Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λουτσιάνο Κάνφορα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λουτσιάνο Κάνφορα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΠΩΣ Η ΔΥΣΗ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

 

Κριτική βιβλίου

ΠΩΣ Η ΔΥΣΗ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Patrizia Cecconi

Ο Μπέντζαμιν Αμπέλοφ (Benjamin Abelow) είναι ένας προικισμένος Αμερικανός ιστορικός με ένα μάλλον σπάνιο θάρρος σε καιρούς που ο κίνδυνος να τον κατασπαράξουν τα μέσα ενημέρωσης, είναι ευθέως ανάλογος με την αναίρεση της επίσημης αφήγησης που μεταφέρουν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Ένα θάρρος που φαίνεται ήδη από τον τίτλο του βιβλίου του: "Πώς η Δύση προκάλεσε τον πόλεμο στην Ουκρανία", Come l'occidente ha provocato la guerra in Ucraina [ *], το οποίο εκδόθηκε στην Ιταλία από τον εκδοτικό οίκο Fazi Editore και ήδη έχει γίνει μπεστ σέλερ στην Ελβετία, τις ΗΠΑ και τη Γερμανία.

 

Όπως αναφέρει ο Βρετανός πολιτικός επιστήμονας Ρίτσαρντ Σάκουα ,  στο βιβλίο υποστηρίζεται ότι ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρανία δεν ήταν απλώς προβλέψιμος, αλλά αναμενόμενος και συνεπώς μπορούσε να αποφευχθεί. Από αυτό συνάγεται ότι δεν ήθελαν να αποφευχθεί αλλά, μάλλον να "πέσει" η Ρωσία σε αυτόν. Αυτό αποδεικνύει ο Αμπέλοφ ανατρέχοντας σε τριάντα χρόνια αμερικανικών προκλήσεων, μη τήρησης υποσχέσεων σχετικά με τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ, μονομερούς απόσυρσης των ΗΠΑ από συμφωνίες εξοπλισμών και απειλών κατά της ρωσικής ασφάλειας. Όλα αυτά αποδεικνύονται με έγγραφα που τίθενται στη διάθεση του αναγνώστη στις σημειώσεις που συνοδεύουν το κείμενο. 

 

Παρά το γεγονός ότι ο κίνδυνος που εγκυμονούσε η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς ήταν προφανής, τόσο που ακόμη και γεράκια όπως ο ΜακΝαμάρα, ο Κίνσινγκερ και ο Κένναν, ή πολιτικοί επιστήμονες όπως ο Τζον Τζ. Μερσχάιμερ , ή ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού όπως ο ΜακΓκρέγκορ ή ο σημερινός διευθυντής της CIA Μπερνς, δήλωσαν επανειλημμένα αντίθετοι, διότι μια τέτοια επιλογή θα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου, η διαδικασία δεν σταμάτησε. Επομένως, συνέβη κάτι που ήταν προβλέψιμο.  Μεταξύ των γεωπολιτικών αναλυτών που αναφέρονται στο κείμενο, ο Λούτσιο Καρατσιόλο , εκδότης του Limes, δήλωνε το 2015: "Το να φανταστεί κανείς ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να γίνει ένα πλήρως δυτικοποιημένο κράτος,κάτι τέτοιο θα σήμαινε κήρυξη πολέμου κατά της Ρωσίας" .  Αλλά όταν συνέβη το τραγικό και προβλέψιμο γεγονός, τα όποια επιχειρήματα παραμερίστηκαν και ο Πούτιν παρουσιάστηκε ως ένας αιμοδιψής τρελός που χωρίς κανένα βάσιμο λόγο, αλλά μόνο για επεκτατικούς λόγους εισέβαλε στην Ουκρανία. 

 

Όπως εξηγεί ο Λουτσιάνο Κάνφορα στην εισαγωγή, το ότι ώθησαν τον Πούτιν σε μια επιλογή που δεν μπορούσε ή δεν ήξερε πώς να αποφύγει ήταν μια παγίδα του ΝΑΤΟ που λειτούργησε στην εντέλεια γιατί προσέφερε "στη μηχανή των δυτικών μέσων ενημέρωσης ένα αποτελεσματικό χαρτί προπαγάνδας: την καταγγελία του Πούτιν ως επιτιθέμενου", αποσιωπώντας με ελαφρότητα τις αιτίες που οδήγησαν στην εισβολή και που συσσωρεύονταν χρόνο με το χρόνο. Στην πραγματικότητα, προδόθηκε το "σύμφωνο τιμής" μεταξύ του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μπέικερ και του προέδρου Γκορμπατσόφ, ο οποίος, εμπιστευόμενος τις διαβεβαιώσεις που είχε λάβει για τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, αποφάσισε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του '91.

 

Ο Αμπέλοφ υπενθυμίζει στον αναγνώστη ότι για διακόσια ακριβώς χρόνια, το Δόγμα Μονρόε υπήρξε το σταθερό και ανυπέρβλητο σημείο στην αντίληψη των ΗΠΑ για την ασφάλεια.  Σύμφωνα με το Δόγμα Μονρόε, καμία ξένη χώρα δεν μπορεί να εγκαταστήσει στρατιωτικές εγκαταστάσεις ή στρατιωτικές δυνάμεις κοντά σε αμερικανικό έδαφος, διότι αυτό θα θεωρούνταν βάσιμη αιτία πολέμου.  Αλλά το ίδιο δεν ισχύει για τη Ρωσία και το ΝΑΤΟ - με όπλα, στρατιωτικές δυνάμεις, ακόμη και ασκήσεις με πραγματικά πυρά - έχει επεκταθεί σε βαθμό που αντικειμενικά θέτει σε κίνδυνο τη ρωσική ασφάλεια. Αυτό, γράφει ο Αμπέλοφ. είναι αρκετό για να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι η εισβολή στην Ουκρανία ήταν μια "βίαιη και καταστροφική αντίδραση σε κακώς μελετημένες δυτικές πολιτικές" και, αν αυτό η Δύση το αγνοεί, τότε βασίζει "ζωτικής σημασίας αποφάσεις σε λανθασμένες παραδοχές", ενώ προχωρά "σαν υπνοβάτης προς τον πυρηνικό πόλεμο". Αυτές οι τρομακτικά ρεαλιστικές δηλώσεις βάζουν το ερώτημα πώς είναι δυνατόν τόσοι πολλοί ηγέτες χωρών του ΝΑΤΟ να είναι τόσο τυφλωμένοι από τη δουλοπρεπή υποταγή στις ΗΠΑ, ώστε να μην έχουν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που μας αφορά όλους, παρά το γεγονός ότι ακούγονται φωνές, ακόμη και ρωσοφοβικές και επομένως υπεράνω πάσης υποψίας, που προειδοποιούν ότι αν ο στόχος είναι η διάλυση της Ρωσίας ή η ανατροπή του Πούτιν, τότε το μόνο που θα πετύχουμε είναι να διακινδυνεύσουμε μια παγκόσμια καταστροφή ή, στην καλύτερη περίπτωση, να οδηγήσουμε τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας.

 

Τα μέσα ενημέρωσης, γράφει ο ο Αμπέλοφ , φέρουν επίσης τεράστια ευθύνη σε αυτή την απόκρυψη της πραγματικότητας, διότι "αντί να μεταφέρουν τα γεγονότα στους αναγνώστες τους ... διατυμπανίζουν την επίσημη κυβερνητική αφήγηση ... Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης έχουν κατασκευάσει και συνεχίζουν να συντηρούν ένα καθεστώς προπαγάνδας που παραπληροφορεί το κοινό ..." και γι' αυτό πρέπει να υπάρξουν παρεμβάσεις που να ρίχνουν φως στις αιτίες που οδήγησαν στον πόλεμο. Μάλιστα, ο δηλωμένος στόχος του συγγραφέα "δεν είναι να υπερασπιστεί την εισβολή, αλλά να εξηγήσει το λόγο που συνέβη", προσπαθώντας να ξεπεράσει αυτό που ο μεγάλος Γκλεν Γκρίνουολντ αποκαλεί " διάχυτη λογοκρισία των διαφορετικών απόψεων".

 

Αυτή η αναζήτηση της αλήθειας αποτελεί επομένως την απαραίτητη διάγνωση ώστε να υπάρξει μια πιθανή διέξοδος, διότι, όπως εξηγεί περαιτέρω ο ο Αμπέλοφ , "αν δεν διαγνώσεις σωστά ένα πρόβλημα, δεν θα μπορέσεις να βρεις τη λύση του".  Με βάση αυτή την πεποίθηση, ο συγγραφέας, ενώ δηλώνει ότι κατά τη γνώμη του ο Πούτιν έκανε λάθος επιλογή, απαριθμεί τις προκλήσεις και τα γεγονότα που θα μπορούσαν να ωθήσουν τον Ρώσο πρόεδρο να επιλέξει αυτή την τραγική πολεμική επιχείρηση.

 

Ως πρώτο σημείο επιμένει στην προδοσία του Γκορμπατσόφ και τη συνακόλουθη διεύρυνση του ΝΑΤΟ έως και 1.600 χιλιόμετρα μέχρι τα ρωσικά σύνορα. Στη συνέχεια, κάτι που συνήθως τα ΜΜΕ δεν αναφέρουν καν, τη μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη για την Αντιβαλλιστική Εκτόξευση Πυραύλων και την επακόλουθη τοποθέτηση συστημάτων εκτόξευσης πυραύλων, ακόμη και με πυρηνικές κεφαλές, στις νατοϊκές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με κατεύθυνση προς τη Ρωσία.   Στη συνέχεια, υπενθυμίζει την υποστήριξη των ΗΠΑ στο ουκρανικό ακροδεξιό πραξικόπημα του 2014. Υποστήριξη που δικαίως μπορεί να οριστεί ως πραξικοπηματική συνωμοσία, δεδομένου του περιεχομένου των τηλεφωνικών συνομιλιών, που υποκλάπηκαν και δημοσιοποιήθηκαν, μεταξύ της αναπληρώτριας υπουργού Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ και του πρέσβη των ΗΠΑ Τζέφρι Πάιατ .

 

Αλλά η αποκάλυψη της συνωμοσίας οδήγησε μόνο σε μια υποτυπώδη αγανάκτηση εκ μέρους μερικών ευρωπαϊκών χωρών απλά και μόνο επειδή η Νούλαντ είχε εκφράσει την περιφρόνησή της για την Ευρώπη με ένα χυδαίο "fuck the EU". Μια βρισιά συσκότισε τη σοβαρότητα της αμερικανικής πολιτικής παρέμβασης εναντίον τόσο της ουκρανικής δημοκρατίας όσο και της Ρωσίας. Μεταξύ των προκλήσεων που απαριθμούνται στο βιβλίο, σημαντικό ρόλο παίζουν οι επανειλημμένες ασκήσεις του ΝΑΤΟ κοντά στα ρωσικά σύνορα, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτικών ασκήσεων με πραγματικά πυρά που προσομοιώνουν επιθέσεις στα εσωτερικά συστήματα αεράμυνας της Ρωσίας. Μία από τις τελευταίες προκλήσεις ήταν η κοινή ναυτική άσκηση ΗΠΑ-Ουκρανίας στην οποία συμμετείχαν έως και 32 χώρες του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα. Ήταν Ιούλιος του 2021 και έξι μήνες αργότερα, και αφού απαίτησε και απέτυχε να επιτύχει την απομάκρυνση των στρατιωτικών μέσων που αποτελούσαν προφανώς απειλή για τη ρωσική ασφάλεια, ο Πούτιν αποφάσισε να ξεκινήσει την "ειδική επιχείρηση", δηλαδή την εισβολή στην Ουκρανία.

"Συνήθως η παρόρμηση για "υπερβολική νίκη" είναι αυτή που πυροδοτεί νέους πολέμους", γράφει ο Λουτσιάνο Κάνφορα στην εισαγωγή, και η Αμερική μας έχει δώσει την απόδειξη, όπως δείχνει ο συγγραφέας σε αυτό το σημαντικό μικρό βιβλίο που πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσετε για να καταλάβετε πώς η Δύση προκάλεσε τον πόλεμο και ποια λύση πρέπει να απαιτήσουμε για να αποφύγουμε να βυθιστούμε όλοι σε μια παγκόσμια καταστροφή.

 https://www.lantidiplomatico.it/dettnews-come_loccidente_ha_provocato_la_guerra_in_ucraina__recensione/47311_49163/

 

[ * ] Στα αγγλικά: Benjamin Abelow - How the West Brought War to Ukraine

 

-----------

 

Την ιταλική έκδοση του βιβλίου προλογίζει ο γνωστός Ιταλός κλασικιστής και ιστορικός Λουτσιάνο Κάνφορα.Ακολουθούν ορισμένα σημεία από τον πρόλογο:

[....]  

Όταν, το 1961, ο Βρετανός ιστορικός Αλαν Τζον Πάρσιβαλ Τέιλορ δημοσίευσε το βιβλίο του The Origins of the Second World War, ξέσπασε θύελλα αντιδράσεων στα μέσα ενημέρωσης.

 Οι επικριτές ξεσηκώθηκαν επειδή ο Τέιλορ, μεταξύ άλλων, επιχειρηματολογούσε και υποστήριζε θέσεις οι οποίες στην πραγματικότητα δεν απασχολούν κανέναν σήμερα, όπως για παράδειγμα, ότι οι νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με την κοντόφθαλμη διαχείριση της νίκης, είχαν θέσει κάποιες όχι αμελητέες βάσεις για τη μετέπειτα παγκόσμια σύγκρουση. Ετσι, στην αρχή του βιβλίου υπήρχε ένα κεφάλαιο με τίτλο "Η κληρονομιά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου". Και αξίζει προσοχής, εν προκειμένω, η περιοδολόγηση που πρότεινε πρόσφατα ο Ρίτσαρντ Όβερι στο ένας "Μεγάλος Αυτοκρατορικός Πόλεμος, 1931-1945".

Ο Τέιλορ, στέλεχος των Εργατικών και πολέμιος της συμβιβαστικής πολιτικής του Βρετανών Συντηρητικών απέναντι στον Χίτλερ, δεν πτοήθηκε από τους αυτοματισμούς της "πολιτικής ορθότητας". Για παράδειγμα - για ένα άλλο φλέγον ζήτημα, που θάφτηκε από προπαγανδιστικές ερμηνείες -υποστήριζε με διαύγεια ότι τον Αύγουστο του 1939 ο μόνος βιώσιμος δρόμος για την ΕΣΣΔ - που ήταν αντίθετη με τις δυτικές κυβερνήσεις, τη γερμανική κυβέρνηση και την Πολωνία  ήταν το σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γερμανία: "Είναι δύσκολο να πει κανείς",έγραφε ο Τέιλορ στο καταληκτικό κεφάλαιο, "ποιον άλλο δρόμο θα μπορούσε να έχει ακολουθήσει η Σοβιετική Ρωσία"- και εξηγούσε: "Αφού οι Πολωνοί είχαν αρνηθεί τη σοβιετική βοήθεια και οι Βρετανοί καθυστερούσαν τις διαπραγματεύσεις  με τη Μόσχα χωρίς να προσπαθούν να καταλήξουν κάπου σοβαρά, η ουδετερότητα, με ή χωρίς κάποια επίσημη συμφωνία, ήταν το περισσότερο που μπορούσε να επιδιώξει η σοβιετική διπλωματία "

Όπως γνωρίζουμε, το "σύμφωνο" της 23ης Αυγούστου 1939 παραβιάστηκε από τους Γερμανούς σε λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, με την επίθεση κατά της Ρωσίας τον Ιούνιο του 1941. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στην περίπτωση του πρόσφατου πολέμου ΝΑΤΟ-Ρωσίας που διεξάγεται στο έδαφος της Ουκρανίας. Την εποχή της διάλυσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας (1990), η διαβεβαίωση, η οποία όμως δεν επισημοποιήθηκε με κάποια γραπτή συμφωνία (και την οποία διαβεβαίωση έδωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ στον Γκορμπατσόφ), από πλευράς ΗΠΑ, και για λογαριασμό του ΝΑΤΟ, ήταν ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επιχειρούσε να επεκταθεί προς τα ανατολικά. Αντί γιαυτό, σε διάστημα λίγων χρόνων όλα τα ευρωανατολικά κράτη που συνορεύουν με τη Ρωσία (οι χώρες της Βαλτικής) ή με τη Λευκορωσία (η Πολωνία) ή την Ουκρανία (η Ρουμανία) - για να μην μιλήσουμε για τις κρίση του Καυκάσου - έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, δεν έλλειψαν και οι εκκλήσεις για σύνεση, όπως, για παράδειγμα, η επιστολή του Τζορτζ Φ. Κέναν  και του Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα  (Ιούνιος 1997) προς τον Μπιλ Κλίντον, η οποία επεσήμαινε την κίνδυνο που ενέχει η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Επρόκειτο για μια νέα επικίνδυνη περίπτωση μυωπικής διαχείρισης της νίκης: δηλαδή, η νίκη του ΝΑΤΟ, πρακτικά η νίκη των Ηνωμένων Πολιτειών και των λιγότερο ή περισσότερο πειθήνιων δορυφόρων τους, στον μακρύ Ψυχρό Πόλεμο (1947-1991). Συνήθως η παρόρμηση για "συντριπτική νίκη" είναι αυτή που πυροδοτεί νέους πολέμους. Το μάθημα της μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919-1939) εποχής, που τόσο αποτελεσματικά φωτίζει ο Τέιλορ, δεν είχε χρησιμεύσει σε τίποτα (και ούτε καν πιο παλιές εμπειρίες, όπως το ασυγχώρητο λάθος του Βοναπάρτη το 1812, που αποσκοπούσε στην επέκταση, για άλλη μια φορά προς ανατολάς, της ηγεμονίας της γαλλικής αυτοκρατορίας).

Και για να ολοκληρωθεί η "περικύκλωση" της Ρωσίας, το τελευταίο κομμάτι του παζλ ήταν η Ουκρανία, το τελευταίο κράτος-μαξιλάρι μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η Ουκρανία ήταν, και εξακολουθεί να είναι, μια χώρα διαιρεμένη μεταξύ αντιμαχόμενων πληθυσμιακών ομάδων (η μειονότητα είναι ρωσόφωνη και βλέπει τη Ρωσική Ομοσπονδία ως προστάτιδα δύναμη).Ετσι εξηγείται ότι η Ρωσική Ομοσπονδία χρησιμοποίησε αυτή τη μειονότητα για να αποτρέψει την Ουκρανία να κινήσει τη διαδικασία ένταξης της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, η οποία θα ολοκλήρωνε την περικύκλωση της Ρωσίας και της συμμάχου της Λευκορωσίας. Και όπως είπε ο σημερινός ποντίφικας, όταν ο πόλεμος στην Ουκρανία βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη: "Το ΝΑΤΟ γαύγιζε στα σύνορα της Ρωσίας".

Η Ρωσία, ειδικά, μετά το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον εν ενεργεία πρόεδρο της Ουκρανίας, Γιανουκόβιτς, και έφερε στην εξουσία τον Ποροσένκο , σκέφτηκε να προστατευτεί με τις δύο συμφωνίες του Μινσκ (5 Σεπτεμβρίου 2014 και 12 Φεβρουαρίου 2015). Οι συμφωνίες αυτές, που συνήφθησαν με αφορμή τον πόλεμο στο Ντονμπάς που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη και γινόταν όλο και πιο άγριος, περιλάμβαναν την υπόσχεση, που ήταν κατοχυρωμένη γραπτώς, περί "αυτοδιοίκησης" των ρωσόφωνων περιοχών, αλλά μπορούσαν και να υπονοούν ένα προσωρινό πάγωμα της φιλοδοξίας της νέας ουκρανικής ηγεσίας να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ωστόσο, επί προεδρίας Ζελένσκι, ενός ανθρώπου πολύ κοντά στην οικογένεια Μπάιντεν, οι εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση επιταχύνθηκαν (2019). Το επόμενο έτος ο Μπάιντεν εξελέγη πρόεδρος και έγινε  σαφές ότι η επιτάχυνση των εξελίξεων ήταν μη αναστρέψιμη. Όπως σημειώνει ο Τέιλορ ειρωνικά, στη σελίδα που παραθέσαμε προηγουμένως σχετικά με το "σύμφωνο" του Αυγούστου 1939: "Αδίστακτοι άνθρωποι [αναφέρεται στον Στάλιν, αλλά το αστείο ταιριάζει και στον Πούτιν] παραπονιούνται συχνά όταν οι άλλοι τους εξαπατούν".

 

Η κατάσταση είχε πλέον φτάσει σε οριακό σημείο. Το 2015, σε συνέντευξη που έδωσε στον εκδότη Teti, ο Λούτσιο Καρατσιόλο, εκδότης του περιοδικού γεωστρατιγικής "Limes",παρατηρούσε: "Το να φανταστεί κανείς ότι η Ουκρανία του Κιέβου θα μπορούσε να γίνει ένα πλήρως δυτικοποιημένο κράτος, θα σήμαινε πόλεμο κατά της Ρωσίας". Και πρόσθετε: "Μου φαίνεται αρκετά απίθανο ". Γνωρίζουμε πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα.

Πέρα από την εκφοβιστική ρητορική η οποία κυριαρχεί στις  ημιεμπόλεμες χώρες, αυτό είναι, στην ουσία, το πλαίσιο που οδήγησε στον σημερινό πόλεμο. Το λάθος του Πούτιν ήταν διπλό: ότι πίστεψε στις κακοπροαίρετες υποσχέσεις, ακόμη και μετά την καταπάτηση αυτών που είχαν δώσει το 1990 για μη προώθηση των συνόρων του ΝΑΤΟ προς τα ρωσικά σύνορα και ότι δεν αντιλήφθηκε την παγίδα στην οποία έπεφτε ξεκινώντας τον πραγματικό πόλεμο για να αντιμετωπίσει τον "αόρατο" ( για τα δυτικά μέσα ενημέρωσης) πόλεμο του νέου ουκρανικού καθεστώτος κατά της ρωσόφωνης μειονότητας, κατά παράβαση των Συμφωνιών του Μινσκ. Η παγίδα που έστησε το ΝΑΤΟ ήταν τέλεια, διότι προσέφερε (σε ασημένιο πιάτο) στη μηχανή των δυτικών μέσων ενημέρωσης ένα αποτελεσματικό προπαγανδιστικό επιχείρημα (την καταγγελία της Ρωσίας ως "επιτιθέμενης"), και επειδή ταυτόχρονα έδινε τη δυνατότητα στις ΗΠΑ κατ' αρχάς (αλλά και τις πιο υπάκουες χώρες του ΝΑΤΟ, με εξαίρεση την Τουρκία) να διεξάγουν ένα πόλεμο χωρίς να κηρύσσουν πόλεμο: εξοπλίζοντας την Ουκρανία κατά βούληση όχι μόνο με όπλα τελευταίας τεχνολογίας, αλλά και με υλικοτεχνική υποστήριξη και πληροφορίες. Και συν τοις άλλοις κατευνάζοντας την Ουκρανία, που βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού,με υποσχέσεις για φαντασμαγορικές και γρήγορες ανοικοδομήσεις "μετά τη νίκη".

Ότι ο Πούτιν δεν διέθετε μια υπηρεσία πληροφοριών ικανή να προβλέψει αυτό το σχεδόν εμφανές σενάριο, αυτό σημαίνει ότι δεν ανταποκρίθηκε στο ύψος του ρόλου του ως ηγέτη μιας μεγάλης δύναμης.

Αλλά το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι το πώς θα βγούμε από αυτόν τον πόλεμο πριν αυτός καταλήξει σε γενικευμένη σύρραξη. Ένας πόλεμος δι' αντιπροσώπων μεταξύ ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και της Ρωσίας, όπως ο σημερινός, δύσκολα θα εκτονωθεί: όσο περισσότερος χρόνος περνάει μεταξύ προόδου των επιχειρήσεων και υποχωρήσεων (ορισμένες φορές αποτέλεσμα συνειδητής παραπλάνησης), τόσο περισσότερο απομακρύνεται η λύση.

 

Οι πολεμοχαρείς ΗΠΑ-ΝΑΤΟ διαπίστωσαν ότι η Ρωσία όχι μόνο αυτή δεν κατάφεραν να νικήσει, αλλά υπέστη και ανατροπές, ακόμη και επιθέσεις στο ίδιο της το έδαφος- σε αυτό το σημείο η παράταξη που θα ήθελε την ήττα της Ρωσίας, την πτώση του σημερινού προέδρου και (ίσως) τη διάλυση της πρώην υπερδύναμης πήρε ανάσα και εκδηλώνει ανοιχτά τις προθέσεις της: σκοπεύει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την παγίδα στην οποία έχει παρασύρει τον Πούτιν.

Στα τέλη Μαΐου του 2022, μιλώντας στο Φόρουμ του Νταβός, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Χένρι Κίσινγκερ διατύπωσε μια πρόταση που μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: δέσμευση της Ουκρανίας για ουδετερότητα με αντάλλαγμα την επιστροφή στα προπολεμικά σύνορα (και επομένως καμία προσπάθεια της Ουκρανίας να πάρει πίσω την Κριμαία). Ο Κίσινγκερ απευθυνόταν απευθείας στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών (και επομένως και στο αφοσιωμένο σαυτή ΝΑΤΟ). Ο ίδιος έβαζε στην άκρη το προπαγανδιστικό μύθευμα ότι βρισκόταν σε εξέλιξη ένας πόλεμος μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας και με υγιή και διαυγή ρεαλιστική λογική εξηγούσε:

"Η Δύση δεν πρέπει να επιδιώκει την ήττα της Ρωσίας, η οποία θα φέρει ακόμα πιο κοντά τη Ρωσία με την Κίνα". Ο Κίσινγκερ με αυτό τον τρόπο έδειχνε το βάραθρο στον οποίο θα οδηγούσε τις ήδη εύθραυστες παγκόσμιες ισορροπίες η επιλογή μιας νίκης του ΝΑΤΟ επί της Ρωσίας.

 

 

 

 

 


Χώρες ελεγχόμενης κυριαρχίας



συνέντευξη στον Λουτσιάνο Κάνφορα

Η εξουσία έχει κάτι το διφορούμενο, ακόμα και όταν ζεις σε μια δημοκρατία. Αποπλανά και ταυτόχρονα τρομάζει. Ίσως λόγω της φύσης της, στυγνά ολιγαρχικής. Επειδή αυτές που κυριαρχούσαν πάντα ήταν οι ελίτ : στη Ρώμη των Καισάρων όπως και στην Γαλλία της επανάστασης, στη Σοβιετική Ρωσία, όπως στη σύγχρονη Ευρώπη.Στην εξουσία, και τις πολλές μορφές της, έχει αφιερώσει πολλά χρόνια σπουδών ο 71χρονος Λουτσιάνο Κάνφορα, καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπάρι.Ο Κάνφορα είναι συγγραφέας βιβλίων όπως Η φύση της εξουσίας και Συνέντευξη για την εξουσία. Τα δύο βιβλία είναι λαμπρά και καυστικά σχόλια,ικανά να αποκαλύψουν την πεμπτουσία της εξουσίας : μια χούφτα άνδρες οι οποίοι, κατά τον Γκράμσι, "οργανώνονται γύρω από μια πιο ικανή και πιο έμπειρη ομάδα." Ο Κάνφορα ακολούθησε το δίδαγμα του Γκράμσι, τόσο στον "δημοκρατικό δικτάτορα" Καίσαρα, όσο και με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (που έχει μεν την απόλυτη εξουσία, αλλά με βάση την ικανότητα, και σωστά διαμεσολαβημένη). Μιλάμε για το σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας, που ποτέ δεν ήταν τόσο υπαρκτός, όσο στους σημερινούς σιδερένιους καιρούς.



Ο Μαρξ και ο Ένγκελς όριζαν την εκτελεστική εξουσία του κράτους ως την " επιτροπή κοινών υποθέσεων της αστικής τάξης στο σύνολο της." Δεν είναι ένας ορισμός ξεπερασμένος; Δεν είναι πιο σωστό να ορίζεται ως το διοικητικό συμβούλιο διαχείρισης των συμφερόντων μιας μικρής ομάδας μετόχων;

Πρόκειται για μία αδιόρατη ομάδα, που δεν γνωρίζουμε πλήρως την ταυτότητα της. Το νέο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ενώ μέχρι πριν πενήντα χρόνια η διάκριση των ρόλων ήταν σαφής - υπήρχαν οι κυβερνώντες και υπήρχε η οικονομική εξουσία – η οικονομική εξουσία πλέον δεν εμπιστεύεται ιδιαίτερα τους κυβερνώντες, οπότε τοποθετεί απευθείας τους εκπροσώπους της στην ηγεσία των κρατών ... Ή των τραπεζών που κυβερνούν τα κράτη. Δεν πρόκειται πλέον για μια επιτροπή διαχείρισης οικονομικών υποθέσεων για λογαριασμό  τρίτων, αλλά για άμεση διαχείριση. Αυτή η στροφή είναι ανησυχητική και κανείς δεν τολμά να την κατονομάσει ως τέτοια. Ίσως χρειάζονται καλύτερα εφόδια.

 

Στο βιβλίο σας Συνέντευξη στην εξουσία , αφηγείστε την εμπειρία της στην ηγεσία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος: "εκεί επιβεβαίωσα τον αναπόφευκτα ελιτίστικο χαρακτήρα κάθε σχηματισμού και κάθε πολιτικής κοινωνίας". Στην πραγματικότητα, όπως έγραφε ο Ναπολέοντας, ελίτ δημιουργούνται ακόμη και μεταξύ των εργατών. Με λίγα λόγια, υπάρχει η εντύπωση ότι η εξουσία είναι πάντα, εγγενώς ελιτίστικη.

Η εξουσία είναι αναπόφευκτα ελιτίστικη. Δεν θα ήταν εξουσία, αν δεν βρισκόταν στα χέρια λίγων οργανωμένων. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ελίτ. Υπάρχουν ελίτ που κερδίζουν στο πεδίο της μάχης το δικαίωμα αυτό. Υπάρχουν ελίτ που αντίθετα σφετερίζονται το ρόλο αυτό, και υπάρχουν ελίτ που αλλάζουν ρόλους μεταξύ τους, ή περνάει η μία στην άλλη. Εμείς δεν είμαστε, φυσικά, σε θέση να προβλέψουμε τα σημεία καμπής της ιστορίας. Έλαχε σ’ εμάς, τώρα, στον εικοστό πρώτο αιώνα, να δούμε τη γέννηση ελίτ πολύ διαφορετικών από αυτές που γνωρίζαμε. Επιτρέψτε μου ένα παράδειγμα: την πολιτιστική εκπαίδευση των ελίτ. Πού γίνεται αυτό; Σε ποιους χώρους σπουδών και κατάρτισης; Τώρα, η οικονομική εξουσία δημιουργεί αυτή η ίδια τα δικά της κέντρα εκπαίδευσης, εντελώς απαλλαγμένα από οποιοδήποτε έλεγχο.


Η Αθήνα αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα παράδειγμα δημοκρατίας, τουλάχιστον στη Δύση. Τι βάρος είχαν οι ελίτ στην Αθήνα του Περικλή, όπου αποφάσιζαν τριάντα χιλιάδες πολίτες, όλοι άνδρες ελεύθεροι; Ποια ήταν η επιρροή των μεγάλων οικογενειών, για παράδειγμα αυτή του Νικία;

Το ειδικό βάρος των ελίτ ήταν σημαντικό, διότι όχι και οι τριάντα χιλιάδες πολίτες συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική. Η πολιτική ήταν μια αγγαρεία, ένα βάρος. Κοινωνικές ομάδες, λίγο πολύ ευρύτερες έλεγχαν το έργο και τη λειτουργία της Εκκλησίας του δήμου, αλλά χωρίς ποτέ να υπονομεύσουν την εξουσία των ελίτ. Επειδή είχαν περισσότερη εκπαίδευση (παιδεία), περισσότερο πολιτισμό, περισσότερο πλούτο, περισσότερα εργαλεία. Έτσι, είχαμε μια συνεχή διαλεκτική. 

Οι μεγάλες οικογένειες, οι μεγάλες ομάδες της αριστοκρατίας, οι ομάδες οικονομικής εξουσίας. Ο πιο πλούσιος Αθηναίος ήταν ο Νικίας, που είχε τη σύμβαση των μεταλλείων αργύρου του Λαυρίου, οπότε, ήταν πάνω από όλους τους άλλους. Ωστόσο, ο ίδιος ο Νικίας φοβόταν μήπως συντριβεί από την Εκκλησία του δήμου. Έτσι, υπήρχε μια σχέση αμοιβαίας έντασης μεταξύ των ελίτ και της Εκκλησίας του δήμου. Πρόκειται για μια μοναδική περίπτωση στην ιστορία των λαϊκών καθεστώτων: ο λαός ελέγχει, αλλά δεν κυβερνά.


Η Εκκλησία του δήμου λειτουργούσε επομένως σαν μια βαλβίδα ασφαλείας;

Απολύτως. Υπό μία έννοια, το ίδιο συμβαίνει και στα σύγχρονα κράτη μας, όπου η κυκλική λειτουργία της ψηφοφορίας έχει στόχο να δώσει στο δήμο, στο λαό, την αίσθηση ότι “μετράει”. Και σε κάποιο βαθμό αυτό συμβαίνει, χωρίς αμφιβολία, αλλά με περιορισμούς: εκλογικοί νόμοι, χειραγώγηση της συναίνεσης, διαμόρφωση της κοινής γνώμης, εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, τηλεόραση και ούτω καθεξής.


Πώς συμβιβάζεται ο αιώνιος ελιτισμός των κοινωνιών με το βοναπαρτισμό και το καισαρισμό που εμφανίζονται ανά διαστήματα; Τι ακριβώς συμβαίνει: οι ελίτ "δανείζουν" την εξουσία σε ένα και μόνο άνθρωπο και στη συνέχεια τον "εκπαραθυρώνουν" (ή του την "αφαιρούν"), όταν έχουν πετύχει αυτό που ήθελαν;

Οι διάφοροι ισχυροί άνδρες είναι όργανα συναίνεσης. Γιατί ο χαρισματικός ηγέτης χρειάζεται για να ενεργοποιήσει τη συναίνεση. Είναι ο καλύτερος, όπως λέγεται, ωστόσο, κινδυνεύει διαρκώς.


Αλλά αν η εξουσία είναι διαρκώς ελιτίστικη, τι νόημα έχει μια επανάσταση; Στο τέλος, μελετώντας την ιστορία, έχει κανείς την εντύπωση ότι ο λαός είναι απλά βορά των κανονιών και χρησιμοποιείται για να διώξει μια ελίτ και να ανεβάσει στην εξουσία μία άλλη.

Το πρόβλημα είναι ότι η ιστορία δεν προγραμματίζεται. Οι επαναστάσεις δεν ξεσπάνε επειδή κάποιος αποφασίζει να τις κάνει. Ξεσπάνε επειδή είναι ανεξέλεγκτες σε ορισμένες χρονικές στιγμές. Και για κάποιο χρονικό διάστημα εισάγουν βαθιές αλλαγές. Μπορούν και να αποτύχουν, αλλά αφήνουν το σημάδι τους. Η Γαλλική Επανάσταση απέτυχε, με την έννοια ότι οι άνδρες που την έκαναν εκκαθαρίστηκαν. Ο άνθρωπος που νόμιζε ότι είχε λύσει τα πάντα μέσα από την προσωπική του εξουσία, δηλαδή, ο Ναπολέων Βοναπάρτης, κατέληξε όπως κατέληξε. Αλλά αυτά τα είκοσι πέντε χρόνια [από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι την πτώση του Ναπολέοντα στμ.] άλλαξαν ριζικά την Ευρώπη.



Βεβαίως. Ωστόσο, η Γαλλική Επανάσταση έπαιξε το παιχνίδι των αστικών ελίτ, που έτσι κατάφεραν να ανατρέψουν την παλιά αριστοκρατική τάξη των γαιοκτημόνων, έτσι δεν είναι;

Η επανάσταση έθαψε το παλαιό καθεστώς. Και επειδή η αστική τάξη είναι μια τάξη πολύ πιο δυναμική από όλες όσες είχαν μέχρι τότε την εξουσία, θα περάσουν αιώνες πριν τη δούμε να δύει.


Στο βιβλίο σας "Η φύση της εξουσίας", ρωτάτε: "η αλληλοδιείσδυση των δύο σφαιρών –ορατής εξουσίας και απόμακρης – επαληθεύεται τελικά (απρόσμενα) στη διάχυτη διαφθορά της πολιτικής, η οποία σύρεται στο πεδίο της "επιχειρηματικής δραστηριότητας;".

Αυτό,λοιπόν, στην Ιταλία,είναι πραγματικά κραυγαλέο. Πιστεύω ότι η αρχή του John Stuart Mill, σύμφωνα με την οποία ο πραγματικός εγωισμός είναι αλτρουισμός, θα πρεπε να κατευθύνει τις πιο έξυπνες ελίτ . Αντίθετα, οι λιγότερο εκπαιδευμένες ελίτ, για παράδειγμα, αυτές που κυριάρχισαν στην Ιταλία για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι κοντόφθαλμες. Γι αυτές  η επιδίωξη χρηματικού οφέλους με κάθε μέσο είναι ένας σύντομος δρόμος για την εξουσία, αλλά κάνουν λάθος. Διότι έτσι είναι πιθανό να υποκύψουν σε άλλες, πιο ικανές, και οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα καταφέρουν να διαχειριστούν καλύτερα την εξουσία που νόμιζαν ότι θα τους ανήκε για πάντα.


Ποιές, ελίτ, κατά τη γνώμη σας, κυβερνούν σήμερα την Ιταλία;

Η σημερινή Ιταλία κυβερνάται από μακριά. Δεν έχουμε δικιά μας εξωτερική πολιτική, δεν έχουμε την εξουσία να αποφασίζουμε για την τύχη της οικονομίας μας, δεν μπορούμε καν να αποφασίζουμε τον κρατικό προϋπολογισμό, διότι αυτό είχε ήδη κανονιστεί, όταν ο Μόντι υπέγραφε αυτές τις δεσμεύσεις στην αρχή της διακυβέρνησής του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είμαστε μια χώρα ελεγχόμενης κυριαρχίας, όπως λέγανε τις χώρες δορυφόρους της ΕΣΣΔ την εποχή του Μπρέζνιεφ. Μόνο που τότε είχαμε να κάνουμε με μια ελίτ αρτηριοσκληρωτική σχεδόν μουσειακή, ακίνητη. Οι δικές μας ελίτ είναι πιο εύκαμπτες. Στην περίπτωση της Ιταλίας, ωστόσο, υπάρχει μια λανθάνουσα αντίφαση μεταξύ των δυνατοτήτων,των οικονομικών και τεχνολογικών, της χώρας, και της μειοψηφούσας πολιτικής κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει.