Πάνω απ’ όλα, να σώσουμε τις τράπεζες!



 Η ποσοτική χαλάρωση του Μάριο Ντράγκι

 


του Leonardo Mazzei


Η ποσοτική χαλάρωση (QE),είναι  το νέο μήλο της έριδος μιας Ευρώπης όλο και πιο διχασμένης. Το θέμα έχει τεθεί επί τάπητος εδώ και καιρό στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, αλλά τώρα ο χρόνος επείγει. Το πρόβλημα είναι αν η ΕΚΤ θα χρησιμοποιήσει ή όχι, την ποσοτική χαλάρωση για να αγοράσει κρατικά ομόλογα. Και, αν ναι, σε ποιο βαθμό ; Για όλα αυτά οι χώρες της ευρωζώνης είναι διχασμένες όπως και η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ.


Η ποσοτική χαλάρωση είναι ένα κλασικό εργαλείο νομισματικής πολιτικής. Η αγορά  αξιών - σε γενικές γραμμές δεν έχει σημασία αν είναι του δημόσιου τομέα ή του ιδιωτικού - είναι το μέσο για να αυξηθεί σημαντικά η προσφορά χρήματος. Μια "εκτύπωση χρήματος" η οποία, μέσω της αύξησης της ρευστότητας στόχευε,συνήθως ,στην επανεκκίνηση της πίστωσης και των επενδύσεων. Ένα εργαλείο δηλαδή, αντικυκλικής πολιτικής που χρησιμοποιείται για να βοηθήσει την έξοδο από τις πιο βαθιές υφέσεις. Αυτό που έκαναν δηλαδή, με ιδιαίτερη επιτυχία, αν και όχι πάντα με ευδιάκριτα αποτελέσματα, οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ (Fed), η Ιαπωνία και η Βρετανία.

Η περίπτωση της ευρωζώνης, ωστόσο, είναι σαφώς διαφορετική. Και η διαφορά έχει να κάνει με τον παραλογισμό του κοινού νομίσματος 18 κρατών με 18 διαφορετικά χρέη, με 18 διαφορετικά επιτόκια και 18 διαφορετικές αξιολογήσεις. Όλα αυτά δείχνουν 18 οικονομίες μάλλον ανομοιογενείς μεταξύ τους οπότε θεωρείται λογική σε αυτή την κατάσταση, η παρέμβαση της ΕΚΤ , τα τελευταία χρόνια, μόνο και μόνο για να ομαλοποιήσει προσωρινά την κατάσταση στις πιο δραματικές στιγμές της κρίσης χρέους.

Είναι σαφές ότι, με τις αγορές αυτές,ουσιαστικά, παραβιάστηκαν οι ευρωπαϊκές συνθήκες οι οποίες απαγορεύουν την αμοιβαιοποίηση του χρέους των επιμέρους κρατών.Μια παράβαση για την οποία όλοι έκαναν τα στραβά μάτια προκειμένου να αποφευχθεί η παύση πληρωμών των μεσογειακών χωρών. Σήμερα, όμως, την απαγόρευση αυτή  επικαλείται αποφασιστικά ο πρόεδρος της Bundesbank, Jens Weidmann,ο οποίος την υποστήριξε σθεναρά σε εκτενή συνέντευξη του στην εφημερίδα
La Republica.

Η σύγκρουση θεωρείται συνεπώς δεδομένη, αφού τα συμφέροντα τείνουν όλο και περισσότερο να αποκλίνουν. Και πρόκειται για μια σύγκρουση τελικά στο εσωτερικό του πιο "ιερού" ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου, όπου η "ιερότητα" συμβαδίζει, όπως συμβαίνει πάντα στην Ευρώπη, με την άρνηση της όποιας δημοκρατικής αρχής. Μιλάμε φυσικά για την ΕΚΤ.

Πρόσφατα, δύο μεγάλης κυκλοφορίας γερμανικές εφημερίδες,η εβδομαδιαία Die Zeit και η ημερήσια Die Welt, αναφέρθηκαν, χωρίς μάλιστα να  τις διαψέυσουν, σε μια συγκλονιστική διάσπαση στο εσωτερικό της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ. Τρία από τα έξι μέλη - η Γερμανιδα Lautenschläger, ο Λουξεμβούργιος Mersch και ο Γάλλος Coeuré - αρνήθηκαν να υπογράψουν τις δηλώσεις του Ντράγκι που φαίνεται να προαναγγέλλει ένα είδος "ποσοτικής χαλάρωσης ευρωπαϊκού τύπου ", ακόμη και αν κάτι τέτοιο αναβάλλεται για τον Ιανουάριο.

Τη θέση κατά της ποσοτικής χαλάρωσης την επαναλαμβάνει ευρέως και τεκμηριωμένα στην προαναφερθείσα συνέντευξη ο Weidmann,ο οποίος επιβεβαιώνει την γερμανική αντίθεση,που την ενισχύει με μια ακόμα άρνηση στο αίτημα για ευέλικτους προϋπολογισμούς Γαλλίας και   Ιταλίας.Στην ουσία αυτό που λέει ο Weidmann είναι ότι οι κανόνες πρέπει να τηρούνται, και ότι η όποια εξαίρεση το μόνο που θα κάνει είναι να τους κάνει λιγότερο αξιόπιστους. Θα  πείτε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με την κλασική γερμανική ιδιοτροπία, αλλά το ζήτημα είναι ότι τους κανόνες που μας θυμίζει πράγματι τους υπόγραψαν όλες οι χώρες της ευρωζώνης. Με την Ιταλία του Μόντι και του Ναπολιτάνο,να δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο και να έχουν εισαγάγει αυτό το κομβικό σημείο ακόμη και στο Σύνταγμα!

Ωστόσο, παρά την αντίθεση της Γερμανίας, είναι πολύ πιθανό η ποσοτική χαλάρωση να προχωρήσει. Αλλά για ποιο λόγο σκοπό και με ποια μορφή;


Ας ξεκαθαρίσουμε αμέσως ένα ζήτημα. Αν εξαιρέσουμε τον αξιολύπητο Σκάλφαρι, της εφημερίδας
La Repubblica, ο οποίος εξακολουθεί να πιστεύει ότι η ποσοτική χαλάρωση γίνεται για να βγούμε από την πιστωτική κρίση,και να ανοίξει έτσι ο δρόμος στη θρυλική "ανάκαμψη", όλοι γνωρίζουν ότι ο βασικός στόχος της ποσοτικής χαλάρωσης ευρωπαϊκού στυλ, είναι άλλος : να σώσει τις ιταλικές τράπεζες από τη χρεοκοπία.

Τις τελευταίες εβδομάδες, και με μεγαλύτερη ένταση, τους πρώτους μήνες του 2015, οι τράπεζες θα πρέπει να αποπληρώσουν τα δάνεια του λεγόμενου
LTRO (Long term refinancing operation, Πρόγραμμα παροχής επιπρόσθετης μακροπρόθεσμης ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προς τις ευρωπαϊκές (εμπορικές) τράπεζες),που χορήγησε η ΕΚΤ μεταξύ Δεκεμβρίου 2011 και Φεβρουαρίου 2012. Αν και τα δάνεια αυτά ήταν  "μακροπρόθεσμα",  λήγουν τώρα. Το πρόβλημα είναι ότι οι τράπεζες της νότιας Ευρώπης κλήθηκαν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα χρήματα για να αγοράσουν χρεόγραφα των αντίστοιχων κρατών. Με αυτή την πράξη, οι τράπεζες κέρδισαν, όχι και λίγα, λόγω των χαμηλών επιτοκίων που χρεώνονται από τη Φρανκφούρτη, υπερφορτώνοντας όμως τα χαρτοφυλάκια τους με τίτλους οι οποίοι στο εγγύς μέλλον θα έχαναν την αξία τους.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ιταλίας, αλλά το ίδιο έγινε και σε άλλες χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση χρέους. Σε σύγκριση με την
πριν τρία χρόνια κατάσταση,από το βουνό των πολυετών ομόλογων του ιταλικού δημοσίου που κατέχουν οι τράπεζες της χώρας μας, τα 200 περίπου δις εκτινάχθηκαν και σήμερα έναι πάνω από 400. Ένας διπλασιασμός που απειλεί τη σταθερότητα των τραπεζικών ισολογισμών, με δεδομένη την μη βιωσιμότητα των σημερινών αποδόσεων.

