Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Carlo Formenti. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Carlo Formenti. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αφρικανικοί λαοί κατά του ιμπεριαλισμού 3. Amilcar Cabral

 Amílcar Cabral com Fidel Castro.png

 

 

 

 

 

 

 

του Carlo Formenti

 

Ο Amilcar Cabral είναι ο τελευταίος Αφρικανός επαναστάτης διανοούμενος σε αυτό το τρίπτυχο, στο οποίο έχω ήδη παρουσιάσει τις ιδέες του Said Bouamama και του Kevin Ochieng Okoth. Γεννημένος στη Νέα Γουινέα από γονείς από το Πράσινο Ακρωτήρι το 1924, όταν η χώρα ήταν ακόμη πορτογαλική αποικία, το 1945 έλαβε υποτροφία που του επέτρεψε να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, όπου πήρε πτυχίο γεωπονίας και όπου παρέμεινε μέχρι το 1952, αλλά κυρίως όπου γνώρισε εκείνους που θα γίνονταν, μαζί του, οι ηγέτες των απελευθερωτικών πολέμων στις άλλες πορτογαλικές αποικίες, μεταξύ των οποίων ο Αγκολέζος Mario Pinto de Andrade και ο Μοζαμβικανός Eduardo Mondlane. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του ως τοπογράφος, πρωτοστάτησε στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία που έληξε νικηφόρα το 1973, λίγους μήνες μετά τον θάνατό του (τον Ιανουάριο του ίδιου έτους δολοφονήθηκε από Πορτογάλους πράκτορες). Η θεωρητική, πολιτική και πολιτιστική συμβολή του στην αντιαποικιοκρατική και αντιιμπεριαλιστική επανάσταση και στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας είναι μεγάλη και παραμένει ένα υποχρεωτικό σημείο αναφοράς για την κατανόηση της δυναμικής της ταξικής πάλης στην Αφρική. Για να παρουσιάσω τη σκέψη του, χρησιμοποίησα εδώ μια ανθολογία που συγκεντρώνει κείμενα ομιλιών που εκφώνησε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του ανά τον κόσμο για να συγκεντρώσει την αλληλεγγύη στον αγώνα του λαού της Γουινέας («Return to the Source», Monthly Review Press). Στο τέλος, θα βγάλω τα συμπεράσματά μου από αυτό το ταξίδι τριών σταδίων.

* * * *

1. Η θεωρία και η πράξη ως στιγμές μιας ενιαίας μαθησιακής διαδικασίας

Στις συζητήσεις στο πεδίο του μαρξισμού, το σύνθημα «χωρίς θεωρία, δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση» επανέρχεται συχνά πυκνά, παρμένο δουλοπρεπώς από κάποια κείμενα του Λένιν. Δυστυχώς, η δήλωση αυτή πολλές φορές ερμηνεύεται ως επιβεβαίωση της υπεροχής της θεωρητικής στιγμής έναντι της πράξης: πρώτα έρχεται η θεωρία και μετά, υπό τη προϋπόθεση και μόνο ότι η θεωρία είναι σωστή (δηλαδή αν τα ιερά κείμενα του μαρξισμού-λενινισμού έχουν ερμηνευτεί σωστά), έρχεται η πράξη (οργάνωση, πολιτικό πρόγραμμα, τακτική, στρατηγική κ.λπ.). Δεδομένου ότι θεωρώ το σχήμα αυτό ξένο προς την πραγματική σκέψη του Λένιν (άποψη που δεν θα υποστηρίξω εδώ, για να μην απομακρυνθώ πολύ από το σκοπό της παρούσας εργασίας), το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για μια άποψη ασύμβατη με τις ιδέες του Cabral επάνω στο θέμα.

Στις δημόσιες συζητήσεις που περιλαμβάνονται στην προαναφερθείσα ανθολογία, τον ρωτούσαν πολλές φορές αν το κίνημα του οποίου ηγείτο εμπνεόταν από τη θεωρία και την ιδεολογία του μαρξισμού-λενινισμού. Όλες οι απαντήσεις του ήταν παραλλαγές της ίδιας αρχής, που αντιπροσωπεύεται απόλυτα από την ακόλουθη μεταφορά: «η επανάσταση είναι σαν ένα φόρεμα που πρέπει να προσαρμόζεται από καιρό σε καιρό στο ένα ή στο άλλο σώμα». Και εξηγεί: οι δύο πρώτοι στόχοι που θέσαμε στους εαυτούς μας ήταν: 1) να καθορίσουμε ποιοι είμαστε και ποιος είναι ο εχθρός μας- 2) να ξεκινήσουμε από τις τρέχουσες, συγκεκριμένες (ιστορικές, οικονομικές, πολιτικές, γεωγραφικές κ.λπ.) συνθήκες της χώρας μας, έχοντας πάντα πλήρη επίγνωση ότι θα έπρεπε να έχουμε το θάρρος να επινοήσουμε τον δρόμο της επανάστασής μας, απορρίπτοντας εκ των προτέρων κάθε «προκατασκευασμένο» σχέδιο ή μοντέλο. Με άλλα λόγια: χτίσαμε τη θεωρία μας καθορίζοντας κάθε φορά ποιες συγκεκριμένες δυνατότητες δράσης μας πρόσφερε το πλαίσιο στο οποίο λειτουργούσαμε.

Εμβαθύνοντας στην ουσία της ερώτησης αναφορικά με τον μαρξισμό-λενινισμό, παραδέχεται: όταν αρχίσαμε να σχεδιάζουμε τον απελευθερωτικό μας αγώνα γνωρίζαμε πολύ λίγα για τη θεωρία- βεβαίως στη συνέχεια μελετήσαμε, αλλά πάντα προσαρμόζοντας τις αρχές που μαθαίναμε από τις εμπειρίες των άλλων, στη συγκεκριμένη ιστορική μας πραγματικότητα. Συνοψίζοντας: η ιδεολογία μας, όταν είμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε τον αγώνα, περιοριζόταν σε λίγα σημεία: να απελευθερωθούμε από την ξένη κυριαρχία, να πάρουμε το δρόμο της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και να κρατήσουμε την εξουσία σταθερά στα χέρια του λαού. Φυσικά δεν αγνοούσαμε την έννοια του ιμπεριαλισμού, αλλά δεν είχαμε αυταπάτες ότι θα μπορούσαμε να κινητοποιήσουμε τους ανθρώπους στο όνομα του «αντιιμπεριαλιστικού αγώνα» (για τι πράγμα μιλάτε, θα μας ρωτούσαν), αυτό θα μπορούσαν να το κάνουν μόνο αν βασιζόμαστε στην καθημερινή τους εμπειρία από τα δεινά που υπέφεραν και την εκμετάλλευση. Σήμερα, μετά από χρόνια αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, ακόμα και τα παιδιά ξέρουν τι σημαίνει αποικιοκρατία και ιμπεριαλισμός.

Ωστόσο, από αυτή τη χαμηλών τόνων προσέγγιση, από αυτή τη «χαμηλών τόνων» αντίληψη που πολλοί ακαδημαϊκοί μαρξιστές θα απέρριπταν ως καθαρό εμπειρισμό, προέκυψαν μια σειρά από κάθε άλλο παρά περιθωριακές συνεισφορές στην εργαλειοθήκη του διεθνούς μαρξιστικού κινήματος σε θέματα όπως η τάξη και η επανάσταση, η λαϊκή κουλτούρα ως παράγοντας του αντικαπιταλιστικού αγώνα, το έθνος-κράτος και το κόμμα, η σοσιαλιστική μετάβαση, η μετα-αποικιοκρατία και η νεο-αποικιοκρατία κ.λπ.

 

 

2. Ανάλυση της σύνθεσης των τάξεων και θεωρία του επαναστατικού υποκειμένου

Η κοινωνικοοικονομική σύνθεση του έστω και μικρού αφρικανικού έθνους (η Γουινέα Μπισσάου έχει έκταση συγκρίσιμη με εκείνη του Βελγίου) εμφανίζεται, στη σχολαστική αναπαράσταση του Cabral, εξαιρετικά πολύπλοκη, καθώς είναι απογυμνωμένη από εθνοτικές και πολιτισμικές γραμμές, και από περιφερειακές συνθήκες, εισοδηματικά επίπεδα και παραγωγικούς ρόλους. Στα γραπτά του, ο Cabral λαμβάνει υπόψη του την ιδιαιτερότητα των πορτογαλικών αποικιών σε σύγκριση με άλλες δυτικές αυτοκρατορίες. Η Πορτογαλία, ως το λιγότερο ανεπτυγμένο έθνος στην Ευρώπη, δεν ήταν ποτέ σε θέση να μπορεί να παραχωρήσει ανεξαρτησία στις αποικίες της εξασφαλίζοντας παράλληλα τη συνέχεια ενός νεοαποικιακού ελέγχου των πόρων τους. Αντιθέτως, το φασιστικό καθεστώς της Λισαβόνας ενθάρρυνε τη μετανάστευση των πολιτών της στις αφρικανικές αποικίες προκειμένου να μειώσει τις εντάσεις που δημιουργούσαν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, με αποτέλεσμα το ποσοστό των λευκών εποίκων να είναι υψηλότερο από ό,τι στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές αποικιακές περιοχές.

Ο Cabral ξεκινά την ανάλυσή του από αυτόν τον παράγοντα, που είναι συγκεντρωμένος στις πόλεις και έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη χώρα προέλευσης: στην κορυφή βρίσκονται οι διευθυντές των βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων και τα ανώτερα στελέχη της αποικιακής διοίκησης- αμέσως από κάτωι οι υπάλληλοι και τα μεσαία στελέχη- στη βάση της πυραμίδας βρίσκονται οι μισθωτοί, κυρίως ειδικευμένοι εργάτες και σε κάθε περίπτωση καλύτερα αμειβόμενοι από το τοπικό εργατικό δυναμικό. Η συντριπτική πλειονότητα όσων ανήκαν σε αυτή την ομάδα ήταν προφανώς εχθρική προς τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Ο Cabral συνεχίζει να εξηγεί ότι η στρατηγική του αποικιοκρατικού καθεστώτος για να διασπάσει τους Αφρικανούς ήταν η αναπαραγωγή τις ίδιας διαστρωμάτωσης σε ένα μέρος του ντόπιου αστικού πληθυσμού, ενσταλάζοντας στη μικροαστική τάξη των «αφομοιωμένων» (λευκοί υπάλληλοι, διοικητικοί τεχνικοί και διανοούμενοι) μια αίσθηση ανωτερότητας έναντι του υπόλοιπου πληθυσμού και μια νοοτροπία ίδια με αυτή των αποικιοκρατών.

Η στρατηγική αυτή ελάχιστα λειτούργησε, καθώς ένα μέρος της ντόπιας μικροαστικής τάξης (εκπρόσωπος της οποίας ήταν και ο ίδιος ο Cabral) «πρόδωσε» την ίδια του την τάξη σε βαθμό που ανέλαβε το ρόλο του πυρήνα συγκρότησης του κινήματος. Σε ποια άλλα κοινωνικά στρώματα θα μπορούσε να βασιστεί αυτός ο πυρήνας για να πετύχει την υλοποίηση του πολιτικού του σχεδίου; Ο Cabral υπογραμμίζει την απουσία μιας πραγματικής εργατικής τάξης δυτικού τύπου, με εξαίρεση τους λιμενεργάτες (από την αρχή ενεργό μέρος του αγώνα) και κάποιους άλλους τύπους μισθωτών με επισφαλή και περιστασιακή εργασία. Μένοντας στην πόλη, υπήρχε επίσης ένας τομέας του λούμπεν προλεταριάτου (μικροεγκληματίες, πόρνες κ.λπ., που συχνά έπαιζαν το ρόλο των κατασκόπων και των πληροφοριοδοτών της αποικιακής διοίκησης), αλλά κυρίως μια μάζα νέων ανθρώπων πρόσφατης αστικοποίησης που αποδείχθηκαν πολύτιμη δεξαμενή στελεχών.

Όσον αφορά την υπόλοιπη χώρα, οι μεγάλες αγροτικές μάζες αντιπροσώπευαν προφανώς την ομάδα που ενδιαφερόταν περισσότερο - καθώς ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στην καταπίεση και την εκμετάλλευση - στον απελευθερωτικό αγώνα. Ωστόσο, σημειώνει ο Cabral, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι, σε αντίθεση με τις αγροτικές μάζες που πρωταγωνίστησαν στην κινεζική επανάσταση, αυτό το κοινωνικό στρώμα δεν είχε πίσω του μια μακρά παράδοση εξεγέρσεων. Επιπλέον, προκειμένου να τις πολιτικοποιήσει, το κίνημα έπρεπε να πάρει υπόψη την παρουσία διαφορετικών εθνοθρησκευτικών ομάδων με διαφορετικές κοινωνικές δομές. Οι Balantes, κυρίως ανιμιστές, δεν είχαν ακριβείς κοινωνικές και πολιτικές ιεραρχίες (τα συμβούλια των πρεσβυτέρων έπαιρναν τις αποφάσεις) και καλλιεργούσαν γη που θεωρούνταν κοινή ιδιοκτησία (αν και κάθε οικογένεια μπορούσε να έχει τα δικά της εργαλεία εργασίας και ένα μερίδιο των προϊόντων που ήταν απαραίτητα στη διαβίωση της).

