[...] Οι απεργίες
εργατριών των εργοστασίων
Το 1914 ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΞΑΝΑ ΟΙ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΑΠΕΡΓΙΕΣ των εργατών βυρσοδεψείων και των καπνεργατών και,
πράγμα πρωτοφανές, των γυναικών εργατριών των κλωστηρίων και υφαντουργείων.
Ίσως ανάμεσα τους να ήταν και η μητέρα του Βαμβακάρη, η αγία Ελπίδα
Προβελεγγίου. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ειδικά οι απεργίες των βυρσοδεψών έχουν
προϊστορία στην Ερμούπολη. Να σκεφτούμε μόνο ότι ήταν οι πρώτοι έλληνες εργάτες
που απεργήσανε το 1879.
«Εν έτει 1879 δύο
των μεγίστων της Ερμουπόλεως κλάδων της Βυρσοδεψικής και της Ναυπηγικής κοινή
συστάσει ενήργησαν απεργίαν επιδιώκοντες αύξησιν των εργατικών μισθωμάτων. Το
γεγονός τούτο, πρώτη εκδηλωθείσα εν Ελλάδι απαρχή της συγκρούσεως της εργασίας
προς το κεφάλαιον, κατετάραξε την κοινωνίαν της Ερμουπόλεως».
Χρόνια αργότερα η εφημερίδα Ο Εργάτης της
Ερμούπολης δημοσίευσε και τούτη την πικρή είδηση:
«Παρά
τίνων εργατών και εργατίδων εμάθομεν ότι ο ιδιοκτήτης κάποιου υφαντήριου αντιληφθείς
ότι το γυναικείο προσωπικό του όσον ούπω θα τεθή με αποφασιστικότητα υπό την
Κόκκινην Σημαίαν του Εργατικού Αγώνος, διέθεσε το βαλάντιο του υπέρ των εργατίδων του,
προσθέσας εις το μικρούτσικο ημερομίσθιο των κοριτσιών μία
πεντάρα, υπό τον όρον όπως μη καταρτίσουν Σωματείο»! Και λίγο αργότερα: «Τις
από τους "αφρόκρεμα" ησθάνθη ή εγεύθη ποτέ το θανατηφόρον μπαμπάκι
των κλωστοϋφαντουργείων». Ολόκληρα τα σημειώματα δημοσιεύονται σε άλλη ενότητα.
Στις 11
Ιανουαρίου 1914, ασφαλώς
θα δούλευε ακόμη η μητέρα του στο κλωστήριο Δηλιγιάννη, δημοσιεύτηκε επίσης ένα
αιχμηρό σχόλιο σχετικό με απεργίες των εργατριών:
«Ως να μη
ήρκει η πρώτη απεργία των υπερτριακοσίων εργατών βυρσοδεψείων, μέγα μέρος των εργατίδων των υφαντήριων και κλωστηρίων.μη θέλουσαι να συμμορφωθώσι προς την αξίωσιν των
εργοστασιαρχών εις ων τα εργοστάσια ειργάζοντο, οίτινες ηξίωσαν από τας
εργατίδας των να διαγραφώσιν εκ του Συλλόγου των Εργατίδων, ον κατήρτισαν,
άλλως ν' απελθώσι των εργοστασίων των, εν οις δεν θα εδέχοντο πλέον ως
εργατίδας τα μέλη του νεοσυνιστωμένου συλλόγου, επροτίμησαν να εγκαταλείψωσι
την εργασίαν των και να υψώσωσι την σημαίαν του Συλλόγου...»
Το «σπάσιμο» της απεργίας από τις άτυχες και φτωχές
εργάτριες ήταν δικαιολογημένο, αφού κρεμόταν πάνω από το κεφάλι τους ο πέλεκυς
της απόλυσης. ,
«Μετά την απεργίαν των εργατών των Βυρσοδεψείων μας, επηκολούθησε και απεργία πλείστων εργατριών των παρ' ημίν κλωστηρίων και υφαντουργείων επί τω λόγω ότι οι εργοστασιάρχαι δεν ανεγνώριζον τον νεοσυσταθέντα Σύλλογον αυτών. Και η μεν απεργία βυρσοδεψεργατών εξακολουθεί, μηδεμιάς εισέτι επελθούσης συνεννοήσεως μεταξύ εργοδοτών και εργατών. Η δε των εργατριών οσημέραι περιορίζεται, διότι καθημερινώς προσέρχονται εις τα εργοστάσια εργάτριαι αναλαμβάνουσαι εργασίαν και δηλούσαι διαγραφήν εκ του Συλλόγου.
«Ήδη ελπίζοντες εις την ταχείαν λύσιν όλων των ζητημάτων των χωριζόντων τους εργάτας από τους βιομηχάνους μας, τώρα μάλιστα, ότε μη επαρκούντων των πρωτεργατών της απεργίας, εζητήθη η προστασία του εργατικού κέντρου Αθηνών και εστάλη και υπό του υπουργείου ο επιθεωρητής των εργοστασίων συμπολίτης μας κ. Ανδρέας Μαθάς, οφείλομεν ν' απονείμωμεν τον οφειλόμενον δίκαιον έπαινον προς τας Αρχάς της νήσου μας, αίτινες από της πρώτης στιγμής των απεργιών παρακολούθησαν αυτάς με άγρυπνον όμμα και συνεργαζόμεναι προέλαβον πάσαν έκνομον ενέργειαν δυναμένην να προηγηθή εκ των νομιζόντων εαυτούς αδικούμενους. Ιδίως δε οφείλεται έπαινος και ευγνωμοσύνη προς τον δραστηριώτατον εισαγγελέα των ενταύθα Πλημμελειοδικών, κ. Νικ. Κορφιωτάκην, όστις πλην της εγρηγόρσεως εν τη λήψει των προσηκόντων μέτρων, κατέβαλε και μεγάλην προσοχήν εν τη εξακριβώσει του κατά πόσον τηρούνται υπό των εργοστασιαρχών αι κατά τους νόμους προς τους εργάτας υποχρεώσεις των, έτι δε και μελετά ακριβοδικαίως τας δικογραφίας, αίτινες εσχηματίσθησαν εκ των απειλών και των ύβρεων των απεργών κατά των αναλαβουσών εργασίαν εργατριών».
Δεν ξέρουμε πόσα χρόνια εργάστηκε η μητέρα του στο εργοστάσιο Δηλιγιάννη.
Το εν λόγω εργοστάσιο όμως, όπως του Μουτζουρόπουλου, στο οποίο εργάστηκε για
λίγο καιρό ο μικρός Βαμβακάρης, και τα υπόλοιπα που ανέφερα, πρέπει να ήταν σε
άθλια κατάσταση από άποψη υγιεινής, αν κρίνουμε από την έκθεση ενός επόπτη του
Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Η επιθεώρηση του στα ερμουπολίτικα εργοστάσια έγινε τον Μάιο 1917. Είναι κι
αυτό ένα ελάχιστο δείγμα όχι μόνο της ερμουπολίτικης κοινωνίας, αλλά και όλων
των ελληνικών βιομηχανικών πόλεων εκείνου του καιρού. Ακόμα και έως τις μέρες
μας η κατάσταση εξακολουθεί να είναι σχεδόν ίδια. Ο «μικρός πρίγκιπας» που μας
ενδιαφέρει δεν κάνει νύξη για τέτοιες καταστάσεις. Λόγω της μικρής ηλικίας του,
οι ανατριχιαστικές εικόνες θα του φαίνονταν μάλλον φυσιολογικές.
0 κρατικός
επόπτης δεν περιορίστηκε στα κλωστήρια και υφαντήρια. Επιθεώρησε και
τυπογραφεία και βυρσοδεψεία, και στο τέλος όλοι οι εργοστασιάρχες τού δήλωσαν
ότι θα συμμορφωθούν «προς τας υποδειχθείσας βελτιώσεις» πλην των εγκαταστάσεων
απορροφητικών, τα οποία, λόγω του πολέμου, είναι αδύνατο για την ώρα να
προμηθευτούν.
«Στα κλωστήρια
και υφαντήρια... εκτός των άλλων κόνεων, και υπεράφθονα νημάτια βάμβακος, δεν υπάρχουν
ειδικαί απορροφητικαί των κόνεων εγκαταστάσεις κι έτσι οι εργάται περνούν τη
μισή τους ζωή εισάγοντας αδιάκοπα στους πνεύμονας τους τους επικινδυνοδεστάτους
αυτούς ξένους, που προδιαθέτουν στη φθίσι [οι τελευταίες λέξεις με κεφαλαία].
»Όπου στα εργοστάσια υπάρχουν
τεπόζιτα νερού προς πόσιν, όλα, πλην ενός, ευρέθησαν με τόσο κακοεφαρμοσμένα
σκεπάσματα, ώστε η επιφάνεια των νερών να είνε σκεπασμένη με στρώμα ξένων υλών
και κόνεων, πάχους χιλιοστού και
πλέον και κατά συνέπειαν πρόχειροι εστίαι λοιμώδους νοσήματος [κεφαλαία],
»Τα αποχωρητήρια, ως επί το πολύ δύσοσμα, χωρίς ειδικάς υδαταποθήκας
καθαρισμού και όλα ανεξαιρέτως χωρίς επίστρωσιν των τοίχων από υλικόν
αδιαπότιστο εις ύψος ενός μέτρου από το δάπεδον.
»Το νερό διά την ατομικήν
καθαριότητα των εργατών, ανεπαρκές. Προκειμένου 50 εργάται να πλυθούν σε δύο ή
τρεις βρύσες, που απαιτείται χρόνος 30 τουλάχιστον λεπτών της ώρας, οι
περισσότεροι απ' αυτούς, ειδικώς το μεσημέρι, φεύγουν και πηγαίνουν να φάνε
άπλυτοι και με τα χέρια γεμάτα ακαθαρσίες, τις οποίες μαζύ με το ψωμί βάζουν
στον οργανισμό τους.
»Τα πτυελοδοχεία άγνωστα. Ένας
λαός αρχίζει να πολιτίζεται [sic] όταν παύση να φτύνη όπου βρη.
»Τα πτύελα είνε τεράστιες
αποθήκες [κεφ.] βακκίλων Κωχ, και δι' αυτών μεταδίδεται κυρίως η φθίσις [κεφ.]
από το ένα στο άλλο άτομον. Και όμως ούτε ένα [κεφ.] δεν εβρέθηκε στα
εργοστάσια της Σύρου, η οποία -ίσως και γι' αυτό- πρωτεύει μεταξύ των
μαστιζομένων απ' τη φθίσι περισσότερον από κάθε άλλη, πόλεων της Ελλάδος,
Κερκύρας και Αθηνών.
»Στα τυπογραφεία οι εργάται χωρίς μπλούζες
εργασίας ολόσωμες, χωρίς ιδιαίτερη πετσέτα νηψίματος για τον καθένα, αι
στοιχειοθήκες γεμάτες σκόνη, εκτιθέμενοι δηλαδή στην αδιάκοπη επίδραση των δηλητηρίων,
οξειδίων του μολύβδου και του αντιμονίου.
»Στα βυρσοδεψεία
οι εργάται
μέσα στα νερά δέκα ώρες [κεφ.] την ημέρα, χειμώνα καλοκαίρι, ξυπόλητοι [κεφ.].
Συνέπεια: Ρευματισμοί, αρθρίτιδες, ισχυαλγίες [κεφ.]. Ενώ ένα ζευγάρι
ξυλοπέδιλα για κάθε εργάτη έλυε το ζήτημα.
»Κορίτσια ανήλικα και χωρίς βιβλιάριον ηλικίας και υγείας, ευρέθησαν
αρκετά εργαζόμενα παρά τον νόμον.
»Το σπουδαιότερο όμως απ' όλα
(για τις σημερινές συνθήκες της ζωής που οι τιμές των τροφίμων και όλων των
ειδών καταναλώσεως εδιπλασιάσθησαν και ετριπλασιάσθησαν απ' εδώ και δύο χρόνια)
είναι ότι τα ημερομίσθια δεν μετεβλήθησαν σχεδόν καθόλου και επί πλέον κάθε εργάτης πραγματοποιεί μόλις 3-4 και κάποτε και 2 μόνον μεροκάματα την εβδομάδα, εξαναγκαζόμενος να τρέφεται τέσσερις φορές
περίπου λιγότερο [κεφ.] απ' ό,τι ετρέφετο και εντύνετο προ διετίας. Και κάποτε
το μεροκάματο υπό τοιούτους όρους θα είνε εξήντα (60) λεπτά [της δραχμής] την ημέρα!
Αυτός είνε ο καθρέπτης της υγιεινής των εργοστασίων της Σύρου.
»Από απόψεως ασφαλείας διά τους
εκ των μηχανημάτων κινδύνους δεν παρετηρήθησαν ουσιώδεις ελλείψεις».
Και από την έκθεση του γιατρού Τσακαλώτου «Περί υγιείας εν Σύρω» τον Μάιο
του 1918:
«Επεσκέφθημεν άπαντα σχεδόν τα εργοστάσια/Εως τα πλείστα εκ τούτων οι
εργάται εργάζονται υπό κακούς υγιεινούς όρους, είς τινα δε μάλιστα χειρίστους.
Ούτω. νηματουργείον, έχον 120 εργάτριας
και 20 εργάτας. στεγάζονται εις κτίριον
χρησίμευσαν άλλοτε ως βουστάσιον. Έτερον επίσης νηματουργείον, έχον 90 εργάτριας και 20 εργάτας εις κτίριον παλαιόν,
κακώς φωτιζόμενον και αμφιβόλου στερεότητος. Έτερον πλεκτήριον με 50 εργάτριας και 20 εργάτας εις αίθουσαν κακώς
φωτιζομένην και αεριζομένην - και άλλα παρόμοια. Αλλ' η σημασία ην τα
εργοστάσια κέκτηνται διά την ανάπτυξιν και διάδοσιν της φυματιώσεως ιδία,
θέλει κάλλιον κατανοηθή αν διά βραχέων εκθέσωμεν ενταύθα ολίγας εκ των εν
αυτοίς επισκέψεων εντυπώσεις ημών.
»Τα πλείστα των εργοστασίων στερούνται απορροφητικών μηχανών, αίτινες είνε
απαραίτητοι, ιδίως εις τα νηματουργεία, εις όσα δε εκ τούτων το έδαφος είνε
πλακόστρωτον, δεν υπάρχει ξυλίνη τις μικρά βάσις. επί της οποίας να ίσταται ο
εργάτης. Το ζήτημα των εν τοις εργοστασίοις αποχωρητηρίων ας αντιπαρέλθωμεν
κάλλιον εν σιγή. [Ποιος ξέρει ποια τρύπα είδε ο άνθρωπος.] Συσσίτιον εργατών
δεν υφίσταται μέχρι σήμερον, η δε ανάγκη τοιούτου συσσιτίου είνε έτι μάλλον
επιτακτική διά τας εργάτριας, αι οποίαι τρέφονται ανεπαρκέστατα, αρκούμεναι συνήθως εις τεμάχιον άρτου μετά ελαίων ή τυρού. Δεν επεκτεινόμεθα
περισσότερον εις την πένθιμον αυτήν εικόνα του βίου των εργατών και εργατριών
Σύρου, ήτις εναργώς παρουσιάζεται προ των οφθαλμών παντός επισκέπτου των
εργοστασίων αυτής.
»Αν στους λόγους αυτούς προσθέσετε τους φρικτούς όρους της δίαιτας, τους
οποίους τόσον συνετέλεσαν οι αυτολεγόμενοι "προστάται του λαού" θα
εννοήσετε πολύ καλά γιατί στο 1912 απέθαναν στην Ερμούπολιν 487 εκ των οποίων
95 από φυματίωσι και γιατί από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 12 Μαρτίου 1918 απέθαναν
190, εκ των οποίων 33 από φυματίωσι. Με άλλα λόγια αναλογούν για το 1918
θάνατοι 978, εκ των οποίων 169 από φθίσι. Εν τω μεταξύ μερικοί φιλάνθρωποι [!]
απεφάσισαν να δώσουν χορούς και συναυλίας για να μαζέψουν 1.000 δραχμές. Κι
ακόμα κάτι άλλο. Θυμώμαστε με συγκίνησι τους αγώνες του λατρευτού μας πρώην
Νομάρχη [ποιητή και τεχνοκριτικού] κ. Ζαχαρία Παπαντωνίου [Καρπενήσι 1877 -
Αθήνα 1940] για να συστήση συσσίτια των εργατών και τους αγώνες των καλών μας
βιομηχάνων πώς γρηγορώτερα να τον διώξουν».
Όπως ένα κλωστήριο μια πόλις
λειτουργεί που οι κάτοικοι της Με τα δόντια στην κατάλληλη στιγμή κόβουν το
νήμα
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕλΥΤΗΣ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕλΥΤΗΣ
Στις 10 Ιουνίου 1918 η εφημερίδα Ο Εργάτης ασχολείται με τα προβλήματα των εργατριών συστήνοντας
και σε άλλες εργαζόμενες να μιμηθούν το παράδειγμα συναδέλφων τους
«κλωστηρούδων».
«Η εργάτριες των κλωστοϋφαντουργείων ύστερα από την επιτυχία των συναδέλφων
των ανδρών ανεθάρρησαν και αυτές και εγγράφονται κατά δεκάδες στο σωματείον
των. Ο αριθμός των ανέβηκε στις 500. Βγάλετε τον φόβον από την ψυχήν σας και
ενωθήτε όλες για να καλλιτερέψετε την οικτρή τύχη σας. Νιώστε καλά πως ο
πολιτισμός ενός έθνους είνε
ανάλογος με την απελευθέρωσι της
γυναικός από τα δεσμά της... 0 σύλλογος πρέπει να είνε η θρησκεία σας. [...]
»Ηθέλαμε όμως να μάθουμε τι κάνουν η άλλες εργάτιδες. Η εργάτι-δες των
εργαστηρίων γυναικείων φορεμάτων και καπέλλων. Γιατί δεν κινούνται, γιατί δεν
μιμούνται τις κλωστηρούδες και υφάντριες; Ακούμε τόσα και τόσα παράπονα εκ
μέρους των και όμως υπομένουν την σκλαβιά των [...]».
Και μία ευχάριστη είδηση την ίδια μέρα:
«Κατά την κλήρωσιν της
χιλιοδράχμου δωρεάς της Χιακής Αδελφότητος η τύχη ηυνόησε την εργάτριαν Μαρία
Δασκαλάκη».
Και στις 3 Ιανουαρίου 1920: Οι
εργάτριες ενός νηματουργείου «εκφράζουσαι τας θερμάς αυτών ευχαριστίας προς
τους αξιότιμους προϊσταμένους των, οίτινες είχον την ευγενή καλωσύνην να
διανείμωσι αυταίς πρωτοχρονιάτικα δώρα εύχονται αυτοίς όπως διέλθωσι το Νέον
Έτος εν ευτυχία και χαρά». Δυστυχώς δεν μαθαίνουμε τι μποναμάς δόθηκε. Αλλά και
κάτι ελάχιστο να πήραν λόγω των εορτών, ήταν γι' αυτές θεόσταλτο δώρο μέσα στη
φτώχεια που τις έδερνε.
Οι εφημερίδες σπάνια αναφέρανε τα ατυχήματα των εργατών και εργατριών στα
κλωστήρια και υφαντήρια της Ερμούπολης. Το συνηθέστερο ατύχημα ήταν κόψιμο ενός
δαχτύλου από στιγμιαία απροσεξία στα μηχανήματα. Ενδεικτικά αναφέρω μόνο δύο
περιστατικά του 1916.
Το πρώτο αφορούσε την εργάτρια Μαργαρώ Νομικού, η οποία «εις εν εκ των εργοστασίων της νήσου μας εξ απροσεξίας της φαίνεται το μηχάνημα εις το οποίον
κατεγίνετο απέκοψε τους δακτύλους της χειρός της, μεταφερθείσα δε εις το δημοτικόν
νοσοκομείον παρεσχέθησαν αυτή αι πρώται βοήθειαι». Άραγε δίχως δάχτυλα την
ξαναπροσέλαβαν στη δουλειά της;
Το δεύτερο ατύχημα αφορούσε τον
απανωσυριανό εργάτη Μαρίνο Δαλέζιο. Τον βρήκα στον Εκλογικό Κατάλογο με όνομα
πατρός Μάρκος και ετών 30. Το 1916 ήταν 36 χρόνων και εργαζόταν στο εργοστάσιο
της σμύριδας: «Απέκοψεν διά του μηχανήματος της κονιοποιήσεως την δεξιάν αυτού
χείρα τελείως. Ο ατυχής μετεφέρθη εις το Δημοτικόν Νοσοκομείον εν κακή καταστάσει και
παρεσχέθησαν αυτώ υπό της επιστήμης αι πρώται βοήθειαι».
Ποια. ήταν η τύχη αυτού του εργάτη με ένα μόνο χέρι; Και ποια ήταν η τύχη
ενός άλλου νεαρότατου εργάτη, μόλις 15 χρόνων; Η ατυχία του συνέβη στις 11
Μαΐου 1905, όταν ο Μάρκος ήταν μωρό μόλις μιας ημέρας: «Ο εκ Μυκόνου 15ετής
Ζαννής Χανιώτης εργαζόμενος εις το ατμοκίνητον αρτοποιείον του κ. Μ. Ασημομύτη
απέκοψε την χείρα του καθ' ην ώραν κατεγίνετο εις τον καθαρισμόν του
ατμοκίνητου ζυμωτηρίου».
Εκείνο που δεν ξέρουμε, για την ώρα, είναι πόσοι από τους μαγαζάτορες και
τους βιομηχάνους καταστρατηγούσαν την Κυριακή αργία, που ψήφισε επιτέλους η
Βουλή των Ελλήνων, ύστερα από πολλούς αγώνες, ψηφίσματα, συλλαλητήρια και
πιέσεις των εργατών, μόλις τον Οκτώβριο του 1909, όταν ο Βαμβακάρης ήταν
τεσσάρων χρόνων :
«...Ο εργάτης, ο υπηρέτης και ο υφιστάμενος από της προχθές απολαμβάνουν των αγαθών της Ελευθερίας... Ο εργάτης και ο υπηρέτης ειργάζοντο καθ' όλας τας ημέρας του έτους και δεν ανεπαύοντο ειμή μόνον εν τη στρωμνή, όπως μη εγερθώσι πλέον. Ενώ ήσαν ίσοι ενώπιον του Νόμου,εστερούντο και μιας ημέρας την εβδομάδα αργίας... ουχί μόνον διά λόγους υγιεινούς αλλά και θρησκευτικούς ».
«...Ο εργάτης, ο υπηρέτης και ο υφιστάμενος από της προχθές απολαμβάνουν των αγαθών της Ελευθερίας... Ο εργάτης και ο υπηρέτης ειργάζοντο καθ' όλας τας ημέρας του έτους και δεν ανεπαύοντο ειμή μόνον εν τη στρωμνή, όπως μη εγερθώσι πλέον. Ενώ ήσαν ίσοι ενώπιον του Νόμου,εστερούντο και μιας ημέρας την εβδομάδα αργίας... ουχί μόνον διά λόγους υγιεινούς αλλά και θρησκευτικούς ».
Τον Οκτώβριο του 1921 ακόμα μία απεργία των εργατριών κλωστηρίων και
υφαντήριων. Η απεργία «έληξε δι' αμοιβαίων υποχωρήσεων. Ούτω αι εργάτιδες
εζήτουν 30% επί των σημερινών ημερομισθίων, οι δε βιομήχανοι έδιδαν 20%. Εν
τέλει εδέχθησαν αμφότεροι το 25%». Αυτά όλα δεν τα πήρε είδηση ο Βαμβακάρης.
Ήταν πια στον Πειραιά, για πάντα.
Ασφαλώς απ' αυτή τη θητεία του στα εργοστάσια του Δηλιγιάννη και του
Μουτζουρόπουλου εμπνεύστηκε το τραγούδι του «Κλωστηρού». Το επίθετο
«κλωστηρού» μέχρι το 1960 τουλάχιστον ήταν για τις «καθωσπρέπει κυρίες» επίθετο
άκρως υποτιμητικό και η εσχάτη ύβρις για κάποιαν άλλη γυναίκα της Ερμούπολης.
Και μια χαριτωμένη είδηση της 20ής Ιανουαρίου 1914, που ίσως έφτασε στα παιδικά αυτιά του μικρού Βαμβακάρη: «Χθες την 2 μεσονύκτιον κατά την συνοικίαν Νεαπόλεως ενώ η Αναστασία I. έκαμε τη βεγγέρα της εις παρακειμένην της γειτονικήν οικίαν, ο ναύτης Ιωάννης Ρ. εισήλθε κρύφα εις την οικίαν της και εκρύβη υπό την κλίνην της».
Το 1914, λίγο πριν μπει ο Βαμβακάρης εργατάκι στο εργοστάσιο του Μουτζουρόπουλου,
η επηρμένη ερμουπολίτικη κοινωνία λίγη σημασία έδινε σε ό,τι γινόταν στα
δικαστήρια με τους απόκληρους «καταραμένους» του περιθωρίου, τους αγυιόπαιδες,
τους ζητιάνους, την παιδική εργασία και φυσικά την πορνεία. Ασφαλώς θα διάβαζαν
στις τοπικές εφημερίδες τα συμβάντα, αφού το ίδιο το δικαστήριο έστελνε
καθαρογραμμένες τις υποθέσεις, με πλήρη ονόματα των ενόχων, με την κατηγορία
και το ύψος της ποινής του καθενός. Σημειώνω και αλλού ότι δεν υπήρχαν τότε
προσωπικά δεδομένα. Παρακάτω αναφέρω ελάχιστα από τα δελτία Τύπου των δικαστηρίων
προς τέρψιν και απόλαυσιν:
-Στη θέση Βρυσαράκια, εργατική
συνοικία της Ερμούπολης, συνελήφθη ο Σ.Π. διότι εξύβρισε κάποιον χωροφύλακα.
Όταν ο τελευταίος του ζήτησε να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει στο
αστυνομικό τμήμα, φαίνεται ότι κάτι θα είπε και ο παρατυχών υπαίθριος
γαλακτοπώλης Φραγκίσκος Βαμβακάρης, και ο εκμανεύς μεθυσμένος τού επιτέθηκε με
μαχαίρι. Τη γλίτωσε μόνο με τέσσερις μέρες κράτηση λόγω μέθης. Ο ίδιος κατηγορούμενος
απαλλάχθηκε λίγο καιρό αργότερα παρότι «έκλεψε» την Κυριακούλα του, 16 χρόνων.
Της υποσχέθηκε γάμο.
-Δικάστηκε ο Κ.Α. διότι εξύβρισε την Μ.Ν. με τις φράσεις: «Μωρή σουρουκλευτή,
Ποργιώτισσα, στραπατσαρισμένη, πατσαβούρα, πρόστυχη, ρεντίκολο» και άλλα. Και
ακολουθεί στο δικαστικό έγγραφο ακόμα μια φράση-κλισέ της εποχής: «Το είδος της
προσβολής δύναται να έχη επιβλαβή επιρροή εις την υπόληψιν της υβρισθείσης»,
και το χειρότερο «διήγειρε την κοινήν περιέργειαν». Φαίνεται ότι ο εκμανεύς την
ξεφώνισε εν μέση οδώ και άλλο δεν ήθελαν οι γειτόνισσες για ν' αρχίσουν το κουτσομπολιό ή αλλιώς το «κουσέλι», όπως το λένε ακόμα και σήμερα στη Σύρα, εις ανάμνησιν της
Σμύρνης.
- Παρόμοιο
είναι και το επόμενο επεισόδιο. Δικάστηκε ο Ε.Μ., 72 χρόνων, όπου μαζί με την
Α.Ε. στη συνοικία Ξηρόκαμπος εξύβρισαν κάποια κυρία με τις φράσεις: «Μωρή, που
πηγαίνεις στις κάμαρες... [ίσως εννοούσε τα χαμόσπιτα των πορνείων, δύο βήματα
από τον Ξηρόκαμπο], είσαι μουτζουρωμένη, βάζεις γαμπρούς στο σπίτι σου και
μαλάζουν την κόρην σου... ο άντρας σου ο διπλοκερατάς, ο άτιμος, να του χέσω τα
μουστάκια...»
ΠΗΓΗ : ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ -Μαύρα Μάτια ,Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920
Η Κλωστηρού - 1933
Στίχοι: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος
Μουσική:Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος
Πότε μες τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθουμαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
το λυγερό σου το κορμί κάθουμαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου
Κόκκινα σαν βάλεις αδελφούλα
πως ήθελα να σ’ έβρισκα μέρος που να `χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και τη καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις κλέψει
Πότε μες τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθομαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου
Κόκκινα σαν βάλεις αδελφούλα
πως ήθελα να σ’ έβρισκα μέρος που να `χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και τη καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις κλέψει
Κόκκινα σαν βάλεις αδελφούλα
πως ήθελα να σ’ έβρισκα μέρος που να `χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και τη καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις κλέψει
Πότε μες τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθομαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου
Κόκκινα σαν βάλεις αδελφούλα
πως ήθελα να σ’ έβρισκα μέρος που να `χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και τη καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις κλέψει