Η σύγχυση
στην Ουάσιγκτον είναι τεράστια, και είναι προφανές ότι υπάρχει μια υποβόσκουσα
εσωτερική σύγκρουση στην αμερικανική κυβέρνηση που αν δεν εκδηλώνεται ανοικτά δεν
παύει ωστόσο να υπάρχει, αν λάβει κανείς υπόψη του τις συνεχείς αλλαγές θέσεων από την πλευρά του Πρόεδρου Ομπάμα ο
οποίος αποδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο από τις ενδιάμεσες εκλογές και τη σημαντική νίκη
των Ρεπουμπλικάνων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν στο Ιράκ γύρω στους 4.000 στρατιώτες, στρατιωτικούς συμβούλους και μισθοφόρους, για να διασφαλίσουν,υποτίθεται,την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των διπλωματικών αποστολών της Ουάσιγκτον στη χώρα, αλλά και να στηρίξουν τους βομβαρδισμούς των ΗΠΑ και άλλων χωρών εναντίον των θέσεων των τζιχαντιστών στο βόρειο-δυτικό Ιράκ και στη βόρεια Συρία. Είναι όμως σαφές ότι μόνο με βομβαρδισμούς από αέρος δεν πρόκειται να προκύψουν σημαντικά και σταθερά οφέλη, οπότε πλέον, τίθεται το ζήτημα ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή, και ποια η μακροπρόθεσμη στρατηγική πέρα από σποραδικές επιδρομές που μέχρι στιγμής δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα προπαγανδιστικό σποτ.
Υπό τις αυξανόμενες πιέσεις Σαουδικής Αραβίας, φεουδαρχικών μοναρχιών του Κόλπου και Τουρκίας η κυβέρνηση Ομπάμα στρέφει το σκόπευτρο της από το Ισλαμικό Κράτος προς το συριακό καθεστώς. Όπως γράφει ο συνήθως καλά ενημερωμένος Alberto Negri της εφημερίδας Il Sole 24 Ore, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να πείσει τη ρωσική κυβέρνηση να αναιρέσει την αρνητική της στάση σε ενδεχόμενη στρατιωτική επέμβαση κατά του συριακού στρατού, δίνοντας σαν αντάλλαγμα την άσκηση πιέσεων κατά της Σαουδική Αραβία προκειμένου να σταματήσει την αύξηση της παραγωγής αργού πετρελαίου που οδήγησε στην κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και σε τεράστια απώλεια τις ρωσικές εξαγωγές. Σύμφωνα με τον Negri η Μόσχα δεν ενδιαφέρεται τόσο για την παραμονή στην εξουσία του Ασαντ όσο για να διατηρήσει τη στρατιωτική της βάση στην Ταρτούς, που είναι ζωτικής σημασίας για την πρόσβαση του ρώσικου ναυτικού στη Μεσόγειο. Εάν η Δύση και οι πετρομοναρχίες επιβάλλουν με τη βία μια οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση που να εγγυάται τη συνέχιση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία,υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές, τότε η Μόσχα θα μπορούσε να μαλακώσει τη στάση της στα σχέδια της Ουάσιγκτον, του Παρισιού, του Ριάντ και της Άγκυρας.
Αυτά βέβαια είναι τελείως υποθετικά σενάρια, τα οποία, επιπλέον, δεν παίρνουν όσο πρέπει υπόψη την αδυναμία των ΗΠΑ να καλύψουν τις όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις των νέων περιφερειακών παικτών στη Μέση Ανατολή, πέρα από το γεγονός ότι η Ρωσία υφίσταται μια αυξανόμενη στρατιωτική και οικονομική περικύκλωση από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση με τους οποίους η σύγκρουση φαίνεται να οξύνεται, γεγονός που δυσκολεύει την όποια επίτευξη συμφωνίας με μόνο το συριακό σενάριο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν στο Ιράκ γύρω στους 4.000 στρατιώτες, στρατιωτικούς συμβούλους και μισθοφόρους, για να διασφαλίσουν,υποτίθεται,την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των διπλωματικών αποστολών της Ουάσιγκτον στη χώρα, αλλά και να στηρίξουν τους βομβαρδισμούς των ΗΠΑ και άλλων χωρών εναντίον των θέσεων των τζιχαντιστών στο βόρειο-δυτικό Ιράκ και στη βόρεια Συρία. Είναι όμως σαφές ότι μόνο με βομβαρδισμούς από αέρος δεν πρόκειται να προκύψουν σημαντικά και σταθερά οφέλη, οπότε πλέον, τίθεται το ζήτημα ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή, και ποια η μακροπρόθεσμη στρατηγική πέρα από σποραδικές επιδρομές που μέχρι στιγμής δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα προπαγανδιστικό σποτ.
Υπό τις αυξανόμενες πιέσεις Σαουδικής Αραβίας, φεουδαρχικών μοναρχιών του Κόλπου και Τουρκίας η κυβέρνηση Ομπάμα στρέφει το σκόπευτρο της από το Ισλαμικό Κράτος προς το συριακό καθεστώς. Όπως γράφει ο συνήθως καλά ενημερωμένος Alberto Negri της εφημερίδας Il Sole 24 Ore, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να πείσει τη ρωσική κυβέρνηση να αναιρέσει την αρνητική της στάση σε ενδεχόμενη στρατιωτική επέμβαση κατά του συριακού στρατού, δίνοντας σαν αντάλλαγμα την άσκηση πιέσεων κατά της Σαουδική Αραβία προκειμένου να σταματήσει την αύξηση της παραγωγής αργού πετρελαίου που οδήγησε στην κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και σε τεράστια απώλεια τις ρωσικές εξαγωγές. Σύμφωνα με τον Negri η Μόσχα δεν ενδιαφέρεται τόσο για την παραμονή στην εξουσία του Ασαντ όσο για να διατηρήσει τη στρατιωτική της βάση στην Ταρτούς, που είναι ζωτικής σημασίας για την πρόσβαση του ρώσικου ναυτικού στη Μεσόγειο. Εάν η Δύση και οι πετρομοναρχίες επιβάλλουν με τη βία μια οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση που να εγγυάται τη συνέχιση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία,υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές, τότε η Μόσχα θα μπορούσε να μαλακώσει τη στάση της στα σχέδια της Ουάσιγκτον, του Παρισιού, του Ριάντ και της Άγκυρας.
Αυτά βέβαια είναι τελείως υποθετικά σενάρια, τα οποία, επιπλέον, δεν παίρνουν όσο πρέπει υπόψη την αδυναμία των ΗΠΑ να καλύψουν τις όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις των νέων περιφερειακών παικτών στη Μέση Ανατολή, πέρα από το γεγονός ότι η Ρωσία υφίσταται μια αυξανόμενη στρατιωτική και οικονομική περικύκλωση από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση με τους οποίους η σύγκρουση φαίνεται να οξύνεται, γεγονός που δυσκολεύει την όποια επίτευξη συμφωνίας με μόνο το συριακό σενάριο.
Αλλά τι θα γίνει θα το δούμε. Το γεγονός
είναι ότι πριν λίγες ημέρες, ο Πρόεδρος Ομπάμα ζήτησε από τους στρατιωτικούς
του συμβούλους να επανεξετάσουν τη στρατηγική των ΗΠΑ στη Συρία λέγοντας ότι είναι
πεισμένος ότι οι τζιχαντιστές του ισλαμικού κράτους δεν θα ηττηθούν, αν
δεν μπει στην ημερήσια διάταξη η ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ, ακόμα και με
χρήση στρατιωτικής βίας. Η απόφαση αυτή ήρθε μετά τη συνάντηση του αμερικάνου
υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρι με τους υπουργούς εξωτερικών 10 αραβικών χωρών
και στη συνέχεια με τον Σαουδάραβα πρίγκιπα Σαούντ αλ Φαϊζάλ-τον επικεφαλή της
εξωτερικής πολιτικής της ουαχαμπίτικης μοναρχίας.
Οι σουνίτες ζήτησαν από τον Ομπάμα και πέτυχαν να ελαχιστοποιηθούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των ισλαμιστών μαχητών και να επιστρέψει στα αρχικά σχέδια για αλλαγή του καθεστώτος της Δαμασκού ,ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των πετρομοναρχιών και της Σαουδικής Αραβίας .
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τις τελευταίες ημέρες αυξήθηκαν οι πολεμοχαρείς δηλώσεις αυτών των χωρών κατά της συριακής κυβέρνησης. Όπως του Υπουργού Εξωτερικών του Κατάρ, Χαλίντ μπιν Μωχάμετ αλ Ατίγια ,που δήλωσε ότι οι αεροπορικές επιδρομές εναντίον των τζιχαντιστών μαχητών του Ισλαμικού Κράτους ενισχύουν τον Πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ και είναι πιθανό να αυξηθούν και άλλο οι εντάσεις μεταξύ σουνιτών και σιιτών. Αν συνεχίσουμε να περιορίζουμε τη δράση στις αεροπορικές επιδρομές, βοηθάμε τον Άσαντ. Το ερώτημα είναι: ποιος θα καλύψει το κενό; το καθεστώς ή ο συριακός λαός που υποφέρει περισσότεροαπό τριάμισι χρόνια; », είπε ο υπουργός, ζητώντας να επιταχυνθεί το πρόγραμμα εκπαίδευσης των ανταρτών της Συρίας από την αμερικανική διοίκηση, και πρότεινε να αναπτυχθούν αραβικές ειδικές δυνάμεων από πιστούς στις πετρομοναρχίες προκειμένου να διασφαλιστεί ο έλεγχος των περιοχών που θα καταλαμβάνονται από τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους και θα αποτρέπουν την επανακατάληψη τους από το στρατό της Δαμασκού.
Οι σουνίτες ζήτησαν από τον Ομπάμα και πέτυχαν να ελαχιστοποιηθούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των ισλαμιστών μαχητών και να επιστρέψει στα αρχικά σχέδια για αλλαγή του καθεστώτος της Δαμασκού ,ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των πετρομοναρχιών και της Σαουδικής Αραβίας .
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τις τελευταίες ημέρες αυξήθηκαν οι πολεμοχαρείς δηλώσεις αυτών των χωρών κατά της συριακής κυβέρνησης. Όπως του Υπουργού Εξωτερικών του Κατάρ, Χαλίντ μπιν Μωχάμετ αλ Ατίγια ,που δήλωσε ότι οι αεροπορικές επιδρομές εναντίον των τζιχαντιστών μαχητών του Ισλαμικού Κράτους ενισχύουν τον Πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ και είναι πιθανό να αυξηθούν και άλλο οι εντάσεις μεταξύ σουνιτών και σιιτών. Αν συνεχίσουμε να περιορίζουμε τη δράση στις αεροπορικές επιδρομές, βοηθάμε τον Άσαντ. Το ερώτημα είναι: ποιος θα καλύψει το κενό; το καθεστώς ή ο συριακός λαός που υποφέρει περισσότεροαπό τριάμισι χρόνια; », είπε ο υπουργός, ζητώντας να επιταχυνθεί το πρόγραμμα εκπαίδευσης των ανταρτών της Συρίας από την αμερικανική διοίκηση, και πρότεινε να αναπτυχθούν αραβικές ειδικές δυνάμεων από πιστούς στις πετρομοναρχίες προκειμένου να διασφαλιστεί ο έλεγχος των περιοχών που θα καταλαμβάνονται από τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους και θα αποτρέπουν την επανακατάληψη τους από το στρατό της Δαμασκού.
Ή όταν ο ίδιος ο Σαούντ αλ Φαϊζάλ, δήλωνε ότι ο πραγματικός στόχος των
αεροπορικών επιθέσεων του συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εναντίον του
ισλαμικού κράτους στη Συρία είναι η ανατροπή του καθεστώτος του Άσαντ. Μια δήλωση που
έγινε λίγες ώρες μετά την αποκάλυψη της εφημερίδας As Safir του Λιβάνου ότι ο Μπαντάρ μπιν Σουλτάν, ο πρώην επικεφαλής των
μυστικών υπηρεσιών του Ριάντ, ηγείται μιας τεράστιας επιχείρησης χρηματοδότησης
με κεφάλαια απευθείας από τη σαουδαραβική βασιλική οικογένεια, των πιο
ριζοσπαστικών ισλαμιστικών ομάδων που δρουν στη Συρία κατά της κυβέρνησης και
κατά του κουρδικού αντάρτικου.Και αυτά τη στιγμή που τα δύο παρακλάδια της
τζιχάντ τα οποία μέχρι σήμερα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους – το ISIS και η Al Nusra (η Αλ Κάιντα στη Συρία) – ενισχύουν τη
συνεργασία τους υπό την πίεση των χωρών δωρητών .