ΧΑΜΑΣ: ΑΣ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΝΑ ΒΑΖΟΥΜΕ ΣΟΒΑΡΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ.

 

της Lavinia Marchetti

Η δημόσια συζήτηση στη Δύση τείνει να περιορίζει τη Χαμάς σε μια ετικέτα, μιας τρομοκρατικής οργάνωσης, παραλείποντας ωστόσο το ιστορικό πλαίσιο, τις κοινωνικές ρίζες και την ιδεολογική πολυπλοκότητα. Αυτή η προσέγγιση, όπως παρατηρεί ο Baconi, «λειτουργεί πολιτικά, αλλά αποτυγχάνει αναλυτικά: ισοπεδώνει ένα πολυδιάστατο φαινόμενο σε μια ηθική κατηγορία, εμποδίζοντας την κατανόηση των συνθηκών που επέτρεψαν τη γέννησή του και τη διατήρησή του» (Baconi T., Hamas Contained, Stanford University Press, 2018, σ. 5).

Μια αυστηρή ιστορική ανάλυση απαιτεί, αντίθετα, να αναρωτηθούμε πώς προέκυψε η Χαμάς, ποιες σχέσεις είχε με το Ισραήλ και με τους περιφερειακούς παράγοντες, πώς συνδύασε τις κοινωνικές, πολιτικές και στρατιωτικές διαστάσεις και πώς οι πολιτικές περιορισμού συνέβαλαν, παραδόξως, στην εδραίωσή της. Το παρόν άρθρο θέτει ορισμένα μη ιδεολογικά ερωτήματα.

 

 

1. Ιδεολογικές ρίζες και κοινωνική εδραίωση

Το Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης, Χαμάς, ιδρύθηκε επίσημα τον Φεβρουάριο του 1988, στους πρώτους μήνες της Πρώτης Ιντιφάντα, ως παλαιστινιακός κλάδος των Αδελφών Μουσουλμάνων.

Η γένεσή του, ωστόσο, είναι παλαιότερη και έχει τις ρίζες της στο Mujamma al Islami (το Ισλαμικό Κέντρο), μια οργάνωση που ιδρύθηκε στη Γάζα το 1973 από τον σεϊχη Ahmad Yassin, η οποία αφιερώθηκε σε εκτεταμένο κοινωνικό και θρησκευτικό έργο. Αυτή η φάση είναι κρίσιμη για την κατανόηση της μελλοντικής πολιτικής νομιμοποίησης της Χαμάς, καθώς το δίκτυο σχολείων, κλινικών, φιλανθρωπικών κέντρων, νεανικών και αθλητικών συλλόγων λειτουργεί ως υλική και συμβολική υποδομή της εξουσίας της.

Όπως υπενθυμίζει ο Cobban, «η Mujamma δεν παρουσιάζονταν ως πολιτικό κόμμα με τη στενή έννοια του όρου, αλλά ως ένα πυκνό πλέγμα κοινοτικών θεσμών. Σε ένα πλαίσιο κατοχής και περιθωριοποίησης, πρόσφερε δωρεάν εκπαίδευση, βασική ιατρική περίθαλψη, επισιτιστική βοήθεια και, πάνω απ' όλα, ένα αίσθημα ότι ανήκουν κάπου. Αυτή η κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση, που χτίστηκε σιωπηλά για περισσότερο από μια δεκαετία, εξηγεί γιατί αργότερα η Χαμάς μπόρεσε να αναδυθεί ως πολιτικός και στρατιωτικός παράγοντας με μια ήδη σταθερή λαϊκή βάση» (Cobban H., Khouri R.G., Understanding Hamas, I.B. Tauris, 2010, σ. 34).

Η Χαμάς ορίζεται από την αρχή ως θρησκευτικό και εθνικό κίνημα, αφοσιωμένο στην απελευθέρωση ολόκληρης της Παλαιστίνης, που θεωρείται μουσουλμανικό waqf (βακούφ) , και καθιερώνει τον «τζιχάντ» κατά του σιωνιστικού σχεδίου ως συλλογική υποχρέωση, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ των εδαφών που καταλήφθηκαν το 1967 και του υπόλοιπου της χώρας. Το καταστατικό του 1988, ιδρυτικό έγγραφο, κωδικοποιεί αυτή την αρχή με θεολογικούς και πολιτικούς όρους.

 

2. Σχέσεις με το Ισραήλ και στρατηγική διαίρεσης

Στη δεκαετία του 1980, οι σχέσεις μεταξύ της Χαμάς και των ισραηλινών αρχών παρουσίαζαν αντιφατικά στοιχεία. Διάφορες μελέτες, ιδίως των Vuillard και Baconi, δείχνουν ότι το Ισραήλ, σε αυτή τη φάση, δεν θεωρούσε τη Χαμάς ως προτεραιότητα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανέχονταν ή ακόμη και διευκόλυνε τις δραστηριότητές της, βλέποντας σε αυτές ένα αντίβαρο στον κοσμικό εθνικισμό της ΟΑΠ.

Ο Milton Edwards και ο Farrell το τεκμηριώνουν ρητά: «Ισραηλινοί αξιωματούχοι σε τοπικό επίπεδο ενέκριναν την εγγραφή της Mujamma ως νόμιμης φιλανθρωπικής οργάνωσης, επιτρέποντάς της να λειτουργεί χωρίς τους περιορισμούς που επιβάλλονταν στις οργανώσεις που συνδέονταν με την PLO. Η επιλογή αυτή προήλθε από την πεποίθηση ότι ένα ισλαμιστικό κίνημα, επικεντρωμένο σε θρησκευτικές και κοινωνικές δραστηριότητες, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει άμεσο στρατηγικό κίνδυνο. Τότε, η προτεραιότητα του Ισραήλ ήταν να διασπάσει το παλαιστινιακό μέτωπο, μειώνοντας τη διαπραγματευτική δύναμη του Αραφάτ και των υποστηρικτών του» (Milton Edwards B., Farrell S., Hamas: The Quest for Power, C. Hurst & Co., 2010, σ. 56).

Σύμφωνα με τον Vuillard, αυτή η «στρατηγική της αμφισημίας» της δεκαετίας του 1980 και του 1990 δεν ήταν περιστασιακή, αλλά μέρος ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου με απρόσμενες συνέπειες: «Η προώθηση, ή τουλάχιστον η μη παρεμπόδιση, της ανάπτυξης της Χαμάς θεωρήθηκε μέσο για την αποδυνάμωση της παλαιστινιακής εθνικής συνοχής. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, αυτή η πολιτική συνέβαλε στη δημιουργία ενός παράγοντα ικανό να αντισταθεί στρατιωτικά και πολιτικά στην κατοχή με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από ό,τι είχε προβλεφθεί» (Vuillard Y., Israël Gaza Hamas, Éditions Libertalia, 2024, σ. 102).

 

 

3. Πολιτικές εξελίξεις και κυβέρνηση της Γάζας

Η εκλογική νίκη της Χαμάς τον Ιανουάριο του 2006 σηματοδοτεί μια καμπή. Η οργάνωση, που ήταν ήδη κοινωνικά και στρατιωτικά εδραιωμένη, αποκτά άμεση πολιτική νομιμότητα. Η ρήξη με τη Φατάχ το 2007 οδηγεί σε εδαφική και θεσμική αντιπαράθεση, με τη Χαμάς να κυβερνά τη Γάζα και την Παλαιστινιακή Αρχή να διατηρεί τον έλεγχο της Δυτικής Όχθης.

Όπως σημειώνει η Paola Caridi, «η Χαμάς βρίσκεται ξαφνικά να ασκεί κρατικές λειτουργίες, διαχείριση των συνόρων, είσπραξη φόρων, διοίκηση και δικαιοσύνη, διατηρώντας παράλληλα τον στρατιωτικό της βραχίονα, τις Ταξιαρχίες Ιζζ αλ-Ντιν αλ-Κασάμ. Αυτός ο διπλός ρόλος, κυβέρνηση και ένοπλη οργάνωση, διαμόρφωσε μια πολιτική οντότητα sui generis, στην οποία η λογική της ασφάλειας και της κοινωνικής πρόνοιας αλληλεπικαλύπτονται συνεχώς» (Caridi P., Hamas, Feltrinelli, 2009, σ. 211).

 

 

4. Διπλωματία, συμβιβασμοί και το έγγραφο του 2017

Η πολιτική εξέλιξη της Χαμάς γνωρίζει μια σημαντική καμπή με τη δημοσίευση, την 1η Μαΐου 2017, ενός νέου πολιτικού εγγράφου που, αν και δεν αντικαθιστά επίσημα το Χάρτη του 1988, εισάγει στοιχεία στρατηγικής αναθεώρησης. Το κείμενο επαναπροσδιορίζει τον άμεσο στόχο, την αποδοχή της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους εντός των συνόρων του 1967 ως προσωρινή «φόρμουλα εθνικής συναίνεσης», χωρίς ωστόσο να αναγνωρίζει το κράτος του Ισραήλ. Ο αγώνας στρέφεται ρητά κατά του «σιωνιστικού σχεδίου» και όχι κατά του ιουδαϊσμού ως θρησκείας.

Όπως γράφει η Leila Seurat: «Το έγγραφο αυτό αποτελεί μια τακτική στροφή. Η Χαμάς προσπαθεί να παρουσιαστεί ως νόμιμος πολιτικός παράγοντας, διαχωρίζοντας την αντίθεση στον σιωνισμό από την απόρριψη του ιουδαϊσμού. αποκρούσει τις κατηγορίες για αντισημιτισμό και να δείξει διαθεσιμότητα για εδαφικές παραχωρήσεις. Ωστόσο, το κείμενο επαναβεβαιώνει το δικαίωμα στην ένοπλη αντίσταση, επισημαίνοντας ότι η νέα στάση δεν συνεπάγεται αποστρατιωτικοποίηση ούτε στρατηγική παραίτηση» (Seurat L., The Foreign Policy of Hamas, I.B. Tauris, 2022, σ. 154).

Το έγγραφο, αποτέλεσμα μιας εσωτερικής συζήτησης που κράτησε χρόνια, αποτελεί επίσης ένα μήνυμα προς τους περιφερειακούς παράγοντες με τους οποίους η Χαμάς διατηρεί σχέσεις, την Αίγυπτο, το Κατάρ, την Τουρκία και το Ιράν, και εντάσσεται σε μια ευρύτερη διπλωματική στρατηγική, η οποία αποσκοπεί στην εξισορρόπηση των αναγκών της πολιτικής επιβίωσης με την πίστη στη μαχητική βάση.

 

 

5. Η ισραηλινή τακτική και τα παράδοξα της

Η πιο πρόσφατη βιβλιογραφία έχει επισημάνει ότι, από το 2007, το Ισραήλ ακολουθεί μια πολιτική ανάσχεσης (political containment), η οποία επίσημα αποσκοπεί στον περιορισμό γενικά των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της Χαμάς, αλλά στην πράξη έχει συμβάλει στην ενίσχυση της εδραίωσής της.

Ο Tareq Baconi παρατηρεί: «Η ιδέα της ανάσχεσης της Χαμάς σήμαινε, στην πράξη, τη διατήρηση της Λωρίδας της Γάζας  υπό αυστηρότατο αποκλεισμό, επιτρέποντας ταυτόχρονα στη Χαμάς να κυβερνά, να εισπράττει φόρους, να ελέγχει το έδαφος και να διαχειρίζεται τις ροές αγαθών. Αυτή η επιλογή μετέτρεψε τη Χαμάς σε μια de facto αρχή, σταθεροποιώντας την εσωτερική της εξουσία. Ο περιορισμός έγινε ένας μηχανισμός συνδιαχείρισης της πολιορκίας, στον οποίο το Ισραήλ και η Χαμάς, αν και αντίπαλοι, βρήκαν μια μορφή εχθρικής συνύπαρξης» (Baconi T., Hamas Contained: The Rise and Pacification of Palestinian Resistance, Stanford University Press, 2018, σ. 219).

Ο Erik Skare, στην ανάλυσή του, προσθέτει ότι αυτή η πολιτική είχε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα: «Ο περιορισμός των βραχυπρόθεσμων ζημιών σήμαινε ότι επιτράπηκε στη Χαμάς να οργανώσει μια αυτόνομη και άρτια οργανωμένη στρατιωτική δύναμη. Όταν, το 2023, η Χαμάς ξεκίνησε μια επιχείρηση μεγάλης κλίμακας, το Ισραήλ βρέθηκε αντιμέτωπο με έναν αντίπαλο που, με την πάροδο του χρόνου, είχε καταφέρει να ενισχύσει την επιθετική του ικανότητα μέσα στο ίδιο το σύστημα περιορισμού» (Skare E., Road to October 7, Verso, 2024, σ. 303).

 

 

6. Η Γάζα υπό πολιορκία και η 7η Οκτωβρίου 2023

Πριν από την 7η Οκτωβρίου 2023, η Λωρίδα της Γάζας ζούσε για δεκαέξι χρόνια σε συνθήκες μόνιμης πολιορκίας. Ο περιορισμός της κυκλοφορίας προσώπων και αγαθών, η χρόνια έλλειψη νερού και ηλεκτρικού ρεύματος, η υψηλή ανεργία και η κατάρρευση των υπηρεσιών υγείας είχαν δημιουργήσει ένα περιβάλλον καθημερινής επιβίωσης.

Η Paola Caridi περιγράφει ως εξής την προϋπάρχουσα κατάσταση: «Η Γάζα είναι μια φυλακή υπό ανοιχτό ουρανό. Τα δύο εκατομμύρια κατοίκων της εξαρτώνται από άδειες και ελέγχους για να βγουν και να επιστρέψουν, ενώ όλες οι υποδομές βρίσκονται υπό συνεχή πίεση. Τα νοσοκομεία λειτουργούν κατά διαστήματα, τα οικοδομικά υλικά υπόκεινται σε εμπάργκο και η άτυπη οικονομία βασίζεται στο λαθρεμπόριο μέσω των τούνελ. Αυτή είναι η πραγματικότητα που προηγείται κάθε έκρηξης βίας, το έδαφος στο οποίο ωριμάζουν οι πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις» (Caridi P., Hamas, Feltrinelli, 2009, σ. 295).

Στις 7 Οκτωβρίου, η επιχείρηση «Al Aqsa Flood» για ένα σημαντικό μέρος του παλαιστινιακού πληθυσμού ήταν μια πράξη αντι-αποικιακής αντίστασης. Σε ένα σημαντικό απόσπασμα, ο Skare υπογραμμίζει την διαφορά αντιλήψεων: «Αυτό που στη Δύση χαρακτηρίζεται αμέσως ως τρομοκρατία, στη Γάζα και σε μεγάλο μέρος του αραβικού κόσμου ερμηνεύεται ως μια πράξη απελευθέρωσης από μια παρατεταμένη στρατιωτική κατοχή. Αυτή η διαφορετική ερμηνεία δεν είναι μόνο πολιτική, αλλά και επιστημολογική, αφορά το δικαίωμα να ονομάζουμε τη βία, να αποφασίζουμε ποιος είναι ο θύτης και ποιος είναι το θύμα» (Skare E., Road to October 7, Verso, 2024, σ. 412).

 

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η ιστορία της Χαμάς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τρία δομικά στοιχεία: την ισραηλινή στρατιωτική κατοχή, τον κατακερματισμό του παλαιστινιακού μετώπου και την ικανότητα του κινήματος να ριζώσει κοινωνικά. Σε διάστημα πάνω από τριάντα πέντε χρόνια, η Χαμάς εξελίχθηκε από ένα ισλαμιστικό φιλανθρωπικό δίκτυο σε de facto κυβέρνηση της Λωρίδας της Γάζας, διατηρώντας παράλληλα έναν αυτόνομο στρατιωτικό βραχίονα και μια ευέλικτη διπλωματική στρατηγική.

Όπως συνοψίζει ο Milton Edwards : «Για να κατανοήσουμε τη Χαμάς πρέπει να αντιμετωπίσουμε την αντίφαση ενός κινήματος που είναι ταυτόχρονα ένοπλος παράγοντας και πάροχος υπηρεσιών, εκφραστής μιας θρησκευτικής ιδεολογίας και ρεαλιστής διαπραγματευτής, ανθεκτικός και κυβερνήτης. Η πορεία της αμφισβητεί τις απλοϊκές αναλυτικές κατηγορίες και μας υποχρεώνει να λάβουμε υπόψη το βάρος της ισραηλινής πολιτικής στην διαμόρφωση της μορφής και των δυνατοτήτων δράσης της» (Milton Edwards B., Farrell S., Hamas: The Quest for Power, C. Hurst & Co., 2010, σ. 289).

Η επιχείρηση της 7ης Οκτωβρίου 2023 αποτέλεσε τη σοβαρότερη ρήξη των τελευταίων δεκαετιών, αλλά έχει τις ρίζες της σε μακρές και πολυεπίπεδες ιστορικές δυναμικές. Το να διαβάζουμε τη Χαμάς μόνο μέσα από αυτό το γεγονός, χωρίς να ανακατασκευάζουμε το πλαίσιο, ισοδυναμεί με την παραίτηση από την κατανόηση της φύσης της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης και τα μόνιμα δομικά αιτιά της.

Lavinia Marchetti

Ξεσκεπάζοντας το σιωνιστικό αφήγημα

 Τάκης Πολίτης


Ο ιουδαϊσμός είναι θρησκεία, Εβραίοι είναι οι θρησκευόμενοί του. Ο σιωνισμός είναι πολιτικό κίνημα που διανθισμένο με θρησκευτικές δοξασίες περί περιούσιου λαού και υποσχεθείσας γης, υιοθετεί τις μαύρες ιδέες της αποικιοκρατίας, του ρατσισμού και του apartheid. Υπηρετείται κατά πλειονότητα από εβραίους, αλλά και από ακόλουθους άλλων θρησκειών -κυρίως από χριστιανούς ευαγγελικούς- και από το 1948, με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, υλοποιείται εδαφικά στην Παλαιστίνη.

«Για την Ευρώπη θα αποτελούσαμε προπύργιο κατά της Ασίας, θα ήμασταν στην υπηρεσία των φυλακίων του πολιτισμού κατά της βαρβαρότητας», γράφει ο «πατέρας» του σιωνισμού Teodor Herzl στο βιβλίο του «El estado judío» (Το εβραϊκό κράτος). Και πράγματι, η αποικιοκρατική Ευρώπη (και στη συνέχεια και οι ΗΠΑ), από την φάση της σχεδίασης του σιωνιστικού κράτους, του παρέχουν αμέριστη και αδιάληπτη προστασία για την διασφάλιση, βέβαια, και των δικών τους πολιτικών, οικονομικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή.

Για την δημόσια προπαγάνδιση των κεκαλυμμένων (ή μη) στόχων του σιωνισμού, απαραίτητο είναι ένα καλλωπισμένο αφήγημα. Και για την δημιουργία και συντήρηση αυτού του σιωνιστικού αφηγήματος επινοήθηκαν χρήσιμοι μύθοι, και ιδιοποιήθηκαν, διαστρεβλώθηκαν και αποσιωπήθηκαν ιστορικά γεγονότα.

Αρχικό κεντρικό μέλημα του σιωνιστικού αφηγήματος ήταν η δημιουργία ενός έθνους και η κατάλληλη επιμέλεια της εικόνας του. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού επιλέχθηκε η αυθαίρετη μετατροπή του ιουδαϊσμού σε εβραϊσμό, δηλαδή η μετατροπή της θρησκείας σε εθνότητα.

Αναφερόμενοι στα μέσα του 19ου αιώνα, οι κοινωνικές επιστήμες θεωρούσαν την γλώσσα ως απαραίτητο κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων που συγκροτούν ένα έθνος. Αυτό όμως ουδόλως αποθάρρυνε τους σιωνιστές. Εβραίοι Σεφαραδίτες που μιλούσαν λαντίνο, εβραίοι Ασκενάζι που μιλούσαν γίντις και εβραίοι Μιζραχίτες που μιλούσαν αραβικά, περσικά ή κουρδικά, απετέλεσαν ένα ενιαίο έθνος για το σιωνιστικό αφήγημα.

Ο Γερμανός εβραίος σιωνιστής στοχαστής Moses Hess, το 1862, στο βιβλίο του «Roma y Jerusalén: La última cuestión nacional» (τίτλος στα ισπανικά, Ρώμη και Ιερουσαλήμ: Το τελευταίο εθνικό ζήτημα) ήταν αυτός που για πρώτη φορά έκανε σαφή αναφορά σε εβραϊκό έθνος -ως σύγχρονο έθνος, και όχι ως θρησκευτική ή πολιτισμική κοινότητα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Teodor Herzl στο προαναφερόμενο βιβλίο του «El estado judío», γράφει: «Αν θέλετε να οικοδομήσετε ένα έθνος σήμερα, δεν χρειάζεται να το κάνετε με τον τρόπο που ήταν εφικτό πριν από χίλια χρόνια».

Και αυτό ακριβώς έγινε. Με μόνη συγκολλητική ουσία την κοινή θρησκεία, ο σιωνισμός άθροισε τις ανά τον κόσμο εβραϊκές κοινότητες και τις ονόμασε εβραϊκό έθνος. Η απουσία κοινής γλώσσας (προφανώς) θεωρήθηκε ως πρόβλημα για την πειστικότητα του σιωνιστικού αφηγήματος, πρόβλημα που στα τέλη του 19ου αιώνα ανέλαβε να επιλύσει ο εβραίος σιωνιστής γλωσσολόγος Eliezer Ben-Yehuda, με την αναβίωση της επί δύο σχεδόν χιλιετίες μη ομιλούμενης εβραϊκής γλώσσας.

Οι εβραίοι συγκροτούν θρησκευτική κοινότητα, όχι εθνική. Και αυτή η άποψη διατυπώνεται από πολλούς μελετητές που πολύ δύσκολα μπορεί να κατηγορηθούν ως αντισημίτες. Ο Ισραηλινός καθηγητής στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, επιζών του Ολοκαυτώματος, Israel Shahak, στο βιβλίο του «Le racisme de l’État d’Israël» (Ο ρατσισμός του κράτους του Ισραήλ, στα γαλλικά, 1975) γράφει για διαστρέβλωση της εβραϊκής ταυτότητας από θρησκευτική σε εθνική. Ο Ισραηλινός σοσιαλιστής, ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, Shlomo Sand, στο βιβλίο του «The Invention of the Jewish People» (Η επινόηση του εβραϊκού λαού, αγγλική έκδοση, 2009) αναφέρει ότι η ιδέα του εβραϊκού έθνους είναι ένας μύθος που επινοήθηκε πριν από περισσότερο από έναν αιώνα.

Ακόμα ένα κεντρικό στοιχείο του σιωνιστικού αφηγήματος, η γενεαλογική σχέση των σύγχρονων εβραίων με τους αρχαίους ιουδαίους, πέρα από το ότι προσκρούει στην κοινή λογική, αμφισβητείται από πολλούς μελετητές που επίσης δύσκολα μπορεί να κατηγορηθούν ως αντισημίτες. Ενδεικτικά, ο Ούγγρος εβραίος κομμουνιστής συγγραφέας Arthur Koestler, στο βιβλίο του «Judíos kázaros La tribu n° 13» (Εβραίοι Χάζαροι, Η 13η φυλή, αγγλικός τίτλος: The Thirteenth Tribe: The Khazar Empire and its Heritage, 1976), περιγράφει την με πολιτικά κίνητρα μαζική μεταστροφή των Χαζάρων στον ιουδαϊσμό γύρω στο 740 μ.Χ. και καταλήγει ότι η πλειονότητα των Ασκενάζι εβραίων της ανατολικής Ευρώπης δεν είναι απόγονοι των αρχαίων ιουδαίων, αλλά των Χαζάρων που μετανάστευσαν στην Πολωνία, τη Λιθουανία και την Ουγγαρία μετά την κατάρρευση της χαζαρικής αυτοκρατορίας.

Στις μέρες μας, νέες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις περί έθνους δεν θεωρούν την γλώσσα ως απαραίτητο κοινό στοιχείο. Αυτό όμως ουδόλως ακυρώνει την κατανόηση των επιδιώξεων των σιωνιστών από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η επινόηση και τότε τεχνητή συγκρότηση του εβραϊκού έθνους, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του σιωνιστικού στόχου. Ο Shlomo Sand, σε ένα άλλο βιβλίο του «La invención de la Tierra de Israel» (Η επινόηση της Γης του Ισραήλ, ισπανικός τίτλος, 2013), αναφέρει ρητά ότι χάρη στην επινόηση αυτή κατέστη εφικτή η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ.

Προκειμένου να ενισχυθεί το σιωνιστικό αφήγημα, επιστρατεύτηκαν παραπλανήσεις, μυθοπλασίες, ιδιοποιήσεις, ιστορικές συσκοτίσεις. Η ταύτιση εβραίων και σιωνιστικού Ισραήλ, είναι μια συνεχής και απαραίτητη προπαγάνδα για το σιωνιστικό αφήγημα. Η παραπλανητική αυτή ταύτιση συνεπάγεται δύο πράγματα: αφενός αυθαίρετα δωρίζει στο σιωνιστικό κράτος πλήθος μη σιωνιστών εβραίων, αφετέρου επιμελώς αποκρύβει πλήθος μη εβραίων σιωνιστών. Και οι δύο προαναφερόμενες συνεπαγωγές, είναι εξαιρετικά χρήσιμες για τους σιωνιστές, αφού τους διευκολύνουν στο να χαρακτηρίζουν ως αντισημιτισμό κάθε κριτική στον σιωνισμό.

Το σιωνιστικό αφήγημα περιγράφει το εβραϊκό έθνος ως ένα διαρκές και διαχρονικό θύμα. Ακόμα και όταν το Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία, όπως κάνει τους τελευταίους 22 μήνες, τα θύματα εξακολουθούν να είναι οι ίδιοι. Η θυματοποίηση αυτή συσπειρώνει τους σιωνιστές, ενώ παράλληλα, εκτός σιωνισμού, καλλιεργεί ένα συναίσθημα κοινωνικής συμπόνοιας, που με τη σειρά του δημιουργεί μια τάση αυτοσυγκράτησης, έως και ακύρωσης, κάθε τεκμηριωμένης κριτικής απέναντι στο σιωνισμό και στην απτή έκφρασή του, το Ισραήλ.

Αναφερόμενοι στους δύο τελευταίους αιώνες, οι εβραϊκές κοινότητες αναμφισβήτητα υπέστησαν διώξεις -κυρίως στα κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης- με αποκορύφωμα την εξολόθρευση 6.000.000 εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Όμως το Ολοκαύτωμα των εβραίων εργαλιοποιήθηκε και ιδιοποιήθηκε από το Ισραήλ. Ταυτίζοντας το Ολοκαύτωμα των εβραίων με το σιωνιστικό κράτος, οι σιωνιστές καπηλεύτηκαν την μνήμη εκατομμυρίων μη σιωνιστών εβραίων που εξολοθρεύθηκαν από τους ναζιστές. Αμέτρητες είναι οι περιπτώσεις εβραίων επιζώντων -ή απογόνων τους- που διαχωρίζουν τη θέση τους και καταγγέλλουν το Ισραήλ για αυτή την λαθροχειρία.

Επιπλέον, το Ολοκαύτωμα παραμορφώθηκε, συσκοτίστηκε κατά το ήμισυ, έτσι ώστε σήμερα, ένα τεράστιο τμήμα της παγκόσμιας κοινής γνώμης να συνδέει τον όρο Ολοκαύτωμα αποκλειστικά και μόνο με την εξόντωση των 6 εκατομμυρίων εβραίων. Αποσιωπάται ότι στα ίδια στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τις ίδιες βιομηχανοποιημένες μεθόδους, εξοντώθηκαν συνολικά -σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ιστορικών- 11 με 26 εκατομμύρια άνθρωποι, όχι «μόνο» 6 εκατομμύρια εβραίοι. Ας πάρουμε ως αποδεκτή τιμή την μικρότερη, το 11 εκατομμύρια, αυτό σημαίνει ότι 5 εκατομμύρια άνθρωποι, θύματα της ναζιστικής θεωρίας, δεν εξαερώθηκαν μόνο στα κρεματόρια, αλλά και στην παγκόσμια ιστορική συλλογική μνήμη.

Ας πούμε τα πράγματα καθαρά. Το Ολοκαύτωμα των εβραίων δεν ήταν ο λόγος για την ίδρυση του Ισραήλ. Το σιωνιστικό σχέδιο είχε ήδη διατυπωθεί πεντακάθαρα από το τέλος του προηγούμενου αιώνα και είχε ήδη περάσει στη φάση της υλοποίησής του. Οι σιωνιστές χρησιμοποίησαν το Ολοκαύτωμα των εβραίων ως το απόλυτο επιχείρημα επικοινωνιακής νομιμοποίησης για την ίδρυση του σιωνιστικού κράτους και παράλληλα βεβήλωσαν το ίδιο το Ολοκαύτωμα ιδιοποιώντας το.

Το Ισραήλ δεν είναι το καταφύγιο των ανά τον κόσμο διωκόμενων εβραίων, όπως προσπαθεί να μας πείσει το σιωνιστικό αφήγημα. Το Ισραήλ είναι το απτό αποτύπωμα του σιωνισμού, είναι μια εποικιστική αποικιοκρατία που δεκαετίες τώρα εγκληματεί εις βάρος των γηγενών, των Παλαιστινίων, και που δεν κρύβει τις αδηφάγες επεκτατικές προθέσεις του, είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο της ιμπεριαλιστικής Δύσης στην Δυτική Ασία που το υποστηρίζει απροϋπόθετα.

Ο σιωνισμός είναι ο απόλυτος φασισμός της εποχής μας. Ως τέτοιον οφείλει να τον βλέπει η αριστερά. Και απαλλαγμένη από τις φοβίες της -μην τυχόν και κατηγορηθεί για αντισημιτισμό- οφείλει, μαζί με τους αντισιωνιστές εβραίους, να σταθεί αποφασιστικά απέναντί του. Η αριστερά -από θέση αρχών- δεν μπορεί να αποδέχεται την αποικιοκρατία, ούτε σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά ούτε και επί του πεδίου.

Και από την άποψη αυτή -σχετικά με τη συζήτηση των τελευταίων ημερών- η θέση αρχών που μπορεί να έχει η αριστερά είναι μόνο μία: διάλυση του σιωνιστικού κράτους και δημιουργία ενός νέου, παλαιστινιακού κράτους, από το ποτάμι μέχρι τη θάλασσα, όπου όλοι -οι μη σιωνιστές- ανεξάρτητα από θρησκεία, φυλή, κλπ, θα μπορούν να ζουν μαζί ειρηνικά, έχοντας τα ίδια δικαιώματα. Όσο για τους σιωνιστές, θα έχουν και αυτοί ένα δικαίωμα, όπως το προσδιόρισε ο Αμερικανός εβραίος Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών Norman Finkelstein, γιος επιζώντων του γκέτο της Βαρσοβίας: να πάρουν τα πράγματά τους και να σηκωθούν να φύγουν από την ιστορική Παλαιστίνη.