Από πού προκύπτει αυτή η μη βιωσιμότητα; Για να το καταλάβουμε αρκεί να ανοίξουμε τα μάτια μας και να συγκρίνουμε δύο στοιχεία : το πρώτο είναι το εξαιρετικά χαμηλό ύψος των επιτοκίων,το δεύτερο είναι η επιδείνωση του ύψους του χρέους, στο οποίο αντιστοιχεί και μια προοδευτική υποβάθμιση της αξιολόγησης (
rating), όπως ανακοινώθηκε τις τελευταίες ημέρες από την Standard & Poor 's. Δύο πράγματα τα οποία πολύ απλά δεν μπορούν να συμβαδίζουν και ασφαλώς όχι γιαμεγάλο διάστημα.

Βέβαια, η μείωση των ονομαστικών επιτοκίων οφείλεται και στον αποπληθωρισμό στον οποίο βρισκόμαστε κάτι που, ως τα τώρα, εξακολουθεί να εγγυάται το σχετικά πραγματικό ενδιαφέρον στους κατόχους των πολυετών ομολόγων δημοσίου. Υπάρχει όμως, ένα πρόβλημα, και αυτό ονομάζεται μέλλον. Τα ομόλογα δεκαετίας σήμερα αποδίδουν περίπου 2% μεικτά. Τώρα, υπάρχει κάποιος που θα  στοιχημάτιζε σε ένα ποσοστό πληθωρισμού κάτω από 2% τα επόμενα 3 , 5, 10 χρόνια; Οχι,βέβαια. Αλλά αυτός που κατέχει αυτούς τους τίτλους, ειδικά όσους αγοράστηκαν την τελευταία περίοδο, και άρα με πιο χαμηλά επιτόκια, έχει ακριβώς αυτό το πρόβλημα.

Ένα πρόβλημα που λύνεται μόνο αν ξεφορτωθεί αυτή τη μάζα πολυετών ομολόγων δημοσίου .Η Mediobanca, για παράδειγμα, προβλέπει ότι οι ιταλικές τράπεζες θα θέλουν και θα πρέπει να ξεφορτωθούν από τα 400 δισεκατομμύρια στα 100 δισεκατομμύρια μέσα σε ένα χρόνο. Αλλά σε ποιους θα πουλήσουν τα υπόλοιπα 300; Ή μάλλον, πώς θα το κάνουν χωρίς να προκαλέσουν την κατάρρευση της τιμής τους, και κατά συνέπεια την αύξηση των πραγματικών επιτοκίων; Επειδή δεν φαίνεται να βιάζονται να τα αγοράσουν,μια μόνο λύση υπάρχει : να τα αγοράσει η ΕΚΤ. Η προσδοκία αυτής της κίνησης είναι αυτό που κράτησε τα επιτόκια σε τόσο χαμηλά και,αντικειμενικά, αφύσικα επίπεδα .

Από την άποψη αυτή, η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι απολύτως αναγκαία. Σε αντίθετη περίπτωση, με το πρώτο θρόισμα των φύλλων, δηλαδή με τα πρώτα σημάδια νέων εντάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, πολλές τράπεζες θα αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο  κατάρρευσης. Είναι φυσικό αυτό η Φρανκφούρτη να θέλει να το αποτρέψει, διότι η πτώχευση του ιταλικού τραπεζικού συστήματος θα σημάνει το τέλος του ενιαίου νομίσματος.

Η παρέμβαση του Ντράγκι θεωρείται επομένως αναγκαστική, αλλά η ΕΚΤ θα θελήσει πραγματικά να λειτουργήσει ως "αγοραστής έσχατης ανάγκης"; Δεν το νομίζω. Το πιο πιθανό είναι η "ποσοτική χαλάρωση αλά ευρωπαϊκά" να είναι το συνηθισμένο ημίμετρο: χρήσιμο για να "αγοραστεί χρόνος",αλλά και εντελώς περιττό στην αντιμετωπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων που δημιουργεί το σύστημα  ευρώ.

Αν είναι έτσι, τότε η σύγκρουση στο εσωτερικό της ΕΚΤ, που αντικατοπτρίζει τη σύγκρουση μεταξύ γερμανικού μπλοκ και χωρών της Μεσογείου, θα οδηγήσει σε μια συμβιβαστική λύση που θα κάνει την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ μια ακόμη μπαλωματική λύση. Οχι 100% αναποτελεσματική, αλλά τελείως ανεπαρκή.

Το γιατί είναι  "μπαλωματική λύση", είναι απλό. Η ιδέα είναι να αυξηθεί ο προϋπολογισμός της ΕΚΤ κατά 1 τρισ. Ευρώ. Αυτό δεν είναι διόλου απίθανο, δεδομένου ότι έτσι θα επιστρέφαμε στις προ τριετίας τιμές, οι οποίες εν τω μεταξύ είχαν πέσει λόγω της επιστροφής των πιστώσεων του προγράμματος παροχής επιπρόσθετης μακροπρόθεσμης ρευστότητας. Πρακτικά η Φρανκφούρτη με το ένα χέρι θα παίρνει πίσω τα χρήματα που έδωσε στις τράπεζες για να αγοράσουν κρατικά ομόλογα, ενώ με το άλλο θα αγοράζει η ίδια, αυτή τη φορά απ 'ευθείας, νέους τίτλους.

Αλλά πόσα από αυτό το ένα τρισεκατομμύριο θα δαπανηθούν για την αγορά ομόλογων του δημοσίου χρέους των διάφορων χωρών της ευρωζώνης; Σύμφωνα με τις πιο αξιόπιστες εκτιμήσεις (βλέπε, για παράδειγμα, την οικονομική εφημερίδα Sole 24 Ore,της 5 Δεκεμβρίου), γύρω στα 500 δις. Αλλά ποιές χώρες θα ωφεληθούν;

Οι πιο αφελείς ευρωπαϊστές, ένα είδος που εξακολουθεί να υπάρχει, αν και απειλείται με εξαφάνιση, ίσως να σκεφτούν ότι η αγορά των ΄κρατικών ομολόγων θα αφορά αποκλειστικά ή τουλάχιστον κατά κύριο λόγο, τις χώρες της νότιας Ευρώπης που το χρειάζονται. Ε, όχι, αγαπητοί συνάδελφοι! Η Ευρώπη δεν λειτουργεί έτσι. Δεν λειτουργεί με βάση μια πολιτική αλληλεγγύης, η μόνη που θα μπορούσε να κρατήσει όρθια την παράγκα, αλλά αντίθετα, λειτουργεί σύμφωνα με το ΑΕΠ. Πράγμα που σημαίνει ότι η Ιταλία με ΑΕΠ ίσο με το 17,6% του ΑΕΠ της ευρωζώνης θα αγοράσει ομόλογα 88 δις και η Ελλάδα κάτι λιγότερο από 10 δις, ενώ η Γερμανία - η οποία δεν έχει καμία ανάγκη προφανώς να αγοράσει- θα πάρει 135 δισ. Ζήτω λοιπόν η Ευρώπη!

Έτσι γίνεται σαφές ποιος είναι ο λόγος που η ποσοτική χαλάρωση,αν τελικά γίνει, θα είναι ελάχιστα αποτελεσματική. Ομόλογα αξίας 88 δις, τα οποία, όμως, θα πρέπει να αγοραστούν σε ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είναι τίποτα αν λάβουμε υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα των τραπεζών να  τα πουλήσουν. Μια βιασύνη που θα γίνει πολύ πιο επιτακτική, αν τα επιτόκια αρχίσουν και πάλι να ανεβαίνουν, πράγμα απόλυτα φυσιολογικό, ανεξάρτητα από την πιθανότητα νέων χρηματοπιστωτικών κρίσεων, δεδομένου ότι το εγχείρημα της ΕΚΤ στοχεύει να ανεβάσει τον πληθωρισμό στο 2%.

Πέρα όμως από τους αριθμούς, πρέπει να δούμε και την απόλυτη έλλειψη διάθεσης των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, και σ’ αυτό συμφωνούν απόλυτα, να συζητήσουν την πιθανότητα ,ακόμη και μιας ελάχιστης αμοιβαιοποίησης του χρέους. Παρεμπιπτόντως: Ευχές στον Τσίπρα!

Σ’ αυτά τα πλαίσια, σε αυτό το ατσάλινο κλουβί, διεξάγεται η σύγκρουση στο εσωτερικό της ΕΚΤ. Μια σύγκρουση, εντελώς πολιτική, στην οποία ο Ντράγκι προσπαθεί και πάλι να υποστηρίξει μια θέση φεντεραλιστική (των μυθικών αλλά όλο και πιο  ανέφικτων Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης). Αυτό ακριβώς έκανε πριν λίγες ημέρες, σε μια επίσκεψή του στη Φινλανδία, όταν είπε:"Η επιτυχία της νομισματικής ένωσης εξαρτάται από τη συνειδητοποίηση ότι ένα ενιαίο νόμισμα σημαίνει πολιτική ένωση "

Η άποψη αυτή η οποία, ας είμαστε ειλικρινείς, θα οδηγήσει σε ένα αντιδημοκρατικό τέρας ακόμη χειρότερο από το σημερινό, έχει προφανώς τη δική της λογική, επειδή μακροπρόθεσμα
ένα νόμισμα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπάρξει χωρίς ένα κράτος. Αλλά αυτή είναι μια λογική που συγκρούεται με την πραγματικότητα. Η σημερινή πορεία της ΕΕ δεν είναι μια πορεία προς την πολιτική ένωση, αλλά μια διαδικασία βαθμιαίας διάσπασης της ΕΕ.

Δεν γνωρίζω το μέλλον του Ντράγκι,για τον οποίο πολλά λέγονται, σε σημείο που κάποιοι τον θέλουν στη θέση του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας, όπως οι γερμανοί.Στον Weidmann έχουμε ήδη αναφερθεί, ενώ για τις συνεχείς υπενθυμίσεις αδιαλλαξίας της Μέρκελ έχουν γραφτεί αρκετά στις εφημερίδες πρόσφατα. Τώρα μαθαίνουμε και τη θέση της γερμανίδας κυρίας Lautenschläger,  του μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, η οποία κρατώντας εμφανώς αποστάσεις από τον Ντράγκι, επιτέθηκε στην ιδέα της ποσοτικής χαλάρωσης και ειδικότερα στην αγορά κρατικών ομολόγων, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με " δημοσιονομική μεταφορά πόρων".

Θα δούμε τι θα γίνει τον Ιανουάριο, αλλά ακόμη και αν η ποσοτική χαλάρωση ξεκινήσει, οι βάσεις  του εγχειρήματος φαίνεται ότι έχουν ήδη μπει για τα καλά.

Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η αντιπαράθεση έχει ξεκινήσει και ότι η ομάδα των αδιάλλακτων δεν προτίθεται να κάνει πίσω ούτε κατά ένα χιλιοστό. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη Γερμανία. Φτάνει να δούμε τις απειλές Γιούνκερ κατά της Γαλλίας και της Ιταλίας, και την κατάφωρη παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα.
[--->]




Και πάλι για την ποσοτική χαλάρωση
του  Leonardo Mazzei 

[…] Ότι μπορεί να είναι ένας πραγματικά αποτελεσματικός τρόπος για την επίτευξη ελάχιστης οικονομικής ανάκαμψης δεν το πιστεύει πλέον κανείς, αλλά - πέρα από τους παραπάνω λόγους –υπάρχει και ένα άλλος ακόμη πιο σημαντικός που επιβάλλεται να γίνει η ποσοτική χαλάρωση. Ένας λόγος που ο Alessandro Merli συνοψίζει στην έγκυρη οικονομική εφημερίδα Sole 24 Ore:

"Η αποτελεσματικότητα της ποσοτικής χαλάρωσης δεν πρέπει να υπερεκτιμάται ... Αλλά, σε αυτή τη φάση, η εναλλακτική λύση μπορεί να είναι καταστροφική."

Το ζήτημα είναι ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές αναμένουν εδώ και μήνες ως μάνα εξ ουρανού την ποσοτική χαλάρωση, και αν αυτό δεν γίνει, τότε οι συνέπειες θα είναι σοβαρές, αν όχι καταστροφικές. Ας θεωρήσουμε λοιπόν ως δεδομένη την απόφαση για ποσοτική χαλάρωση, και ας δούμε καλύτερα πώς θα λειτουργήσει.

Κατ 'αρχάς, μια αναγκαία διευκρίνηση.

Η αγορά τίτλων θα αφορά τα ομόλογα (bond) του δημόσιου χρέους όχι για να βοηθηθεί η μία ή η άλλη χώρα που αντιμετωπίζει δυσκολίες, αφού η αγορά αναμένεται να γίνεται με βάση το ποσοστό του ΑΕΠ του κάθε μέλους της ευρωζώνης, αλλά για δύο άλλους λόγους. Ο πρώτος είναι ότι μόνο η αγορά τίτλων του δημοσίου είναι τόσο μεγάλη.Ο δεύτερος, και πιο σημαντικός λόγος είναι ότι τα κράτη - ειδικά αν είναι υποταγμένα, όπως στο σύστημα ευρώ- μπορούν να δώσουν πολύ πιο αξιόπιστες εγγυήσεις από τους άλλους έκδοτες χρεογράφων (τράπεζες, επιχειρήσεις, κ.λπ.).

Έτσι, φτάνουμε στο κρίσιμο σημείο, τις εγγυήσεις. Στην έδρα της ΕΚΤ,στη Φρανκφούρτη εξετάζουν δύο σενάρια, το ένα χειρότερο από το άλλο.

Το πρώτο σενάριο προβλέπει την υποχρέωση δημιουργίας, στις πιο αδύναμες χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, αλλά ίσως και η Γαλλία, το Βέλγιο και Σλοβενία),ενός ταμείου με κρατικά κονδύλια που θα χρησιμοποιηθούν για να διασφαλιστεί η ΕΚΤ από ενδεχόμενες απώλειες που θα προκύψουν από την αγορά χρεογράφων των αντίστοιχων κρατών μελών.
 Ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν απλά ανέφικτο και εντελώς ζημιογόνο για ορισμένες χώρες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με μια επεξεργασία της οικονομικής εφημερίδας Sole 24 Ore της 20ης Δεκεμβρίου, με βάση την αξία των CDS (ασφάλιστρα κινδύνου), η Ελλάδα θα πρέπει να βάλλει προηγουμένως ως εγγύηση για κάθε εκατομμύριο ευρώ που αγόρασε η ΕΚΤ, 320.000 ευρώ. Μια ανοησία, δεδομένου ότι το όφελος που θα είχε από τη μείωση των σπρεντς θα ήταν μηδαμινό μπροστά στην αξία ενός τέτοιου λογιστικού αποθεματικού.