Αντίθετα, οι Fula, επί το πλείστον μουσουλμάνοι, ήταν μια ιεραρχικά δομημένη ημι-φεουδαρχική ομάδα: αρχηγοί, ευγενείς και ιερείς στην κορυφή, τεχνίτες στη μέση και αγρότες χωρίς δικαιώματα στη βάση. Ούτε η εθνοτική ομάδα των Fula είχε ατομική ιδιοκτησία στη γη, αλλά οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται για τους ευγενείς. Όσον αφορά τη θέση των γυναικών: οι γυναίκες Balanteήταν σχετικά ελεύθερες ενώ οι γυναίκες Fula ήταν καταπιεσμένες ακόμα και για τις παραδοσιακά πολυγαμικές συνθήκες. Προφανώς οι διαφορές αυτές επηρέασαν τις δυνατότητες κινητοποίησης: ενώ οι Balantes ανταποκρίθηκαν θετικά, οι Fula ήταν πιο δύσκολο να κινητοποιηθούν, η ελίτ των οποίων ήταν δεμένες με την αποικιακή εξουσία, με εξαίρεση τους Dyulas - μια κάστα νομαδικών εμπόρων - οι οποίοι αποδείχθηκαν χρήσιμοι στη διάδοση ειδήσεων, ιδεών και πληροφοριών από το ένα χωριό στο άλλο.

 

Αφού αναλύθηκε αυτή η πολύπλοκη εικόνα, το κίνημα έπρεπε να επιλύσει ένα θεμελιώδες ερώτημα: πώς να ενώσει τα κομμάτια του κοινωνικού μωσαϊκού σε ένα επαναστατικό μέτωπο; Το πρώτο βήμα ήταν να δημιουργηθεί ένα κόμμα (το PAIGC - Αφρικανικό Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Γουινέας και του Πράσινου Ακρωτηρίου) για την πολιτική οργάνωση του λαού (μια διαδικασία που κράτησε τρία χρόνια). Η πολλαπλότητα των εμπλεκόμενων εθνικών και κοινωνικών φορέων καθιστούσε δύσκολη την υλοποίηση αυτού του στόχου,που θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τη διατήρηση των θετικών πολιτιστικών αξιών όλων των ομάδων και τη συγχώνευσή τους σε μια ενιαία εθνική διάσταση. Και εδώ είναι που ο Cabral δείχνει τη θεωρητική του δημιουργικότητα, ξεκινώντας από την αρχή ότι ο ταξικός χαρακτήρας του πολιτισμού δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, ακόμη και με την παρουσία μιας εμβρυακής ταξικής δομής όπως αυτή που μόλις περιγράφηκε.

Εμπνευσμένος από τις επαναστατικές διαδικασίες της Λατινικής Αμερικής - της Κούβας την εποχή που έγραφε, αλλά παρατηρούσε με το ίδιο ενδιαφέρον τις πιο πρόσφατες μπολιβαριανές επαναστάσεις - ο Cabral υπέθεσε ότι μια επαναστατική διαδικασία που πυροδοτήθηκε από τα πατριωτικά τμήματα της αστικής μικροαστικής τάξης και της νεολαίας που αστικοποιήθηκε πρόσφατα, και στη συνέχεια επεκτάθηκε στις αγροτικές μάζες, θα μπορούσε να ξεπεράσει τα όρια του αντιαποικιοκρατικού και αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και να αποκτήσει σοσιαλιστικό χαρακτήρα, ακόμη και αν δεν υπήρχε μια εργατική τάξη δυτικού τύπου (1). Ο πρωταγωνιστής αυτού του πρώτου σταδίου της διαδικασίας είναι αυτό που ο Cabral αποκαλεί εθνική τάξη, αλλά, πριν αναλύσουμε τα επόμενα στάδια, είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε πώς και γιατί απέδωσε στην αφρικανική λαϊκή κουλτούρα το ίδιο αντικαπιταλιστικό δυναμικό με τη δυτική εργατική τάξη (2).

 

3. Η αξία του πολιτισμού ως επαναστατικού παράγοντα

Στα γραπτά του, ο Cabral αφιερώνει πολύ χώρο και προσοχή στην αξία του πολιτισμού ως παράγοντα αντίστασης στην αποικιακή κυριαρχία. Από μια «ορθόδοξη» μαρξιστική άποψη (από την οποία θα έπρεπε να αποβληθούν τόσο η γκραμσιανή αντίληψη της ηγεμονίας (3) όσο και οι προβληματισμοί του ύστερου Λούκατς (4) για την ιδεολογία ως υλική εξουσία) η άποψη αυτή θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι δίνει υπερβολική βαρύτητα στην «υπερδομική» διάσταση του αντικαπιταλιστικού αγώνα,ενώ ταυτόχρονα το σύνθημά της «επιστροφής στις ρίζες» θα μπορούσε να υποδηλώνει μια παραχώρηση στην κολακεία της κουλτουραλιστικής και ουσιοκρατικής προσέγγισης των θεωρητικών της Νεγροσύνης και της κατάσταση του να είσαι μαύρος (Blackness) (βλ. τις δύο προηγούμενες αναρτήσεις).

Τίποτα από όλα αυτά. Ο Cabral έχει πλήρη επίγνωση του κινδύνου να υποτιμηθεί ο κίνδυνος που συνδέεται με τα οπισθοδρομικά στοιχεία του παρελθόντος, εξυψώνοντας άκριτα την κοινωνική πραγματικότητα και τις παραδόσεις της προ-αποικιακής Αφρικής, που παρουσιάζονται ως «φυσικά» κοινοτιστικές, ισότιμες, σε αρμονική ισορροπία με τη φύση κ.λπ. Ούτε συμμερίζεται την ψευδαίσθηση ότι αυτή μπορεί να αποκατασταθεί σαν να μην συνέβη τίποτα κατά την περίοδο μεταξύ αποικιοκρατίας και ανεξαρτησίας. Το σύνθημα της επιστροφής στις ρίζες και η έννοια της «επαναφρικανοποίησης» της αφρικανικής λαϊκής συνείδησης (5 ) μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο αν ληφθεί υπόψη ότι ο Cabral αντιλαμβάνεται τον όρο πολιτισμός με την ιστορική-υλική έννοια.

Ως ιστορικό προϊόν, ο πολιτισμός, υποστηρίζει, αντανακλά ανά πάσα στιγμή την υλική και πνευματική πραγματικότητα μιας κοινωνίας. Η παλιά και η νέα αποικιοκρατία προσπαθούσε διαρκώς να νομιμοποιηθεί αρνούμενη την ίδια την ύπαρξη αφρικανικής ιστορίας και πολιτισμού («Η Αφρική δεν υπάρχει», συνήθιζε να λέει ο Πορτογάλος φασίστας δικτάτορας Σαλαζάρ, προπομπός σχεδόν της Μάργκαρετ Θάτσερ που έλεγε ότι «η κοινωνία δεν υπάρχει»). Αλλά η αλήθεια είναι ότι η αφρικανική ιστορία και ο πολιτισμός υπήρχαν επί αιώνες όταν διακόπηκαν βίαια από τους αποικιοκράτες (η αποικιοκρατία πρέπει να θεωρηθεί, γράφει ο Cabral, ως το μπλοκάρισμα της ιστορίας μιας δεδομένης χώρας που παράγει την επιτάχυνση της ιστορικής ανάπτυξης άλλων χωρών (6)) και οι αφρικανικοί λαοί δεν θα είναι ελεύθεροι μέχρι να επιστρέψουν στους δρόμους της δικής τους πολιτιστικής παράδοσης (που επανασχεδιάστηκε μέσα από την εμπειρία του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα).

Η επιστροφή είναι δυνατή στο βαθμό που οι παραδοσιακοί πολιτισμοί έχουν επιδείξει υψηλό βαθμό αντοχής, παρά την προσπάθεια των αποικιοκρατών να τους εξαλείψουν ή/και να τους καταστήσουν λειτουργικούς για τη δική τους κυριαρχία. Μια δύναμη που σκοπεύει να επιβάλει την κυριαρχία της σε έναν ξένο λαό, υποστηρίζει ο Cabral, πρέπει στην πραγματικότητα να επιλέξει μεταξύ δύο πραγμάτων: είτε να εξοντώσει ολόκληρο τον πληθυσμό (αυτός είναι ο τρόπος της αποικιοκρατίας των εποίκων, η οποία στοχεύει στην αντικατάσταση των γηγενών πληθυσμών με τους δικούς της: βλ. τη γενοκτονία των γηγενών πληθυσμών της Βόρειας Αμερικής και της Αυστραλίας, το ναζιστικό σχέδιο κατοχής της Ρωσίας και το σιωνιστικό σχέδιο εξόντωσης/διωγμού του παλαιστινιακού λαού), είτε να επιβάλει τον δικό της πολιτισμό στον κυριαρχούμενο λαό. Στην Αφρική, οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις προσπάθησαν να ακολουθήσουν τη δεύτερη οδό, αλλά απέτυχαν. Τόσο επειδή η αποικιοκρατία δεν κράτησε αρκετά ώστε να επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό η καταστροφή του πολιτισμού των κυριαρχούμενων λαών, όσο και επειδή ο πολιτισμός είναι ο πιο προφανής και άμεσος παράγοντας αντίστασης στην ξένη κυριαρχία.

 

Ειδικότερα, εξηγεί ο Cabral αναφερόμενος στην πραγματικότητα της Γουινέας Μπισσάου, έξω από τα αστικά κέντρα ο πολιτισμός των αποικιοκρατών είχε ελάχιστη, αν όχι καθόλου, επιρροή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η επανάσταση, αν και ξεκίνησε από τμήματα της αστικής μικροαστικής τάξης και των πρόσφατα αστικοποιημένων στρωμάτων της νεολαίας, πέτυχε μόνο επειδή ρίζωσε στις πλατιές αγροτικές μάζες. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το κόμμα (βλ. προηγούμενη ενότητα), το οποίο, ως υπέρμαχος της σχέσης ανταλλαγής μεταξύ ελίτ και μαζών, επέτρεψε στις πρώτες να κατανοήσουν τον πλούτο της λαϊκής κουλτούρας και στις δεύτερες να αυξήσουν την πολιτική τους συνείδηση ερχόμενες σε επαφή με διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και εθνοτικές ομάδες (7). Όλα αυτά βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση του ορισμού της τάξης-έθνος που υιοθέτησε ο Cabral για να υποδηλώσει μια μορφή ταξικής πάλης ελλείψει κοινωνικής σύνθεσης δυτικού τύπου.

 

4. Σκιαγράφηση της ιστορίας του απελευθερωτικού πολέμου στη Γουινέα Μπισσάου

Όταν ρωτήθηκε για τις στρατηγικές του αντάρτικου ενάντια στο στρατό των αποικιοκρατών σε κάποιους από τους διαλόγους που συγκεντρώθηκαν στον τόμο που συζητάμε, ο Cabral εξήγησε ότι από την αρχή έγιναν δύο επιλογές που αποδείχθηκαν καθοριστικές. Πρώτον, υιοθετήθηκε η αρχή του κατά το δυνατόν περιορισμού των απωλειών, που σήμαινε να μην αντιμετωπίζεται ο εχθρός στο έδαφός του και σε ευνοϊκές γι' αυτόν καταστάσεις, αλλά να τον αναγκάζουν να διασκορπίζει τις δυνάμεις του (δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς την αναλογία με τον κανόνα που ακολούθησε ο κινεζικός λαϊκός στρατός στον πόλεμο κατά των Ιαπώνων και των Κουομιντάνγκ: ένας εναντίον δέκα στρατηγικά δέκα εναντίον ενός τακτικά). Για το σκοπό αυτό, αποφεύχθηκε, σε αντίθεση με άλλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, η εμπλοκή γειτονικών χωρών με την ανάπτυξη μονάδων μάχης εκτός συνόρων. Το στρατήγημα λειτούργησε, διότι οι Πορτογάλοι, σίγουροι ότι οι επιθέσεις θα προέρχονταν από έξω, ανέπτυξαν τον κύριο όγκο των στρατευμάτων τους κατά μήκος των συνόρων, αποδυναμώνοντας το κέντρο της χώρας. Έτσι, οι αντάρτες μπόρεσαν να πάρουν τον έλεγχο των κεντρικών περιοχών και στη συνέχεια να προελάσουν. Επιπλέον, η διασπορά των εχθρικών στρατευμάτων και οι κακές και αναποτελεσματικές οδοί επικοινωνίας διευκόλυναν τις επιθέσεις για να διακοπεί η διοικητική τους μέριμνα.

 

Μια άλλη αναλογία με τις αρχές του κινεζικού απελευθερωτικού πολέμου φαίνεται όταν ο Cabral τονίζει το γεγονός ότι ο ανταρτοπόλεμος ήταν πάντα υπό την ηγεσία του κόμματος: αν και οι επιμέρους μάχιμες μονάδες απολάμβαναν τη μέγιστη δυνατή αυτονομία, προκειμένου να διασφαλιστεί η ευελιξία και η κινητικότητα της δράσηςτους, η αρχή ότι το αντάρτικο ήταν ο ένοπλος βραχίονας του κόμματος δεν αμφισβητήθηκε ποτέ.

 

Τέλος, και αυτή είναι μια άλλη πτυχή που, μαζί με αυτές που επισημάνθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους, επιβεβαιώνει τον θεωρητικά προηγμένο και καινοτόμο χαρακτήρα του κοινωνικοπολιτικού, αλλά και στρατιωτικού πειράματος της αντιαποικιακής επανάστασης της Γουινέας Μπισάου, ο Cabral επισημαίνει με υπερηφάνεια ότι, στις απελευθερωμένες περιοχές, οικοδομήθηκαν αυτά που θα αποτελούσαν τα στοιχεία του μελλοντικού ανεξάρτητου κράτους: διοίκηση, υγεία, εκπαίδευση, δικαστήρια, φυλακές κ.λπ. Μιλώντας σε ένα διεθνές συνέδριο λίγο πριν τη δολοφονία του και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, ανακοίνωσε ότι προετοιμάζονταν τοπικές εκλογές για την ανάδειξη της πρώτης Εθνοσυνέλευσης και δήλωσε ότι, ενώ εκείνη την εποχή οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν από το κόμμα, αμέσως μετά την ανεξαρτησία αυτές θα τις έπαιρναν τα λαϊκά εκλεγμένα όργανα. Πράγμα που μας φέρνει κατευθείαν στα ερωτήματα σχετικά με τη σχέση μεταξύ της εθνικής απελευθέρωσης, της κοινωνικής χειραφέτησης και της πολιτικής φύσης του κράτους που δημιούργησε ο αντιιμπεριαλιστικός πόλεμος. Ζητήματα που, όπως είδαμε στις δύο προηγούμενες αναρτήσεις, αποτελούν αντικείμενο σκληρής διαμάχης σχετικά με τα αίτια της αποτυχίας πολλών μετα-αποικιακών κρατών μπροστά στη νεοαποικιοκρατική επίθεση.

