Zehra Doğan

 

Γεννημένη στο Ντιγιαρμπακίρ το 1989, η Κούρδισσα Zehra Doğan είναι μια θαρραλέα ερευνητική δημοσιογράφος και μια αυθεντική ζωγράφος. Έντονα πολιτικοποιημένη, έχει φυλακιστεί δυο φορές.

 

Τον Μάρτιο κυκλοφόρησε το graphic novel της Prison n°5, με αφετηρία την τραυματική εμπειρία του εγκλεισμού της. Αυτή ήταν μια αφορμή για μια συνέντευξη-«ποταμό».

 

Γεννημένη στο Ντιγιαρμπακίρ το 1989, είσαι μια θαρραλέα ερευνητική δημοσιογράφος και μια αυθεντική ζωγράφος.

 

Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις σου από την παιδική σου ηλικία και τα πρώιμα εφηβικά χρόνια, είτε σχετίζονται με ανθρώπους, στιγμές ή τόπους;

 

Έζησα όλη μου την παιδική ηλικία στο Ντιγιαρμπακίρ, ένα πολιτικό hotspot.

 

Οι οικογένειες που ζουν εκεί και στις κουρδικές περιοχές έχουν, γενικά, εξαιρετική πολιτική επίγνωση, και είναι μέσα στον αγώνα. Η δική μου, σε σύγκριση με άλλες κουρδικές οικογένειες, φαινόταν λίγο λιγότερο πολιτικοποιημένη.

 

Όλα τα παιδιά που γεννιούνται σ’ αυτή την πόλη είναι πολιτικοποιημένα. Από μικρή ηλικία, ήμουν ένα παιδί που μαχόταν πολιτικά, όπως όλα τα παιδιά σ’ αυτόν τον τόπο.

 

Όταν ήμουν 17, συνελήφθην επειδή πετούσα πέτρες. Τέθηκα υπό κράτηση, δικάστηκα και καταδικάστηκα σε ποινή έξι μηνών με αναστολή. Έτσι είμαι φτιαγμένη.

 

Στο δημοτικό, είχαμε μια δασκάλα που καταγόταν από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και μιλούσε μόνο τουρκικά, τα οποία ήταν επιβεβλημένα ως η επίσημη γλώσσα.

 

Δεν καταλαβαίναμε ούτε λέξη απ’ όσα έλεγε, ούτε κι εκείνη μας καταλάβαινε. Μάς θεωρούσε ηλίθια…

 

Εξαναγκαζόμασταν να απαγγέλλουμε τον όρκο, που κάνει όλα τα παιδιά να λένε ότι αφιερώνουν τη ζωή τους στην Τουρκία, να τραγουδάμε τον εθνικό ύμνο, να προωθούμε την κουλτούρα της σημαίας…

 

Τα σχολικά μου χρόνια ξοδεύτηκαν στην εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας και στην ανακάλυψη της αδικίας και των διακρίσεων.

 

Υπήρξα πλανόδια πωλήτρια στους δρόμους του Ντιγιαρμπακίρ. Πουλούσα νερό, γλυκά, μαϊντανό, καραμελωμένα μήλα, γρανίτες με γεύση φρούτων. Γυάλιζα παπούτσια. Πουλούσα επίσης βιβλία.

 

Όλα αυτά μ’ έκαναν ευτυχισμένη, γιατί βιοποριζόμουν.

 

Αλλά δουλεύοντας στα δυτικά, στα χωράφια, υπό τις εντολές ιδιαιτέρως ρατσιστών Τούρκων, ήταν ένα αληθινό βασανιστήριο. Εκεί, ένιωθες τον αβάσταχτο πόνο της απελπισίας μέχρι το μεδούλι.

 

Για παράδειγμα, πήγαμε με την οικογένειά μου στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας να μαζέψουμε φουντούκια.

 

Ποτέ δεν ξέχασα την πινακίδα που έγραφε «χώρος για σκύλους» στο μέσο του χωραφιού όπου βρίσκονταν οι προχειροστημένες σκηνές μας.

 

Αυτά είναι πράγματα που μ’ έχουν σημαδέψει.

 

Όταν ήμουν μικρούλα, κοιμόμασταν στη στέγη. Η μητέρα μου, όπως όλες οι Κούρδισσες μητέρες, συνήθιζε να μας λέει ιστορίες και θρύλους από τη Μεσοπoταμία, όπως για την Şahmaran, αλλά και πολλές άλλες.

 

Αυτές είναι εξαιρετικά πολύτιμες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας. Νανουριζόμουν από αυτές τις χιλιόχρονες ιστορίες, κι αυτό ακόμα αντανακλάται στην καλλιτεχνική δουλειά μου σήμερα.

 

 


                            Ivies of captivity, Diyarbakır Prison, 2016


Πότε συνειδητοποίησες για πρώτη φορά και τις δύο κλίσεις σου, και σε ποιον βαθμό σε ενθάρρυνε το οικογενειακό περιβάλλον σου να τις αναπτύξεις πλήρως;

 

Από πολύ νεαρή ηλικία ξεκίνησα να ζωγραφίζω. Στα 11, παρακολουθούσα τάξεις καλλιτεχνικών στο Πολιτιστικό Κέντρο Dicle Fırat.

 

Έπειτα, αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο του Munzur με τον τίτλο της σχεδιάστριας μόδας και από το  Πανεπιστήμιο του Dicle ως καθηγήτρια Καλών Τεχνών.

 

Ενώ ήμουν ακόμα φοιτήτρια, βοήθησα στην ίδρυση του φεμινιστικού ειδησεογραφικού πρακτορείου JINHA όπου όλες οι συνεργάτριες ήταν μόνο γυναίκες.

 

Η συντακτική του γραμμή, εστιασμένη στις γυναίκες, χρησιμοποιούσε μια συγκεκριμένη γλώσσα, διαφορετική από την παραδοσιακή των μίντια που ήταν ριζωμένα στα καλούπια της πατριαρχίας.

 

Το JINHA έκλεισε το 2016 με διάταγμα, όπως και περισσότερα από 100 Μέσα. Αναβιώθηκε με διαφορετικό όνομα, και έκλεισε ξανά. Συνεχίζει τακτικά να αναδύεται από τις στάχτες του. Οι δυο δουλειές μου αλληλοσυμπληρώνονται αυθόρμητα.

 

Η οικογένειά μου ανέκαθεν με υποστήριζε, ακόμα κι όταν μερικές φορές φοβόταν τις δραστηριότητές μου.

 

Όσον αφορά στην τέχνη, κάθε έργο που κατάφερνα να βγάλω από τη φυλακή όσο ήμουν μέσα, θα το άπλωναν στο πάτωμα, θα το παρατηρούσαν, θα το συζητούσαν, θα προσπαθούσαν να το καταλάβουν και να το ερμηνεύσουν, όταν γύρισα σπίτι.

 

Σε σχέση με τη δημοσιογραφία, τον πρώτο καιρό η μητέρα μου ήταν φοβισμένη. Αλλά στο τέλος, για παράδειγμα όταν φυλακίστηκα, ήταν σχεδόν «ανακουφισμένη», γιατί «δεν ήμουν πεθαμένη, μόνο φυλακισμένη».

 

Είναι, κατά τη γνώμη σου, η δημοσιογραφία και η ζωγραφική διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης, βίωσης και έκφρασης των ίδιων ζητημάτων και αναγκών- προσωπικών όσο και συλλογικών;

 

Πώς αλληλεπιδρούν και αλληλοσυμπληρώνονται στην περίπτωσή σου;

 

Αυτό που έχω μάθει από όλες τις μέχρι τώρα εμπειρίες μου είναι ότι οι άνθρωποι δυσκολεύονται πολύ να συνδυάσουν αυτά τα δύο διαφορετικά γνωστικά πεδία.

 

Μια από τις δραστηριότητές μου είναι η τέχνη, κι η άλλη η δημοσιογραφία, που καταπιάνεται με την πραγματικότητα εξ αποστάσεως και με ακρίβεια.

 

Όταν μιλάμε για τέχνη, συνήθως σκεφτόμαστε έναν αισθητικό τρόπο έκφρασης με στρογγυλεμένες μορφές. Αλλά, για μένα, η τέχνη -τουλάχιστον η δικιά μου- δεν είναι έτσι: είναι πολύ άμεση και σκληρή.

 

Η τέχνη μου προτιμά μια αφήγηση, όχι σαν να προσφέρει κάποιο άρωμα, αλλά άμεσα. Γι’ αυτόν τον λόγο, στη δημιουργία μου υπάρχουν πάντα ίχνη της δημοσιογραφίας.

 

Όπως η δημοσιογραφία χρησιμοποιεί λέξεις, τα έργα μου εκφράζονται χωρίς παρακάμψεις. Η δημοσιογραφία μου είναι πολιτική, τροφοδοτεί την τέχνη μου.

 

Δεν είμαι καλή στο να στρογγυλεύω τις άκρες, να βουτάω τη γλώσσα μου εφτά φορές στο μυαλό μου πριν μιλήσω, ή να εκφράζω πράγματα με έμμεσο τρόπο.

 

Πάντα προτιμώ την άμεση έκφραση, όπως στη δημοσιογραφία. Για μένα, είναι λάθος να εκφράζεις πράγματα έμμεσα, ακόμα κι αν πρόκειται για τέχνη. Κάνω πολιτικά έργα.

 

Μιλώντας για πολιτικά ζητήματα με έναν έμμεσο τρόπο σημαίνει αισθητικοποίηση του θέματος, κι αυτό είναι μεγάλο λάθος και ανήθικο. Αυτού του είδους τα ζητήματα πρέπει να εκφράζονται με όλη την ψυχρότητά τους.

 

Πόσο καθοριστική είναι η κουρδική διάσταση της ταυτότητάς σου στην καθημερινή σου ζωή, τέχνη και δημοσιογραφία;

 

Ως καλλιτέχνις που έχει ζήσει στο Κουρδιστάν, όπου συντελείται ένας από τους χειρότερους πολέμους στον κόσμο, δε θα μπορούσα να θεωρήσω την καλλιτεχνική μου έρευνα πάνω στις εικαστικές φόρμες, ούτε να προσεγγίσω την αισθητική πρακτική μου χωρίς να σκέφτομαι την πραγματικότητα γύρω μου.

 

Ακόμα κι αν διώκομαι στη χώρα μου για μια ταυτότητα που δεν επέλεξα, πιστεύω πως το να μην ενδιαφέρομαι για την πολιτική θα σήμαινε να στερούμαι συνείδησης.

 

Στον τόπο μου, αυτή μνήμη έχει καταστραφεί επί αιώνες. Μέσω της κατάπνιξης του ιστορικού αρχείου μας, προσπαθούν να μας βυθίσουν στην αμνησία, στη λήθη, στη μη ύπαρξη. Λαός στερημένος από τη μνήμη του πέφτει στα γόνατα.

 

Γι’ αυτό βεβαίως, για τον λαό μου, το πιο δυνατό πράγμα είναι οι χοροί, τα τραγούδια και η προφορική κουλτούρα. Τα παραμύθια και οι θρύλοι μας μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά.

 

Γι’ αυτό και στα περισσότερα έργα μου είναι πολύ σημαντική η τεκμηρίωση. Μέσω της ζωγραφικής, του σχεδίου πάνω σε ή από έγγραφα, προσπαθώ να τα κάνω μόνιμα.

 

 


                                            Κemal Kurkut, 2017, Istanbul


Υπάρχει μια επανερχόμενη αίσθηση αγωνίας, σκοτεινιάς -ακόμα και τρόμου- στη ζωγραφική σου. Είναι η τέχνη επίσης ένας τρόπος εξορκισμού «δαιμόνων»; Ταυτίζεσαι με κάποιο παροντικό ή παρελθοντικό καλλιτεχνικό κίνημα ή στιλ;

 

Για μένα, είναι μια μορφή έκφρασης. Στη φυλακή, ήταν ένα μέσο αντίστασης, συλλογικό από αυτή την άποψη, με τις συγκρατούμενές μου.

 

Μου επέτρεψε να απωθήσω τους τοίχους, να τους κάνω να εξαφανιστούν, ακόμα κι αν μού απαγορεύονταν τα πάντα.

 

Το να πραγματοποιώ μια απόδραση μέσω ενός εικονογραφημένου βιβλίου, για παράδειγμα, παράνομα ήταν η εκδίκησή μου απέναντι στους δαίμονες.

 

Όταν κρυβόμουν στην Ιστανμπούλ, πριν τη δεύτερη φυλάκισή μου, η τέχνη μού επέτρεψε να αρχειοθετήσω όλα όσα όλος ο κόσμος έκρυβε σχετικά με τις σφαγές που είχαν διαπραχθεί από Τούρκους στρατιώτες στις κουρδικές περιοχές.

 

Ναι, ήθελα ν’ απαλλαγώ από την οσμή του αίματος που κολλούσε μέχρι την άκρη του ρουθουνιού μου,

 

Αυτό το έκανα χρησιμοποιώντας παλιές εφημερίδες και διοχετεύοντας εκεί τη βία που είχα δει και βιώσει σ’ εκείνες τις υπό πολιορκία γειτονιές.

 

Ο τρόμος ήταν στα μάτια και στις ζωές των ανθρώπων, όχι στα δικά μου και στον καμβά.

 

Αλλά ανέκαθεν λέω και σκέφτομαι ότι κάτω από το μαύρο χρώμα του καμβά, το χρώμα, τα χρώματα του Κουρδιστάν θα μπορούσαν να επιστρέψουν, με το ξύσιμο.

 

Σου είπα νωρίτερα πως πάντα προτιμώ την άμεση έκφραση, όπως στη δημοσιογραφία. Αλλά αν με ρωτάς κατά πόσο ο κόσμος υποστηρίζει αυτή την προσέγγιση, κατά τη γνώμη μου όχι ακόμα.

 

Αντιθέτως, θα έλεγα ότι το να τοποθετείς κάποια πραγματικότητα μπροστά στα μάτια των ανθρώπων, αυτή τη φορά μέσω της τέχνης, ακόμα και ενοχλεί.

 

Σήμερα, οι άνθρωποι πηγαίνουν στα μουσεία και στις εκθέσεις για να μάθουν, να χαλαρώσουν, να τους φύγει το στρες, ή για να αποζημιώσουν τον εαυτό τους μ’ ένα ευχάριστο διάλειμμα από την εργασιακή ρουτίνα τους.

 

Πολλοί από αυτούς θέλουν να δουν ήπια, χαλαρωτικά έργα. Αυτό μού φαίνεται ένα είδος στοχασμού.

 

Αλλά η τέχνη μου είναι ενοχλητική, και μιας φύσης που δεν εκτίθεται σε λευκά βάζα. Αναστατώνει την πολιτισμική πρωτοβουλία κάποιων, αναστατώνει τις πολιτισμικές διακοπές άλλων…

 

Προσκαλεί, ίσως, τον επισκέπτη -για να χρησιμοποιήσω τον όρο σου- να ξορκίσει τους δαίμονές του, κυρίως σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο και τη δικιά του θέση.

 

Οι άνθρωποι δε θέλουν να ενοχλούνται σε χώρους πολιτισμικής δραστηριότητας, αλλά ενοχλούνται από τα έργα μου, γιατί όταν γίνονται ορατά, ξυπνάνε ένα αίσθημα ανάγκης για ανάληψη δράσης. Κι αυτό είναι σίγουρα κάτι που πολλοί αποφεύγουν.

 

Δεν ταυτίζομαι με κάτι. Όταν δικαζόμουν, κατηγορούμουν για «υπέρβαση των ορίων της τέχνης».

 

Κι όταν ο δικαστής με ρώτησε γιατί ζωγράφισα την εικόνα για την οποία κατηγορούμουν, τους είπα πως αν εγώ σχεδίασα την καταστροφή που είχαν διαπράξει, εκείνοι την υλοποίησαν.

 

Έχω ακούσει ότι ο Πικάσο το είχε πει για την Γκερνίκα. Αλλά δεν υπάρχει ταύτιση εδώ, απλώς ένας τρόπος απάντησης σ’ έναν δικαστή που δεν είναι ειδικός στην τέχνη.

 

 


                                         Το έργο (κάτω) που την οδήγησε στη φυλακή


Η ανάδυση ενός γενικευμένου ολοκληρωτισμού παγκοσμίως, που χρησιμοποιεί τη συνεχιζόμενη πανδημία ως λόγο, πρόσχημα κι ευκαιρία, απειλεί να εγκαθιδρύσει ένα «νέο» ανθρωπολογικό παράδειγμα.

 

Ποια είναι η απάντησή σου -δημιουργική ή άλλη- σ’ αυτόν τον άμεσο κίνδυνο;

 

Υπάρχει μια μακρά λίστα προκλήσεων μπροστά στην ανθρωπότητα…

 

Οικολογικά προβλήματα, η αρπαγή της φύσης και της ζωής της, ο ρατσισμός, η βία -ιδίως εναντίον των γυναικών-, τα βάσανα των μειονοτήτων και των καταπιεσμένων, οι πόλεμοι που καίνε τον πλανήτη, η εκμετάλλευση των ανθρώπων…

 

Η φιλοδοξία για εξουσία είναι μια αρρώστια. Αυτή έχει φέρει τον κόσμο σ’ αυτή την κατάσταση. Αυτή η αρρώστια είναι μια ιδεολογία: εκείνη της εξουσίας. Άρχισε να εξαπλώνεται χιλιάδες χρόνια πριν με την εξάλειψη των γυναικών.

 

Αυτός ο ιός, πολύ πριν την πανδημία του κορονοϊού, μόλυνε όλες τις περιοχές του κόσμου. Η τέχνη, η επιστήμη, κατασχεμένες από το κυρίαρχο, έχουν χάσει την πραγματική αποστολή τους.

 

Εμείς οι άνθρωποι έχουμε μετατραπεί σε μηχανές- σε μια ζωή που θυμίζει προσομοίωση δουλεύουμε, καταναλώνουμε, υπηρετούμε.

 

Η πανδημία έχει επίσης παραγάγει μια απροσδόκητη επίδραση στον έλεγχο, στην απαγόρευση – συμπεριλαμβανομένων, σε μεγάλη κλίμακα, της μετανάστευσης και της εξορίας.

 

Ένας άνθρωπος που έχει επίγνωση του γεγονότος πως η πανδημία είναι μονάχα μία από τις συνέπειες των καταραμένων πολιτικών των macho κρατών, μάχεται ενάντια σε όλο αυτό.

 

Ακόμα κι αν στην Τουρκία, συγκεκριμένα, ο ολοκληρωτισμός δεν είναι κάτι καινούριο, είναι αλήθεια ότι μπορούμε να κοιτάξουμε τον κόσμο και να δούμε την άνοδο φασισμών που δε λένε τ’ όνομά τους.

 

Θα σου υπενθύμιζα πως η Τουρκία θα γίνει εκατό ετών, και η δημοκρατία της ήταν ήδη οικοδομημένη πάνω σε μια γενοκτονία, εκείνη των Αρμενίων. Και, με ή χωρίς κορονοϊό, η εθνικιστική ιστορία συνεχίζεται…

 

Αν επρόκειτο να κοιτάξουμε προσεκτικά, θα βλέπαμε ότι σε πολλές χώρες υπάρχουν μοναδικές Ιστορίες που τις έφεραν σ’ αυτό το σημείο.

 

Πιστεύω, όμως, πως η οικουμενική γενίκευση ενός συστήματος που βασίζεται στην ανισότητα, στην καταστροφή της φύσης, η πατριαρχία εναντίον των γυναικών, φτάνει στα όριά του όπου ξεσπούν κρίσεις.

 

Ο κορονοϊός ίσως τις έχει φέρει στο φως, και οι σκοτεινές δυνάμεις της εξουσίας συνασπίζονται.

 

Πραγματικά νομίζω ότι το φως προέρχεται από τις γυναίκες. Κοίτα την κατάσταση του πολέμου στη Ροζάβα, για παράδειγμα. Είναι οι γυναίκες που δίνουν ελπίδα στη ρημαγμένη Μέση Ανατολή.

 

Επομένως, η τέχνη μου αφορά στον αγώνα τους, κι είναι επίσης και δικός μου.

 

 


Χρησιμοποιώντας την τραυματική εμπειρία της φυλάκισής σου ως αφετηρία, το graphic novel σου Prison N°5, που κυκλοφόρησε στη Γαλλία στις 17 Μαρτίου, θίγει την καταπίεση των Κούρδων και την αντίσταση των έγκλειστων γυναικών.

 

Πόσο καιρό δούλευες πάνω σ’ αυτό το βιβλίο και τι επιδιώκεις να πετύχεις με την έκδοσή του;

 

Το δημιουργικό μου πεδίο είναι αρκετά ριζωμένο στην κουλτούρα του κόμικ. Έφτασα σ’ αυτό σχεδόν ενστικτωδώς.

 

Όταν ήμουν ακόμα ελεύθερη και κάλυπτα ως δημοσιογράφος τις επιθέσεις του τουρκικού κράτους σε κουρδικές πόλεις (τέλος 2015/αρχές ’16), ήδη συνδύαζα δημοσιογραφία και καλλιτεχνική πρακτική σχεδιάζοντας σε τάμπλετ κι έπειτα δημοσιεύοντας στα κοινωνικά δίκτυα ένα είδος graphic notes.

 

Ήταν ένα από εκείνα τα ψηφιακά σχέδια που με οδήγησαν στη φυλακή, όπως είπα…

 

Αυτή ήταν, ασφαλώς, μια διαφορετική τεχνική από τα σχέδια που συνθέτουν το Prison n°5.

 

Συχνά, ένα σχέδιο μπορεί να έχει ισχυρότερο αντίκτυπο από χιλιάδες λέξεις. Έτσι, από ανάγκη και αναγκαιότητα, στη φυλακή χρησιμοποίησα οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου, καθώς τα καλλιτεχνικά υλικά μού ήταν απαγορευμένα.

 

Συνάντησα την 9η τέχνη χωρίς να το γνωρίζω, υπερβαίνοντας την ανάγκη να δημιουργήσω, να γίνω κατανοητή, να καταθέσω, ν’ αρχειοθετήσω μ’ έναν άλλο τρόπο.

 

Για το άλμπουμ Prison n°5, λοιπόν, ξεκίνησα να δουλεύω στη φυλακή του Ντιγιαρμπακίρ αρκετά γρήγορα, στις πρώτες μέρες του εγκλεισμού μου, και άρχισα να φτιάχνω τις εικόνες, όταν η φίλη μου η Naz Oke ξεκίνησε να μου στέλνει γράμματα.

 

Αυτό το στάδιο διήρκεσε σ’ όλον τον εγκλεισμό μου επί παραπάνω από δύο χρόνια στη φυλακή του Ντιγιαρμπακίρ, κι έπειτα στη φυλακή της Ταρσού, όπου απελάθηκα με 20 φίλες, τον Νοέμβριο του 2018.

 

Όλα τα χαρτόνια, ένα προς ένα, βγήκαν από τη φυλακή παράνομα, εκτός από την τελευταία σελίδα, η οποία παρεμπιπτόντως φέρει τη σφραγίδα της επιτροπής λογοκρισίας, που ελέγχει όλα τα γράμματα.

 

Μετά την απελευθέρωση μου στις 24 Φεβρουαρίου του 2019, οι Εκδόσεις Delcourt ενδιαφέρθηκαν για το εγχείρημά μου.

 

Επί έναν χρόνο, έγινε μια καταπληκτική δουλειά τόσο από τον Daniel και την Naz στη μετάφραση, όσο και από την επιμελήτριά μου Leslie Perreault και όλη την εκδοτική ομάδα, ώστε το βιβλίο να μπορέσει να πετύχει.

 

Αν το επιτρέψει η πανδημία, η επόμενη έκθεσή σου είναι προγραμματισμένη για τον Απρίλιο (σημ.: μετατέθηκε τον Μάιο). Θα ήθελες να μου μιλήσεις γι’ αυτή;

 

Αυτή η έκθεση θα φιλοξενηθεί στο “Kiosk”, στην ολοκαίνουρια γκαλερί του Θεάτρου Maxim Gorki στο Βερολίνο. Και γι’ αυτή υπήρξε μακρά και διεξοδική προετοιμασία με πολύ ενθουσιασμό. Θα περιλαμβάνει έργα σε ύφασμα κι εφημερίδα.

 

Κάποια από τα ημερολόγια προέρχονται από την «παράνομη περίοδο» πριν τη φυλάκισή μου, όταν κρυβόμουν στην Ιστανμπούλ. Πρόκειται για καταθέσεις από τις επιθέσεις του τουρκικού κράτους σε κουρδικές πόλεις στα τέλη του 2015, αρχές 2016.

 

Θα υπάρχουν, όμως, έργα  κι από τη φυλακή, όπου το ημερολόγιο έγινε ένα αυτοσχέδιο μέσο.

 

Η έκθεση θα περιέχει πολλά έργα σε ύφασμα: φορέματα, εσώρουχα, σεντόνια. Πολλά τα έφερε η μητέρα μου ως «λευκά είδη» και από τη στιγμή που βάφτηκαν, επιστράφηκαν στην οικογένειά μου ως «άπλυτα».

 

Μια στρατηγική της μητέρας μου, που δούλεψε. Αυτά τα υφάσματα, ανάμεσα στα εκατοντάδες έργα που μπόρεσα να βγάλω λαθραία από τη φυλακή, πήραν αυτόν τον δρόμο.

 

Στην έκθεση θα υπάρχουν επίσης τα αυθεντικά χαρτόνια του Prison n°5, που ήδη έχουν εκτεθεί στην Μπιενάλε του Βερολίνου, τα δύο φύλλα της χειροποίητης εφημερίδας Özgür Gündem, ημερολόγια φυλακής και άλλα έργα…

 

 


                                           Özgür Gündem, Mardin Prison, 2016


Aς ελπίσουμε πως αυτή -ή κάποια άλλη- έκθεσή σου θα φτάσει και στην Ελλάδα αργά ή γρήγορα. Έχεις ταξιδέψει στην χώρα στο παρελθόν ή θα σε ενδιέφερε να το κάνεις στο μέλλον;

 

Κι εγώ το ελπίζω.

 

Πήγα στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2020 για να περάσω μερικές μέρες στη Ρόδο.

 

Επέστρεψα και με κάποιες κακές αναμνήσεις. Ο έλεγχος αποσκευών εξελίχτηκε σε αστυνομική ανάκριση, πρώτα από έναν υπάλληλο της εταιρείας, έπειτα από άντρες με πολιτικά που συστήθηκαν ως αστυνομικοί.

 

Η τουρκική «εθνικότητά» μου παρά αυτό που είμαι, η ανεπιθύμητη παρουσία μου στην Ελλάδα, η «αλαζονεία» στις απαντήσεις μου, είχε ως αποτέλεσμα ένα «Μπορούμε να σε στείλουμε πίσω στην Τουρκία», «έχουμε την εξουσία».

 

Μιλούσαμε νωρίτερα για τον αυξανόμενο ολοκληρωτισμό. Βρέθηκα σε μια κατάσταση όπου ήμουν σχεδόν υπό αστυνομική κράτηση. Μπορούσα να νιώσω τη βία, στη χειρονομία και στις συμπεριφορές.

 

Αυτοί οι δύο άντρες, περήφανοι που φοράνε παντελόνια, δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι μια γυναίκα δε χαμήλωσε το βλέμμα της μπροστά τους.

 

Αλλά αυτό είναι ρουτίνα για μια γυναίκα, έτσι δεν είναι; Και πάνω απ’ όλα, είναι η ρουτίνα της Frontex εναντίον των μεταναστών, που τους οδηγεί να παίρνουν όλα αυτά τα ρίσκα στη θάλασσα.

 

Αν μιλώ γι’ αυτή την ιστορία, δεν το κάνω για το δικό μου καλό.

 

Πόσοι άνθρωποι έχουν υποφέρει και συνεχίζουν να υπομένουν αυτή τη μεταχείριση; Σ’ αυτές τις ξενοφοβικές μεταναστευτικές πολιτικές, υπάρχει απανθρωποποίηση του ίδιου τύπου με τον ρατσισμό.

 

Υπάρχει μια ιδεολογία εθνικιστικής απόσυρσης που μπολιάζεται σ’ αυτόν τον καθημερινό ρατσισμό και που διαχέεται στον μικροεξουσιαστή, στον μικρό αντιπρόσωπο της εξουσίας, με ατιμωρησία, για να την μπλοκάρει. 

 

Όταν αυτό έρχεται στο φως, θα χαρακτηριστεί «γκάφα». Αλλά στην παλιά Ευρώπη τρέχουν τα σάλια διαρκώς, επί δεκαετίες, πίσω από μια κενή ρητορική.

 

Οπότε ναι, ελπίζω να ξανάρθω στην Ελλάδα για να συλλέξω και να χτίσω άλλες ευχάριστες αναμνήσεις, ανάμεσα στον κόσμο.

 

Αυτό θα λειάνει τις παρατηρήσεις που κάνω για την Ελλάδα, και τον ζήλο της να εφαρμόσει τις ευρωπαϊκές συμφωνίες για το μεταναστευτικό με την Τουρκία.

 

Ευχαριστώ θερμά την Naz Oke, δημοσιογράφο, γραφίστρια, επιμελήτρια πολιτιστικών πρότζεκτ, ιδρύτρια του site http://www.kedistan.net/, συνεργάτρια και φίλη της Zehra Doğan για τη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα τουρκικά και των απαντήσεών της στα αγγλικά.

 

Την ευχαριστώ επίσης για την ευγενική παραχώρηση των φωτογραφιών που συνοδεύουν την ανάρτηση.

 

Μπορείτε να εντρυφήσετε στην πολύπλευρη δουλειά της Zehra Doğan στο προσωπικό της site.

[------>]

Δεν υπάρχουν σχόλια: