του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Τον μέσο πολίτη, που στοιχίζεται στον δημοσκοπικό «λαό των ικανοποιημένων» από τα πρώτα βήματα της κυβέρνησης, λίγο τον ενδιαφέρει αν η παράταση της δανειακής σύμβασης θα ονομαστεί «κωλοτούμπα», αθέτηση εξαγγελιών, υποχώρηση μπροστά στην αδιαλλαξία των δανειστών ή ρεαλιστικός συμβιβασμός.
Ελάχιστα τον ενδιαφέρει αν η κυβέρνηση είναι original αριστερή, κοινωνικής σωτηρίας ή εθνικής ευθύνης.
Κι ακόμη λιγότερο τον νοιάζει αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ριζοσπαστική Αριστερά που υποστηρίζει ότι είναι, δεν είναι μια γνήσια αντικαπιταλιστική δύναμη, αλλά μια ριζοσπαστική Κεντροαριστερά που δεν υπερβαίνει το πλαίσιο του αριστερού κεϋνσιανισμού, με τον οποίο προσπαθεί να επιδράσει στην ευρωπαϊκή ελίτ και να αμφισβητήσει την ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου δογματισμού.
Αυτό που ενδιαφέρει τον μέσο πολίτη, εν ολίγοις, δεν είναι αν ο «έντιμος συμβιβασμός» που διαπραγματεύεται η κυβέρνηση συνιστά ιδεολογική ή πολιτική υποχώρηση, αλλά αν αφήνει περιθώρια στην κυβέρνηση να υλοποιήσει τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής της: να βάλει τέλος στη λιτότητα και να την αντιστρέψει για τα πιο τσακισμένα λαϊκά στρώματα.
Ο μέσος αριστερός πολίτης έχει, από την άλλη πλευρά, πιο περίπλοκα κριτήρια για να «μετρήσει» την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ. Προφανώς έβγαλε φλύκταινες με την επιλογή του δεξιού Προέδρου της Δημοκρατίας, δυσανασχέτησε για τη συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛΛ., δυσφόρησε με την τοποθέτηση προσώπων που προέρχονται από την εκσυγχρονιστική και άλλες πτέρυγες του «όλου» ΠΑΣΟΚ και μελαγχόλησε με το μετεκλογικό στρογγύλεμα στις οξείες γωνίες του προεκλογικού προγράμματος.
Πάλι, όμως, και ο μέσος αριστερός πολίτης αντιλαμβάνεται ότι αυτό που θα κρίνει τη φορά της κυβερνητικής αλλαγής είναι η παρέμβασή της στην αντιστροφή της λιτότητας. Από κάτω προς τα πάνω και από έξω προς τα μέσα.
Ο σκληρός πυρήνας της δανειακής σύμβασης ήταν η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 27% σε μια πενταετία δεν ήταν αστοχία, αλλά αδήλωτος (ως προς το μέγεθός του) στόχος. Συνίστατο στη δραματική μείωση της τιμής της εργασίας, των εισοδημάτων και όλων των περιουσιακών στοιχείων, δημόσιων και ιδιωτικών.
Ο στόχος και τα συστατικά του μέρη επετεύχθησαν, και μάλιστα πάνω από τις προσδοκίες, τόσο με τις διοικητικές και νομοθετικές ρυθμίσεις των Μνημονίων υπέρ του κέρδους όσο και με τη μηχανική της ίδιας της κρίσης, η οποία δημιούργησε ευρέα πεδία σκιώδους οικονομίας τριτοκοσμικού τύπου, όπου δεν ισχύουν ούτε καν οι τυπικές «ρυθμίσεις» της απορρύθμισης.
Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που συνοπτικά αποκαλούμε λιτότητα.
Η λιτότητα έχει βασικό προορισμό να ευνοήσει την κερδοφορία του κεφαλαίου. Αλλά στις ιδιότυπες συνθήκες της υπερχρεωμένης Ελλάδας αυτό δεν αφορούσε τόσο το εγχώριο κεφάλαιο, μέρος του οποίου αξιοποίησε φυσικά στο έπακρο την ευκαιρία, όσο το ξένο.
Και μάλιστα όχι μέσω του κλασικού παραγωγικού κύκλου, που απαιτεί επενδύσεις, αλλά κυριολεκτικά μέσω της αρπαχτής: δηλαδή της αποπληρωμής του απεχθούς χρέους και του ξεπουλήματος της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας.
Αυτή ήταν η ιδιομορφία του ελληνικού πειράματος που εξελίχθηκε σε αποικιοποίηση της χώρας και επέβαλε, τελικά, μια αναδιανομή του πλούτου (λιτότητα) από κάτω προς τα πάνω και κυρίως προς τα έξω (με τη δουλική συναίνεση των εγχωρίων «πάνω», που πίστεψαν πως θα ωφεληθούν από την πρόσδεσή τους στο άρμα των ομολόγων τους «έξω». Οι περισσότεροι την πάτησαν).
Πώς ξηλώνεται αυτός ο καμβάς;
Το μείζον είναι να σταματήσει η εκροή πλούτου προς τα έξω, προς τους δανειστές.
Συνελόντι ειπείν, να σταματήσει η αποπληρωμή του χρέους, να διαγραφεί το απεχθές τμήμα του, που επιβλήθηκε ακριβώς ως μοχλός εσωτερικής υποτίμησης.
Ας υποθέσουμε ότι αυτό αποτελεί μέρος μιας πιο μακροπρόθεσμης διαπραγμάτευσης, που θα εξαρτηθεί και από τους πολιτικούς συσχετισμούς οι οποίοι θα διαμορφωθούν από το «σερί» οκτώ εκλογικών αναμετρήσεων στην Ε.Ε. μέχρι το τέλος του χρόνου.
Απομένει το υπόλοιπο του σκληρού πυρήνα του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, η εφαρμογή των πρώτων άμεσων μέτρων αντι-λιτότητας. Το κόστος του έχει υπολογιστεί στα 11,5 δισ. ευρώ.
Προκύπτουν αυτοί οι πόροι από τον ενδιάμεσο «έντιμο συμβιβασμό»; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα με βάση το οποίο ο μέσος πολίτης του δημοσκοπικού «λαού των ικανοποιημένων», αλλά και ο μέσος αριστερός «σκεπτικιστής» αξιολογούν τη διαπραγμάτευση και τον συμβιβασμό.
Εκ πρώτης όψεως τα νούμερα δεν βγαίνουν. Η αποδοχή έστω και μικρότερου πρωτογενούς πλεονάσματος και του ισχύοντος χρονοδιαγράμματος εξόφλησης των δανείων αφήνει ελάχιστα περιθώρια χρηματοδότησης των βασικών μέτρων αντι-λιτότητας. Δίνει όμως χρόνο, θα αντιτείνουν κάποιοι.
Αλλά ο χρόνος δεν είναι χρήμα στην περίπτωσή μας.
Και ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι να αναγκαστεί η κυβέρνηση, αντί της υπεσχημένης αντι-λιτότητας, να προσφύγει σε μια πολιτική αναδιανομής της λιτότητας, και μάλιστα μεταξύ των κατ' εξοχήν θυμάτων της.
Επιθυμούμε διακαώς να διαψευστούν οι υπολογισμοί μας.
[--->]
Τον μέσο πολίτη, που στοιχίζεται στον δημοσκοπικό «λαό των ικανοποιημένων» από τα πρώτα βήματα της κυβέρνησης, λίγο τον ενδιαφέρει αν η παράταση της δανειακής σύμβασης θα ονομαστεί «κωλοτούμπα», αθέτηση εξαγγελιών, υποχώρηση μπροστά στην αδιαλλαξία των δανειστών ή ρεαλιστικός συμβιβασμός.
Ελάχιστα τον ενδιαφέρει αν η κυβέρνηση είναι original αριστερή, κοινωνικής σωτηρίας ή εθνικής ευθύνης.
Κι ακόμη λιγότερο τον νοιάζει αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ριζοσπαστική Αριστερά που υποστηρίζει ότι είναι, δεν είναι μια γνήσια αντικαπιταλιστική δύναμη, αλλά μια ριζοσπαστική Κεντροαριστερά που δεν υπερβαίνει το πλαίσιο του αριστερού κεϋνσιανισμού, με τον οποίο προσπαθεί να επιδράσει στην ευρωπαϊκή ελίτ και να αμφισβητήσει την ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου δογματισμού.
Αυτό που ενδιαφέρει τον μέσο πολίτη, εν ολίγοις, δεν είναι αν ο «έντιμος συμβιβασμός» που διαπραγματεύεται η κυβέρνηση συνιστά ιδεολογική ή πολιτική υποχώρηση, αλλά αν αφήνει περιθώρια στην κυβέρνηση να υλοποιήσει τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής της: να βάλει τέλος στη λιτότητα και να την αντιστρέψει για τα πιο τσακισμένα λαϊκά στρώματα.
Ο μέσος αριστερός πολίτης έχει, από την άλλη πλευρά, πιο περίπλοκα κριτήρια για να «μετρήσει» την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ. Προφανώς έβγαλε φλύκταινες με την επιλογή του δεξιού Προέδρου της Δημοκρατίας, δυσανασχέτησε για τη συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛΛ., δυσφόρησε με την τοποθέτηση προσώπων που προέρχονται από την εκσυγχρονιστική και άλλες πτέρυγες του «όλου» ΠΑΣΟΚ και μελαγχόλησε με το μετεκλογικό στρογγύλεμα στις οξείες γωνίες του προεκλογικού προγράμματος.
Πάλι, όμως, και ο μέσος αριστερός πολίτης αντιλαμβάνεται ότι αυτό που θα κρίνει τη φορά της κυβερνητικής αλλαγής είναι η παρέμβασή της στην αντιστροφή της λιτότητας. Από κάτω προς τα πάνω και από έξω προς τα μέσα.
Ο σκληρός πυρήνας της δανειακής σύμβασης ήταν η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 27% σε μια πενταετία δεν ήταν αστοχία, αλλά αδήλωτος (ως προς το μέγεθός του) στόχος. Συνίστατο στη δραματική μείωση της τιμής της εργασίας, των εισοδημάτων και όλων των περιουσιακών στοιχείων, δημόσιων και ιδιωτικών.
Ο στόχος και τα συστατικά του μέρη επετεύχθησαν, και μάλιστα πάνω από τις προσδοκίες, τόσο με τις διοικητικές και νομοθετικές ρυθμίσεις των Μνημονίων υπέρ του κέρδους όσο και με τη μηχανική της ίδιας της κρίσης, η οποία δημιούργησε ευρέα πεδία σκιώδους οικονομίας τριτοκοσμικού τύπου, όπου δεν ισχύουν ούτε καν οι τυπικές «ρυθμίσεις» της απορρύθμισης.
Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που συνοπτικά αποκαλούμε λιτότητα.
Η λιτότητα έχει βασικό προορισμό να ευνοήσει την κερδοφορία του κεφαλαίου. Αλλά στις ιδιότυπες συνθήκες της υπερχρεωμένης Ελλάδας αυτό δεν αφορούσε τόσο το εγχώριο κεφάλαιο, μέρος του οποίου αξιοποίησε φυσικά στο έπακρο την ευκαιρία, όσο το ξένο.
Και μάλιστα όχι μέσω του κλασικού παραγωγικού κύκλου, που απαιτεί επενδύσεις, αλλά κυριολεκτικά μέσω της αρπαχτής: δηλαδή της αποπληρωμής του απεχθούς χρέους και του ξεπουλήματος της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας.
Αυτή ήταν η ιδιομορφία του ελληνικού πειράματος που εξελίχθηκε σε αποικιοποίηση της χώρας και επέβαλε, τελικά, μια αναδιανομή του πλούτου (λιτότητα) από κάτω προς τα πάνω και κυρίως προς τα έξω (με τη δουλική συναίνεση των εγχωρίων «πάνω», που πίστεψαν πως θα ωφεληθούν από την πρόσδεσή τους στο άρμα των ομολόγων τους «έξω». Οι περισσότεροι την πάτησαν).
Πώς ξηλώνεται αυτός ο καμβάς;
Το μείζον είναι να σταματήσει η εκροή πλούτου προς τα έξω, προς τους δανειστές.
Συνελόντι ειπείν, να σταματήσει η αποπληρωμή του χρέους, να διαγραφεί το απεχθές τμήμα του, που επιβλήθηκε ακριβώς ως μοχλός εσωτερικής υποτίμησης.
Ας υποθέσουμε ότι αυτό αποτελεί μέρος μιας πιο μακροπρόθεσμης διαπραγμάτευσης, που θα εξαρτηθεί και από τους πολιτικούς συσχετισμούς οι οποίοι θα διαμορφωθούν από το «σερί» οκτώ εκλογικών αναμετρήσεων στην Ε.Ε. μέχρι το τέλος του χρόνου.
Απομένει το υπόλοιπο του σκληρού πυρήνα του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, η εφαρμογή των πρώτων άμεσων μέτρων αντι-λιτότητας. Το κόστος του έχει υπολογιστεί στα 11,5 δισ. ευρώ.
Προκύπτουν αυτοί οι πόροι από τον ενδιάμεσο «έντιμο συμβιβασμό»; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα με βάση το οποίο ο μέσος πολίτης του δημοσκοπικού «λαού των ικανοποιημένων», αλλά και ο μέσος αριστερός «σκεπτικιστής» αξιολογούν τη διαπραγμάτευση και τον συμβιβασμό.
Εκ πρώτης όψεως τα νούμερα δεν βγαίνουν. Η αποδοχή έστω και μικρότερου πρωτογενούς πλεονάσματος και του ισχύοντος χρονοδιαγράμματος εξόφλησης των δανείων αφήνει ελάχιστα περιθώρια χρηματοδότησης των βασικών μέτρων αντι-λιτότητας. Δίνει όμως χρόνο, θα αντιτείνουν κάποιοι.
Αλλά ο χρόνος δεν είναι χρήμα στην περίπτωσή μας.
Και ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι να αναγκαστεί η κυβέρνηση, αντί της υπεσχημένης αντι-λιτότητας, να προσφύγει σε μια πολιτική αναδιανομής της λιτότητας, και μάλιστα μεταξύ των κατ' εξοχήν θυμάτων της.
Επιθυμούμε διακαώς να διαψευστούν οι υπολογισμοί μας.
[--->]