Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατάσταση πολιορκίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατάσταση πολιορκίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κατάσταση Πολιορκίας

Η Ρένα Χατζηδάκη έγραψε την Κατάσταση πολιορκίας, ένα σπαρακτικό ερωτικό ποίημα-ποταμό, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, κρατούμενη στις φυλακές Αβέρωφ, με το ψευδώνυμο «Μαρίνα». Τα χειρόγραφα τα έσχιζε αλλά τα διέσωσε η Σύλβα Ακρίτα, συγκρατούμενη της Χατζηδάκη, και έφτασαν με κάποιον τρόπο στον Μίκη Θεοδωράκη που τα μελοποίησε τον επόμενο χρόνο. Ο ίδιος ο Θεοδωράκης άκουσε την πρώτη εκτέλεση του έργου του από τη Μαρία Φαραντούρη στο Λονδίνο κρυφά, από ένα τρανζιστοράκι, ενώ βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Ζάτουνα.

Η Χατζηδάκη αποκάλυψε ότι η ίδια είναι η Μαρίνα μόλις το 1991.
Να σου τραγουδήσω; Μα κι η φωνή μου που αγαπούσες μαχαιρωμένη. Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια τα μαλλιά μου, π’  αγαπούσες, τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα κι όπου κι αν ψάξω δεν σε βρίσκω πιά. Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα. Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσά μαχαίρι στην καρδιά. Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα, οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες. Η δίχως νόημα θυσία, η πολιορκία, η απουσία το τσιγάρο του φρουρού. Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα. 






[1970]
Στίχοι: Μαρίνα (Ρένα Χατζηδάκη)
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη & Αντώνης Καλογιάννης
"Κατάσταση Πολιορκίας", 1970

Ι

Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα `χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας

και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων
των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν πόσον καιρό;

Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ’ αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;

Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;

Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς
που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει,
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
Και γύρω μου παντού,
καταμεσίς
κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.

Να σου τραγουδήσω;

Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία,
η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.

Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα

«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,
το φόβο,
το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα `ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,

Χωρίς εσένα, πώς;

Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα `ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν’ η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»

Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.

ΙΙ

Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,

ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.

Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ

μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω,

III

Χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.

Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει.

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.

Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.



 Η Ρένα Χατζηδάκη γεννήθηκε το 1943. Μόλις τα 1958, με πρωτοβουλία της μητέρας της, γνωστής πεζογράφου Λιλής Ζωγράφου, εκδόθηκε η πρώτη ποιητική της συλλογή. Η Ρένα Χατζηδάκη σπούδασε νομικά. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Πανσπουδαστική και το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Από το 1963 μέχρι το 1966 παρέμεινε παντρεμένη με τον Ιωσήφ-Ευγένιο Βεντούρα με τον οποίο εγκαταστάθηκε για ένα περίπου χρόνο στην πόλη Ρεχόβοτ του Ισραήλ. Στις 10.10.1967 η Ρένα Χατζηδάκη συνελήφθη ως μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης Πατριωτικό Μέτωπο (ΠΑΜ). Κατά τη διάρκεια της κράτησής της στις φυλακές έμενε στο ίδιο κελί με τη Σύλβα Ακρίτα, με την οποία ανέπτυξαν μια βαθιά φιλία. Στη φυλακή έγραψε το ποίημα-ποταμό με τον τίτλο «Κατάσταση Πολιορκίας», που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη. Η πρώτη παρουσίασή του έγινε το 1968 στο Ρόουντ Χάουζ στο Λονδίνο και στη συνέχεια, το 1970, ηχογραφήθηκε από την εταιρία Polydor (Paris) με τις φωνές της Μαρίας Φαραντούρη και του Αντώνη Καλογιάννη. Την ενορχήστρωση έκαναν ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Εύδωρος Δημητρίου. Μετά την αποφυλάκισή της επαγγελματικά δραστηριοποιήθηκε ως μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων και υπήρξε μια από τις στενότερες συνεργάτιδες του Ασαντούρ Μπαχαριάν στην γκαλερί Ώρα. Από το 1980 παρακολούθησε το θεραπευτικό πρόγραμμα και το πρόγραμμα διδακτικής ανάλυσης του «Ανοικτού Ψυχoθεραπευτικού Κέντρου», στο οποίο έμεινε ως θεραπευόμενη, εκπαιδευόμενη και θεραπεύτρια περί τα επτά έτη. Το 1987 άνοιξε δικό της γραφείο, εργαζόμενη έως το θάνατό της ως ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια. Το 1998 έπαθε ένα οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε στις 13 Αυγούστου 2003, από πνιγμό στην αγαπημένη της θάλασσα της Τζιας.
από τη BiblioNet  

[...] Δεν νομίζω ότι με «μύησε» κανείς [στην αντίσταση]. Βρέθηκα μάλλον αβίαστα και φυσικά στην οργάνωση, όπως και όλοι οι τότε φίλοι και συναγωνιστές. Άλλωστε είχαμε πολύ ενθουσιασμό και πατριωτισμό, ελάχιστη όμως έως καθόλου συνωμοτικότητα. Θυμάμαι μια φορά, το καλοκαίρι του ’67, παιζόταν σ’ ένα κινηματογράφο τέχνης το «Πεθαίνοντας στη Μαδρίτη». Βρήκα θέση μόνο στην πρώτη σειρά και είδα όλο το έργο σχεδόν ανάσκελα και με δάκρυα στα μάτια. Το κοινό περιλάμβανε σχεδόν ολόκληρο το Π.Μ., εν σώματι. Αν έκανε ντου η Ασφάλεια εκείνο το βράδυ, λέγαμε στο διάλειμμα, θα μας έπιαναν όλους και θα ησύχαζαν.

Έγινα μέλος [στο Π.Μ.] το Μάιο του ’67 και μ’ έπιασαν στις 10 Οκτωβρίου, αφού είχα αποχωρήσει, επειδή είχα διαφωνήσει με την προσπάθεια να το διεκδικήσει το Κ.Κ.Ε. Η μητέρα μου ήταν τότε στη Γαλλία και μου είχε στείλει ένα πλαστό διαβατήριο. Εγώ όμως δεν ήθελα να φύγω και να βρεθώ απελπισμένη σε καφενεία του Παρισιού, και μολονότι δεν είμαι φύση ηρωική, επειδή ήθελα να τα έχω καλά με τον εαυτό μου υπαρξιακά, είπα, αν με πιάσουν θα το αντιμετωπίσω. Έγινε, λοιπόν, τότε ένα ξήλωμα, είπαν κάποια ονόματα, είπαν φαίνεται και το δικό μου, και βρέθηκα στη Μπουμπουλίνας, όπου έμεινα 43 μερόνυχτα.
9-cebccf80cebfcf85cebccf80cebfcf85cebbceb9cebdceb1cf82-cf84ceb1cf81ceb1cf84cf83ceb1-cebccf80cebfcf85cebccf80cebfcf85cebbceb9cebdceb1cf82Ήταν ένας κόσμος παράλογος, βίας και απόλυτου κακού, ένας άλλος πλανήτης. Ένιωθες τελείως ανυπεράσπιστος, χωρίς τις συνήθεις αξίες που μας επιτρέπουν να ζούμε ανθρώπινα. Ένας κόσμος εφιαλτικός, αφού εκτός των άλλων η προσπάθεια ήταν να μην εμπιστεύεται κανένας κανέναν. Πέρα από αυτά, η ίδια η εμπειρία της σύλληψης και της κράτησης, το ίδιο το βίωμα, ήταν βίωμα θανάτου, έστω και συμβολικού. Πολλοί από μας ήρθαν κοντά στην αποπροσωποποίηση — την τρέλα — την αποσωματοποίηση. Χάσαμε πολιτικές ψευδαισθήσεις, δικαιώματα που τα θεωρούσαμε αυτονόητα. Και δεν μιλάω για όσους έχασαν τότε ή αργότερα τη σωματική τους ακεραιότητα ή και την ίδια τους τη ζωή. Γιατί αυτό είναι το φοβερό: στις συνθήκες αυτής της βίας, αισθάνεσαι εσύ, ο αθώος, ότι χάνεις για πάντα την αθωότητά σου, ότι λερώνεσαι από την προσβολή του σώματος, το αίμα και τον ιδρώτα, τα δικά σου ή των άλλων, εσύ ότι είσαι ο ένοχος για τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς.

Σαν ανακριτές ήταν ανίκανοι, γιατί δεν ήταν σε θέση να κάνουν, να καταλάβουν κάτι προφανές. Μόνο αν έλεγες κάτι συγκεκριμένο το αξιοποιούσαν. Με ανέκριναν πάντα νύχτα, δεν με χτύπησαν. Ήταν νύχτες που δεν κοιμόμουνα, περιμένοντας να με πάρουν. Είχες να παλέψεις με πολλά πράγματα. Ο φόβος ο προσωπικός, η απερίγραπτη εμπειρία ν’ ακούς τα βασανιστήρια των άλλων. Εκείνο όμως που σύντομα κατάλαβα, ήταν η στήριξη εκείνων που βρίσκονταν στην ίδια θέση.

Για ένα διάστημα [ήμουν] μόνη. Έπειτα με ανέβασαν στο τέταρτο πάτωμα, σ’ ένα διάδρομο, με μια άλλη, και προς το τέλος, πριν με στείλουν στις φυλακές Αβέρωφ, σ’ έναν κανονικό θάλαμο, με περισσότερες. [Εκεί] ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Ανδρέας Λεντάκης, ο Γιώργος Κουπαρούσος — συνολικά 40-50. Μετά, στις φυλακές Αβέρωφ, ως κρατούμενη, όπου έμεινα περί τους 4 μήνες ως το Μάρτιο του ’68, οπότε μ’ άφησαν με πενταετή αναστολή ποινικής δίωξης, όπως και άλλους.
Στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ ήταν άλλο το κλίμα που επικρατούσε. Υπήρχαν κανόνες, υπήρχαν

ωράρια, ένας Alexandras_Fylakes Averofκαθημερινός ρυθμός. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, μετά τον απόλυτο τρόμο της Ασφάλειας, μπορέσαμε, όσο και να φαίνεται παράδοξο, να αισθανθούμε υπαρξιακή ελευθερία και να βρούμε μια δημιουργικότητα, να οργανώσουμε τη καθημερινή μας ζωή, με ώρες όπου ζωγραφίζαμε, διαβάζαμε ποιήματα δυνατά, οργανώναμε θεατρικές παραστάσεις — μια αυτοσχέδια θεραπευτική κοινότητα θα την ονόμαζα σήμερα.

Ήμαστε κάπου 40-50 πολιτικές. Οι μισές περίπου νεαρής ηλικίας 18-30 χρόνων, ήρθαμε σ’ επαφή με τις ποινικές, συνδεθήκαμε σε ορισμένες περιπτώσεις προσωπικά, οργανώσαμε κάποιες κοινές εκδηλώσεις με πόρνες, διαρρήκτριες, φόνισσες, νεαρές που παίρνανε ναρκωτικά, με ανθρώπους δηλαδή της πιάτσας, ζωντανούς, πλούσιους, πονεμένους, κατακερματισμένους, που τη φωνή τους την ξανακούσαμε και μετά στο έξοχο περιοδικό Της φυλακής που έβγαλε η Κατερίνα Ιατροπούλου.

Εκεί, στη φυλακή [έγραψα την Κατάσταση πολιορκίας]. Ποιήματα έγραφα πάντοτε. Αλλά δεν δημοσίευα συχνά. Το έγραψα όντας ερωτευμένη, σαν ένα ερωτικό γράμμα. Έγραψα συνολικά πέντε ενότητες και τις διοχέτευσα έξω. Οι δύο χάθηκαν, οι άλλες τρεις είναι αυτές που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, στου οποίου τα χέρια έπεσαν τυχαία από κάποιο κοινό φίλο.

[….] Με τη μεταπολίτευση έλπισα για ένα διάστημα ότι θα γινόταν πραγματική αποχουντοποίηση, πήρα μάλιστα και προσωπικά μέρος σε δύο προγράμματα αποχουντοποίησης σε δημόσιους οργανισμούς. Τη μια φορά κινδύνεψα να πάω φυλακή για συκοφαντική δυσφήμιση (του χουντικού) και την άλλη με απέλυσαν κακήν κακώς, αφού είχαν ξαναρχίσει να με παρακολουθούν ανοιχτά. Εντέλει, καθώς περνούσαν τα χρόνια το πήρα απόφαση —σταδιακά, είναι η αλήθεια και με μεγάλη δυσκολία— ότι δεν μπορούσα να έχω πια πολιτική δραστηριότητα, είτε με τα προδικτατορικά, είτε με άλλα σχήματα που δεν με ικανοποιούσαν, και αφιερώθηκα έκτοτε στον πολιτικό —και πολιτιστικό— μικρόκοσμο της καθημερνής μου δουλειάς και ζωής.

[--->]

Ζοζέ Σαραμάγκου : Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο νέος ολοκληρωτισμός