Το δεύτερο σενάριο,είναι ουσιαστικά μια επανάληψη του πρώτου, δεν προβλέπει κάποιο ειδικό ταμείο, αλλά μόνο και μόνο επειδή το ρόλο του εγγυητή θα τον ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, υπό την καθοδήγηση και εποπτεία της ΕΚΤ. Η τελική απόφαση αναμένεται να ληφθεί στη Φρανκφούρτη στις 22 Ιανουάριου, αλλά αυτή τη στιγμή αυτό είναι το επικρατέστερο σενάριο.
Greek Bank Exposure 2009
Πρόκειται για ένα σενάριο πραγματικά αποκαλυπτικό. Αν η ποσοτική χαλάρωση πάρει σχήμα μέσω της αγοράς ομολόγων και εγγυήσεων των κεντρικών τραπεζών, αυτό δεν θα είναι ένα πρόδηλο σημάδι του τέλους της ενότητας της νομισματικής πολιτικής της ευρωζώνης; Και για να γίνουμε πιο σαφείς: αυτό δεν θα είναι – δεν έχει σημασία πόσο μεγάλη θα είναι η πορεία - η αρχή του τέλους του ευρώ;

Εάν αυτή θα είναι μια "ποσοτική χαλάρωση α λα ευρωπαϊκά", την οποία ο επιχειρηματικός τύπος την χαρακτηρίζει τώρα ξεδιάντροπα "γερμανικού τύπου", ακόμα κι αν δεν θα φέρει άμεσα την ευθύνη, δεδομένου ότι ο θάλαμος επιχειρήσεων από όπου θα φύγουν οι εντολές θα βρίσκεται στον πύργο της ΕΚΤ. Και αυτό είναι κάτι το πρωτοφανές. Εχει δει κανείς ποτέ μια κεντρική τράπεζα (και ως εκ τούτου ένα κράτος) να παίρνει πάνω της τη ζημιά, χωρίς να φέρει καμία ευθύνη για τις επιλογές της αγοράς που την επέβαλε; Λοιπόν, στη ζώνη του ευρώ αυτό είναι δυνατό....

Ξεπουπουλιασμένες και δαρμένες,σε αυτή τη θέση θα βρεθούν οι χώρες με τα υψηλότερα χρέη. Αλλά όταν λέμε χώρες αυτό δε λέει τίποτα, γιατί αυτοί που θα πληρώσουν θα είναι και πάλι οι λαοί.

Ο μηχανισμός που σκαρώνουν είναι πράγματι θανατηφόρος.

Πρόκειται για 3 κινήσεις, τις οποίες και επαναλαμβάνουμε : α) η ΕΚΤ αγοράζει χρεόγραφα που θα τα εγγυώνται οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, β) έτσι οι τράπεζες θα ξεφορτώνονται ένα σημαντικό ποσοστό των τίτλων που θα υποτιμηθούν, γ) οι κεντρικές τράπεζες, που θα υποχρεωθούν να απορροφήσουν τις απώλειες της ΕΚΤ, θα ισοσκελίσουν τους προυπολογισμούς τους με χρήματα από τους προϋπολογισμούς των αντίστοιχων κρατών.

Αυτό σημαίνει,περισσότερες περικοπές και φόρους για τους πολίτες της Μεσογειακής Ευρώπης ώστε να καταστεί δυνατή η ποσοτική χαλάρωση της διάσωσης των τραπεζών , μετατρέποντας έτσι ένα άλλο μέρος του ιδιωτικού χρέους (των τραπεζών) σε δημόσιο χρέος. Χειρότερα δεν θα μπορούσε να γίνει. Αλλά ακριβώς γι 'αυτό να είστε σίγουροι ότι η τελική απόφαση δεν θα διαφέρει και πολύ από αυτό το μοτίβο.