Εικόνες και πρώτες σκέψεις
γύρω απ το συμβάν και τις συνέπειές του
A. Οι αυτοψίες
B. Γιατί?
Τάκης Ιωάννου
Τη
Δευτέρα 23-7-2018 το βράδυ έγινε η μεγάλη καταστροφή απ’ τη φωτιά. Την Τρίτη το
πρωί ήμουνα ένας από τους εκατοντάδες (τεμπέληδες κλπ κατά τα κανάλια)
δημόσιους υπαλλήλους μηχανικούς που ήμασταν εκεί κι αρχίσαμε τις αυτοψίες -και
μαζί με αυτές και την παροχή ψυχολογικής στήριξης- στα καμένα (που την πρώτη
τους φάση την ολοκληρώσαμε μέχρι το Σάββατο). Εγώ στο Ν. Βουτζά, τη Ραφήνα και
το Κόκκινο Λιμανάκι, άλλοι στη Ν. Μάκρη και το Μάτι, άλλοι στην Κινέττα.
Από
την πρώτη στιγμή στο Δημαρχείο της Ραφήνας, μέσα σ’ ένα χάος από αλληλέγγυους εθελοντές,
ερυθροσταυρίτες, κούτες με προσφορές, τραυματίες που κάποιοι τους έφερναν για
πρώτες βοήθειες, φάνηκε πόσο απογυμνωμένη από προσωπικό (και κυρίως από έμπειρο
προσωπικό) έχει μείνει η Υπηρεσία Φυσικών Καταστροφών, πολιτική συρρίκνωσης του
‘υπερτροφικού’ δημόσιου γαρ. Παρ όλα αυτά, με τραγικές συνθήκες και τρομαχτική
πίεση, έγινε κατανομή των συναδέλφων για τις αυτοψίες.
Πρώτο
εμπόδιο: έλλειψη οχημάτων. Τελικά αντιμετωπίστηκε με την προσφορά αυτοκινήτων
των ίδιων των συναδέλφων, με προσφορά από τους ντόπιους ταξιτζήδες και με τα
λίγα ‘υπηρεσιακά’ που είχε καταφέρει να διαθέσει το Υπουργείο. Υπήρχε όμως
πρόβλημα να βρεθούν ντόπιοι που ήξεραν την περιοχή, σαν ‘οδηγοί’ των οχημάτων,
παρά την αθρόα προσέλευση, κάτι που γρήγορα διαπιστώσαμε ότι είναι αναμενόμενο
με το λαβύρινθο των στενών, αδιέξοδων και άναρχα διανοιγμένων ‘δρόμων’.
Τελικά
οι αυτοψίες ξεκίνησαν, χωρίς όμως τα στοιχειώδη εφόδια, που μέχρι τέλους δεν
μας δόθηκαν. Μόνο κάποια λίγα γιλέκα (1 για κάθε συνεργείο) και λίγα σπρέϊ για
τη σήμανση (που όμως δεν υπήρχαν κόκκινα, και αν θεωρούσες το κτίριο κατεδαφιστέο
έγραφες με το κίτρινο «κόκκινο»!).
Τα μέσα ατομικής προστασίας (παπούτσια,
μάσκες, κράνη κλπ) φαίνεται ότι κρίνονται περιττή πολυτέλεια από την πολιτική
ηγεσία του Υπουργείου Υποδομών (που κατά τα άλλα φουσκώνει σαν παγώνι για την
άμεση ανταπόκριση των μηχανικών υπάλληλων του), παρά τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες
των αυτοψιών, με εστίες φωτιάς ακόμα ενεργές, με άπειρα υλικά με αμίαντο, με καμένα
μονωτικά, καμένους μετασχηματιστές της ΔΕΔΔΗΕ και τη βρώμα των διοξινών και των
άλλων ποικίλων τοξικών αναθυμιάσεων ακόμα να ταλαιπωρούν το αναπνευστικό μας.
Πυροσβέστες,
στα όρια της φυσικής εξόντωσης, παράλληλα μ’ εμάς συνέχιζαν τον αγώνα τους, που
δυσκόλευε ακόμα περισσότερο η εξάρτηση των κρουνών (στο Ν. Βουτζά που είναι πιο
ψηλά) από πιεστικά, και άρα από την παροχή ρεύματος, που δεν υπήρχε. Όπως δεν
υπάρχουν πλέον και οι υδατοδεξαμενές που παλιότερα είχαν την πρόνοια οι
κοινότητες να διαθέτουν λίγο παραπάνω από τους οικισμούς.
Οι
εικόνες της ανείπωτης φρίκης που αντικρίσαμε, δε νομίζω ότι θα σβηστούν από τη
μνήμη μας, όσο κι αν είμαστε σχετικά εξοικειωμένοι από αυτοψίες στα
σεισμόπληκτα παλιότερα. Ειδικά οι αυτοψίες που δεν μπορέσαμε να κάνουμε (παρότι
ήταν στην περιοχή που είχαμε) γιατί ήταν μέσα στρατός κι έβγαζε κι άλλα θύματα.
Ή που μύριζε εκεί τριγύρω αποσύνθεση και δεν ξέραμε αν ήταν αγρίμια, κατοικίδια
ή άνθρωποι…
Σπίτια
φτωχικά τα περισσότερα, άλλα λυόμενα, άλλα με μπετονένιο σκελετό, άλλα
φτιαγμένα δωμάτιο-δωμάτιο… Κι ανάμεσα σ αυτά και πολυτελείς βίλες, οι πιο
πολλές βέβαια στην παραλιακή ζώνη που είναι ακριβότερη η γη. Και μάντρες,
ατέλειωτες μάντρες να κρύβουν τις βίλες (και τη θάλασσα) από τα αδιάκριτα
βλέμματα.
Σπίτια,
άλλα σχεδόν ανέπαφα, άλλα μαυρισμένα και μισογκρεμισμένα, άλλα ένας σωρός
μπάζα… Και στο δρόμο να έχουν παγώσει πλέον κάποια ρυάκια -από λιωμένο πλαστικό
είπαμε στην αρχή- αλλά ήταν από αλουμίνιο. Κι απ τα παράθυρα να κρέμονται
στερεοποιημένοι σταλακτίτες, όχι από πάγο αλλά από γυαλί (που λιώνει στους
1.400 C0)!
Η
έκταση των ζημιών βέβαια δεν ήταν η ίδια ανεξάρτητα από την ποιότητα και το
κόστος τους. Οι βίλες ελάχιστα πειραγμένες, οι ιδιοκτήτες τους βλέπετε είχαν τα
μέσα και να καθαρίσουν μια ζώνη τριγύρω και να έχουν προσωπικό να τις φροντίζει,
ακόμα και την επομένη της καταστροφής – εξάλλου οι ‘φυσικές’ καταστροφές πάντα
είναι ταξικές καταστροφές.
Όλα
αυτά βέβαια φυτρωμένα άναρχα μέσα στο πυκνό πευκόδασος, παρόλο που είναι γνωστό
ότι τα πεύκα εκτός από το να προσφέρουν ωραία σκιά και καθαρό αέρα, είναι και
εμπρηστικές βόμβες, ιδιαίτερα αν το δάσος έχει μείνει αφρόντιστο και γεμάτο
πευκοβελόνες, ξερά δέντρα και θάμνους.
Ψάχνοντας
τις απαντήσεις στο ‘γιατί’ αυτής της εκατόμβης, μου έρχονται στο νου κάποιοι
πρώτοι προβληματισμοί, που όμως πιστεύω αξίζει να τους διερευνήσουμε αναλυτικότερα
σε επόμενη φάση, για να ιχνηλατήσουμε πιθανά μονοπάτια για την αυριανή μας
σκέψη και πρακτική.
Το
πώς προέκυψαν οι οικισμοί εκεί δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Το κράτος
ουδέποτε εφάρμοσε μια πολιτική παροχής οργανωμένης στέγης – με την εξαίρεση των
προσφυγικών μετά το 1922 και κάποιων ελάχιστων συγκροτημάτων εργατικών
κατοικιών. Αντί γι αυτό -ιδιαίτερα μετά τον εμφύλιο, καθώς ρημάξανε τα χωριά
και η ύπαιθρος (μην ξεχνάμε ότι στον εμφύλιο πρωτοδοκιμάστηκαν οι ναπάλμ) και που
κατά χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες συνέρευσαν στις πόλεις και ειδικά στην
πρωτεύουσα όπου υπήρχαν πολλαπλάσιες δυνατότητες εύρεσης εργασίας- προκρίθηκε η
διευκόλυνση της αυτοστέγασης, είτε με την ανέγερση αυθαιρέτων (και στη συνέχεια
τη νομιμοποίησή τους), είτε με την αντιπαροχή.
Η λύση αυτή εν πολλοίς κάλυψε
τις στεγαστικές ανάγκες με κατοικίες ψηλότερου επιπέδου από τις εργατικές
κατοικίες στις υπνουπόλεις της ‘ανεπτυγμένης’ δύσης, όπως επίσης και με δόμηση
τέτοια που επέτρεπε τη δημιουργία γειτονιάς, και άρα τη συγκρότηση χώρου πιο
φιλικού και πιο ανθρώπινου για τους κάτοικους απ’ ό,τι αλλού. Παράλληλα όμως η
λύση αυτή προσέφερε εκτός από στέγη και την ιδιοκτησία αυτής της στέγης, και
άρα την ‘μικροαστικοποίηση’ του πληθυσμού και συνακόλουθα μεγαλύτερη κοινωνική
ησυχία και δυστοκία για εξεγέρσεις, όπως τουλάχιστον ήλπιζαν οι εμπνευστές της.
Οι
αφόρητες συνθήκες όμως της με αυτόν τον τρόπο γιγαντωμένης μεγαλούπολης, έκανε ‘αναγκαίες’
και τις διακοπές, που ο οικονομικότερος τρόπος να τις εξασφαλίσεις ήταν να
έχεις έστω ένα δικό σου δωμάτιο κοντά στη θάλασσα. Έτσι οι ακτές της Αττικής
(και της Χαλκιδικής κλπ) γέμισαν από μια νέα επέλαση -αυθαίρετων ή μη-
κτισμάτων. Διαχρονικά εξάλλου όλοι ήξεραν ότι στις επόμενες (άντε στις
μεθεπόμενες) εκλογές θα νομιμοποιούσαν το σπιτάκι τους, αυτό θα έμπαινε σε
σχέδιο πόλης κι ας ήταν καταπατημένη δημόσια γη. Το ίδιο κι όσοι -μη βρίσκοντας
πλέον χώρο στο λεκανοπέδιο- κτίζανε κάπου κοντά για μόνιμη κατοικία. Τα ‘παράθυρα’
στη νομοθεσία και οι παροχές διευκολύνσεων καταστρατήγησης των όποιων περιορισμών
υπήρχαν, παρέχονταν αφειδώς.
Παράδειγμα η εγκληματική ‘δουλεία διόδου’ για μη
έχοντα πρόσωπο σε δρόμο οικόπεδα, ώστε να μπορεί να γίνει κατάτμηση και σε
μικρότερα τεμάχια, καθώς πολλά οικόπεδα σε πρώτη φάση είχαν προκύψει από μετατροπή
της καταπατημένης γης σε χωράφια με μικρό πρόσωπο και μεγάλο βάθος. Έτσι
προέκυψαν και τα στενά (2,00 - 2,50 μέτρων) αδιέξοδα δρομάκια που δεν επέτρεπαν
στα πυροσβεστικά να προσεγγίσουν. Η λογική αυτή βέβαια εξακολουθεί να
πρυτανεύει και σήμερα: θυμηθείτε μόνο τις ‘οικιστικές πυκνώσεις’ μέσα σε
δασικές εκτάσεις, που πολύ πρόσφατα ψηφίστηκε.
Όσο
δε για το πευκόδασος μέσα στο οποίο βρίσκονταν σχεδόν όλα τα κτίσματα, ας μην
ξεχνάμε ότι ακόμα κι αν πιο πριν υπήρχαν άλλα είδη, η εύκολη και οικονομική
λύση ήταν η αναδάσωση με πεύκα, που εκτός απ το ότι κοστίζουν λίγο είναι και
ανθεκτικά (όχι βέβαια στη φωτιά).
Και
αν παλιότερα τα πευκοδάση σε μεγάλο βαθμό τα διαχειρίζονταν, τα καθάριζαν και
φρόντιζαν να τα αραιώνουν και να απομακρύνουν τα ξερά, απ τη μια οι ρητινοσυλλέκτες
(που ζούσαν απ’ αυτά) και οι γειτονικές κοινότητες, κι απ την άλλη οι δασικές
υπηρεσίες, αυτή η προστασία έχει πλέον εκλείψει. Ακόμα θυμάμαι τα σημειωμένα με
κόκκινο «χ» για τους υλοτόμους δέντρα που ήταν για κόψιμο, ή τις καμπάνες να
χτυπάνε και να ειδοποιούν για την ανάγκη έκτακτης κινητοποίησης.
Οι
δασικές υπηρεσίες κρίθηκαν περιττή πολυτέλεια απ τους ‘εκσυγχρονιστές’ μας (και
μάλιστα προ μνημονίων) και καταργήθηκαν, ενώ το ρετσίνι κατά κανόνα έχει
αντικατασταθεί από συνθετικές ρητίνες.
Κυρίως
όμως με την επέλαση του κυρίαρχου μοντέλου που προσέφερε και προσφέρει ο
καπιταλισμός, διαρράγηκε η συνοχή του κοινωνικού ιστού και εξαφανίστηκε κάθε
έννοια ‘κοινότητας’, χωρικής, θρησκευτικής ή άλλης. Το ιδιωτικό εξαφάνισε την
έννοια του ‘κοινού’, το προσωπικό όφελος, νοούμενο ως κέρδος, αντικατέστησε
κάθε άλλη επιδίωξη, το χρήμα αντικατέστησε κάθε άλλη αξία.
Οι συλλογικές
πρακτικές στις αγροτικές δουλειές παλιότερα, η μέριμνα για τον δημόσιο, τον
κοινόχρηστο χώρο απλά δεν υφίστανται, η συλλογική κατασκευή έργων μιας
κοινότητας από τα μέλη της, ή η συμμετοχή τους στην αντιμετώπιση έκτακτων
φαινομένων, έχει εκλείψει. Οι κανόνες και οι ρυθμίσεις που με αυτοθέσμιση είχαν
δημιουργηθεί (όπως για παράδειγμα στους οικισμούς του Πηλίου, όπου πριν την
κυριάρχηση των καπιταλιστικών σχέσεων, επιτρεπόταν να χτίσεις στο χώρο σου ό,τι
ήθελες, αλλά με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν κόβει τη θέα κάποιου άλλου), είναι
πλέον αδιανόητες.
Στις
περιοχές που κάναμε τις αυτοψίες, αυτό ήταν εμφανές, αν και όχι απόλυτα: εκεί
που υπήρχαν χαμηλά εισοδήματα συναντήσαμε ακόμα γειτονιές να υπάρχουν και τους
γείτονες να συντρέχουν αυτούς που είχαν μεγαλύτερα προβλήματα, να λένε «ευτυχώς εμείς δεν είχαμε θύματα» κι ας
μην είχαν πλέον που να μείνουν ή τι να φάνε (ευτυχώς η χώρα μας δεν έχει πλήρως
‘εκσυγχρονιστεί’ ακόμα, εξ ου και το αυθόρμητο κίνημα αλληλεγγύης, από τους
πρόσφυγες μέχρι τους πυρόπληκτους). Αντίθετα, όπου τα εισοδήματα ήταν ψηλότερα -και
τα κτίρια είναι σαφής καθρέφτης αυτού του γεγονότος-, κανένα μα απολύτως κανένα
ενδιαφέρον για το διπλανό. Μοναδική έγνοια πώς θα σε πείσουν να τους
καταγράψεις για αποζημίωση γιατί μια πλαστική υδρορρόη στράβωσε απ τη φωτιά! Ή
με πλήρη αδιαφορία να κατεβαίνουν για μπάνιο στη διπλανή παραλία ή να κάνουν
ηλιοθεραπεία στην (μαντρωμένη) αυλή τους!
Αντίστοιχες
βέβαια συμπεριφορές συνάντησα (και δεν μπορώ να τις ξεχάσω) και στις αυτοψίες
των σεισμών της Καλαμάτας και της Αθήνας, το 1999, καθότι η κυριαρχία των
καπιταλιστικών σχέσεων και της αποδιοργάνωσης του ‘συλλογικού’ έχει τουλάχιστον
κάποιες δεκαετίες που κατατρώει τις σάρκες μας και μας μετατρέπει σε πειθήνιους
καταναλωτές όταν μπορούμε, και άστεγους, άνεργους ή και ζητιάνους όταν δεν
μπορούμε.