του Alberto Bagnai
Το ευρώ ήταν ένα
μεγάλο επίτευγμα της οικονομικής επιστήμης, αλλά κατέληξε η πιο ταπεινωτική
ήττα για το επάγγελμα του επιστήμονα των οικονομικών. Ευχαριστώ την εφημερίδα Sole 24 Ore, που μου επιτρέπει, με μεγάλη
ευρύτητα πνεύματος, να αναπτύξω και να θέσω σε συζήτηση στα πλαίσια ενός επίσημου διαλόγου ένα παράδοξο που αφορά όλους, οικονομολόγους και μη.
Το ευρώ υπήρξε ένα μεγάλο επίτευγμα της οικονομικής επιστήμης: Δεν ξέρω καμία άλλη περίπτωση που θα μπορούσε να προβλέψει με τέτοια ανησυχητική ακρίβεια τις συνέπειες μιας πολιτικής απόφασης. Θα δώσω τρία παραδείγματα.
Αρχίζουμε από το
τελευταίο Οικονομικό Δελτίο της ΕΚΤ, το οποίο σχολιάζει αρνητικά ότι η αύξηση
των μισθών στην ευρωζώνη είναι πολύ περιορισμένη, γεγονός που υποδηλώνει ενδεχόμενη
υποτίμηση των επίσημων στοιχείων για την ανεργία.
Έχουμε να κάνουμε, συνεπώς, με
αυτό που πρόβλεπε το 1996 ο Rudiger
Dornbusch, όταν προειδοποιούσε ότι η νομισματική ένωση θα «μετέφερε στην αγορά
εργασίας τo
καθήκον
της ρύθμισης της ανταγωνιστικότητας», με
κυριαρχία της ανεργίας.
Είναι αυτό που ονομάζουμε
«εσωτερική υποτίμηση», ένας μηχανισμός πάνω στον οποίο μια νομισματική ένωση
πρέπει να στηριχτεί, αν θέλει να επιβιώσει (το απέδειξε ο Mundell το 1961). Κατά δεύτερον, σε όλη την Ευρώπη τα
κόμματα του ευρωσκεπτικισμού (παρά τις ήττες)αυξάνουν την επιρροή τους, και θέτουν
υπό αμφισβήτηση το ευρωπαϊκό μοντέλο πολιτικής ολοκλήρωσης.
Είναι αυτό ακριβώς που
ο Nicholas Kaldor είχε προβλέψει το 1971,
όταν προειδοποιούσε ότι «αν η δημιουργία μιας νομισματικής ένωσης και ο έλεγχος
της Κοινότητας στους εθνικούς προϋπολογισμούς ασκούν μια τέτοια πίεση που να
οδηγούν στην κατάρρευση του συστήματος, αυτό απέτρεπε τη δημιουργία μιας πολιτικής ένωσης αντί να την ευνοήσει». Τέλος δεν πρόλαβε καλά καλά
ο Μακρόν να εγκατασταθεί στην προεδρία και η γερμανική απόρριψη της γαλλικής
πρότασης για το ευρωομόλογο ξεκαθάριζε ότι
ηγεμονική δύναμη δεν προτίθεται να αποκλίνει από την αδιαλλαξία της.
Εξαιρετικό παράδειγμα αυτού που υποστήριζε ο Martin Feldstein, το 1997: «Η γαλλική
φιλοδοξία για ισότητα και οι επιδιώξεις της γερμανικής ηγεμονίας δεν
συμβαδίζουν».
Όλα εξελίσσονται όπως οι καλύτεροι από εμάς είχαμε προβλέψει,
και έτσι η τοποθέτηση για το ευρώ ενός πνευματικά έντιμου οικονομολόγου θα
συμπυκνωνόταν σε τέσσερις μόνο λέξεις: «Σας το είχαμε πει !» Θα ήταν, βέβαια, μια
στείρα στάση, αλλά πάντως καλύτερη από αυτό που βλέπουμε από το 2008 και
μετά.
Αντί να προτείνει τρόπους εξόδου από μία παγίδα που είχε περιγράψει τόσο
καλά, το επάγγελμα του επιστήμονα οικονομικών
δυσφημίζεται, υπερασπίζοντας με αμφίβολα επιχειρήματα το ίδιο σχέδιο του οποίου
είχε προέβλεπε την αποτυχία (σχετικά με την ποιότητα των επιχειρημάτων συμφωνώ
με ό, τι είχε γράψει ο Perotti στην lavoce.info στις 12 Μαΐου του προηγούμενου έτους).
Το σχέδιο αυτό είναι ασυνάρτητο, για έναν πολύ απλό λόγο, που αναλύεται από τον Alberto Alesina το 1997 (όταν επέκρινε τη νομισματική ένωση): μια κοινή αγορά έχει νόημα μόνο με την προϋπόθεση ότι θα στηρίζει την ανάπτυξη, όταν από τον υπόλοιπο κόσμο μεταδίδονται συστημικά σοκ όπως η αμερικανική κρίση του 2008 .
Δυστυχώς, επειδή σε μια νομισματική ένωση η μακροοικονομική προσαρμογή
περνάει υποχρεωτικά μέσα από την εσωτερική υποτίμηση (μειώσεις μισθών), το
ενιαίο νόμισμα ακυρώνει τα όποια θετικά της ενιαίας αγοράς, γιατί με την
περικοπή των μισθών καταστέλλεται η εγχώρια
ζήτηση, όταν ακριβώς την έχει περισσότερο ανάγκη προκειμένου να αντικαταστήσει
την εξωτερική προσωρινά ανεπαρκή ζήτηση.
Φυσικά, είναι δύσκολο να υπερασπίζεσαι ένα ασυνάρτητο σχέδιο, και να συμφωνείς ταυτόχρονα με τα στοιχεία, τη θεωρία, ή πολύ απλά με τον εαυτό σου. Ετσι, το ευρώ ,καταλήγει να είναι, η πιο συντριπτική ήττα του επαγγέλματος του επιστήμονα των οικονομικών, το οποίο με ασυνάρτητα επιχειρήματα προκαλεί σύγχυση στον κόσμο. Θα μεταφέρω και εδώ τρία παραδείγματα από αυτή τη συζήτηση.
Φυσικά, είναι δύσκολο να υπερασπίζεσαι ένα ασυνάρτητο σχέδιο, και να συμφωνείς ταυτόχρονα με τα στοιχεία, τη θεωρία, ή πολύ απλά με τον εαυτό σου. Ετσι, το ευρώ ,καταλήγει να είναι, η πιο συντριπτική ήττα του επαγγέλματος του επιστήμονα των οικονομικών, το οποίο με ασυνάρτητα επιχειρήματα προκαλεί σύγχυση στον κόσμο. Θα μεταφέρω και εδώ τρία παραδείγματα από αυτή τη συζήτηση.
Η άποψη του Paul De
Grauwe, ότι η Ελλάδα και η Ισπανία «έχουν
ξεκινήσει μια διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης με θετικά αποτελέσματα» ελάχιστα
συμφωνεί με τα δεδομένα: η ανεργία το
2016 ήταν στο 23,7% στην Ελλάδα και 19,6% στην Ισπανία. Δεν χρειάζεται να
έχεις και ιδιαίτερη ικανότητα για να μειώσεις τους μισθούς, όταν ένας στους πέντε ανθρώπους είναι άνεργος.
Με τα υπάρχοντα στοιχεία, πιο πολύ και από επιτυχία αυτών των χωρών η ανάλυση των De
Grauwe δείχνει απώλεια επαφής με την καθημερινή πραγματικότητα, η οποία σίγουρα
δεν βοηθά να γίνει συμπαθές το επάγγελμά μας.
Η άποψη του John Cochrane ότι τα
χρήματα είναι άνευ σημασίας για την ανάπτυξη (οι οικονομολόγοι μιλούν για
«ουδετερότητα» του χρήματος) συγκρούεται όχι μόνο με σημαντικά επιστημονικά συμπεράσματα,
όπως η ανάλυση του Dani Rodrik σχετικά
με το ρόλο μιας υπερβολικά ισχυρής συναλλαγματικής ισοτιμίας στον περιορισμό της ανάπτυξης μιας χώρας,
αλλά και με αυτό που σήμερα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα παραδέχονται μέσα από τα
δόντια: οι μεταρρυθμίσεις προκαλούν αποπληθωρισμό, χωρίς να είναι σε θέση να αυξήσουν
σε ικανοποιητικά επίπεδα την απασχόληση
(σημείωση 23 του προαναφερθέντος οικονομικού Δελτίου της ΕΚΤ).
Και σ’ αυτό οι καλύτεροι οικονομολόγοι είχαν εκφράσει την άποψή τους: οι αρνητικές συνέπειες των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην παραγωγικότητα της εργασίας είχαν ήδη περιγραφεί από τον Robert Gordon το 2008. Για τον Cochrane το νόμισμα είναι όπως το λάδι για τη μηχανή του αυτοκινήτου. Η μεταφορά είναι (άθελα του) σωστή. Μια κακή διαχείριση του λαδιού μακροπρόθεσμα έχει τις ίδιες συνέπειες με μια κακή διαχείριση του νομίσματος: στην πρώτη περίπτωση καίγεται η κυλινδροκεφαλή, και η μηχανή παύει να λειτουργεί. Στη δεύτερη, μια ήπειρος (και η παγκόσμια οικονομία σταματάει να κινείται).
Εάν ο De Grauwe δεν σέβεται τα στοιχεία, και ο Cochrane τις θεωρίες,
ο Feldstein είναι ασυνεπής με τον ίδιο του τον εαυτό. Η άποψη του , ότι οι σχέσεις
χρέους και πίστωσης δεν μπορούν να
μετατραπούν σε νέες λογιστικές μονάδες (δηλαδή οι Ιταλοί, που θα πληρώνονται σε νέες λίρες [1] , θα συνεχίσουν να
αποπληρώνουν σε ευρώ τα στεγαστικά τους δάνεια), έρχεται σε αντίθεση με αυτό
που ο ίδιος ο ο Feldstein υποστήριζε το 2012, όταν, μιλώντας για την
Ελλάδα στο Foreign
Affairs , παραδεχόταν
ότι μόνο οι συμβάσεις που διέπονται από
αλλοδαπό δίκαιο δεν είναι μετατρέψιμες (αλλά τα δάνεια που συνάπτονται στην
Ιταλία με ιταλικές τράπεζες διέπονται από το ιταλικό δίκαιο) .
Όλες αυτές οι ασυνέπειες είναι μονόδρομος: τροφοδοτούν
ένα σχέδιο δημιουργίας ενός παράλογου φόβου, και επειδή δεν είναι αξιόπιστες με όρους επικοινωνίας, μετά την καταστροφολογία
που προηγήθηκε (αλλά δεν επιβεβαιώθηκε),στην περίπτωση του Brexit την εκλογική
νίκη του Trump, τη νίκη του «όχι» στο ιταλικό δημοψήφισμα. Και είναι λυπηρό να βλέπουμε
τον Barry Eichengreen, ένα από τους πιο λαμπρούς μελετητές του τέλους του κανόνα του χρυσού, να λέει ότι «η
ιστορία δεν έχει όπισθεν».
Αυτή η «ευθύγραμμη»
αντίληψη περί προόδου θα προκαλούσε τα γέλια σε ένα οποιοδήποτε
μαθητή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μας, αλλά, πάνω απ 'όλα, για άλλη μια
φορά, δυσφημεί το επάγγελμά μας. Το καθήκον μας, ως διανοούμενοι και
οικονομολόγοι, είναι να προτείνουμε και να διερευνούμε εναλλακτικές λύσεις και να
μην τις περιορίζουμε, οχυρωμένοι πίσω
από το σλόγκαν there
is no alternative (δεν υπάρχει εναλλακτική λύση).
[--->] [1] ''π '' : νέες λίρες.Σε περίπτωση εξόδου της Ιταλίας από την ευρωζώνη και την εισαγωγή της ιταλικής λίρας ως εγχώριου νομίσματος