Παντελής Μπουκάλας
Στην ποιητική συλλογή του Κωστή Παλαμά «Δειλοί και σκληροί
στίχοι», του 1928, ο στίχος «Δε ζει χωρίς πατρίδες / η ανθρώπινη ψυχή», του
ποιήματος «Γνώμες, καρδιές, όσοι Ελληνες», μοιάζει σαν να αποκρίνεται στο
σαρωτικά χλευαστικό «Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων» που εξαπολύει ο
Γύφτος στον «Δωδεκάλογό» του.
Αναλογικά, ο στίχος «Να ζεις χωρίς πατρίδα δε μπορείς», στο
ποίημα «Ο χορός της Πρωτοχρονιάς» της ίδιας συλλογής, θα μπορούσε να θεωρηθεί
σαν απάντηση στο εξειδικευμένα σαρκαστικό «Γιούχα και πάλε γιούχα της
πατρίδας», στον ενικό αριθμό πια.
Τρία χρόνια αργότερα, στη συλλογή «Περάσματα και χαιρετισμοί»
(1931), η διακύμανση ανάμεσα στον ενικό και στον πληθυντικό φαίνεται να βρίσκει
το τέλος της ήδη στον τίτλο του ποιήματος «Η Πατρίδα». Λίγοι στίχοι: «Σαν
πατρίδες μού μιλάνε λαοί / μες στην ιστορία, κι εσείς, βιβλία, / και οι βωμοί
που υψώνω. – Παντού θεοί. / Μα η Πατρίδα, μία».
Θα πρέπει, ωστόσο, να δούμε προσεχτικά ποιο ακριβώς νόημα
δίνει στη φιλοπατρία ο Παλαμάς. Στο άρθρο του «Η θρησκεία του σωβινισμού», που
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις Εσπερινή» στις 16 Σεπτεμβρίου 1897,
δηλαδή σε περίοδο εθνικής κατάρρευσης και κατάθλιψης, παρατηρεί με σαφήνεια
δραματικά επίκαιρη, και όχι σαν προφήτης, αλλά σαν οξυδερκής αναγνώστης των
πραγμάτων:
«Μας τρώγει και η αρχαιομανία· όχι η αρχαιογνωσία, αλλ’ η
παντού και πάντοτε, η επιπόλαιος και ανάρμοστος και ανερμάτιστος επίκλησις των
αρχαίων και καταφυγή υπό την σκέπην των και προσφυγή εις το κύρος των, και διά
ψύλλου πήδημα, και εκεί όπου δεν έχουν τίποτε να κάμουν οι αρχαίοι. Διά να
πεισθώμεν ότι θα κατισχύσωμεν του [Τούρκου αρχιστράτηγου] Ετέμ εις τας
Θερμποπύλας, μας φθάνει ο Λεωνίδας με τους τριακοσίους του. Είμεθα ικανοί να
αντικρούσωμεν τον Δάρβιν με φράσεις του Αριστοτέλους. [...]
«Καμμία απόπειρα φωτισμού, εξαγνισμού, ανυψώσεως του λαού, και
συγκινήσεως αυτού όχι με την προαιωνίαν φανφαρονάδαν “του Ελληνος ο τράχηλος
ζυγόν δεν υποφέρει”, αλλά με την αποκάλυψιν της πραγματικότητος. Εις ένα λόγον·
απωλέσαμεν όλως διόλου το αίσθημα του πραγματικού. Εφονεύσαμεν την αληθή
φιλοπατρίαν και ανυψώσαμεν εις θρησκείαν τον σωβινισμόν».
Την ποιότητα του πατριωτισμού που τον συγκινεί την
προσδιορίζει ο Παλαμάς και σε μία από τις καταγραφές των «Πεζών δρόμων Α΄»,
πρωτοδημοσιευμένη το 1908 και ανατυπωμένη το 1928:
«Ο παπουτσής που φτιάνει σωστά και στέρεα και καλοσυνείδητα τα
παραγγελμένα ποδήματα βαραίνει για του Γένους το ξανάνθισμα περισσότερο και
είναι πιο πολύ πατριώτης από το φουσκωμένο και το φαντασμένο αρθροτυμπανιστή
στις εφημερίδες και στα συλλαλητήρια». Μα ναι.
Ενας τέτοιος λόγος, που σπάει και τσακίζει με την ειρωνεία του
τα ταμπούρλα και τις σάλπιγγες των πατριδοκάπηλων όποιας εποχής, το πιο πιθανό
είναι να κατακριθεί σήμερα σαν προάγγελος του λαϊκισμού.
Αν ο Κωστής Παλαμάς, ο λυρικός, ο επικός και ο σατιρικός από
κοινού, αχώριστα, ηχεί πάντα επίκαιρος, είναι επειδή υπήρξε πάντα έγκαιρος. Οι
ιδέες του δεν είναι απολιθωμένα δόγματα ή εμμονές αλλά συναρτώνται με τον
χρόνο, προσλαμβάνουν και αποκωδικοποιούν τα μηνύματά του. Και, χωρίς να είναι
καιροσκοπικές, συνυπολογίζουν την ιστορία κατά τη διαμόρφωσή τους. Ποτίζονται
από αυτήν, δεν σχηματίζονται ερήμην της. Ετσι εξηγείται, μερικώς τουλάχιστον, η
πληθωρικότητα της γραφής του –η οποία, ως αφιερωμένη στην αποστολή της, δεν
δικαιούται τη μακρά σιωπή–, καθώς και η παρουσία και μέτριων λογοτεχνικών
δοκιμών, με τρόπο που προαναγγέλλει τον Γιάννη Ρίτσο.