 

5. Έθνος-κράτος και κοινωνική επανάσταση

Όπως τονίσαμε μόλις τώρα, στη Γουινέα Μπισσάου ο αποικιοκρατικός απελευθερωτικός αγώνας συνοδεύτηκε από την οικοδόμηση του νέου έθνους-κράτους, το οποίο πήρε σάρκα και οστά καθώς απελευθερώνονταν όλο και μεγαλύτερα εδάφη. Υπογραμμίσαμε επίσης πώς, σύμφωνα με τον Cabral, αυτοί οι νέοι λαϊκοί θεσμοί, ως αποτέλεσμα της ευρείας δημοκρατικής συμμετοχής, αναμενόταν να αντικαταστήσουν το κόμμα στο ρόλο του φορέα λήψης πολιτικών αποφάσεων. Γνωρίζουμε ότι αυτό το σχέδιο, το οποίο συμμερίζονταν και άλλα επαναστατικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων της Αγκόλας και της Μοζαμβίκης, στην πραγματικότητα δεν υλοποιήθηκε, ενώ η νεοαποικιακή αντεπίθεση έσβησε τα αφρικανικά όνειρα για χειραφέτηση. Τέλος, γνωρίζουμε ότι τα αίτια της αποτυχίας αποδόθηκαν, από την αριστερά, στο γεγονός ότι επιλέχθηκε ο δρόμος της οικοδόμησης νέων εθνών-κρατών, αναπόφευκτα προορισμένων να εγκλωβίσουν το επαναστατικό κίνημα σε νέες δομές εξουσίας και πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης, ενώ από τη δεξιά, στο γεγονός ότι υιοθετήθηκαν ιδεολογίες, όπως ο δυτικός μαρξισμός και ο μοντερνισμός, ξένες προς την αφρικανική πραγματικότητα και παράδοση, όπου η μόνη δυνατότητα χειραφέτησης συνδεόταν με την εκ νέου ανακάλυψη των αυθεντικών πολιτισμών της ηπείρου.

Ανεξάρτητα από αυτές τις αντίθετες διαγνώσεις και τη βαρύτητα που πρέπει να δοθεί στα υποκειμενικά σφάλματα και όχι στις αντικειμενικές αιτίες της αποτυχίας, πρέπει να τεθούν τα εξής ερωτήματα: ήταν η ήττα αναπόφευκτη, εγγεγραμμένη στην ιστορική αναγκαιότητα; Ήταν και εξακολουθεί να είναι η μετάβαση από την εθνική απελευθέρωση στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού μια ανέφικτη ουτοπία; Υπό ποιες συνθήκες μπορούν να γίνουν και πάλι επίκαιρα τα σχέδια αυτού που ο Kevin Ochieng Okoth αποκαλεί Κόκκινη Αφρική (βλ. προηγούμενη ανάρτηση);

Αυτά τα ζητήματα θα τα θίξω στα συμπεράσματα για το αφρικανικό τρίπτυχο που κλείνει το παρόν άρθρο, αλλά πρώτα θα ήθελα να ολοκληρώσω την ανάλυση της σκέψης του Cabral δείχνοντας πώς το όραμά του για τη μετα-αποικιακή Γουινέα Μπισάου συνάδει με τις καινοτόμες έννοιες της ταξικής πάλης και της πολιτισμικής πάλης που περιγράφηκαν στις προηγούμενες παραγράφους.

«Η εκμετάλλευση δεν έχει χρώμα», καταθέτει ο Cabral σε ένα απόσπασμα στο τέλος του οποίου διευκρινίζει ότι ο στρατηγικός στόχος της αντιαποικιακής επανάστασης δεν είναι να κερδίσει το δικαίωμα να υψώσει μια εθνική σημαία αλλά να βάλει τέλος στην εκμετάλλευση, όχι μόνο από τους λευκούς αποικιοκράτες αλλά και από τη μαύρη αστική τάξη. Έχοντας διαπιστώσει ότι ήταν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, η αστική μικροαστική τάξη που ηγήθηκε του αγώνα, ο Cabral λέει ότι γνωρίζει ότι η τάση αυτού του κοινωνικού στρώματος είναι αναπόφευκτα («το κοινωνικό ον είναι αυτό που καθορίζει τη συνείδηση», όπως το έθεσε ο Μαρξ) να μονοπωλεί την πολιτική ηγεσία του κινήματος, και για το λόγο αυτό, προσθέτει, η PAIGC προσπαθούσε πάντα να ελέγχει την κοινωνική σύνθεση της ηγεσίας της. Είναι όμως αυτό αρκετό για να αποτρέψει τον κίνδυνο η εξουσία να καταλήξει στα χέρια μιας νέας μαύρης ελίτ;

 

Θέλοντας να απαντήσει σε αυτό, ο Cabral θα επιστρέψει στο μαρξιστικό δόγμα που εντάσσει την εργατική τάξη στο κέντρο του αγώνα για το σοσιαλισμό. Δεδομένου ότι η επανάσταση στη Γουινέα Μπισσάου όφειλε να πάρει υπόψη της την απουσία μιας πραγματικής εργατικής τάξης, εκτός από μια μικρή μειοψηφία, και δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να νικήσει αν ένα μόνο κοινωνικό στρώμα είχε ηγηθεί του αγώνα, ο αγώνας αυτός δεν ήταν ένας ταξικός αγώνας με την κλασική έννοια, αλλά ένας λαϊκός αγώνας, για τον οποίο ο Cabral, όπως είδαμε, επινόησε την έννοια του ταξικού έθνους. Έχοντας πει όλα αυτά, ο Cabral αναρωτιέται: ποιος θα ελέγχει την πολιτική εξουσία μετά την απελευθέρωση; Η απουσία μιας πραγματικής εργατικής τάξης που μόλις αναφέρθηκε- όσον αφορά δε την αγροτική τάξη, αν και θα ήταν ο πιο προφανής υποψήφιος για να αναλάβει αυτό το ρόλο, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του λαού, δεν διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες (τις οποίες θα μπορέσει να αποκτήσει μόνο στο τέλος μιας μακράς διαδικασίας πολιτικής εγκλιματισμού)- τέλος, καθώς δεν υπάρχει σύγχρονη αστική τάξη, επιστρέφουμε στο γεγονός ότι μόνο η μικροαστική τάξη διαθέτει τα εργαλεία για να οικοδομήσει και να κυβερνήσει τον κρατικό μηχανισμό.

 

Και λοιπόν; Με δεδομένο ότι μόλις επιτευχθεί η ανεξαρτησία και εξαντληθεί η λειτουργία του ταξικού έθνους, οι ταξικές συγκρούσεις θα ξανανοίξουν, υποστηρίζει ο Cabral, η μόνη ευκαιρία να μπει η χώρα στο δρόμο προς το σοσιαλισμό είναι να αυτοκτονήσει η μικροαστική τάξη ως τάξη, «διαλυόμενη» μέσα στις πλατιές λαϊκές μάζες για να τις εκπαιδεύσει να επιτελέσουν το έργο της διακυβέρνησης της χώρας. Όσον αφορά το κοινωνικοοικονομικό πρόγραμμα: για να ξεκινήσει ο δρόμος της μετάβασης, υποστηρίζει, το πρώτο καθήκον είναι η επανάσταση στη γεωργία. Μια επανάσταση τεχνικο-παραγωγική, αφού, ελλείψει ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γης (η οποία, όπως είδαμε, ανήκει στις κοινότητες των χωριών), ο στόχος δεν είναι η κλασική αναδιανομή της γης. Η καταλληλότερη δομή για να φυτευτούν οι πρώτοι σπόροι μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, γράφει ο Cabral, είναι μάλλον η συνεταιριστική μορφή, η οποία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ύπαρξη μιας παράδοσης αυθόρμητης συνεργασίας στο επίπεδο των οικογενειών και των χωριών.

Αν ο Cabral  δεν είχε δολοφονηθεί από τους πράκτορες του ιμπεριαλισμού, μαζί με τους περισσότερους Αφρικανούς ηγέτες μαρξιστικής τάσης, θα είχε αυτό το πολιτικό πρόγραμμα πιθανότητες επιτυχίας; Ίσως όχι, δεδομένης της τρομερής οικονομικής και στρατιωτικής πίεσης που ασκούσαν οι δυτικές νεοαποικιοκρατικές δυνάμεις και του καιροσκοπισμού πολλών μετα-αποικιακών αφρικανικών ελίτ. Ωστόσο, αυτό δεν δικαιολογεί την απώλεια ενδιαφέροντος το οποίο, από τη δεκαετία του 1970, οι δυτικοί ριζοσπάστες αριστεροί έδειξαν για τη θεωρητική και ιδεολογική συμβολή των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων, απορρίπτοντάς την ως «τριτοκοσμικότητα».

Αυτή η τύφλωση επιβεβαιώνει την κρίση του Cabral , ο οποίος, μιλώντας για τη νεοαποικιακή επίθεση που βασίστηκε στην αναπτυξιακή «βοήθεια» και τη συνενοχή των κομπραδόρων νεοαστικών τάξεων, είπε ότι, αν αυτή η επίθεση είχε νικήσει, θα ήταν μια ήττα της παγκόσμιας εργατικής τάξης και όχι των αποικιοκρατούμενων λαών, αφού η εκμετάλλευση των τελευταίων θα χρηματοδοτούσε τη δημιουργία μιας δυτικής εργατικής αριστοκρατίας που θα ήταν ανθεκτική σε κάθε σχέδιο επαναστατικού μετασχηματισμού. Ποτέ δεν υπήρξε μια προφητεία πιο εύστοχη.

 

 

Συμπερασματικά

 Bouamama, Okoth, Cabral:

 Η σχέση μεταξύ εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 

 και σοσιαλιστικής επανάστασης

 

Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να συνοψίσω αυτά που θεωρώ ότι είναι τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της διαδρομής των ταξικών  αγώνων στην Αφρική που πρότεινα στις τρεις τελευταίες αναρτήσεις.

Πρώτον, πιστεύω ότι και οι τρεις συγγραφείς που εξέτασα, αν και με διαφορετικές προσεγγίσεις και απόψεις, συμβάλλουν σημαντικά στην κριτική του υποτιθέμενου οικουμενισμού της δυτικής κουλτούρας. Πρώτον, επειδή καταρρίπτουν τον αποικιοκρατικό και ρατσιστικό μύθο των «λαών χωρίς ιστορία», ο οποίος επί μακρόν χρησίμευε για να δικαιολογήσει τον επεκτατισμό των δυτικών εθνών εις βάρος του υπόλοιπου κόσμου. Αυτή η αφήγηση, η οποία ισχυρίζεται ότι οι ελληνολατινικές και εβραιοχριστιανικές παραδόσεις έχουν το μονοπώλιο της πολιτιστικής, κοινωνικής και πολιτικής προόδου, είχε ήδη γελοιοποιηθεί μπροστά στις χιλιετείς ασιατικές (Κίνα, Ινδία και αλλού) και αμερικανικές (Μάγια, Αζτέκοι, Ίνκας) παραδόσεις, αλλά, καθώς η ιστορία της αφρικανικής ηπείρου (και όχι πλέον μόνο της αρχαίας Αιγύπτου) αναδύεται από τη σκιά στην οποία την είχε κρύψει η «ανατολίτικη» ιδεολογία (8), ακούγεται, περισσότερο από γελοία, εγκληματική, αν αληθεύει , όπως υποστηρίζει ο Cabral, ότι η αποικιακή κυριαρχία διέκοψε και μπλόκαρε την ιστορία ορισμένων χωρών προκειμένου να παραγάγει την επιτάχυνση της ιστορικής εξέλιξης άλλων χωρών.

Καθώς η αφήγηση αυτή δεν μπορεί πλέον να υποστηριχθεί, τουλάχιστον στις πιο άξεστες μορφές της, έχει αντικατασταθεί από το παράδειγμα της «σύγκρουσης των πολιτισμών» (9), το οποίο, ενώ αναγνωρίζει την ύπαρξη ιστοριών, παραδόσεων και αξιών διαφορετικών και όχι λιγότερο αρχαίων από εκείνες της Δύσης, επιβεβαιώνει ότι η ιστορία ,η παράδοση και οι αξίες της Δύσης είναι ανώτερες επειδή είναι οι μόνες που, στο βαθμό που εγγυώνται την ατομική ελευθερία και το δικαίωμα, μπορούν να θεωρηθούν «πραγματικά» οικουμενικές (ακόμη και αν, όπως ειρωνικά σχολίασε ο Μαρξ, περιορίζονται στα δικαιώματα και την ελευθερία του αστού).

 

Αλλά η συμβολή των τριών φίλων μας είναι και  ότι δεν νομιμοποιούν τις αντι-αφηγήσεις των ουσιοκρατικών και κουλτουραλιστικών θεωρητικών (αφρο-πεσιμιστές, αποαποικιοκράτες κ.λπ.), οι οποίοι, μέσω των εννοιών της νεγροσύνης, της μαυρότητας και άλλων παρόμοιων, επιχειρούν να επικαλεστούν «εναλλακτικές» οικουμενικότητες σε σχέση με τη δυτική, απαξιώνοντας ως «ευρωκεντρικές» τις θεωρίες και τις ιδεολογίες που, όπως ο μαρξισμός και ο αντιιμπεριαλιστικός πατριωτισμός, ενέπνευσαν εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.

Παραμένοντας στο θέμα του ευρωκεντρισμού. Σε διάφορα κείμενα (10) έχω ασκήσει δριμεία κριτική στον αναμφισβήτητα ευρωκεντρικό χαρακτήρα (με τις δέουσες εξαιρέσεις) της δυτικής μαρξιστικής παράδοσης, αναφερόμενος ιδίως στην οικονομιστική θέση σύμφωνα με την οποία η μετάβαση στο σοσιαλισμό είναι δυνατή μόνο όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο, καθώς και στη συνακόλουθη θέση της, σύμφωνα με την οποία σε αυτό το επίπεδο η αντίφαση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής η μετάβαση έχει τα χαρακτηριστικά της ιστορικής «αναγκαιότητας». Ο Λένιν αξίζει τα εύσημα για την απόρριψη αυτού του δόγματος, τόσο με την εισαγωγή της έννοιας του «αδύνατου κρίκου» στην αλυσίδα (η σοσιαλιστική επανάσταση είναι δυνατή μάλλον εκεί όπου οι κυρίαρχες ελίτ δεν είναι πλέον σε θέση να ασκήσουν την ηγεμονία τους), όσο και με την αναγνώριση του στρατηγικού ρόλου των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων στη δημιουργία των συνθηκών για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Οι συγγραφείς που μόλις συζητήσαμε κάνουν ένα ακόμη, αποφασιστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Αν και η κινεζική επανάσταση και οι επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής είχαν ήδη αποδείξει επαρκώς (11) ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι αποκλειστικό μονοπώλιο της εργατικής τάξης δυτικού τύπου, αλλά μπορεί να επιτευχθεί (και ιστορικά έχει επιτευχθεί μόνο από) μεγάλες λαϊκές μάζες, όπου πλειοψηφούσε η αγροτική τάξη,ωστόσο, οι τρεις συγγραφείς μας έχουν επεκτείνει περαιτέρω την έννοια της αντικαπιταλιστικής ταξικής πάλης: 1) αναδεικνύοντας τον τρόπο που οι μαύρες κοινότητες της διασποράς συνέβαλαν στην υπέρβαση των δια-εθνικών συγκρούσεων και στην άνοδο μιας επαναστατικής παναφρικανικής συνείδησης, 2) τονίζοντας πώς οι παραδοσιακές κουλτούρες μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να αναλάβουν το ρόλο ανταγωνιστικών υποκειμένων συγκρίσιμων με τη δυτική εργατική τάξη, 3) ασκώντας κριτική σε όσους αποδίδουν την αποτυχία των μετα-αποικιακών πολιτικών σχεδίων στο γεγονός ότι έχουν πάρει την κρατική μορφή, ξεχνώντας ότι ο στόχος της οικοδόμησης του έθνους-κράτους έχει εντελώς διαφορετικό νόημα στο πλαίσιο των αποικιοκρατούμενων κόσμων από ό,τι στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, 4) αποδεικνύοντας ότι η αποκέντρωση της παραγωγής στις αναπτυσσόμενες χώρες και η συνέχιση της νεοαποικιακής εκμετάλλευσης ολόκληρων ηπείρων είναι η βασική αιτία της ήττας του δυτικού βιομηχανικού προλεταριάτου, με αποτέλεσμα η σκυτάλη της σοσιαλιστικής επανάστασης να έχει περάσει πλέον στα χέρια του υπόλοιπου κόσμου.

Αυτό σημαίνει ότι είναι «αναγκαστικά» προορισμένη να νικήσει στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική; Η επιβεβαίωση μιας τέτοιας θέσης θα σήμαινε ότι αποδίδουμε στους νέους ή μελλοντικούς χειραφετημένους λαούς το ίδιο ιστορικό «πεπρωμένο» που αποδίδουμε εδώ και καιρό στο δυτικό προλεταριάτο. Αλλά το μέλλον δεν βρίσκεται στα χέρια οποιουδήποτε υποτιθέμενου ιστορικού «νόμου», αλλά των συγκεκριμένων υποκειμενικοτήτων που επιχειρούν να το οικοδομήσουν, πέρα από ουσιοκρατικούς και οικουμενικούς μύθους. Ακριβώς όπως η ήττα του κύματος των επαναστατικών αγώνων στη δεκαετία του 1970 στην Αφρική δεν ήταν αναπόφευκτη (καθώς κάθε ιστορικό πέρασμα θα μπορούσε να έχει διαφορετική έκβαση), με τον ίδιο τρόπο δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ένα νέο κύμα θα πετύχει.

 

 

 

 

 

Σημειώσεις

 

(1) Η συζήτηση σχετικά με τη σκοπιμότητα της πραγματοποίησης μιας σοσιαλιστικής επανάστασης ελλείψει ενός σύγχρονου βιομηχανικού προλεταριάτου μπορεί να αναχθεί στην περίφημη επιστολή στην Ζάσουλτς, στην οποία ο Μαρξ συζητά τη δυνατότητα -που θεωρητικοποιήθηκε από τους λαϊκιστές- ότι οι ρωσικές αγροτικές κοινότητες (obscina) θα μπορούσαν να περάσουν απευθείας στο σοσιαλισμό χωρίς να περάσουν από την καπιταλιστική φάση (βλ. K. Marx. F. Engels, India China Russia, il Saggiatore, Μιλάνο, 1960). Η συζήτηση συνεχίστηκε στη Λατινική Αμερική από συγγραφείς όπως οι Mariategui (Saggi sulla realtà peruviana, Einaudi, Torino 1972), Dussel (L'ultimo Marx, il Manifesto Libri, Roma 2009) και Linera (Forma valor y forma comunidad, quito 2015). Ο τελευταίος, ειδικότερα, υποστήριξε ότι οι αυθεντικές κοινότητες των Άνδεων, λόγω της αντίστασής τους στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, μπορούν να θεωρηθούν ως μια ανταγωνιστική τάξη. Ο Cabral προσθέτει ένα σημαντικό κομμάτι σε αυτή τη συζήτηση.

 

(2) Η έννοια του πολιτισμού στον Cabral είναι υλική-ανθρωπολογική, εφόσον αναφέρεται στις πρακτικές παραγωγής και αναπαραγωγής της ζωής και των κοινωνικών σχέσεων.

 

(3) Σχετικά με την γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας, βλέπε Quaderni dal carcere, 4 τόμοι. Einaudi, Τορίνο 2014.

 

(4) Πρβλ. G. Lukacs, Ontology of Social Being, 4 vols. Meltemi 2023.

 

(5) Σχετικά με την έννοια της επανα-αφρικανοποίησης του πολιτισμού, βλ. μεταξύ άλλων Ngugi Wa Tiong'o, Decolonising the Mind, Jaka Book,

 

(6) Για τη σχέση αλληλεξάρτησης ανάπτυξης/υποανάπτυξης βλέπε, μεταξύ άλλων, A. Visalli, Dependence, Meltemi, Μιλάνο 2020.

 

(7) Εδώ υπάρχει μια σαφής αναλογία με το λενινιστικό όραμα για τη σχέση κόμματος και τάξης: από τη μια πλευρά, το κόμμα πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τις μάζες και να ενσωματώνει την πρωτοπορία στο εσωτερικό του, από την άλλη πλευρά, οι μάζες μπορούν να αποκτήσουν πολιτική συνείδηση μόνο αν μάθουν να γνωρίζουν τις σχέσεις μεταξύ όλων των στρωμάτων που συνθέτουν την κοινωνία.

 

(8) Πρβλ. Edward Said, Orientalism, Feltrinelli, Μιλάνο 2013.

 

(9) Πρβλ. S. Huntington, Η σύγκρουση των πολιτισμών, Garzanti, Μιλάνο 2000.

 

(10) Πρβλ. ιδίως C. Formenti, Πόλεμος και Επανάσταση, 2 τόμοι. Meltemi, Μιλάνο 2023.

 

(11) Βλ. όπ.π., τόμ. II («Εγκόμιο στους ατελείς σοσιαλισμούς»), κεφάλαια 1 και 3.

 [----->]

 

Αφρικανικοί λαοί κατά του ιμπεριαλισμού - 1. Said Bouamama

 

modalita di viaggio in africa 1820 da w hutton viaggi in africa 1821 da i clark dopo william hutton gli europei sono trasportati su lesulle lettiere un uomo africa.jpg

 

 

 

 

 

 

 

https://www.sinistrainrete.info/estero/29209-carlo-formenti-i-popoli-africani-contro-l-imperialismo-1-said-bouamama.html

 

του Carlo Formenti

Με το κείμενο αυτό εγκαινιάζω ένα ταξίδι σε τρία άρθρα για τους αγώνες των λαών της Αφρικής ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τη συμβολή τους στην ανάπτυξη του μαρξισμού. Σε αυτό το πρώτο άρθρο αναλύω δύο βιβλία του Said Bouamama (ενός μαρξιστή διανοούμενου μαγκρεμπικής καταγωγής που γεννήθηκε στη Γαλλία -στο Ρουμπέ- πριν από εξήντα έξι χρόνια): Pour un panafricanisme révolutionnaire (Syllepse, Παρίσι 2023) και Des classes dangereuses a l'ennemi intérieur (Syllepse, Παρίσι 2021). Στα επόμενα, θα ασχοληθώ, αντίστοιχα, με την Κόκκινη Αφρική του Αγγλοαφρικανού Kevin Ochieng Okoth (σύντομα θα εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο Meltemi, με έναν επίλογο από εμένα) και με μια ανθολογία κειμένων του Amilcar Cabral.

 

 

I. Για τον επαναστατικό παναφρικανισμό

α) Δυτικές ιδεολογικές παραποιήσεις για τη νομιμοποίηση της αποικιοκρατίας

Η πιο διαδεδομένη διαστρέβλωση της πραγματικότητας που κατέφυγαν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές για να δικαιολογήσουν τους αποικιοκρατικούς κατακτητικούς πολέμους τους, γράφει ο Bouamama, ήταν ο ισχυρισμός ότι η Αφρική είναι μια ήπειρος «χωρίς ιστορία», η οποία μόνο χάρη στην ενσωμάτωσή της στις αυτοκρατορίες των ευρωπαϊκών χωρών μπόρεσε να συμπεριληφθεί στην «παγκόσμια» (δηλαδή την ευρωπαϊκή) ιστορία. Η θέση αυτή βασίζεται σε μια αφήγηση που παρουσιάζει την αφρικανική ήπειρο ως ένα σύνολο «πρωτόγονων», πολιτικά αδόμητων, «απάτριδων» κοινωνιών, ένα πλήθος ανθρώπινων ομάδων χωρίς αμοιβαίες ανταλλαγές, μονίμως σε πόλεμο μεταξύ τους και ανίκανων να εκφράσουν κοινωνικές μορφές πιο σύνθετες από τη φυλή και του οικογενειακού κλαν (παρεμπιπτόντως, αξίζει να υπογραμμιστεί πώς η εικόνα των «απάτριδων κοινωνιών» που αναδύεται στις αφηγήσεις ορισμένων δυτικών ανθρωπολόγων έχει χρησιμοποιηθεί «από την Αριστερά» για να επικρίνει τις διαδικασίες συγκρότησης  των εθνών μετά την ανεξαρτησία και να αναδείξει ορισμένες προνεωτερικές κοινωνικές μορφές σε αντίθεση με τις εξωτερικά επιβαλλόμενες διαδικασίες εκσυγχρονισμού).

Στην πραγματικότητα, πριν την αποικιοκρατία, αντίθετα με τους ισχυρισμούς της δυτικής προπαγάνδας, τόσο στη Βόρεια Αφρική όσο και στην υποσαχάρια Αφρική, υπήρχαν όχι μόνο κράτη αλλά και πραγματικές αυτοκρατορίες, οπότε η αποικιοκρατία, γράφει ο Bouamama, δεν σήμαινε την είσοδο της Αφρικής στην ιστορία, αλλά τη βίαιη διακοπή της ιστορίας της (όπως ακριβώς η λεγόμενη «ανακάλυψη» της Αμερικής σήμαινε τη βίαιη διακοπή της ιστορίας αυτής της ηπείρου).

 

Μια άλλη ψευδοϊστορική εφεύρεση -που καλλιεργήθηκε κυρίως στη Γαλλία αλλά όχι μόνο - είναι αυτή που προσπαθεί να περάσει τον αποικισμό της Βόρειας Αφρικής ως «απελευθέρωση» των Βερβερικών λαών. Τους Βερβερικούς λαούς, που παρουσιάζονται ως κληρονόμοι του ρωμαϊκού πολιτισμού, θα τους κατακτήσουν -και στη συνέχεια θα τους καταπιέσουν επί αιώνες- οι  Αραβομουσουλμάνοι εισβολείς. Στην πραγματικότητα, εξηγεί ο Bouamama (ο οποίος δεν αρνείται την ύπαρξη εθνοτικών συγκρούσεων), δεν υπήρξε ποτέ αραβικός αποικισμός της Βόρειας Αφρικής, με την έννοια της εποικιστικής αποικιοκρατίας (1), ενώ ο εξισλαμισμός της περιοχής ήταν μια μακρά, ευρύτερη και πολύπλοκη διαδικασία.

 

 

Τέλος, μη μπορώντας να διαγράψουν τη φρίκη του υπερατλαντικού εμπορίου, που χρησιμοποιήθηκε κυνικά, όπως υπογράμμισε ο Μαρξ (2), για να τροφοδοτήσει την πρωταρχική συσσώρευση του αγγλοαμερικανικού κεφαλαίου, επιχείρησαν να στηρίξουν τη θέση της ύπαρξης μιας όχι λιγότερο μαζικής και σκληρής προ-αποικιακής δουλοκτητικής παράδοσης (με ιδιαίτερη επιμονή στο εμπόριο που το διαχειρίστηκαν οι Άραβες). Και πάλι, ο Bouamama εξηγεί ότι οι παραδοσιακές αφρικανικές μορφές δουλείας ήταν πολύ διαφορετικές (οικιακή δουλεία, αιχμάλωτοι πολέμου, αφερέγγυοι οφειλέτες κ.λπ.) και ότι συχνά τα παιδιά των δούλων, σε αντίθεση με τους Αμερικανούς δούλους που θεωρούντο κινητά περιουσιακά στοιχεία, δεν θεωρούνταν οι ίδιοι δούλοι. Αλλά πάνω απ' όλα, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το «ανατολικό» εμπόριο που τροφοδοτούνταν από Άραβες διακινητές, ο πολύ μικρότερος αριθμός και η πολύ μεγαλύτερη διάρκεια του φαινομένου, δεν είναι συγκρίσιμα με εκείνα του υπερατλαντικού εμπορίου, που τροφοδοτείται από την ανεξάντλητη δίψα για κέρδος μιας κοινωνικής μορφής που βασίζεται στην απεριόριστη συσσώρευση κεφαλαίου. Το τελευταίο, είχε αντίκτυπο στην αποδόμηση των αφρικανικών κοινωνιών, εξαθλιώνοντας τα δημογραφικά τους στοιχεία και μετατρέποντας ορισμένες τοπικές ελίτ σε προμηθευτές σκλάβων.

 

 

Εν κατακλείδι, το «προπατορικό αμάρτημα» της αποικιοκρατικής κουλτούρας, που γεννήθηκε ευρωκεντρική και αργότερα εξελίχθηκε σε δυτικοκεντρική, συνίσταται στους ισχυρισμούς περί «οικουμενικότητάς» της. Ισχυρισμοί που σήμερα, στη μετα-αποικιακή εποχή, προβάλλονται για να δικαιολογήσουν πολέμους που διεξάγονται στο όνομα των «οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων» εναντίον λαών, χωρών και εθνών που τολμούν να αντιταχθούν στην οικονομική, πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία της δυτικής αυτοκρατορίας που είναι ενοποιημένη υπό την αστερόεσσα. Αυτή η ψευδο-οικουμενικότητα υποστηρίζει ο Bouamama, βασίζεται σε δύο αξιώματα: τη θέση της μη ύπαρξης «αληθινών» πολιτισμών πριν τον δυτικό και την άρνηση των έξωθεν  συνεισφορών που ευνόησαν την ανάπτυξη του τελευταίου. Η πρώτη θέση είναι τόσο αστήρικτη που δεν αξίζει να αντικρουστεί: τουλάχιστον μέχρι τον 15ο αιώνα, η Ευρώπη ήταν οικονομικά περιθωριακή σε σύγκριση με τον πλούτο που παρήγαγε η Ασία (3) και η Εγγύς Ανατολή, για να μη αναφερθούμε στην πολιτιστική της καθυστέρηση το Μεσαίωνα- όταν, όσον αφορά την υποτιθέμενη πολιτιστική υπεροχή του κλασικού ελληνισμού έναντι οποιασδήποτε άλλης παράδοσης (4), αυτή βασίζεται στη διαγραφή του χρέους προς τον αιγυπτιακό πολιτισμό και τις χιλιόχρονες πολιτιστικές παραδόσεις της Άπω Ανατολής. Εξάλλου, οι αλήθειες αυτές αναγνωρίζονταν ευρέως από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό πριν από την άνοδο της αστικής τάξης και τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της που γέννησαν τον σύγχρονο ευρωκεντρισμό.

 

 

β) Ο πριμιτιβισμός και ο ουσιοκρατισμός ως παιδικές ασθένειες του παναφρικανισμού

Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που επιβράδυνε τη διαμόρφωση μιας επαναστατικής παναφρικανικής συνείδησης, σύμφωνα με τον Bouamama, ήταν ο μύθος της ύπαρξης προ-αποικιακών αφρικανικών κοινωνιών χωρίς ταξικές συγκρούσεις και αρμονικά ενταγμένων στα αντίστοιχα περιβαλλοντικά τους πλαίσια, ένας μύθος με τον οποίο συμφωνούσαν κάποιοι Αφρικανοί ηγέτες και έδειχναν το δρόμο για το μετα-αποικιακό μέλλον στην επιστροφή σε μια υποτιθέμενη αρχική κατάσταση. Θα µπορούσε κανείς να πει ότι η πρώτη αντίδραση των αποικιοκρατούµενων στην ουσιοκρατία της κουλτούρας των αποικιοκρατών ήταν να αντιπαραθέσουν µια ουσιοκρατία των αποικιοκρατούµενων, η οποία συνοψίζεται στην έννοια της νεγροσύνης (5).  Ο Σενεγαλέζος Leopold Senghor, ο προφήτης της νεγροσύνης και κύριος υπεύθυνος για τη φετιχοποίηση της προ-αποικιακής Αφρικής, περιγράφει τον μαύρο άνθρωπο ως «άνθρωπο της φύσης» που ζει δεμένος με τη γη και το σύμπαν- προικισμένος με έναν «αισθησιακό» χαρακτήρα που βιώνει την πραγματικότητα μέσω της γεύσης, της ακοής, της όρασης, της αφής και της όσφρησης και αντλεί από αυτό ένα μοντέλο ορθολογισμού που δεν είναι λογικό-διαλογικό αλλά διαισθητικό-συμμετοχικό (άρα όχι ανταγωνιστικό).

 

Αυτός ο ουσιοκρατισμός του αποικιοκρατούμενου, συμμετρικά αντίθετος με εκείνον του αποικιοκράτη και θεμελιωμένος στην εξύψωση παραδόσεων που είχαν απορριφθεί ή υποτιμηθεί, γράφει ο Bouamama, μπορεί να δικαιολογείται και να παίζει ενεργό ρόλο στην αρχική φάση της διαδικασίας χειραφέτησης, αλλά γίνεται μεγάλο εμπόδιο στην επόμενη φάση, στο βαθμό που προκαλεί ένα μοντέλο αφρικανικού «σοσιαλισμού» εμπνευσμένο από ένα φανταστικό παρελθόν χωρίς ταξικές συγκρούσεις. Ενώ αναγνωρίζει την ύπαρξη δομών κοινοτικού τύπου και την παράδοση της συλλογικής ιδιοκτησίας της γης σε ορισμένες περιοχές της ηπείρου, ο Bouamama μας υπενθυμίζει ότι αυτό δεν συνεπάγεται την ύπαρξη ισότιμων κοινωνιών, και έτσι οι αποικιοκρατικές δυνάμεις μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τις κοινωνικές ιεραρχίες που υπήρχαν πριν από την εγκατάστασή τους και να τις θέσουν στην υπηρεσία της δικής τους κυριαρχίας.

 

Αυτή η ικανότητα χειραγώγησης των συγκρούσεων και των αντιφάσεων που διατρέχουν τον κόσμο των αποικιοκρατούμενων παρατείνεται με την πάροδο του χρόνου, ακόμη και μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας τους, και μια από τις πιο αποτελεσματικές στρατηγικές της συνίσταται ακριβώς στην αναβίωση των ουσιοκρατικών και τοπικιστικών επιχειρημάτων ορισμένων «αφροκεντρικών» διανοουμένων. Με αυτόν τον τρόπο, επαναπροτείνονται οι μύθοι που ορίζουν το Ισλάμ και τον Χριστιανισμό ως «εισαγόμενες» θρησκείες, οι οποίες επιβλήθηκαν με τη βία σε αρχικά ανιμιστικούς πληθυσμούς. Έτσι, η Σαχάρα περιγράφεται ως ένα αδιαπέραστο σύνορο που χώριζε πάντα τη Λευκή Αφρική από τη Μαύρη Αφρική, αγνοώντας την ιστορική πραγματικότητα (το γεγονός, δηλαδή, ότι η Σαχάρα διαπερνάται εδώ και αιώνες από ένα πυκνό δίκτυο οικονομικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών ανταλλαγών). Με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται να τροφοδοτηθεί η αντίθεση μεταξύ νεγροσύνης, αραβικότητας  και βερβερικότητας.

 

Ο παναφρικανισμός γεννήθηκε ως αντίδραση σ'αυτή τη διαιρετική ιμπεριαλιστική στρατηγική που αποσκοπεί στην παράταση της κυριαρχίας επί των αφρικανικών λαών μετά το τέλος της αποικιοκρατίας. Οι ρίζες του (όπως θα δούμε με μεγαλύτερη σαφήνεια στα επόμενα στάδια αυτής της διαδρομής που είναι αφιερωμένη στην Αφρική) βρίσκονται στην εμπειρία του ξεριζωμού που έζησαν τα εκατομμύρια των μαύρων που αποσπάστηκαν από τις αντίστοιχες ομάδες τους με το υπερατλαντικό εμπόριο: η κοινή μοίρα των σκλάβων που μεταφέρθηκαν στην Αμερική γεννά το αίσθημα μιας «κοινότητας του πεπρωμένου». Πρόκειται, επομένως, σε αυτή την πρώτη φάση, για ένα «παναφρικανικό ιδεώδες», δηλαδή συνδεδεμένο με το χρώμα του δέρματος, αλλά καθώς αναπτύσσονται οι αγώνες για εθνική απελευθέρωση, εξελίσσεται σε έναν παναφρικανισμό με ηπειρωτική εμβέλεια, όπου αυτοί που καλλιέργησαν το όραμα ενός ενιαίου και αδιαίρετου αφρικανικού κράτους, δεν ήταν μόνο οι μαύροι ηγέτες όπως ο Nkrumah και ο Nyerere, αλλά και οι βορειοαφρικανοί ηγέτες όπως ο Nasser, Ben Bella και αργότερα ο Gheddafi


 

Ο παναφρικανισμός και ο σοσιαλισμός έχουν την τάση να συγχωνεύονται, στο βαθμό που η μετα-αποικιακή πραγματικότητα διαλύει τις ψευδαισθήσεις επιστροφής σε ένα ιδανικό παρελθόν, ενώ αναδεικνύει τις παλιές και νέες ταξικές συγκρούσεις που κλονίζουν τα έθνη που γεννήθηκαν από τη διάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών. Η ιμπεριαλιστική αντίδραση, υποστηριζόμενη από τις νέες εθνικές αστικές τάξεις που χτίζουν την εξουσία τους στη σκιά της νεοαποικιοκρατίας, είναι πολύ σκληρή τόσο στο ιδεολογικό όσο και στο πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο. Στο πρώτο, είναι ακριβώς οι αφροκεντρικοί ουσιοκράτες διανοούμενοι που διαπιστώνουν τη θέση της υποτιθέμενης «ευρωκεντρικής» φύσης του μαρξισμού, η οποία είναι επομένως άχρηστη ή και αντιπαραγωγική στο συγκεκριμένο αφρικανικό κοινωνικό πλαίσιο. Τόσο ο Bouamama όσο και οι συγγραφείς που θα εξετάσω στα επόμενα δύο επεισόδια δεν αρνούνται την ύπαρξη μιας ευρωκεντρικής ερμηνείας του μαρξισμού, η οποία μάλιστα είναι ηγεμονική στη Δύση, όπως υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ο συγγραφέας (6), αλλά αναβιώνουν την ανάγκη για μια θεωρητική επεξεργασία που να δίνει ένα ευρύτερο νόημα στην έννοια της ταξικής πάλης (7).

 

Στο στρατιωτικοπολιτικό επίπεδο, η αντίδραση αναπτύσσεται μέσα μιας σειράς στοχευμένων δολοφονιών επαναστατών ηγετών (από τον Lumumba στον Cabral), από την άμεση και έμμεση υποστήριξη αποσχιστικών κινημάτων που εκμεταλλεύονται εθνοτικές, ταξικές, θρησκευτικές συγκρούσεις κ.λπ. (Σαχέλ εναντίον Αλγερίας και Μάλι, Κατάνγκα εναντίον Κονγκό, Μπιάφρα εναντίον Νιγηρίας κ.λπ. ), το οικονομικό σαμποτάζ και την παρέμβαση (μέσω θεσμών ονομαστικά διεθνών, αλλά στην πραγματικότητα κυριαρχούμενων από δυτικές δυνάμεις, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα) που έχουν ως στόχο να εμποδίσουν κάθε δυνατότητα αυτόνομης ανάπτυξης των μετα-αποικιακών εθνών, εξαναγκάζοντάς τα να υιοθετήσουν νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές. Στρατηγικές που διευκολύνθηκαν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Μέχρι που η άνοδος των Brics και οι φιλοδοξίες για τη γέννηση ενός πολυπολικού κόσμου άνοιξαν τις προοπτικές για μια νέα εποχή παναφρικανισμού που μπορεί να εδραιωθεί μόνο στη βάση αυστηρών υλιστικών προϋποθέσεων. 

 

γ) Για μια υλιστική ανάλυση των αντιφάσεων της διαδικασίας χειραφέτησης. Προοπτικές για έναν νέο επαναστατικό παναφρικανισμό

Έχοντας εξαντληθεί η ιστορική φάση κατά την οποία ήταν δυνατόν να σκεφτεί κανείς έναν παναφρικανισμό βασισμένο σε μια φανταστική κοινότητα πολιτισμού, η οποία συνεπαγόταν την άρση των ανομοιογενειών μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών πραγματικοτήτων της ηπείρου και καλλιεργούσε την ψευδαίσθηση της επιστροφής σε έναν υποτιθέμενο προ-αποικιακό κοινοτισμό, τώρα προτείνεται ξανά η επείγουσα ανάγκη και η αναγκαιότητα του πολιτικού παναφρικανισμού ως κοινού σχεδίου εξόδου από τη νεοαποικιακή εξάρτηση. Πράγματι, οι αστικές ελίτ που προέκυψαν από τη διαδικασία της εθνικής απελευθέρωσης αποδείχθηκαν ανίκανες να προωθήσουν την πραγματική ανάπτυξη, η οποία βασίζεται στην αύξηση της παραγωγής, τη δημιουργία σύγχρονων υποδομών, την τεχνολογική καινοτομία και την αύξηση της απασχόλησης. Το γεγονός ότι υπάρχει σήμερα μια (μικρή) τάξη πάμπλουτων Αφρικανών δεν είναι σύμπτωμα αυτόνομης ανάπτυξης αλλά του ενδιάμεσου ρόλου που παίζει αυτό το κοινωνικό στρώμα απέναντι στο μεγάλο ξένο κεφάλαιο. Η επανεκκίνηση του εγχειρήματος ενός επαναστατικού πολιτικού παναφρικανισμού, γράφει ο Bouamama, σημαίνει την αντίδραση των παναφρικανιστικών θεωριών από νεοφιλελεύθερη σκοπιά που πολλαπλασιάζονται σε αρμονία με την έναρξη ισχύος (2021) της ZLECAF (Αφρικανική Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών).

 

Το πολιτικό υποκείμενο που μπορεί να αγωνιστεί ενάντια στο σχέδιο ενσωμάτωσης της αφρικανικής ηπείρου στη διαδικασία της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δεν είναι οι εθνικές αστικές τάξεις, οι οποίες είναι συνένοχες αυτής της διαδικασίας, αλλά οι πλατιές λαϊκές μάζες (θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα συζητώντας τη σκέψη του Cabral): σήμερα όπως και χθες είναι μόνο αυτές, μαζί με ορισμένα τμήματα της μικροαστικής τάξης, που ενσαρκώνουν οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα αντιιμπεριαλιστικού και αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα.

 

Ο μετασχηματισμός του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα σε αγώνα για το σοσιαλισμό, υποστηρίζει ο Bouamama, συνεπάγεται την έξοδο από τον «πολιτισμικό» παναφρικανισμό και τη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει πολιτισμική απελευθέρωση χωρίς οικονομική και πολιτική απελευθέρωση. Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, ο Bouamama αναβιώνει τη θέση του Nkrumah, που ο ίδιος οφείλει στον Samir Amin (8 ), ότι καμία οικονομική ανεξαρτησία δεν θα είναι δυνατή χωρίς την εφαρμογή μιας στρατηγικής αποσύνδεση (delinking) από την οικονομία που κυριαρχείται από τον δυτικό καπιταλισμό. Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η δυνατότητα αύξησης της τιμής των πρώτων υλών (τερματίζοντας την άνιση ανταλλαγή μεταξύ των φθηνών πρώτων υλών της περιφέρειας και των ακριβών βιομηχανικών προϊόντων των μητροπόλεων), να αναπτυχθεί μια αυτόνομη εκβιομηχάνιση (τερματίζοντας την εξειδίκευση της παραγωγής στις φθηνές πρώτες ύλες - και στην εργασία! - σε χαμηλές τιμές). 

Με άλλα λόγια, να ζωντανέψουν οι αυτοκεντρικές οικονομίες, πράγμα που δεν σημαίνει αυτάρκεια, αλλά μάλλον ανάπτυξη σχέσεων ανταλλαγής με στόχο την εσωτερική συσσώρευση (σημειώνουμε ότι η κινεζική οικονομική πολιτική εμπνεύστηκε από αυτές τις αρχές μετά τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1970, με τα τρομερά αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε). Αποσύνδεση σημαίνει, μεταξύ άλλων, επανασχεδιασμό του δικτύου μεταφορών της Αφρικής ώστε να καταστεί λειτουργικό για τις εσωτερικές ανταλλαγές, εξάλειψη των τελωνειακών φραγμών μεταξύ των κρατών (και ενίσχυση αυτών έναντι των μητροπολιτικών προϊόντων), και προσπάθεια για την οικοδόμηση μιας αφρικανικής νομισματικής κοινότητας (το σχέδιο διεύρυνσης των Brics σε συνάρτηση με την απεμπλοκή από το κυριαρχικό δικαίωμα ( seigniorage) του δολαρίου - αξίζει να προσθέσουμε - μπορεί να αποτελέσει στρατηγικό παράγοντα υπό αυτή την έννοια).

 

Όλα αυτά δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς τον κεντρικό ρόλο του κράτους, γι' αυτό και ο Bouamama αντιπαραθέτει στις αντικρατικές θέσεις της δεξιάς και της αριστεράς το σύνθημα: «Η Αφρική δεν υποφέρει από πολύ κράτος αλλά από πολύ λίγο κράτος». Αυτός ο ισχυρισμός θέτει υπό αμφισβήτηση τις επικρίσεις των «αντιεθνικιστών», οι οποίοι (όπως θα δούμε στις επόμενες δόσεις αυτού του αφρικανικού τρίπτυχου) αποδίδουν τις αντιφάσεις της απελευθερωτικής διαδικασίας στο γεγονός ότι εγκλώβισαν τις ενέργειες του αγώνα για ανεξαρτησία στο μοντέλο του έθνους-κράτους. Οι αντεθνικιστές, υποστηρίζει ο Bouamama, ξεχνούν ορισμένες θεμελιώδεις πλευρές της διαδικασίας της απελευθέρωσης από την αποικιακή και νεοαποικιακή κυριαρχία :

 

Πρώτον. Ακόμα και τα πιο αντιδραστικά καθεστώτα που αποδυναμώθηκαν από τον ιμπεριαλισμό αναγκάστηκαν να ικανοποιήσουν τουλάχιστον εν μέρει τα λαϊκά αιτήματα, οπότε ο ισχυρισμός ότι οι άνθρωποι σε ορισμένες αφρικανικές χώρες είναι σήμερα σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι όταν ήταν αποικίες είναι μια αβάσιμη μπούρδα που αντικειμενικά εξυπηρετεί τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.

Δεύτερον. Η αποτυχία οικοδόμησης ενός αισθήματος εθνικής αλληλεγγύης και συνανήκειν αφήνει το πεδίο ανοιχτό σε άλλες μορφές κοινοτικής αλληλεγγύης, οι οποίες, αν υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να συναρθρωθούν στην αντίθεση με τον αποικιοκράτη, μπορούν επίσης να αξιοποιηθούν και ως μέσα διάσπασης του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου.

Τρίτο. Όσο και αν είναι δικαιολογημένη, η κριτική της κραυγαλέας τεχνητότητας των συνόρων που χωρίζουν τις αφρικανικές χώρες (τα οποία χαράχτηκαν με χάρακα και πυξίδα από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις που χώρισαν την Αφρική μεταξύ του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα) δεν λαμβάνει υπόψη τη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα μέσα στην οποία έλαβε χώρα η διαδικασία της αποαποικιοποίησης. Η συζήτηση για το απαραβίαστο των συνόρων ήταν μια υποχρεωτική επιλογή για τους ηγέτες του αγώνα της ανεξαρτησίας, στο βαθμό που η πολιτική τους δράση έλαβε χώρα στο πλαίσιο ενός κόσμου που χαρακτηριζόταν από τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και τις προσπάθειες εργαλειοποίησης των εσωτερικών και εξωτερικών συγκρούσεων των νέων ανεξάρτητων χωρών προκειμένου να τις διαιρέσουν και να τις υποτάξουν σε νεοαποικιακά σχέδια.

Τέταρτο. Ο αντιεθνικισμός ορισμένων δυτικών αριστερών εμπνέεται από την ευρωκεντρική θεώρηση του εθνικισμού (και την ιστορία των συγκρούσεων μεταξύ των δυτικών κρατών) και ως εκ τούτου αδυνατεί να κατανοήσει τη χειραφετητική σημασία του εθνικισμού για τις κυριαρχούμενες χώρες.

Πέμπτο. Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ εθνικής χειραφέτησης και παναφρικανισμού: η πρώτη είναι η αφετηρία που επιβάλλουν οι συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες της αποικιοκρατικής κυριαρχίας, η δεύτερη είναι ο τελικός στόχος που επιβάλλει η ανάγκη συσσώρευσης επαρκών δυνάμεων για να σπάσει η ήπειρος την εξάρτηση από τη νεοαποικιακή κυριαρχία.

 

 

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Bouamama αγνοεί τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις που συνόδευσαν τις διαδικασίες οικοδόμησης των εθνών μετά την ανεξαρτησία. Δεδομένου ότι η τεχνητότητα ορισμένων εθνικών οντοτήτων που δημιουργήθηκαν από την αποαποικιοποίηση δεν αποτελεί από μόνη της ανυπέρβλητο εμπόδιο στη διαδικασία της πολιτικής οικοδόμησης του έθνους, είναι προφανές ότι αυτό μπορεί να γίνει με διαφορετικούς τρόπους. Και υπό αυτή την έννοια, πρέπει να αναγνωριστεί ότι έχουν γίνει λάθη. Συχνά, παραδέχεται ο Bouamama, το νέο έθνος-κράτος σχεδιάστηκε κατά το πρότυπο εκείνων της καπιταλιστικής Ευρώπης: ενιαία γλώσσα, διοικητικός συγκεντρωτισμός, εξάλειψη των εθνοτικών και πολιτισμικών διαφορών. Επιπλέον, οι νέες αφρικανικές άρχουσες τάξεις έχουν εξίσου εργαλειοποιήσει συχνά τους εθνοτικούς και φυλετικούς παράγοντες ως εργαλεία για την άνιση κατανομή του πλούτου και τη διαχείριση των πελατειακών ευεργετημάτων. Ενάντια σε αυτά τα λάθη, είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν κυβερνητικές ελίτ ικανές να σέβονται και να προστατεύουν τα συμφέροντα των μειονοτήτων και να μην συγχέουν την ανάγκη προώθησης της ανάπτυξης ενός κοινού πολιτισμού και μιας κοινής γλώσσας με την επιβολή ενός μοναδικού πολιτισμού και μιας μοναδικής γλώσσας. Ο στόχος, καταλήγει ο Bouamama, θα πρέπει να είναι, να ανοίξει ο δρόμος της ομοσπονδιακής συσσωμάτωσης τόσο σε εθνικό όσο και σε ηπειρωτικό επίπεδο, ώστε να καταλήξουμε στην οικοδόμηση ενός ενιαίου πολυεθνικού κράτους στο πρότυπο εκείνου που προβλέπουν τα Συντάγματα που εισήγαγαν οι μπολιβαριανές επαναστάσεις στη Λατινική Αμερική (9).

 

II. Η μετανάστευση, ο ρατσισμός και η κατασκευή του εσωτερικού εχθρού

Το δεύτερο βιβλίο του Bouamama, με το οποίο ασχολούμαι στο παρόν άρθρο, μετατοπίζει το ενδιαφέρον από την πραγματικότητα της αφρικανικής ηπείρου σε εκείνη ενός ευρωπαϊκού έθνους, της Γαλλίας, η οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αποικιοποίησης και εξακολουθεί να παραμένει μία από τις δυτικές δυνάμεις που είναι περισσότερο προσηλωμένες στη διατήρηση της νεοαποικιακής κυριαρχίας στην Αφρική. Αν στο προηγούμενο βιβλίο αναλύθηκε ο αγώνας των αφρικανικών λαών να απελευθερωθούν από την αποικιοκρατία και να αντισταθούν στις προσπάθειες της Δύσης να συνεχίσει -ακόμη και μετά την αποαποικιοποίηση- να οικειοποιείται τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους τους για να τροφοδοτήσει την ανεξάντλητη δίψα της για κέρδος, το δεύτερο βιβλίο έχει ως πρωταγωνιστές τα εκατομμύρια των μεταναστών που έφτασαν στη Γαλλία για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους ικανοποιώντας τη ζήτηση για φτηνό εργατικό δυναμικό σε μια χώρα που πάσχει από χρόνιο δημογραφικό έλλειμμα. Μια χώρα στην οποία όχι μόνο οι sans papier, αλλά και η δεύτερη και η τρίτη γενιά των απογόνων των πρώτων μεταναστευτικών κυμάτων, αν και ονομαστικά «προάγονται» σε Γάλλους πολίτες, συνεχίζουν να ζουν μια πραγματικότητα οικονομικής υπερεκμετάλλευσης και κοινωνικής περιθωριοποίησης.

 

α) Καπιταλισμός και μετανάστευση. Οι διαρθρωτικές αιτίες του φαινομένου

Η φιλελεύθερη αφήγηση παρουσιάζει το μεταναστευτικό φαινόμενο ως προϊόν αντικειμενικών οικονομικών «νόμων»: είναι η αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης (στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτού του ιδιόμορφου «εμπορεύματος» -που στην πραγματικότητα δεν είναι τέτοιο, όπως μας εξήγησε ο Μαρξ- δηλαδή της εργατικής δύναμης) που, μακροπρόθεσμα και έστω και με το τίμημα του αναπόφευκτου ανθρώπινου κόστους, δημιουργεί μια βέλτιστη κατάσταση για κάθε άτομο και κάθε έθνος. Ο Bouamama καταρρίπτει αυτή την αφήγηση αναβιώνοντας μια μαρξιστική άποψη που αναλύει το φαινόμενο υιοθετώντας μια μακροπρόθεσμη ιστορική προοπτική. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής γεννήθηκε και μπόρεσε να αναπτυχθεί μόνο καταστρέφοντας άλλες μορφές παραγωγής και αναπαραγωγής, ιδίως τις αγροτικές οικονομίες διαβίωσης που βασίζονται στην κοινότητα και την οικογένεια. Αυτό έχει περιγραφεί αριστοτεχνικά από τους θεμελιωτές του μαρξισμού, τον Μαρξ και τον Ένγκελς, καθώς και από τους μεγάλους επικριτές της αστικής πολιτικής οικονομίας, όπως ο Polanyi, ο Samir Amin, ο Arrighi και άλλοι, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του David Harvey που επινόησε την κατηγορία της «συσσώρευσης μέσω της απαλλοτρίωσης» για να περιγράψει αυτό το αρχικό, αλλά διαρκώς επαναπραγματοποιούμενο, γεγονός του καπιταλισμού (10).

 

Το εργατικό δυναμικό που «απελευθερώνεται» από την καταστροφή των παραδοσιακών τρόπων παραγωγής τροφοδοτεί τις μεταναστευτικές ροές εντός των επιμέρους καπιταλιστικών χωρών: εκατομμύρια άτομα αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα προάστια και να συρρεύσουν στα βιομηχανικά κέντρα σε αναζήτηση βιοπορισμού. Αλλά η διαδικασία σύντομα ξεπερνά τα εθνικά όρια, εφόσον, υποστηρίζει ο Bouamama, δεν υπήρξε ποτέ ένας μη παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, αλλά μάλλον μια προοδευτική διαδικασία παγκοσμιοποίησης: ο καπιταλισμός γεννιέται ιμπεριαλιστικός, καθοδηγούμενος από την ανάγκη να διευρύνει συνεχώς τις βάσεις της συσσώρευσής του, δηλαδή ωθείται να εξάγει τη διαδικασία της «συσσώρευσης μέσω της απαλλοτρίωσης» αποικίζοντας χώρες όπου εξακολουθούν να υπάρχουν παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις. Με αυτόν τον τρόπο, το κεφάλαιο δεν ομογενοποιεί τον κόσμο, όπως ισχυρίζεται η φιλελεύθερη αφήγηση, αλλά τον πολώνει μεταξύ αναπτυγμένων και υπανάπτυκτων περιοχών, εγκαθιδρύοντας έναν βάναυσο άνισο καταμερισμό εργασίας. Εν ολίγοις, η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση παρέχει στο κεφάλαιο πρόσβαση σε μεγάλες μάζες υπερεκμεταλλεύσιμης εργασίας, πρώτα με την εξαγωγή του τρόπου παραγωγής του και στη συνέχεια με την εισαγωγή εργασίας «απελευθερωμένης» από τις επιπτώσεις αυτής της εξαγωγής. Έτσι, η διαδικασία που ξεκίνησε σε εθνική κλίμακα επαναλαμβάνεται σε παγκόσμια κλίμακα.

Έχοντας περιγράψει τον μηχανισμό στη γενική-αφηρημένη, ιστορική του μορφή, ο Bouamama αναλύει ορισμένες από τις «συνέπειές» του και επικαιροποιεί τις συγκεκριμένες μορφές που τείνει να πάρει στη σημερινή πραγματικότητα (με ιδιαίτερη αναφορά στις συνθήκες της Γαλλίας). Πρώτον, οι μεταναστευτικές ροές είναι απαραίτητες για να αντιμετωπιστεί το ευρωπαϊκό δημογραφικό έλλειμμα και να εξισορροπηθούν οι επιπτώσεις της γήρανσης του ευρωπαϊκού πληθυσμού (ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα για τη Γαλλία, με το χαμηλότερο ποσοστό δημογραφικής αύξησης στην ήπειρο). Επιπλέον, η μετανάστευση αποτελεί ένα από τα κυριότερα -αν όχι το κυριότερο- μέσα για τη διατήρηση του ελέγχου των εργατικών μαζών μέσω της «κατάτμησης» της αγοράς εργασίας, δηλαδή κατά οικονομικούς τομείς, τύπους απασχόλησης κ.λπ. Τέλος, η µείωση της διαπραγµατευτικής δύναµης των εργαζοµένων που δηµιουργείται από τη διαστρωµάτωση που µόλις περιγράφηκε καθιστά δυνατή την υλοποίηση του στόχου της υψηλής κινητικότητας του εργατικού δυναµικού, που µεταφέρεται εύκολα από τον ένα τοµέα, τη µια θέση εργασίας και τον ένα τόπο στον άλλο.

Η επιτάχυνση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης τις τελευταίες δεκαετίες εισήγαγε μια σειρά πρωτοφανών παραγόντων που αύξησαν την πολυπλοκότητα των φαινομένων που περιγράφηκαν μέχρι τώρα, ξεκινώντας από τη μαζική διαδικασία της παραγωγικής αποκέντρωσης προς τις υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες, το οποίο σημαίνει ότι το 83% του εργατικού δυναμικού της μεταποίησης ζει σήμερα στον παγκόσμιο Νότο, γεγονός που, αντί να οδηγήσει σε μια αναδιανομή του πλούτου υπέρ των τελευταίων - όπως θεωρούσαν οι απολογητές της παγκοσμιοποίησης – οδήγησε σε μια αύξηση της φτώχειας και στις δύο περιπτώσεις. Επιπλέον, το γεγονός ότι η «βοήθεια» του δυτικού κόσμου προς τις χώρες του Νότου συνδυάστηκε με τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που επέβαλαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα (ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες κ.λπ.), σήμαινε ότι το εργατικό δυναμικό της περιφέρειας που «απελευθερώθηκε» και έγινε διαθέσιμο για μετανάστευση προς το κέντρο, δεν αφορά πλέον μόνο τους εργαζόμενους στην παραδοσιακή οικονομία, αλλά και στρώματα της αστικοποιημένης μεσαίας τάξης, τα οποία δεν βρήκαν πλέον απασχόληση στο δημόσιο τομέα που αποδεκατίστηκε από τις μεταρρυθμίσεις. Αυτό δεν αφορά πλέον μόνο ξεριζωμένους αγρότες, αλλά και γιατρούς, δασκάλους, μηχανικούς, υπαλλήλους κ.λπ. Με αυτόν τον τρόπο, οι δεξιότητες που διαμορφώθηκαν εις βάρος των περιφερειών πήγαν να τροφοδοτήσουν το φθηνό εργατικό δυναμικό των δημόσιων υπηρεσιών των κυρίαρχων χωρών (ο Bouamama αναφέρει, συγκεκριμένα, τη μαζική απασχόληση ιατρικού προσωπικού μη κοινοτικής προέλευσης στο γαλλικό σύστημα υγείας. Και αυτή η νέα μετανάστευση, για λόγους που θα εξετάσουμε στις επόμενες παραγράφους, όχι μόνο προορίζεται για υπερεκμετάλλευση, αλλά είναι καταδικασμένη να παραμείνει μόνιμα εκεί.

 

β) Πριν από το κύμα αφρικανικής καταγωγής. Εσωτερική και ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση

Ο Bouamama αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του τόμου που συζητάμε στην ιστορία των εσωτερικών μεταναστεύσεων στη Γαλλία. Και εδώ ξεκινά από μια γενική θεωρητική παραδοχή, η οποία συνίσταται στον ισχυρισμό ότι η διαδικασία της εθνικής οικοδόμησης, η ανάπτυξη μιας σύγχρονης εργατικής τάξης και οι μεταναστευτικές ροές αποτελούν ένα αδιαχώριστο σύνολο. Αυτό προκύπτει όχι μόνο από την αλληλοεξαρτώμενη σχέση μεταξύ της καταστροφής των περιφερειακών κοινωνικών μορφών και της πρωταρχικής συσσώρευσης στα κέντρα που περιγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο, αλλά και από το γεγονός ότι το ποσοστό γεννήσεων στη Γαλλία ήταν πάντα χαμηλότερο από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, γεγονός που κατέστησε την περιοχή αυτή μαγνήτη που, καθώς αυξανόταν η ζήτηση εργατικού δυναμικού, προσέλκυε μάζες μεταναστών πρώτα από την εσωτερική περιφέρεια, στη συνέχεια από τις γειτονικές χώρες και τέλος από την Αφρική.

 

Επιχειρηματολογώντας σχετικά με την εσωτερική μετανάστευση την περίοδο μετά την Επανάσταση του 1789, ο Bouamama διατυπώνει τη θέση ότι, κατά τη διαδικασία οικοδόμησης του έθνους, υπήρχε συνεχής σύγχυση μεταξύ της πολιτικής ενότητας και της πολιτισμικής μοναδικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπό αυτή την έννοια είναι η προώθηση της «παρισινής» γαλλικής ως εθνικής γλώσσας, η οποία επιβλήθηκε καταστρέφοντας τις γλώσσες των «πρωτογενών εθνών», όπως η βρετονική. Οι Βρετόνοι, μεταξύ άλλων, έγιναν στόχος χλευασμού και περιφρόνησης για τη «βάρβαρη» γλώσσα τους και την «αγένεια» τους, και έγιναν αντικείμενο μιας διαδικασίας «εθνοποίησης» που επέτρεψε τη διαστρωμάτωση της διαμορφούμενης γαλλικής εργατικής τάξης, αναθέτοντας σε αυτές τις «καθυστερημένες» εθνοτικές ομάδες τις πιο επίπονες, καθαρά χειρωνακτικές και «βρώμικες» παραγωγικές εργασίες και περιορίζοντάς τες στους πιο εκμεταλλευτικούς οικονομικούς τομείς.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι εσωτερικές μεταναστεύσεις δεν επαρκούσαν πλέον για να ικανοποιήσουν την ακόρεστη δίψα της γαλλικής βιομηχανίας για φθηνό εργατικό δυναμικό, οπότε άνοιξαν οι πόρτες σε μεταναστευτικές ροές από ευρωπαϊκές χώρες: Ιταλοί, Ισπανοί, Πολωνοί κ.λπ. Σήμερα, οι αστικές ελίτ τρέφουν τον μύθο της υποτιθέμενης «αρμονικής ενσωμάτωσης» αυτών των ευρωπαίων μεταναστών (και των απογόνων τους), η οποία αντιπαραβάλλεται με την έλλειψη ή την ελλιπή ενσωμάτωση των διαδοχικών μεταναστεύσεων από χώρες εκτός ΕΕ (κυρίως αφρικανικές). Πρόκειται για έναν μύθο που ο Bouamama καταρρίπτει υπενθυμίζοντας την περιθωριοποίηση, τα ποσοστά εκμετάλλευσης και τις ρατσιστικές διώξεις που υφίσταντο τότε ιδίως οι Ιταλοί εργάτες, οι οποίοι ήδη παρουσιάζονταν, όπως συμβαίνει σήμερα με τους μετανάστες εκτός ΕΕ, ως απειλή για την «αντικατάσταση» του ντόπιου πληθυσμού. Σήμερα, αφού οι μεταναστευτικές ροές από την Ιταλία έχουν προ πολλού σταματήσει και οι διαδοχικές γενιές φαίνεται να έχουν αφομοιωθεί πλήρως από τη γαλλική κουλτούρα, ο μύθος της επιτυχούς ενσωμάτωσης καλλιεργείται λόγω της ουσιαστικής πολιτισμικής εγγύτητας, ενώ η πολιτισμική απόσταση των μεταπολιτευτικών μεταναστών θα δικαιολογούσε το γεγονός ότι η διακριτική μεταχείριση απέναντί τους επεκτείνεται και στις γενιές που ακολουθούν τις πρώτες, παρόλο που οι τελευταίες αποτελούν πλέον την πλειοψηφία των Γάλλων πολιτών. Όμως αυτή η θεωρία της πολιτισμικής απόστασης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι η συγκεκριμένη μορφή που έχει πάρει ο ρατσισμός στην εποχή της μετα-αποικιακής παγκοσμιοποίησης.

 

γ) Από τον βιολογικό ρατσισμό στον πολιτισμικό ρατσισμό

Ο ρατσισμός, υποστηρίζει ο Bouamama, είναι ένας ουσιαστικός τρόπος κοινωνικής ταξινόμησης στον δυτικό καπιταλιστικό πολιτισμό. Όμως, μετά τη φρίκη που διέπραξαν οι Ναζί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο βιολογικός ρατσισμός, ο οποίος το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα χρησιμοποιούνταν ακόμη ευρέως για να νομιμοποιήσει την ιμπεριαλιστική αποικιοκρατία, έχει γίνει απεχθής. Η ηθική καταδίκη του ρατσισμού από τη φιλελεύθερη-δημοκρατική κουλτούρα στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά κατά των ατομικών προκαταλήψεων απέναντι στον άλλο, και έτσι αναθέτει τη λύση του προβλήματος στην εκπαίδευση, ενώ αγνοεί τα υλικά (οικονομικά και πολιτικά) συμφέροντα που παράγουν και αναπαράγουν το ρατσισμό. Έτσι, αφού εξαφανίζεται ο ρατσισμός που αφορά τη βιολογική κληρονομικότητα, εφευρίσκεται ένας άλλος, δηλαδή εκείνος ο «ρατσισμός χωρίς φυλή» που βασίζεται στη θέση της μη αναγωγιμότητας των πολιτισμικών διαφορών (για την ακρίβεια, των διαφορών μεταξύ των πολιτισμών του κέντρου και των πολιτισμών της περιφέρειας, δηλαδή μεταξύ της Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου).

 

Αντιμέτωποι με το γεγονός ότι οι μετα-αποικιοκρατικοί μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, αν και Γάλλοι κατά γενική ομολογία, συνεχίζουν να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται ως ξένοι- αντιμέτωποι με το γεγονός ότι το ποσοστό ανεργίας των παιδιών των μεταναστών είναι διπλάσιο από αυτό των λευκών συνομηλίκων τους, αντιμέτωποι με τη συνέχιση των στεγαστικών διακρίσεων, σύμφωνα με τις οποίες οι μετανάστες «περιορίζονται» σε χώρους που προορίζονται για τα κατώτερα στρώματα των υποδεέστερων τάξεων (ο διαχωρισμός αυτός είναι τόσο έντονος ώστε η απόλυτη πλειοψηφία των νέων μεταναστών ζει σε περίπου τριάντα συνοικίες της Ile de France), χαράσσοντας τα όρια αυτού που η Bouamama αποκαλεί «χρωματική γραμμή»- αντιμέτωποι με το γεγονός ότι ακόμη και τα παιδιά των μεταναστών που καταφέρνουν να έχουν πρόσβαση στα υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης δυσκολεύονται να βρουν θέσεις εργασίας ανάλογες με το επίπεδο εκπαίδευσης που έχουν αποκτήσει. Απέναντι σε όλα αυτά, κατασκευάζεται η αφήγηση της ασυμβατότητας των ατόμων αυτών με το πολιτισμικό περιβάλλον που υιοθέτησαν. Τα άτομα αυτά, υποστηρίζεται, δεν υφίστανται διακρίσεις, αλλά μάλλον, στο βαθμό που επιλέγουν να συναθροίζονται σε πολιτισμικά ομοιογενείς κοινότητες, δημιουργούν έναν «μειονοτικό αυτονομισμό» που αρνείται να ενσωματωθεί στο έθνος υποδοχής. Αυτός ο «κοινοτισμός», που δεν είναι τίποτα περισσότερο, γράφει ο Bouamama, από το κοινωνικό προϊόν των διακρίσεων, μετατρέπεται έτσι σε συνειδητή επιλογή και πολιτισμικό χαρακτηριστικό.

 

Η «πολιτισμικήl» εξήγηση τείνει να προβάλλει μια ομοιογενή εικόνα ακόμη και βαθιά διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, να προσφέρει μια αντι-ιστορική αναπαράσταση τους που αφαιρεί εντελώς τις περιβαλλοντικές αλληλεπιδράσεις στις οποίες εκτίθενται. Οι πληθυσμοί των γαλλικών προαστείων ( banlieues) γίνονται αντικείμενο μιας «νεοριενταλιστικής» αναπαράστασης (11) που αναφέρεται ιδίως στην ισλαμική θρησκεία. Και ο τρόπος µε τον οποίο αντιµετωπίζεται το ισλαµικό ζήτηµα αποτελεί σύµπτωµα της τάσης - χαρακτηριστικής της σηµερινής προχωρηµένης φάσης της παγκοσµιοποίησης - να προσδίδεται στον πολιτισµικό ρατσισµό µια «πολιτισµιστική» χροιά, όπου η αναφορά είναι, φυσικά, η  θέση περί της «σύγκρουσης των πολιτισµών» που διατύπωσε ο Samuel Huntington (12).

Ο λόγος του Huntington είναι πάρα πολύ γνωστός για να είναι απαραίτητο να αφιερώσουμε πάνω από μερικές συνοπτικές γραμμές σε αυτόν. Ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας είναι ο γκουρού ενός νέου ψυχρού πολέμου, ο οποίος, σε αντίθεση με τον οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό που αντιπαρατέθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση μέχρι την πτώση του σοσιαλισμού στη Ρωσία, θα έπαιρνε σήμερα τη μορφή σύγκρουσης πολιτισμικών αξιών. Από τη μία πλευρά ο φιλελεύθερος δημοκρατικός πολιτισμός της «χριστιανικής» Δύσης (το επίθετο αξίζει να μπει σε εισαγωγικά, καθώς οι αξίες που τονίζονται είναι κυρίως αυτές των αγγλοαμερικανικών προτεσταντικών αιρέσεων), από την άλλη ο ισλαμικός κομφουκιανικός, ο χριστιανικός ορθόδοξος και ο καθολικός «ισπανικός» πολιτισμός, τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους όσο και ενωμένοι ως προς την απόρριψη των δυτικών αξιών. Ο Huntington αγνοεί την πολυπλοκότητα αυτών των παραδόσεων όσο και τις διαφορές τους, ομογενοποιώντας τις και παρουσιάζοντάς τες ως μονολιθικά μπλοκ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι θέσεις του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μετατροπή της εικόνας των μετα-αποικιακών μεταναστών στη Γαλλία -στην πλειοψηφία τους μουσουλμάνοι- από επικίνδυνες κατηγορίες σε πραγματικούς εσωτερικούς εχθρούς.

Αυτό προφανώς έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των γαλλικών αστικών ελίτ που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα χωρίς το εργατικό δυναμικό των μεταναστών. Ωστόσο, καθώς η δεύτερη και η τρίτη γενιά, εξοργισμένες από τη διαιώνιση του περιθωριοποιημένου καθεστώτος τους ακόμη και μετά την «προαγωγή» τους σε πολίτες της Δημοκρατίας, έχουν αρχίσει να ριζοσπαστικοποιούν τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά αιτήματά τους και καθώς τα γαλλικά προάστεια έχουν γίνει τόπος βίαιων συγκρούσεων εφάμιλλης των αφροαμερικανικών γκέτο στις Ηνωμένες Πολιτείες, η γλώσσα  της εξουσίας έχει κι αυτή ριζοσπαστικοποιηθεί, αγκαλιάζοντας τη γλώσσα της φασιστικής και ρατσιστικής δεξιάς.

Με αυτόν τον τρόπο, η πολιτισμική και «ενταξιακή» λογική, η οποία ανέκαθεν καθοδηγούσε τις κυβερνητικές πολιτικές απέναντι στους μετανάστες, έγινε όλο και περισσότερο ίδια με εκείνη που εφαρμόστηκε στην Αλγερία και στις άλλες αποικίες πριν τη χειραφέτησή τους: η ένταξη πήρε τον χαρακτήρα μιας κατ' ευφημισμόν εκδοχής της αφομοίωσης των αποικιοκρατούμενων λαών και η κοινωνική σύγκρουση που μετασχηματίστηκε σε σύγκρουση πολιτισμών πήρε μορφές που έμοιαζαν όλο και περισσότερο με εκείνες των αποικιακών πολέμων. Οι άνθρωποι άρχισαν να αναφέρονται σε ένα «όριο ανοχής»: όπως το ανθρώπινο σώμα μπορεί να ανεχθεί μόνο μια ορισμένη ποσότητα ορισμένων ουσιών, έτσι και το κοινωνικό σώμα θα μπορούσε να ανεχθεί μόνο μια ορισμένη ποσότητα μεταναστών (εννοείται μετανάστες μουσουλμανικού θρησκεύματος, με την έννοια ότι ο λόγος δεν ισχύει για τους μετανάστες ανατολικοευρωπαϊκής καταγωγής). Η έννοια της μεταναστευτικής «κρίσης» χρησιμοποιείται για να ανακαλέσει την εικόνα μιας απότομης και επικίνδυνης δημογραφικής ανισορροπίας: το φάντασμα, του 19ο αιώνα με την μετανάστευση Ιταλών, της «υποκατάστασης» του ντόπιου πληθυσμού ή τουλάχιστον της «αλλοίωσης» των πολιτικών και πολιτιστικών αξιών του

Η ισλαμοφοβία, που τροφοδοτείται από τα μέσα ενημέρωσης και τις εκλογικές εκστρατείες της δεξιάς, γεννά το φάντασμα ενός υποτιθέμενου ισλαμο-αριστερισμού (που τροφοδοτείται από το γεγονός ότι οι αριστεροί υπερασπίζονται τα κοινωνικά και πολιτικά κίνητρα των μεταναστευτικών μειονοτήτων). Οι ισλαμο- αριστεριστές παρουσιάζονται ως ένα είδος πέμπτης φάλαγγας ενός εσωτερικού και εξωτερικού εχθρού την ίδια στιγμή, ενώ την ίδια στιγμή επαναφέρουν παραδόξως το στερεότυπο του «εβραϊκού μπολσεβικισμού» που ανακινήθηκε μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων (παραδόξως επειδή σήμερα το Ισραήλ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δυτικο-λευκού μπλοκ και η φιλοπαλαιστινιακή προπαγάνδα θεωρείται τυπική έκφραση της ισλαμο-αριστερίστικης κουλτούρας). Τέλος, οι «κοινοτικές» ομαδοποιήσεις των μεταναστών στα γαλλικά προάστεια στα οποία περιορίζονται (βλ. παραπάνω) παρουσιάζονται ως περιοχές απομακρυσμένες από τη δημοκρατική κυριαρχία, έναντι των οποίων είναι αναγκαία μια «εδαφική ανακατάληψη».

Είναι κυρίως αυτή η τελευταία αφήγηση που νομιμοποιεί την προοδευτική στρατιωτικοποίηση των αστυνομικών δυνάμεων και των όπλων που διαθέτουν, φαινόμενο που έχει προσδώσει στις κατασταλτικές επιχειρήσεις τον χαρακτήρα ενός πραγματικού εσωτερικού πολέμου κατά το πρότυπο εκείνου που διεξήχθη στην Αλγερία. Μια εξέλιξη που ευνοήθηκε από την αυξανόμενη διείσδυση ακροδεξιών στελεχών στις αστυνομικές δυνάμεις, κατά το πρότυπο των όσων συνέβησαν στη μεταπολεμική περίοδο, με τη μονιμοποίηση σε αυτές στελεχών του φασιστικού καθεστώτος και την εγγραφή πρώην αποικιοκρατών και μαχητών του αποικιακού πολέμου. Εν κατακλείδι: ο «πολιτισμικός» ρατσισμός, που γεννήθηκε για να αποφύγει την επανάληψη των απαξιωτικών προκαταλήψεων του βιολογικού ρατσισμού, γέννησε το τέρας ενός αποικιοκρατικού πολέμου που διεξήχθη στο έδαφος της μητρόπολης.

 

Τελική σημείωση: το παρόν άρθρο δεν περιλαμβάνει ένα τελικό συμπέρασμα, καθώς επιφυλάσσομαι να γράψω ένα που να αφορά και τα τρία επεισόδια του αφρικανικού τρίπτυχου που εγκαινιάζει το κείμενο που μόλις διαβάσατε.

 

 

Σημειώσεις

(1) Με τον όρο εποικιστική αποικιοκρατία νοείται η κατάκτηση μιας περιοχής από εποίκους που αντικαθιστούν (εξοντώνοντας) τους γηγενείς πληθυσμούς. Τέτοιες ήταν οι διαδικασίες αποικισμού στη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία (βλ. σχετικά L. Pegoraro, I dannati della terra. I genocidi dei popoli indigeni in America e in Australia, Meltemi, Μιλάνο 2019). Τέτοιος θα έπρεπε να ήταν, σύμφωνα με τις προθέσεις του Χίτλερ, ο εποικισμός της Ρωσίας και τέτοιος απειλεί να γίνει, σύμφωνα με τα σχέδια της Σιωνιστικής Δεξιάς, ο εποικισμός της Παλαιστίνης.

(2) Βλέπε Κ. Μαρξ , Το Κεφάλαιο, τόμ. I. Κεφ. XXIV («Η λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση») σελ. 896 επ. UTET, Τορίνο 1974.

(3) Σχετικά με την υπεροχή της κινεζικής οικονομίας έναντι της ευρωπαϊκής, τουλάχιστον μέχρι τον 17ο και 18ο αιώνα, βλ. την ανάλυση του Smith που παραθέτει ο Arrighi στο Adam Smith in Peking, Feltrinelli, Μιλάνο 2007.

(4) Στο βιβλίο Ο σοσιαλισμός είναι νεκρός. Viva il socialismo (Meltemi, Μιλάνο 2019, σ. 187 κ.ε.) άσκησα πολεμική στις θέσεις των δυτικών φιλοσόφων που αποδίδουν στην αρχαία Ελλάδα το προσόν να είναι η αποκλειστική κοιτίδα της ορθολογικής σκέψης.

(5) Η έννοια του νεγροσύνης (negritude) έχει πάρει διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές αποχρώσεις ανάλογα με τους συγγραφείς που την υιοθέτησαν. Η πιο πλούσια σε αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο εκδοχή είναι αναμφίβολα εκείνη του Aimé Césaire (βλ. Discourse on Colonialism, ombre corte, Verona 2020). Πρέπει ωστόσο να πούμε ότι πολλοί μαρξιστές διανοούμενοι που συμμετείχαν στον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας, όπως ο Frantz Fanon και ο Amilcar Cabral, πέρασαν από μια φάση κατά την οποία γοητεύτηκαν από την έννοια και στη συνέχεια την εγκατέλειψαν.

(6) Βλ. ιδίως C. Formenti , Πόλεμος και επανάσταση, τόμ. I, κεφ. 1 («Η εργαλειοθήκη»), Meltemi, Μιλάνο 2023.

(7) Εκτός από τη συμβολή του Cabral, για την οποία θα αναφερθούμε σε επόμενο μέρος αυτού του αφρικανικού τρίπτυχου, σημαντική συμβολή στη διεύρυνση της έννοιας της ανταγωνιστικής τάξης στα αποικιακά και μετα-αποικιακά πλαίσια είχαν ορισμένοι λατινοαμερικανοί μαρξιστές, όπως ο Mariategui (Sette saggi sulla realtà peruviana, Einaudi, Τορίνο 1972) και ο Linera (Forma valor y forma comunidad, Quito 2015).

8) Πρβλ. Samir Amin, La déconnextion. Pour sortir du système mondial, La Découvert, Παρίσι 1986.

(9) Ο Bouamama αναφέρει ειδικότερα το Σύνταγμα της Βολιβίας ως παράδειγμα ενός πολυπολιτισμικού και πολυεθνικού κρατικού μοντέλου.

(10) Βλέπε D. Harvey, Το αίνιγμα του κεφαλαίου και το τίμημα της επιβίωσής του, Feltrinelli, Μιλάνο 2018.

(11) Για την έννοια του οριενταλισμού βλ. Edward Said, Orientalism , Feltrinelli, Μιλάνο 2013.

(12) Πρβλ. S. Huntington, Η σύγκρουση των πολιτισμών, Garzanti, Μιλάνο 2000.