Του Γιώργου Μπλάνα
«Και βεβαίως αναπτύσσονται σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στους
σκηνοθέτες ή τους μαέστρους και τους ηθοποιούς ή μουσικούς. Είναι η φύση της
Τέχνης και το όραμα της καλλιτεχνικής πραγμάτωσης που συχνά προϋποθέτει κάτι
τέτοιο».
Ο συνθέτης και καθηγητής της μουσικής, στον οποίον ανήκουν τα
παραπάνω λόγια, καταδικάζει απερίφραστα την υπέρβαση των ορίων, την επιβολή του
ναρκισσιστικού, εξουσιαστικού εαυτού, την εξύψωσή του μέσω της ταπείνωσης του
άλλου, στο όνομα της Τέχνης.
Κανείς, τις τελευταίες ημέρες, μέσα στην βοή των «αποκαλύψεων»
για την άσκηση βίας από καλλιτέχνες σε καλλιτέχνες, δεν περιέγραψε με
περισσότερη σαφήνεια και εντιμότητα τις πηγές αυτής της βίας: ναρκισσισμός,
μεγαλομανία, εξουσιομανία, σαδισμός.
Κι όμως είχε ήδη θέσει τις προϋποθέσεις για την δικαιολόγηση
αυτών των ακροτήτων, αποφαινόμενος περί της «φύσης» της τέχνης και του
«οράματος της καλλιτεχνικής πραγμάτωσης». Προφανώς δεν το κατάλαβε. Προφανώς
χρησιμοποίησε τις λέξεις «Εξουσία», «Τέχνη», «Όραμα», «Καλλιτεχνική
Πραγμάτωση», με τρόπο που δείχνει πως δεν θεώρησε ποτέ απαραίτητο να σκεφτεί
κριτικά επί των εννοιών, που αντιπροσωπεύουν. Στηρίχτηκε στην «εμπειρία» του
και την επένδυσε με «θεωρητικολογίες», που ακυρώνουν την ανθρωπιστική του
πρόθεση. Διότι υπάρχουν ορισμένα προφανή πράγματα, σχετικά με τις έννοιες που
χρησιμοποίησε. Πράγματα, στα οποία η ανθρώπινη σκέψη έχει καταλήξει και
επαγωγικά και απαγωγικά.
Από την εμπειρία, γνωρίζουμε πως κάθε σχέση εξουσίας
αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ έναν εξουσιαστή κι έναν εξουσιαζόμενο, σ’ έναν άνθρωπο
που διατάσσει κι έναν άνθρωπο που εκτελεί διαταγές, σ’ έναν άνθρωπο που
αποφασίζει για τις ενέργειες και τις σκέψεις ενός άλλου ανθρώπου, ο οποίος
αποξενώνεται από τον εαυτό του. Η εμπειρία μας έχει δείξει πως η εξουσιαστική
σχέση δεν μπορεί να θέσει όρια στον εαυτό της, διότι δεν είναι μια σχέση που
χρησιμοποιεί κάτι που λέγεται «εξουσία», αλλά είναι η ίδια η σχέση. Συνεπώς δεν
μπορούμε να μιλάμε για υπέρβαση ορίων, αφού τα όρια, όπως και όλα τ’ άλλα
μπορεί να τα θέσει μόνον ο εξουσιαστής, ο οποίος πάντα μα πάντα θέτει τα όρια
που δεν μπορεί να ξεπεράσει μόνον ο εξουσιαζόμενος. Πρέπει μια άλλη εξουσία να
θέσει όρια στον εξουσιαστή, ώστε να μην ενεργεί κατά βούληση, με οποιοδήποτε
μέσο, για την επίτευξη του σκοπού του. Αυτή η άλλη εξουσία, απλά θα κάνει τον
πρώην εξουσιαστή εξουσιαζόμενο. Παράδειγμα: η τέχνη στον γραφειοκρατικό
καπιταλισμό του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού.
Η κριτική θεωρία δεν στάθηκε ποτέ δυνατόν να εντοπίσει μια
«φύση» της τέχνης. Καμία «φύση» της τέχνης δεν υποβάλλει ή επιβάλει την
εξουσιαστική σχέση ως προϋπόθεση της. Η έννοια της τέχνης δεν περιλαμβάνει την
εξουσιαστική σχέση στα κατηγορήματά της. Το γεγονός πως η υποταγή του μουσικού
ή του ηθοποιού στον μαέστρο ή τον σκηνοθέτη έχει παράγει καλά έργα τέχνης, δεν
λέει τίποτα. Υπάρχουν άλλα τόσα, που έχουν παραχθεί χωρίς να αναπτυχθεί
εξουσιαστική σχέση. Ο ανθρωποφοβικός και ακοινώνητος σκηνοθέτης ή μαέστρος, με
μηδενικές δυνατότητες επικοινωνίας, θα χρησιμοποιήσει την βία, προκειμένου να
καλύψει την αδυναμία του. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την «φύση» της τέχνης,
με το «όραμα της καλλιτεχνικής πραγμάτωσης».
Αν δεν ήταν έτσι, τότε προφανώς ο ευνουχισμός των αγοριών στην
μουσική και η εκθήλυνσή τους, στην κινεζική όπερα, ήταν πρακτικές απόλυτα
θεμιτές, προκειμένου να επιτευχθεί το «μεγαλείο» της τέχνης!
Η άσκηση εξουσίας έχει αποκλειστικά σχέση με τον χαρακτήρα του
καλλιτέχνη και όχι με την τέχνη. Στην πραγματικότητα, αν υπάρχει κάποια
καταστατική αρχή (κι αυτή επιλεγμένη – όχι δοσμένη από κάποια «φύση» των
πραγμάτων) είναι: Αν η Τέχνη δεν μπορεί να κάνει τον καλλιτέχνη λογικότερο,
ηθικότερο, πιο καλαίσθητο, τότε είναι σκουπίδια, όπως όλα τα άλλα στην ζωή του
θηλαστικού Άνθρωπος.
Η εξουσία -ακόμα και η μη υπερβαίνουσα τα «όρια»- τρέφει τον
παραλογισμό, την ανηθικότητα και την ασχήμια. Μπορεί να παράγει άρτια έργα
τέχνης. Αλλά σκοπός της τέχνης δεν είναι η τεχνική αρτιότητα. Είναι η
απελευθέρωση καλλιτεχνών και ακροατών, θεατών, αναγνωστών, από την ετερονομία
της ανθρώπινης κατάστασης. Η τεχνική αρτιότητα είναι παρεπόμενό της.