Σημαδιακή υπήρξε για τον Παλαμά η ανάγνωση του βιβλίου του
Νίτσε «Πέρα από το καλό και το κακό», αρχές του 1899, και ειδικά του κεφαλαίου
«Λαοί και Πατρίδες». Η γνωριμία του με τις νιτσεϊκές ιδέες περί αναμείξεως των
φυλών επηρέασε σαφώς το κείμενό του «Η φιλολογία διά των φυλών και των
πατρίδων» («Ακρόπολις», Αύγουστος του 1899), καθώς και το ποίημα-σάλπισμα «Μπαλκανική
συμπολιτεία», το οποίο, εκτός από υπόμνηση και αναδιαπραγμάτευση της ιδέας του
Ρήγα Φεραίου για τα ενωμένα Βαλκάνια, πάντως σε στενότερη εκδοχή τώρα, αποτελεί
τη λογοτεχνική υπεράσπιση του πολιτικού οράματος του Χαρίλαου Τρικούπη. Στο
ποίημα αυτό ο Παλαμάς είναι διεθνιστής χωρίς να πάψει να είναι πατριώτης,
άλλωστε εμφανίζεται βέβαιος για τη διανοητική υπεροχή των Ελλήνων και τον
ηγετικό τους ρόλο στην αντιοθωμανική πολεμική συμμαχία.
Οι ιδέες του Νίτσε, όπως γνωρίζουμε από τις σχετικές μελέτες,
επηρέασαν επίσης καθοριστικά τους διάσημους για την αντισυμβατικότητά τους
στίχους των «Σατιρικών Γυμνασμάτων», που πρωτοδημοσιεύτηκαν στον «Νουμά» το
1909): «Στο αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα / ξένες κι οχτρές κάθε λογής
πατρίδες. / Και βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα». Μια ενόχληση εσαεί για τους
κήρυκες της αιματικής καθαρότητας. Που είναι επιπλέον αναγκασμένοι να κρίνουν
απαράδεκτο το «Δώρο ασημένιο ποίημα» του Οδυσσέα Ελύτη, αφού περιέχει τους εξής
«εθνικά απαράδεκτους στίχους»: «Κι η πατρίδα / μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις
διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές». Μα είν’ αυτοί εθνικοί ποιητές;
Αναμφίβολα, ο Παλαμάς είναι από τους παθητικότερους
τραγουδιστές της πατρίδας. Τα γραπτά του πάντως οδηγούν στη σκέψη ότι υπήρξε
πατριδολάτρης με έναν δύσκολο τρόπο: τον τρόπο του μη δημοκόλακα και του μη
πατριδοκόπου. Παραμένουν καίρια όσα υπογράμμιζε σε ένα από τα πρώτα κριτικά
κείμενά του, γραμμένο το 1899, για τον «Ορκο» του Μαρκορά:
«Ο πατριωτισμός είναι το ευγενέστερον των αισθημάτων, αλλά και
το προχειρότερον εις εκμετάλλευσιν υπό των φωνασκών, των αγυρτών και των
επιτηδείων παντός είδους. Εν τω καθ’ ημέραν βίω ο πατριωτισμός δύναται να
χρησιμεύση ως πρόσχημα προς θεραπείαν και των ιδιοτελεστέρων συμφερόντων· εν τη
φιλολογία υπό την αιγίδα του συχνότατα κρύπτεται η στειρότης του πνεύματος και
πάσης φιλολογικής ιδιοφυΐας η έλλειψις».
Δεν είναι πολλοί οι Ελληνες λογοτέχνες που δεν δίστασαν να
εκτεθούν με τη δημόσια γραφή τους επί τόσον πολύ χρόνο και για τόσο πολλά και
κρίσιμα ζητήματα. Ο ποιητής-πολίτης Κωστής Παλαμάς έτσι εννόησε και βίωσε την
αποστολή του. Χωρίς να παραλείπει να καθιστά ρητό τον ίδιο τον εσωτερικό
διχασμό του. Είναι χαρακτηριστικοί ως προς αυτό ορισμένοι στίχοι του από το
τρίτο ποίημα της «Ηρωικής τριλογίας», με τον τίτλο «Γαριβάλδης (1807-1907)»:
«Εβίβα Γαριβάλδη, εβίβα, Λευτεριά! Από τότε / κι η φαντασία
μου σε κρατά, γιομίζεις την καρδιά μου /κι ένα μου δείχνεις όραμα, και δεν
καλογνωρίζω / κι αν πρέπει να τ’ αγκαλιαστώ, κι αν πρέπει να το διώξω, / το
μακρινότατο όραμα του κόσμου που δεν έχει / πατρίδες πια, του κόσμου πια που
είν’ όλος μια πατρίδα».
Ανάμεσα στα δύο «πρέπει», του ενστερνισμού και της επιφύλαξης,
ο Παλαμάς σχημάτισε –με στίχους και πεζά, με λέξεις και πράξεις– μιαν ολόκληρη
λογοτεχνική περιοχή που διατηρεί ακέραιη τη σημασία της και αξιώνει αμέριστη
την προσοχή μας. Δεν είναι άγαλμα ο ποιητής. Λόγος είναι.