώς όπως η ήττα του κύματος των επαναστατικών αγώνων στη δεκαετία του 1970 στην Αφρική δεν ήταν αναπόφευκτη (καθώς κάθε ιστορικό πέρασμα θα μπορούσε να έχει διαφορετική έκβαση), με τον ίδιο τρόπο δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ένα νέο κύμα θα πετύχει.

 

 

 

 

 

Σημειώσεις

 

(1) Η συζήτηση σχετικά με τη σκοπιμότητα της πραγματοποίησης μιας σοσιαλιστικής επανάστασης ελλείψει ενός σύγχρονου βιομηχανικού προλεταριάτου μπορεί να αναχθεί στην περίφημη επιστολή στην Ζάσουλτς, στην οποία ο Μαρξ συζητά τη δυνατότητα -που θεωρητικοποιήθηκε από τους λαϊκιστές- ότι οι ρωσικές αγροτικές κοινότητες (obscina) θα μπορούσαν να περάσουν απευθείας στο σοσιαλισμό χωρίς να περάσουν από την καπιταλιστική φάση (βλ. K. Marx. F. Engels, India China Russia, il Saggiatore, Μιλάνο, 1960). Η συζήτηση συνεχίστηκε στη Λατινική Αμερική από συγγραφείς όπως οι Mariategui (Saggi sulla realtà peruviana, Einaudi, Torino 1972), Dussel (L'ultimo Marx, il Manifesto Libri, Roma 2009) και Linera (Forma valor y forma comunidad, quito 2015). Ο τελευταίος, ειδικότερα, υποστήριξε ότι οι αυθεντικές κοινότητες των Άνδεων, λόγω της αντίστασής τους στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, μπορούν να θεωρηθούν ως μια ανταγωνιστική τάξη. Ο Cabral προσθέτει ένα σημαντικό κομμάτι σε αυτή τη συζήτηση.

 

(2) Η έννοια του πολιτισμού στον Cabral είναι υλική-ανθρωπολογική, εφόσον αναφέρεται στις πρακτικές παραγωγής και αναπαραγωγής της ζωής και των κοινωνικών σχέσεων.

 

(3) Σχετικά με την γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας, βλέπε Quaderni dal carcere, 4 τόμοι. Einaudi, Τορίνο 2014.

 

(4) Πρβλ. G. Lukacs, Ontology of Social Being, 4 vols. Meltemi 2023.

 

(5) Σχετικά με την έννοια της επανα-αφρικανοποίησης του πολιτισμού, βλ. μεταξύ άλλων Ngugi Wa Tiong'o, Decolonising the Mind, Jaka Book,

 

(6) Για τη σχέση αλληλεξάρτησης ανάπτυξης/υποανάπτυξης βλέπε, μεταξύ άλλων, A. Visalli, Dependence, Meltemi, Μιλάνο 2020.

 

(7) Εδώ υπάρχει μια σαφής αναλογία με το λενινιστικό όραμα για τη σχέση κόμματος και τάξης: από τη μια πλευρά, το κόμμα πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τις μάζες και να ενσωματώνει την πρωτοπορία στο εσωτερικό του, από την άλλη πλευρά, οι μάζες μπορούν να αποκτήσουν πολιτική συνείδηση μόνο αν μάθουν να γνωρίζουν τις σχέσεις μεταξύ όλων των στρωμάτων που συνθέτουν την κοινωνία.

 

(8) Πρβλ. Edward Said, Orientalism, Feltrinelli, Μιλάνο 2013.

 

(9) Πρβλ. S. Huntington, Η σύγκρουση των πολιτισμών, Garzanti, Μιλάνο 2000.

 

(10) Πρβλ. ιδίως C. Formenti, Πόλεμος και Επανάσταση, 2 τόμοι. Meltemi, Μιλάνο 2023.

 

(11) Βλ. όπ.π., τόμ. II («Εγκόμιο στους ατελείς σοσιαλισμούς»), κεφάλαια 1 και 3.

 [----->]

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: