Προτάσεις για μια διαφορετική οικονομία



Γιατί το Δημοσιονομικό Σύμφωνο (Fiscal Compact) θα σπρώξει την Ευρώπη στην άβυσσο

Η επικύρωση του
Δημοσιονομικού Συμφώνου θα οδηγήσει σε μια μορφή διαρκούς λιτότητας και περιστολής της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Προτείνουμε  ένα κεφάλαιο  από το βιβλίο "Τι θα σώσει την Ευρώπη. Επικρίσεις και προτάσεις για μια διαφορετική οικονομία "των B.Coriat, T.Coutrot, D. Lang και Η.Sterdyniak (οι συγγραφείς του  " Μανιφέστου των εμβρόντητων  οικονομολόγων")

Μια συμφωνία  μόνιμης λιτότητας

"Όσο πιο πολύ καταρρέει, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες  ότι θα λειτουργήσει
το πράγμα" [1]

Η τρέχουσα κρίση, η οποία ξεκίνησε το 2007, έχει αναδείξει τους κινδύνους της σημερινής οικοδόμησης της Ευρώπης  που κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός. Στις αρχές του 2012, οι άρχουσες τάξεις, και η ευρωπαϊκή τεχνοκρατία στάθηκαν ανίκανες  να αντιμετωπίσουν την κρίση. Και κάτι ακόμη χειρότερα, σήμερα  χρησιμοποιούν την κρίση για να πετύχουν το βασικό και μόνιμο στόχο τους :τη μειωση των δημόσιων δαπανών,την αποδυνάμωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, το δικαίωμα στην εργασία, και την απαγόρευση στους πολίτες να έχουν λόγο γι αυτά τα ζητήματα .

Η κατάσταση έτσι προχωράει ακάθεκτα προς την καταστροφή. Κατά ομολογία της ίδιας της Επιτροπής, το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ αναμένεται να μειωθεί το 2012 (-0,3%). Τον Μάρτιο του 2012, το ποσοστό ανεργίας στη ζώνη του ευρώ ήταν 10,9%. Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ΑΕΠ κατά 9% περίπου. Ωστόσο, η Επιτροπή συνεχίζει να επιβάλει τις πολιτικές λιτότητας που ωθούν την Ευρώπη προς μια ύφεση χωρίς τέλος. Παρά το γεγονός ότι η τύφλωση και η απληστία των χρηματοπιστωτικών αγορών ήταν αυτό που προκάλεσε την κρίση, αυτά που πλήγηκαν ήταν οι δημόσιες δαπάνες και η κοινωνική προστασία.


Η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και η ΕΚΤ επιτρέπουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές να κερδοσκοπούν εις βάρος του δημόσιου χρέους. Επέτρεψαν στους  πιστωτές να επιβάλουν υπέρογκα επιτόκια στην Ιταλία και την Ισπανία. Τρεις από τις χώρες - Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία – βλέπουν την τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ και ΔΝΤ) να αποφασίζει αυτή άμεσα τις οικονομικές πολιτικές που πρέπει να επακολουθήσουν.

Η δράση που ανέλαβε, η Επιτροπή, μαζί με τους ηγέτες των κρατών-μελών είναι να επιβάλει στους πολίτες, χωρίς να τους ρωτήσει , μια συνθήκη που θα χαράξει στην πέτρα πολιτικές οικονομικής αυτοκτονίας. Οι πολιτικές αυτές στοχεύουν πράγματι στη διάσωση του ευρώ, ή πίσω τους υπάρχει μια "κρυφή ατζέντα"; Οσα γίνονται, γίνονται για να "καθησυχάσουν τις αγορές," ή για να επιβάλλουν με κάθε τρόπο στους ευρωπαίους πολίτες μια τεράστια διαρθρωτική προσαρμογή, προκειμένου να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης στον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο με την Κίνα και τις άλλες αναδυόμενες οικονομίες που ανταγωνίζονται με χαμηλούς μισθούς; Αυτά είναι τα ερωτήματα που βάζει το Σύμφωνο, τα οποία θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το βιβλίο.
Για να γίνει αυτό, πρέπει να ξεκινήσουμε με μια δήλωση ουσίας: το σύμφωνο βασίζεται σε λάθος διάγνωση - ή μήπως θα πρέπει να λέμε ψευδή, επειδή δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι οι κυβερνώντες είναι τυφλοί.

Και πράγματι, η διάγνωση που βρίσκεται στη βάση αυτής της λογικής είναι η πεποίθηση ότι η έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι η πραγματική αιτία των προβλημάτων της ευρωζώνης. Τα κράτη μέλη ήταν πολύ "χαλαρά" και άφησαν τις δημόσιες δαπάνες να διογκωθούν για να χρηματοδοτηθεί ένα κοινωνικό μοντέλο ακριβό και ξεπερασμένο. Ωστόσο, τα στοιχεία διαψεύδουν απόλυτα αυτή τη θέση: πριν από την κρίση οι ευρωπαϊκές χώρες δεν χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους: Την περίοδο 2004-2007, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ένα μέσο έλλειμμα 2,8% του ΑΕΠ, το Ηνωμένο Βασίλειο 2,9% και η Ιαπωνία 3,6%, ενώ αυτό της ζώνης του ευρώ ήταν μόνο 1, 5%. Το δημόσιο χρέος στη ζώνη του ευρώ δεν αυξήθηκε περισσότερο σε ποσοστά του ΑΕΠ. Μόνο η Ελλάδα είχε υπερβολικό έλλειμμα. Ενώ χώρες όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, που σήμερα αντιμετωπίζουν δυσκολίες, δεν είχαν δημόσιο έλλειμμα.

Το
Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι μια αποτυχία ...
Οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί εδώ και χρόνια έχουν επικεντρωθεί στη συμμόρφωση των κρατών μελών σε κανόνες αυθαίρετους που ορίζονται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1991) και το
Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (1999). Επέτρεψαν να εξελιχτούν ανισορροπίες στην Ευρώπη μεταξύ των χωρών του Βορρά, που  κέρδιζαν σε ανταγωνιστικότητα και εμπορικά πλεονάσματα, και τις χώρες του Νότου, που τις σάρωνε η φούσκα των ακινήτων και η αύξηση του ιδιωτικού χρέους.
Δεν  συνειδητοποίησαν τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν τόσο από τις ανισορροπίες στην πραγματική οικονομία όσο και από την οικονομική απορρύθμιση.

Αντί να το λάβουν αυτό υπόψη τους, και να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, η βασική φιλοσοφία του
Δημοσιονομικού Συμφώνου είναι να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο με ακόμα μεγαλύτερη ακαμψία, τραβώντας στα άκρα το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης σε ισχύ από το 1999, ακολουθώντας την ίδια συμπεριφορά που μας έφερε ως τη σημερινή καταστροφική κατάσταση. Αυτό το Σύμφωνο, θυμίζουμε, είχε τρία βασικά σημεία:

1. Τα ελλειμμάτα γενικής κυβέρνησης δεν έπρεπε να υπερβαίνουν το 3% του ΑΕΠ. Το όριο αυτό αφορούσε τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών (χωρίς αναπροσαρμογή για τις κυκλικές διακυμάνσεις). Το όριο αυτό ήταν το μόνο που επέφερε κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης: η Διαδικασία υπέρβασης του ελλείμματος  υποχρέωνε τις χώρες που υπέρέβαιναν το 3% να αρχίσουν να ακολουθούν μια πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας και να λογοδοτούν για τις αποφάσεις τους σχετικά με τις δαπάνες στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο και, στη συνέχεια, ενδεχομένως, να πληρώνοτν κάποιο πρόστιμο.

2. Το δημόσιο χρέους δεν έπρεπε να ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ. Τυχόν υπέρβαση του ορίου αυτού, για τις χώρες που έπεφταν έξω στο στόχο θα σήμαινε ότι έπρεπε να προχωρήσουν σε διορθωτικές πολιτικές. Αλλά αυτός ο περιορισμός δεν προέβλεπε διαδικασίες επιβολής κυρώσεων.

3. Η κάθε χώρα έπρεπε να υποβάλει, στο τέλος του χρόνου, ένα πρόγραμμα σταθερότητας (τον εγκεκριμένο προϋπολογισμό για το έτος n +1 και μια πρόβλεψη για τα έτη από ν +2 μέχρι ν +4), με στόχο να φτάσει σε μια διαρθρωτική  δημοσιονομική θέση  [2], έτσι που μεσοπρόθεσμα να κλείσει ισοσκελισμένα. Αν το διαρθρωτικό ισοζύγιο ήταν ελλειμματικό, έπρεπε να μειώνεται τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ ετησίως. Αν το πετύχαιναν, δεσμευόντουσαν να το διατηρούν.Στις χώρες, δινόταν η δυνατότητα να αφήνουν τα ελλείμματα τους να κυμαίνονται ανάλογα με την συγκυρία (οι λεγόμενοι αυτόματοι σταθεροποιητές), αλλά δεν θα μπορούσαν να πάρουν νομοθετικά  μέτρα στήριξης της οικονομικής δραστηριότητας.

Το
Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχει οδηγήσει σε μόνιμες εντάσεις και, εν τέλει, ελάχιστα εφαρμόστηκε. Το 2005, πέντε από τις δώδεκα χώρες της ευρωζώνης είχαν έλλειμμα πάνω από 3% του ΑΕΠ. Οι χώρες δεν εφάρμοσαν ποτέ τα τετραετή προγράμματα σταθερότητας τους, επειδή δεν μπορούσαν να δεσμευτούν ότι θα ακολουθούσαν μια προαποφασισμένη δημοσιονομική πολιτική  επί τέσσερα χρόνια, ανεξάρτητα από την συγκυρία. Με την κρίση, οι κανόνες αυτοί έχουν πάψει να εφαρμόζωνται από τις κυβερνήσεις.

Όλες οι χώρες (πλην της Φινλανδίας) πρακτικά,
το 2009 έχουν υπερβεί το ανώτατο όριο του 3% του ελλείμματος και το 60% του χρέους.
Παρ 'όλα αυτά, η Επιτροπή προσπάθησε να "ενισχύσει το
Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης", αντί να επανεξετάσει  την οργάνωση της δημοσιονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη. Η νέα συνθήκη ενσωματώνει μια σειρά νομοθετημάτων που είχαν προταθεί από την Επιτροπή την περίοδο 2010-2011 και που, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έχουν ήδη εγκριθεί από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπως το Σύμφωνο για το ευρώ και την Six+Two-pack( "εξάπτυχη" δέσμη οικονομικής διακυβέρνησης (six-pack) + το "διπλό πακέτο" νομοθετημάτων οικονομικής διακυβέρνηση(Two-pack), (βλ. Παράρτημα 3).

….Το
Δημοσιονομικό Σύμφωνο το ριζοσπαστικοποιεί
Οι βασικές  διατάξεις του νέου Συμφώνου εμπλουτίζουν και ριζοσπαστικοποιούν τα προηγούμενα Σύμφωνα, ειδικά το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Πράγματι, στο άρθρο 1, του Συμφώνου επαναλαμβάνονται οι συνήθεις ισχυρισμοί των ευρωπαϊκών οργανισμών. Οι κανονισμοί "αποσκοπούν στην ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών". Αλλά αριθμητικοί περιορισμοί στο χρέος και τα ελλείμματα, που  δεν παίρνουν υπόψη τις διαφορετικές οικονομικές καταστάσεις, είναι σίγουρο ότι δεν μπορούν να προωθήσουν ένα πραγματικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών.
Η συνθήκη αναφέρει επίσης ότι ενισχύει "τον οικονομικό πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για υλοποίηση των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης, της απασχόλησης, της ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής συνοχής", αλλά πέρα
​​από τα λόγια, τίποτα συγκεκριμένο δεν έχει προγραμματιστεί να διευκολυνθεί η επίτευξη των στόχων αυτών, και  μάλλον συμβαίνει το αντίθετο.

Το άρθρο 3.1,η ψυχή του Δημοσιονομικού Συμφώνου, συντρίβει οριστικά τις οικονομικές πολιτικές. Αναφέρει ότι "ο προϋπολογισμός του κράτους θα πρέπει να είναι ισοσκελισμένος ή πλεονασματικός. Η υποχρέωση αυτή θα θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί αν το ετήσιο διαρθρωτικό έλλειμμα της κυβέρνησης είναι μικρότερο από το 0,5% του ΑΕΠ. Οι χώρες θα πρέπει να εγγυηθούν την γρήγορη σύγκλιση προς το στόχο αυτό. Ο χρόνος σύγκλισης θα καθορίζεται από την Επιτροπή. Οι χώρες δεν μπορούν να αποκλίνουν από αυτούς τους στόχους ή την πορεία προσαρμογής τους, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων. Ένας μηχανισμός διόρθωσης θα αρχίζει να λειτουργεί αυτόματα σε περίπτωση μεγάλων αποκλίσεων, πράγμα που σημαίνει υποχρέωση λήψης μέτρων για διόρθωση αυτών των αποκλίσεων μέσα σε συγκεκριμένο χρονικά πλαίσια. "

Έτσι, στη Συνθήκη θεσμοθετείται η δημοσιονομική ισορροπία, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο οικονομικά δεν δικαιολογείται. Αντίθετα, ο πραγματικός "χρυσός κανόνας των δημόσιων οικονομικών", όπως διδάσκεται στα βιβλία οικονομίας, εξηγεί το λόγο που  "οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω του δημόσιου χρέους, στο βαθμό που αυτό γίνεται επί πολλά χρόνια": το έλλειμμα  χρηματοδοτεί επενδύσεις  που δημιουργούν πλούτο που θα επιτρέψει να σταθεροποιηθεί  ή να εξοφληθεί το ίδιο το χρέος. Στην περίπτωση της Γαλλίας, αυτό θα επέτρεπε ένα μόνιμο έλλειμμα της τάξης του 2,4% του ΑΕΠ.

Στην πραγματικότητα, το ύψος του δημοσίου ελλείμματος θα πρέπει να θεωρείται ως επιτρεπτό όχι με βάση ένα σταθερό ποσοτικό κανόνα καθορισμένο από τα πριν, αλλά επειδή επιτρέπει να φτάσει  η ζήτηση σε ικανοποιητικό επίπεδο, προσδιορίζοντας ένα επίπεδο παραγωγής που δεν προκαλεί μαζική ανεργία, ούτε αύξηση του πληθωρισμού. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο επιθυμητός ισοσκελισμένος προϋπολογισμός θα εγγυηθεί την δημοσιονομική ισορροπία. Και ειδικά, στα πλαίσια της ζώνης του ευρώ, όπου οι χώρες δεν ελέγχουν πλέον τα επιτόκια ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες (που εξαρτώνται από την πολιτική της ΕΚΤ και τις  χρηματοπιστωτικές αγορές), και χρειάζονται περισσότερα περιθώρια ελιγμών όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις. Το να βάλεις στο Σύνταγμα την υποχρέωση για ισοσκέλιση του προϋπολογισμού ισοδυναμεί με το να επιβάλεις στους άνδρες να φορούν παπούτσια νούμερο
42 και στις γυναίκες 40.

Η δημοσιονομική αυτή ισορροπία σε εμπειρικό επίπεδο δεν έχει νόημα. Αν δούμε, για παράδειγμα, τι συνέβη στα δέκα χρόνια πριν από την κρίση, από το 1998 - 2007, με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ,θα δούμε ότι  η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ιαπωνία είχαν πάντα ένα διαρθρωτικό έλλειμμα πάνω από 0,5% του ΑΕΠ, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες υπερέβησαν το όριο επτά χρόνια στα δέκα.Οπότε,το ανώτατο όριο δεν το σεβάστηκε κανένας μόνιμα.

Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο επιβάλλει στις χώρες να ακολουθήσουν μια πορεία γλήγορης σύγκλισης προς την επίτευξη ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, όπως ορίζει η Επιτροπή, ανεξάρτητα από τη οικονομική συγκυρία. Οι χώρες συνεπώς θα χάσουν το όποιο περιθώριο ελεύθερης δράσης.
Ως συμπληρωματικό μέτρο  πρόληψης, θα  τίθεται σε εφαρμογή ένας μηχανισμός "αυτόματης" μείωσης του ελλείμματος. Εάν η Επιτροπή κρίνει π.χ. ότι μια  χώρα έχει φτάσει σε "διαρθρωτικό έλλειμμα " ίσο με τρεις εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, την επόμενη χρονιά θα πρέπει να περιορίζει το "διαρθρωτικό έλλειμμα" στο 2%, μειώνοντας τη ζήτηση (μέσω της μείωση των δαπανών και αύξηση των φόρων) κατά μία εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, ανεξάρτητα από το ύψος της ανεργίας. Ετσι,μια χώρα που έχει πληγεί από την οικονομική ύφεση δεν θα έχει το δικαίωμα να εφαρμόσει μια πολιτική στήριξης της οικονομίας. Ωστόσο, την περίοδο 2008-2009, η ίδια η Επιτροπή είχε απαιτήσει απ’όλες τις χώρες να υιοθετήσουν πολιτικές στήριξης της οικονομίας.

Φυσικά, όπως και  το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, θα μπορούσε να παρουσιαστεί κάποια προσωρινή απόκλιση σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση "αρνητικού ρυθμού ανάπτυξης ή σωρευτικής μείωσης της παραγωγής για μεγάλο χρονικό διάστημα", αλλά τότε τα διορθωτικά μέτρα θα πρέπει πάντα να σχεδιάζονται και να υιοθετούνται γρήγορα.
Όταν μια χώρα έχει υπερβεί τα προβλεπόμενα όρια και υπόκειται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ),πρέπει να υποβάλλει ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Επιτροπή και το Συμβούλιο, που πρέπει να το εγκρίνουν και να  παρακολουθούν την εφαρμογή του (άρθρο 5).

Αυτό το άρθρο δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα επιπλέον όπλο επιβολής νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στους ευρωπαίους πολίτες. Σήμερα, όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (23 από 27) υπόκεινται σε κάποια ΔΥΕ. Εκτός από τα σχέδια μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος (αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης), θέλουν να επιβάλουν τη μείωση του κατώτατου μισθού, τη μείωση των κοινωνικών παροχών (Ιρλανδία, Ελλάδα και Πορτογαλία), τη μείωση της προστασίας από την απόλυση (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία), την αναστολή των συλλογικών διαπραγματεύσεων υπέρ των επιχειρησιακών συμβάσεων, που ευνοούν περισσότερο τους εργοδότες (Ιταλία, Ισπανία, κλπ..),την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων (οδηγοί ταξί, συμβολαιογράφοι, αρχιτέκτονες, κ.λπ.) ..

Η πράξη πίστης των νεοφιλελευθέρων είναι η πεποίθηση ότι αυτές οι νεοφιλελεύθερες "διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις", μακροπρόθεσμα θα δημιουργήσουν νέες δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης. Τίποτα δεν μας εγγυάται ότι αυτό θα γίνει. Αντιθετα,αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι στη σημερινή κατάσταση οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα αυξήσουν τις ανισότητες, την ανασφάλεια και την ανεργίας.
Σε καμία περίπτωση, δυστυχώς, ο όρος "διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις" δεν αφορά τη λήψη μέτρων κατά της  κυριαρχίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, την αύξηση των φορολογικών βαρών για τους πλούσιους και τις μεγάλες επιχειρήσεις, την οργάνωση και χρηματοδότηση των οικολογικών παρεμβάσεων.

Στόχος του Συμφώνου είναι μάλλον να πραγματοποιηθεί το μόνιμο όνειρο των νεοφιλελεύθερων: η πλήρης,δηλαδή, παράλυση των δημοσιονομικών πολιτικών, η στέρηση των οικονομικών πολιτικών από οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια.

Μια μηχανή κουρέματος του χρέους ... το χρέος,όμως, αυξάνεται
Το άρθρο 4 του Δημοσιονομικού Συμφώνου ενισχύει τον κανόνα ότι το χρέος της κάθε χώρας θα πρέπει να μείνει ή να επιστρέψει κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Η υποχρέωση αυτή υπήρχε ήδη στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα μέσο που να διασφάλιζε την εφαρμογή της απόφασης. Τώρα, οι κυρώσεις είναι  ίδιες  με αυτές που ισχύουν σε περιπτώσεις υπερβολικών ελλειμμάτων: μια χώρα της οποίας ο λόγος του χρέους  προς το ΑΕΠ υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, θα πρέπει αναγκαστικά να μειώσει αυτή την αναλογία τουλάχιστον κατά  είκοσι τις εκατό της διαφοράς από το 60% κάθε χρόνο, Διαφορετικά, στην αρχή θα καταθέτει στην ΕΚΤ ένα ποσό το οποίο στη συνέχεια μπορεί  να μετατραπεί σε πρόστιμο που θα κυμαίνεται μεταξύ 0,2% και 0,5% του ΑΕΠ της χώρας.

Η υποχρέωση αυτή βάζει τρία ζητήματα :
1. Προϋποθέτει ότι μια  αναλογία 60% είναι μια  βέλτιστη τιμή που μπορεί να την φτάσουν όλες οι χώρες. Ωστόσο, στην Ευρώπη, χώρες όπως η Ιταλία και το Βέλγιο για μεγάλο χρονικό διάστημα είχαν ένα δημόσιο χρέος ίσο με το 100% του ΑΕΠ τους (για να μην αναφέρω την Ιαπωνία, της οποίας το χρέος φτάνει το 200%), χωρίς  ανισορροπίες, δεδομένου ότι τα χρέη αυτά αντιστοιχούν σε υψηλά επίπεδα αποταμίευσης των κατοίκων των χωρών αυτών.

2. Απαιτεί από τις χώρες να επιβραδύνουν ακόμη περισσότερο την οικονομική τους δραστηριότητα που έχει ήδη επιβραδυνθεί: μιλούν για μια "προ-κυκλική" πολιτική. Για να μειωθεί ο δείκτης του δημόσιου χρέους κατά μία μονάδα, θα πρέπει να καταβληθεί μια προσπάθεια τόσο  πιο μεγάλη όσο πιο ισχνή είναι η  οικονομική ανάπτυξη. Και το χειρότερο, μια τέτοια προσπάθεια μείωσης του χρέους θα επιβαρύνει με τη σειρά της, την οικονομική δραστηριότητα, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο τη συνολική κατάσταση.

3. Στην πραγματικότητα, ο κανόνας του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού αγνοεί εντελώς τις επιπτώσεις του στην οικονομική δραστηριότητα, επιπτώσεις  που μπορεί και να οδηγήσουν σε παράλογες καταστάσεις. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, μια χώρα με ΑΕΠ 100, ένα χρέος ίσο με το 100% του ΑΕΠ, ένα ποσοστό ανάπτυξης 4% και έλλειμμα ίσο με το 4% του ΑΕΠ. Υπό τις συνθήκες αυτές ο δείκτης  χρέους παραμένει σταθερός στο 100%. Αν όμως η χώρα αναγκαστεί, προκειμένου να τηρηθεί ο κανόνας μείωσης του δείκτη χρέους της, να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες κατά 2%,τότε η οικονομική δραστηριότητα μειώνεται κατά 98 και τα φορολογικά έσοδα κατά 1. Επομένως, το έλλειμμα και το χρέος μειώνονται κατά 1%. Το ΑΕΠ τότε θα είναι ίσο με 98 και το χρέος με 100.Οπότε ο δείκτης χρέους, αντί να μειωθεί, θα αυξηθεί στο 101%.

Η εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας, αντί να μειώνουν το λόγο χρέους / ΑΕΠ, τον αυξάνουν! Το παράδειγμα της Ελλάδας και της Ισπανίας δείχνει ξεκάθαρα αυτό που προσπαθούμε να επισημάνουμε. Η υιοθέτηση πολιτικών λιτότητας δεν συνέβαλε στη μείωση του ποσοστού του δημόσιου χρέους, αλλά το αύξησε.

Ένας  " συντονισμός", που έχει βυθίσει την Ευρώπη στο χάος
Ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών που αναφέρονται στα άρθρα 9-10-11 δεν συνεπάγεται καμία δέσμευση σε σχέση με την ανεργία ή το εξωτερικό ισοζύγιο. Δεν προβλέπεται σε καμία περίπτωση ότι οι πλεονασματικές χώρες όπως η Γερμανία με την πολιτική της υπερανταγωνιστικότητας, η οποία είναι στην πραγματικότητα μια από τις κύριες αιτίες της σημερινής κρίσης, θα δεσμεύονται να αυξήσουν τους μισθούς, το επίπεδο των κοινωνικών δαπανών και τις δημόσιες επενδύσεις που ευνοούν μια δημοσιονομική ισορροπία.

Δεν γίνεται καμία αναφορά για ουσιαστικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, δηλαδή για μια κοινή οικονομική στρατηγική με νομισματική πολιτική, δημοσιονομική,φορολογική, κοινωνική, που θα ασχοληθεί με τους μισθούς κάθε χώρας, προκειμένου να συγκλίνουν προς ένα καθεστώς πλήρους απασχόλησης και πιο φιλικό στο περιβάλλον. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο δεν επιβάλει τη δημιουργία ενός πραγματικού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, και ένα ευρωπαϊκό φορολογικό σύστημα, που θα επιτρέπει την ανοικοδόμηση ενός μηχανισμού αλληλεγγύης και σύγκλισης των οικονομιών προς τα πάνω.

Το Σύμφωνο δεν έχει άλλο στόχο από το να βάλει εμπόδια στις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές. Η κάθε χώρα θα πρέπει να θεσπίσει περιοριστικά μέτρα: μείωση συντάξεων, κοινωνικών παροχών και μείωση του αριθμού των υπαλλήλων, μείωση των μισθών τους, την αύξηση των φόρων (κυρίως το ΦΠΑ, που βαρύνει τα φτωχότερα νοικοκυριά). Δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη η ειδική οικονομική κατάσταση της κάθε χώρας, ούτε οι κοινωνικές ανάγκες από την πλευρά των επενδύσεων και της απασχόλησης, αλλά ούτε και οι  πολιτικές των άλλων χωρών. Αυτό σημαίνει ότι, σήμερα, όλες οι χώρες υιοθετούν στην πράξη πολιτικές λιτότητας,  ενώ τα ελλείμματα οφείλονται στην ύφεση που ξεκίνησε με την έκρηξη της χρηματοπιστωτικής φούσκας και την αύξηση των  ανισορροπιών από τη λάθος  αρχιτεκτονική της ζώνης του ευρώ. [3]

Πρόσφατη μελέτη τριών ανεξάρτητων οικονομικών ινστιτούτων, του IMK (Γερμανία), του OFCE (Γαλλία) και του WIFO (Αυστρία), υπολόγισε τις επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας από το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. [4] Μεταξύ 2010 και 2013, με τα μέτρα αυτά ,το ΑΕΠ, στη ζώνη του ευρώ, θα μειωθεί κατά περίπου 7 μονάδες. Σε χώρες που περνούν κρίση, όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, οι επιπτώσεις της ύφεσης θα είναι ακόμα χειρότερες, και θα  κυμαίνονται μεταξύ 10 τοις εκατό του ΑΕΠ (Ιρλανδία) και 25 (Ελλάδα).

"Αυτό θα οδηγήσει στην πλήρη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας", γράφουν οι ερευνητές.

Αλλά και στην Ιταλία, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες η οικονομία θα επιβραδύνει  λόγω των μέτρων λιτότητας. Τα μέτρα λιτότητας που αποφάσισαν στη Γερμανία, έχουν λιγότερες αρνητικές συνέπειες από οπουδήποτε αλλού (1,5% του ΑΕΠ), αλλά λόγω των στενών οικονομικών δεσμών με τις χώρες που βρίσκονται σε κρίση, η γερμανική ανάπτυξη την περίοδο 2010-2013 θα μειωθεί κατά 2, 7% σε σύγκριση με ένα σενάριο χωρίς λιτότητα.
"Συνολικά", γράφουν τα ινστιτούτα "η εφαρμογή  πολιτικών λιτότητας που περιλαμβάνονται στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο θα αυξήσει το χάσμα μεταξύ των χωρών της Νότιας Ευρώπης και της Γερμανίας και τις υπόλοιπες χώρες  της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης . Με τέτοιες επιλογές, η κρίση είναι βέβαιο ότι δεν θα ξεπεραστεί, αλλά το πιθανότερο να επιδεινωθεί".

Τα ανησυχητικά και ανεξιχνίαστα μυστήρια του "διαρθρωτικού ελλείμματος".
Το
Δημοσιονομικό Σύμφωνο εισάγει στα πλαίσια ενός ευρωπαϊκού Συμφώνου μια οικονομική έννοια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη. Το διαρθρωτικό έλλειμμα του προϋπολογισμού της δημόσιας διοίκησης πρακτικά ορίζεται ως "ετήσιο κυκλικά προσαρμοσμένο ισοζύγιο χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και τα προσωρινά μέτρα" (άρθρο 3). Αλλά ο ορισμός αυτός βάζει ένα πρόβλημα τόσο από θεωρητική πλευρά όσο και εμπειρική. Μπορεί όμως να εισαχθεί σε μια συνθήκη μια οικονομική έννοια τόσο αμφιλεγόμενη ;

Για να γίνει πιο κατανοητό, θα περιοριστούμε στην περίπτωση ελλειμματικού προϋπολογισμού. Τότε το "διαρθρωτικό ισοζύγιο του προϋπολογισμού" γίνεται  "διαρθρωτικό έλλειμμα". Ποιος ο λόγος να εισαχθεί αυτή την έννοια ; Αυτό έχει να κάνει με τη δημιουργία ενός δείκτη  που επιτρέπει να κρίνουμε αν η δημοσιονομική πολιτική μιας χώρας είναι ισορροπημένη ή  "χαλαρή". Γι αυτό επιβάλετε να  γνωρίζουμε αν το δημόσιο έλλειμμα – η  διαφορά μεταξύ δαπανών και εσόδων στη διάρκεια του έτους - είναι "φυσιολογικό" , ή "υπερβολικό".

Πώς, θα πούμε λοιπόν αν ένα έλλειμμα είναι "κανονικό" ή "υπερβολικό"; Αν δεν υπήρχαν οι οικονομικές διακυμάνσεις, ένα έλλειμμα θα μπορούσε να θεωρηθεί "φυσιολογικό", σύμφωνα με το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας, αν δεν υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ και το τρέχον έλλειμμα θα πρέπει να βρίσκεται εντός αυτού του ορίου κάθε χρόνο. Η ιδέα αυτή σύμφωνα με την Επιτροπή, είναι αντανάκλαση της θεώρησης της δημοσιονομικής πολιτικής ως πολιτικά "ουδέτερη",  ούτε επεκτατική (με εισροή παροχών στο οικονομικό κύκλωμα) ούτε υφεσιακή (με αύξηση της αποταμίευσης του δημοσίου).

Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει ένας οικονομικός κύκλος, που χαρακτηρίζεται από χρόνια άνθησης και χρόνια ύφεσης. Με πολιτικές  "ουδέτερων" προϋπολογισμών και αμετάβλητες, το τρέχον δημοσιονομικό έλλειμμα μειώνεται ή εξαφανίζεται τα χρόνια της ανάπτυξης : καταγράφεται ένα "οικονομικό πλεόνασμα κυκλικό" χάρη στην αύξηση των εσόδων (υψηλότερη ανάπτυξη σημαίνει υψηλότερα εισοδήματα, αυξημένα φορολογικά έσοδα και αυξημένα έσοδα για το δημόσιο ταμείο) κα τη μείωση των δαπανών (επιδόματα ανεργίας, για παράδειγμα). Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της ύφεσης το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διογκώνεται μηχανικά αυξάνοντας το "κυκλικό έλλειμμα ".

Ας υποθέσουμε ότι οι υπολογισμοί ενός ανεξάρτητου οικονομικού ινστιτούτου απέδειξαν  ότι το 2009 η επίδραση της ύφεσης στο έλλειμμα ανήλθε στο 4% του ΑΕΠ ("έλλειμμα  κυκλικό"). Εάν το τρέχον δημόσιο έλλειμμα κινείται γύρω στο 5%, το διαρθρωτικό έλλειμμα με τη σειρά του υπολογίζεται σε 5% 4% = 1% και η  χώρα βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση.


Το διαρθρωτικό έλλειμμα της ίσο με  1% είναι υψηλότερο από το περιβόητο 0,5%, και κρίνεται υπερβολικό σύμφωνα με τις διατάξεις του Σύμφωνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Θα έπρεπε να προβλέπει μια προσαρμογή (μέσω μείωσης των δαπανών και / ή υψηλότερους φόρους) περίπου 0,5% του ΑΕΠ. Αυτό μπορεί να γίνει, χωρίς μεγάλες απώλειες.

Ας υποθέσουμε τώρα ότι οι ειδικοί της Επιτροπής, με τη μέθοδο υπολογισμού τους, υπολογίζουν το κυκλικό έλλειμμα όχι 4%, αλλά 1% το 2009. Σε αυτή την περίπτωση, το διαρθρωτικό έλλειμμα δεν είναι πια 1% αλλά 5% -1% δηλαδή 4%. Οπότε δεν χρειάζεται πλέον να μειωθεί κατά 0,5% του ΑΕΠ, αλλά κατά 3,5%. Είναι μια άλλη  ιστορία!

Να θυμίσουμε επίσης ότι το όριο αυτό του 0,5% είναι αρκετά αυθαίρετο. Έλλειμμα κάτω από 2,5% του ΑΕΠ θα έφτανε για να  σταθεροποιηθεί ο λόγος  χρέους / ΑΕΠ. Θυμίζουμε ακόμα ότι μια χώρα μπορεί να εμφανίζει διαρθρωτικό έλλειμμα κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, αν το έλλειμμα αυτό αντιστοιχεί ακριβώς με τα μέτρα που έχουν ληφθεί ειδικά για τη  στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας.
Η κατάσταση που περιγράψαμε δεν προέρχεται από μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας, αλλά μπορούμε ωστόσο να δούμε τη λογική του.
Έτσι, σήμερα, για παράδειγμα, η κυβέρνηση της Δανίας διαψεύδει επίσημα την ορθότητα του υπολογισμού της Επιτροπής ότι το διαρθρωτικό έλλειμμα της Δανίας το 2011 ήταν ίσο με 3%. Οι Δανοί ειδικοί υπολογίζουν το ύψος του σε 1%. Με το ύψος του ελλείμματος όπως το υπολογίζει η Επιτροπή - και επιβάλει το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας - η χώρα θα πρέπει να προχωρήσει σε μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού της συστήματος, ακόμη πιο σκληρή από αυτή τη δρακόντεια που έχει κάνει.

Γιατί αυτές οι διαφορές στις εκτιμήσεις;
Γιατί, για να υπολογίσουμε το ύψος του ελλείμματος σε μια περίοδο που ούτε  ύφεση έχουμε αλλά ούτε η οικονομία είναι ανθηρή, χρειαζόμαστε μια θεωρία. Ποιο θα ήταν το επίπεδο της παραγωγής - οι οικονομολόγοι αυτό το ονομάζουν "δυνητική παραγωγή"(
potential output), - αν η κατάσταση ήταν "φυσιολογική"; Όσο πιο σημαντική είναι η διαφορά μεταξύ πραγματικής παραγωγής- που υπολογίζεται με ακρίβεια - και δυνητικής παραγωγής, τόσο πιο σημαντικό θα είναι  το θεωρούμενο κυκλικό μέρος του ελλείμματος, και τόσο πιο χαμηλό θα πρέπει να θεωρείται το διαρθρωτικό έλλειμμα. Σε αντίθεση όμως με αυτό που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι νεοφιλελεύθεροι, ως προς αυτό, δεν υπάρχει καμία οικονομική θεωρία που να είναι αδιαμφισβήτητη και αποδεκτή απ’ όλους.

Για να γίνει πιο κατανοητό, ας προσπαθήσουμε να αντιπαραβάλλουμε μία νεοφιλελεύθερη προσέγγιση με μια κεϋνσιανή προσέγγιση.
Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, η αγορά έχει πάντα δίκιο. Αν η παραγωγή έχει υποστεί κάποια πτώση, αυτό οφείλεται στα προβλήματα προσφοράς (ανεπαρκή  παραγωγικότητα ή ανταγωνιστικότητα, υπερβολικά υψηλοί μισθοί, πολύ άκαμπτη αγορά εργασίας, κλπ.) . Όπως είναι σήμερα η  οικονομία ας μη περιμένουμε να αυξηθεί αρκετά η παραγωγή : άρα τι πρέπει να γίνει,πρέπει να γίνουν "διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις". Η εν δυνάμει παραγωγή βρίσκεται κοντά στην πραγματική παραγωγή. Η κυκλική συνιστώσα του ελλείμματος είναι επομένως ελάχιστη: όμως το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος είναι διαρθρωτικό.

Σύμφωνα με την κεϋνσιανή προσέγγιση, αντίθετα, η ύφεση πολλές φορές οφείλεται σε ανεπάρκεια πραγματικής ζήτησης. Μετά από μια κατάρρευση της αγοράς, π.χ., οι επιχειρήσεις επενδύουν λιγότερο και αρχίζουν τις απολύσεις, οι μισθοί αυξάνονται ελάχιστα, τα νοικοκυριά, οι άνεργοι ή όσοι κινδυνεύουν να γίνουν, καταναλώνουν λιγότερο. Κανένας μηχανισμός σταθεροποίησης δεν στηρίζει αυθόρμητα τη δραστηριότητα. Η παραγωγή μπορεί να πέσει απότομα κάτω από τη δυνητική της αξία .Ετσι,η κυκλική συνιστώσα του ελλείμματος αποκτά τη μεγαλύτερη βαρύτητα.

Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο διευκρινίζει με σαφήνεια ποια μέθοδο πρέπει να ακολουθήσει η Επιτροπή. Ωστόσο, αυτό, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης τείνει να υποτιμήσει το χάσμα μεταξύ πραγματικής παραγωγής και
εν δυνάμει παραγωγής, ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης. Έτσι, το απόθεμα του κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε για να υπολογιστεί η εν δυνάμει παραγωγή είναι το πραγματικό απόθεμα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο να έχει μειωθεί λόγω της πτώσης των δραστηριοτήτων. Η τάση  προόδου της τεχνικής βασίζεται στο εξεταζόμενο ποσοστό, το οποίο, ωστόσο, θα μπορούσε να αυξάνεται με μεγαλύτερη ταχύτητα αν υπήρχαν περισσότερες επενδύσεις. 

Ο ενεργός πληθυσμός που υποτίθεται ότι είναι διαθέσιμος για εργασία αντιστοιχεί στον εξεταζόμενο πληθυσμό, αν και, για παράδειγμα, πολλοί νέοι προτιμούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους αντί να μπουν σε μια "αγορά εργασίας " σε ύφεση. Όλες αυτές οι υποθέσεις οδηγούν σε κάθε περίπτωση σε ένα δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης λίγο πάνω από τον πραγματικό ρυθμό αύξησης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής για το 2012, το διαρθρωτικό έλλειμμα της Γαλλίας θα είναι το 2,4% του ΑΕΠ, ένα ποσοστό σημαντικό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το διαρθρωτικό έλλειμμα θα είναι, αντίθετα, 0,3%, δηλαδή κάτω από το όριο 0,5% : δεν υπάρχει επομένως λόγος για λιτότητα για να μην ξεπεραστεί το όριο του 0,5%. Δυστυχώς, στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο προβλέπεται ότι στα συντάγματα των χωρών της ευρωζώνης θα πρέπει να αναγνωρίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέχει την μόνη έγκυρη οικονομική θεωρία και ότι απαγορεύει την όποια συζήτηση.

Οι επιπτώσεις του νεοφιλελεύθερου μοντέλου
Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο σηματοδοτεί μια νέα φάση μιας διπλής επίθεσης κατά της αυτονομίας των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών και κατά των πρακτικών της οικονομικής πολιτικής, που σε μεγάλο βαθμό εμπνέονται από την κεϋνσιανή θεωρία, η οποία έχει εξαπλωθεί  λίγο πολύ παντού στον κόσμο.

Και πράγματι, μετά το 1936,  η κεϋνσιανή θεωρία είχε περάσει μια νέα αντίληψη οικονομικής πολιτικής. Το κεντρικό μήνυμα του Κέινς ήταν ότι, λαμβάνοντας υπόψη την αστάθεια των καπιταλιστικών οικονομιών, οι κυβερνήσεις   θα πρέπει να ακολουθήσουν μια ενεργό οικονομική πολιτική,  που θα εξασφαλίζει τη διαρκή ανάπτυξη, της πλήρη απασχόληση με τις κατάλληλες δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές, και αντίστοιχες μισθολογικές, κοινωνικές και βιομηχανικές πολιτικές. Ειδικότερα, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα αυξάνοντας το έλλειμμα στις  περιόδους πτώσης της ζήτησης, μια αύξηση που  προκαλείται αυτόματα από τη μείωση των φορολογικών εσόδων, και, ενδεχομένως, τα διακριτικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας.

Αυτή η  κεϋνσιανή πρακτική στήριξε τις δραστηριότητες των ανεπτυγμένων χωρών σε όλη τη διάρκεια της ένδοξης Τριακονταετίας. Όμως,  τη δεκαετία του 1980 οι άρχουσες τάξεις αποφάσισαν να βάλουν ένα τέλος, επειδή αυτές οι πολιτικές, που τις καθόρισε μια ισορροπία δυνάμεων μέχρι τότε ευνοϊκή για τους εργαζομένους, είχαν  μεταφραστεί σε ολοένα και μεγαλύτερη παρέμβαση του κράτους και υπέρμετρη αύξηση του δημόσιου τομέα στην οικονομία και την κοινωνία.

Στόχος της  νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης είναι η αντιστροφή αυτής της τάσης, ξεκινώντας με τον περιορισμό- ή την εξάλειψη - των κυκλικών παρεμβάσεων του κράτους. Ο στόχος είναι να μπει ένα τέλος στις οικονομικές πολιτικές της κεϋνσιανής θεωρίας, ως υπεύθυνες για τον πληθωρισμό και ειδικά για τη μείωση του μεριδίου των κερδών στο εθνικό εισόδημα. Επιχειρούν να πείσουν τους πολίτες να εγκαταλείψουν οριστικά στόχο της πλήρους απασχόλησης, η οποία θεωρείται ότι προκαλεί αύξηση του πληθωρισμού.

Η οικονομική πολιτική, κατά τη γνώμη των νεοφιλελευθέρων, θα πρέπει να μελετηθεί και να σχεδιαστεί σαν αγώνας κατά του πληθωρισμού, να στοχεύει στη δραστική μείωση του κόστους (και ειδικά το περιβόητου "μισθολογικού κόστους"), και την αποκατάσταση και διατήρηση του ποσοστού κέρδους. Θα πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο που να διασφαλίζεται η λειτουργία της "ελεύθερης" αγοράς. Ελεύθερη ειδικά από κανόνες και πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις που θεωρείται ότι στάθηκαν εμπόδιο μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο Πόλεμο στους καπιταλιστές και στους επενδυτές.

Να γιατί η νεοφιλελεύθερη σκέψη επιχειρεί να αρπάξει από τα χέρια των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής και να την αναθέσει σε ανεξάρτητους φορείς από ειδικούς και τεχνοκράτες, οι οποίοι δεν είναι υπόλογοι στο λαό και στους πολίτες. Η οικονομική πολιτική πρέπει να παραλύσει με την επιβολή ρυθμίσεων δεσμευτικών. [5] 
Ετσι, η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, που δηλώνει  "ανεξάρτητη" έχει ως βασικό στόχο τη διατήρηση του πληθωρισμού κάτω από το 2% ετησίως. Και στο μέλλον, η δημοσιονομική πολιτική θα ανατίθεται σε ανεξάρτητες Επιτροπές υπό την αιγίδα του Συμφώνου και της Επιτροπής, με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίζεται η ισοσκέλιση των προϋπολογισμών.

Αυτό το ιδεολογικό σχέδιο είναι σε μεγάλο βαθμό ανέφικτο.
Η αστάθεια της καπιταλιστικής οικονομίας χρειάζεται μια ενεργό πολιτική. Για το λόγο αυτό, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ μείωσε σχεδόν στο μηδέν το επιτόκιο και αγόρασε μαζικά τίτλους ιδιωτών και του δημόσιου, σε πλήρη αντίθεση με το σύνολο της ορθόδοξης σκέψης: το δημόσιο έλλειμμα την περίοδο 2009 -2011 ξεπέρασε  το 10% του ΑΕΠ, χωρίς να χτυπήσει κανένα καμπανάκι κίνδυνου. Στην ΕΕ, την περίοδο 2008-2009, οι κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να πάρουν σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα για να αποτρέψουν την κατάρρευση της οικονομίας.

Κι όμως, ο στόχος των ευρωπαϊκών αρχών επαναλαμβάνεται συνεχώς και το ιδεολογικό τους πιστεύω  το ίδιο. Στην Ευρώπη προχωρούν μεγάλες  "διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις" και το τέλος του κοινωνικού μοντέλου που κηρύσσεται πλέον απηρχαιωμένο. [6] Δεδομένου ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι σαφώς πολύ αντιδημοφιλείς, το κόλπο των νεοφιλελευθερων, και  η νέα Συνθήκη είναι απαραίτητο εργαλείο, είναι να εφαρμόζονται και να επιβάλλονται πολιτικές "αυτόματα" μέσω της επιβολής ορίων που καθορίζουν την εφαρμογή άδικων  μέτρων.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Γνωστή παροιμία των Shadoks, των πρωταγωνιστών ενός δημοφιλούς  γαλλικού καρτούν. [σ.τ.μ.]
[2] Θα επιστρέψουμε σε αυτό τον ορισμό. Βλ. επίσης Παράρτημα 1 του Συμφώνου, αναφορικά με το "διαρθρωτικό ισοζύγιο», που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος στη νέα συνθήκη.
[3] 20 ans d'aveuglement (20 χρόνια τύφλας).
[4] http://www.ofce.sciences-po.fr/blog/?p=1671.
[5]Στο δεύτερο μέρος  αυτού του βιβλίου, "Ένα σύμφωνο κατά της δημοκρατίας", αναλύεται λεπτομερώς αυτή η πλευρά, που δείχνει πώς το σύμφωνο εισάγει μια σειρά από μηχανισμούς "αυτόματους" και κυρώσεις στη θέση των συντονισμένων διαδικασιών λήψης αποφάσεων και ένα διάλογο των υπεύθυνων φορέων με το εκλογικό σώμα.
[6] Βλ. τις ανάλογες δηλώσεις του Προέδρου της ΕΚΤ Mario Draghi .


Δεν υπάρχουν σχόλια: