Η αυτοματοποίηση της κοινωνίας και τα όριά της


Tiziano Bonini

Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν διάφορα βιβλία με θέμα τις διαδικασίες αυτοματοποίησης που λειτουργούν με ψηφιακές τεχνολογίες: αυτοματοποίηση των προτιμήσεών μας (οι αλγόριθμοι του Spotify που μας υποδεικνύουν τι να ακούσουμε και διαμορφώνουν τις μουσικές μας προτιμήσεις), αυτοματοποίηση της εργασίας (όχι μόνο αντικατάσταση του ανθρώπου από τις μηχανές, αλλά και διεύθυνση της ανθρώπινης εργασίας μέσω των μηχανών, όπως με τους εργαζόμενους της Amazon ή τους εργαζόμενους της περιστασιακής απασχόλησης (gig economy), όπου ο εργοδότης ενσαρκώνετε στους αλγόριθμους των εφαρμογών που χρησιμοποιούν για να βρουν πελάτες), αυτοματοποίηση της κατανάλωσης (μας κατευθύνουν όλο και περισσότερο αλγόριθμοι που μας   υποδεικνύουν ποιο εμπόρευμα να αγοράσουμε), αυτοματοποίηση του πολιτισμού και της κοινωνίας γενικότερα.

Δύο πολύ σημαντικά βιβλία είναι : La Société automatique: L'avenir du travail του Bernard Stiegler (Η αυτοματοποιημένη κοινωνία:  το μέλλον της εργασίας ),και  το The Age of Surveillance Capitalism: The Fight for a Human Future at the New Frontier of Power (Ο καπιταλισμός της επιτήρησης. Το μέλλον της ανθρωπότητας στην εποχή των νέων εξουσιών) της Shoshana_Zuboff.

Στα αγγλικά κυκλοφορεί και το Automated Media του Mark Andrejevic Για τον Andrejevic, τη βιομηχανική εποχή χαρακτήριζε η αυτοματοποίηση της φυσικής εργασίας, ενώ η σημερινή εποχή της πληροφορίας χαρακτηρίζεται από την αυτοματοποίηση της γνωστικής και επικοινωνιακής εργασίας. Για τον Andrejevic, όταν ένας αλγόριθμος αποφασίζει ποιες ειδήσεις, κομμάτια μουσικής ή βίντεο θα μας δείξει, βρισκόμαστε μπροστά στην αυτοματοποίηση του πολιτισμού. Αυτό που ο Andrejevic ονομάζει «αυτοματοποιημένα μέσα» διαπερνούν τον γύρω μας κόσμο, διαμεσολαβώντας στις συναλλαγές μας με τους άλλους και με τα αντικείμενα . Τα δίκτυα ψηφιακών επικοινωνιών που χρησιμοποιεί η οικονομία της περιστασιακής απασχόλησης (gig economy), (η οικονομία πλατφορμών όπως η Uber και η Deliveroo) μπορούν να ενσωματώσουν,υποστηρίζει ο  Andrejevic, όλες τις μορφές εργασίας που κάποτε εκτελούνταν χωρίς επίβλεψη.

Για να ελέγχεται η εργασίας,σήμερα, χάριν της αποδοτικότητας της παραγωγής αυτή δεν είναι υποχρεωτικό να περιορίζεται στον εργοστασιακό χώρο, όπως γινόταν τα χρόνια του βιομηχανικού καπιταλισμού τον 19ο και το 20ό αιώνα. Ο πληροφορικός καπιταλισμός του 21ου αιώνα, μέσω των ψηφιακών δικτύων επικοινωνίας, μπορεί τώρα να επεκτείνει τον έλεγχό του σε όλες τις μορφές εργασίας εκτός των παραδοσιακών χώρων εργασίας. Η οικονομία της περιστασιακής απασχόλησης παρακολουθεί, ελέγχει και καθιστά παραγωγική την προσπάθεια ενός αναβάτη ποδηλάτου, την οδήγηση ενός οδηγού της Uber, την εργασία μιας νοσοκόμας  που φροντίζει ηλικιωμένους κλπ.

Ο Stiegler είναι ο πιο αποκαλυπτικός από όλους αυτούς τους συγγραφείς, αφού προ(βλέπει) τις συνέπειες  από την αυξανόμενη αυτοματοποίηση της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Stiegler, η Ανθρωπόκαινος περίοδος στην οποία ζούμε είναι «η περίοδος του βιομηχανικού καπιταλισμού, μια περίοδος στην οποία η υπολογιστική πρακτική υπερισχύει έναντι όλων των άλλων κριτηρίων λήψης αποφάσεων όπου το αλγοριθμικό και μηχανικό στυλ παίρνει μορφή και υλοποιείται ως αυτοματισμός ,ανοίγοντας έτσι το δρόμο στο μηδενισμό, καθώς η κοινωνία  των υπολογιστών γίνεται μια αυτοματοποιημένη και από απόσταση χειριζόμενη κοινωνία ». Ετσι,η καθημερινή μας ζωή «καθίσταται απόλυτα υπερπροσδιορισμένη από την αυτοματοποίηση, για παράδειγμα μέσω του smartphone».

Σύμφωνα με τον Stiegler, εμείς τα κοινωνικά όντα, τα υποταγμένα στον ψηφιακό καπιταλισμό έχουμε γίνει δυστυχώς όπως τα ρομπότ που υπερπροσδιορίζονται από αλγοριθμικούς μηχανισμούς  οι οποίοι κατευθύνουν τις κοινωνικές μας συμπεριφορές.

Με τον Stiegler συμφωνεί και η Shoshana Zuboff, η οποία στο μνημειώδες βιβλίο της The Age of Surveillance Capitalism (Ο καπιταλισμός της επιτήρησης) (ένα βιβλίο ιδιαίτερα σημαντικό για την κριτική κοινωνιολογία όσο σημαντικό για τους οικονομολόγους ήταν το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα του Piketty, πριν μερικά χρόνια) ξεσκεπάζει με μεγάλη ακρίβεια το μοντέλο δημιουργίας αξίας του σημερινού ψηφιακού καπιταλισμού: το καπιταλιστικό μοντέλο εταιριών όπως η Google και το Facebook βασίζεται στην ικανότητα παρακολούθησης της συμπεριφοράς δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Η εποχή του καπιταλισμού της επιτήρησης, σύμφωνα με τη Zuboff, αρχίζει με την «ανακάλυψη» της «συμπεριφορικής υπεραξίας», δηλαδή των δεδομένων που σχετίζονται με τη συμπεριφορά των χρηστών όταν βρίσκονται εντός ή εκτός διαδικτύου. 

Η υπεραξία αυτή (σε αντίθεση με την κατά Μαρξ υπεραξία, δεν βασίζεται στην εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού, αλλά στα δεδομένα που παράγουν οι χρήστες), τροφοδοτεί την «μηχανική νοημοσύνη», τη νοημοσύνη που τροφοδοτείται από αλγόριθμους που «μαθαίνουν» αναλύοντας ένα μεγάλο όγκο συμπεριφορικών δεδομένων. Οι αλγόριθμοι αυτοί, σύμφωνα με τη Zuboff, είναι τα νέα «μέσα παραγωγής» του καπιταλισμού: όχι πια μηχανήματα ικανά να επιταχύνουν την ανθρώπινη εργασία στην παραγωγή υλικών αγαθών, αλλά λογισμικά που μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά τη δυνατότητα πρόβλεψης της μελλοντικής συμπεριφοράς των χρηστών, μειώνοντας έτσι τους επιχειρηματικούς κινδύνους. 

Η Google και το Facebook επεξεργάζονται και βελτιώνουν τα δεδομένα συμπεριφοράς (την υπεραξία) μετατρέποντάς τα σε προβλέψεις, οι οποίες στη συνέχεια πωλούνται στην αγορά πρόβλεψης της συμπεριφοράς.

Η Zuboff αποδίδει στην Google και στο Facebook τη δυνατότητα ακριβούς πρόβλεψης της μελλοντικής μας συμπεριφορά και υποστηρίζει ότι ο απώτερος στόχος αυτού του τύπου καπιταλισμού είναι να προβλέψει πλήρως τη συμπεριφορά μας (τις ανάγκες, τις επιθυμίες των καταναλωτών, τις εγκληματικές απόπειρες, τη δυνατότητα αποπληρωμής ενός στεγαστικού δανείου, όλα όσα θα μπορούσαν να προβλεφθούν εκ των προτέρων, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία), υποβαθμίζοντας μας στην πραγματικότητα σε ρομπότ. 

Για τον Andrejevic, αυτό που υπόσχεται η αυτοματοποίηση στην εποχή της πληροφορίας είναι ότι μπορεί να προβλέπει την αυτονομία βούλησης των ατόμων και τις επιθυμίες τους. Το να είσαι ελεύθερος σημαίνει να κάνεις και απρόβλεπτες κινήσεις, να αποφασίζεις να κάνεις πράγματα που δεν είχες κάνει μέχρι τότε, να αποκλίνεις από την πορεία των προηγούμενων ενεργειών σου. Αν η Zuboff έχει δίκιο, αν δηλαδή εισερχόμαστε σε  μια νέα εποχή όπου τις μελλοντικές μας πράξεις θα τις προεξοφλούν με πολύ μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας έξυπνες μηχανές, τότε πού βρίσκεται η αυτονομία μας; Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο της Zuboff το εξηγεί καλά:

«Στο πλαίσιο του καθεστώτος εργαλιακής εξουσίας, η πνευματική αυτονομία και το δικαίωμα στο μέλλον χάνονται σταδιακά μέσα σε ένα νέο τύπο αυτοματισμού: ένα είδος καθημερινής εμπειρίας που διέπεται από διεργασίες ερεθισμού-απόκρισης-ενίσχυσης, εξομοιώσιμη με την αμφίδρομη κίνηση απλών οργανισμών (...) Πλέον δεν υπάρχει ανάγκη για μαζική υποταγή στα κοινωνικά πρότυπα, καμία παράδοση του εγώ στο συλλογικό από τρόμο και καταναγκασμό, καμία προσφορά αποδοχής και αλληλεγγύης ως ανταμοιβή για να υποκύψεις στην ομάδα. Όλα αυτά ξεπερνιούνται από μια ψηφιακή τάξη η οποία ευημερεί σε πράγματα και σώματα και μετατρέπει τη θέληση σε ενίσχυση και τη δράση σε απάντηση υπό όρους.

Με αυτόν τον τρόπο η εργαλιακή εξουσία  παράγει τεράστιους όγκους δεδομένων και γνώσεων για τους καπιταλιστές της επιτήρησης και μειώνει απεριόριστα την ελευθερία μας, ενώ ανανεώνει συνεχώς την κυριαρχία του καπιταλισμού της επιτήρησης πάνω στον καταμερισμό της γνώσης στην κοινωνία (...).Κάποτε η εξουσία ταυτιζόταν με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, σήμερα ταυτίζεται με την ιδιοκτησία των μέσων που μπορούν να τροποποιήσουν τις συμπεριφορές μας» (αυτό που η Zuboff  ονομάζει The Big Other, Ο Μεγάλος Αλλος).

Η Shoshana Zuboff υποστηρίζει ότι για τον καπιταλισμό της επιτήρησης «δεν αρκεί πλέον να αυτοματοποιήσουμε τις πληροφορίες που μας περιβάλλουν. Στόχος τώρα είναι η αυτοματοποίηση  της συμπεριφοράς μας»
Στην ερμηνεία της για τον σύγχρονο καπιταλισμό μας φαίνεται ότι ακούμε την ηχώ της κριτικής του εργαλειολογικού λόγου του Horkheimer και του Adorno: «η σκέψη πραγμοποιείται όπως μια αυτόματη διαδικασία, για να μπορέσει τελικά να αντικατασταθεί από τη μηχανή».

 Αλλά είναι πραγματικά έτσι; Αφήνουμε τον εαυτό μας να αυτοματοποιείται παθητικά από τις έξυπνες μηχανές του ψηφιακού καπιταλισμού; Βρισκόμαστε (και πάλι) αντιμέτωποι με την επιστροφή μιας (μοναδικής) αποκαλυπτικής θεώρησης των  (νέων) μέσων;

 Όλη αυτή η νέα έμφαση στο πώς οι ψηφιακές πλατφόρμες επηρεάζουν την πολιτική και μετασχηματίζουν τις πολιτιστικές βιομηχανίες, ασκώντας μια μορφή εξουσίας όλο και πιο διαδεδομένη, κινδυνεύει να χάσει από μπροστά της το διαθέσιμο ακόμα χώρο για τους ανθρώπους. Και αυτό ακριβώς κάνει η Zuboff, όταν λέει ότι η συλλογή δεδομένων και η χρήση αλγορίθμων πρόβλεψης από τις εταιρείες της τεχνολογικής βιομηχανίας αντιπροσωπεύουν μορφές τροποποίησης της συμπεριφοράς ικανές να καταστήσουν όχι μόνο εντελώς προβλέψιμη και διαχειρίσιμη την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά και αυτοματοποιημένη μέσω μιας ανώτερης ψηφιακής τάξης.

Και αυτό ακριβώς είναι το είδος της περιγραφής της εξουσίας που κάνουν οι σύγχρονοι μεγιστάνες των μέσων μαζικής ενημέρωσης που βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής της Sonia Livingstone: «Για να θεωρητικοποιήσουν τις πρόσφατες και βαθιές αλλαγές, οι μελετητές των μέσων ενημέρωσης επαναδιατυπώνουν μονολιθικά επιχειρήματα της εξουσίας τα οποία προσπαθούν να υποβαθμίσουν ή να αποκλείσουν το κοινό και την έννοια του κόσμου της  ζωής ». Η προσοχή στον όλο και πιο κεντρικό ρόλο των αλγορίθμων που τροφοδοτούν τις εμπορικές ψηφιακές πλατφόρμες κινδυνεύει να συσκοτίσει τη διερεύνηση για τον τύπο αυτονομίας, αν υπάρχει, που έχουν ακόμα οι χρήστες.

Αν είναι αλήθεια ότι οι εταιρείες αυτές συγκεντρώνουν μια πρωτοφανή εξουσία στην ιστορία, το παιχνίδι ωστόσο δεν έχει ακόμα χαθεί και τα άτομα δεν έχουν ακόμα αυτοματοποιηθεί και ποτέ δεν θα είναι αυτοματοποιημένα πλήρως, χωρίς τουλάχιστον να δώσουν «μάχη».

Στο βαθμό που συμφωνούμε με τα συμπεράσματα της Zuboff , θα καταλήξουμε να επαναλάβουμε τα «λάθη» της κριτικής σχολής, δηλαδή να πιστεύουμε ότι τα μέσα ενημέρωσης από μόνα τους μπορούν να δώσουν τη νίκη στον Τράμπ, να επιβάλουν τον Εθνικοσοσιαλισμό σε ένα έθνος ,να πουληθούν άχρηστα εμπορεύματα. Η αντίληψη ότι οι άνθρωποι είναι παθητικά ρομπότ, που εξαρτώνται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δεν είναι κάτι καινούργιο στην ιστορία: για τον Adorno, το αμερικανικό εμπορικό ραδιόφωνο ήταν μία πολύ ισχυρή μηχανή επιρροής της συλλογικής συμπεριφοράς, όπως ήταν και το ναζιστικό ραδιόφωνο στη Γερμανία.

Η άποψη αυτή, η οποία σε γενικές γραμμές αποτυπώνει σημαντικές πλευρές της εξουσίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης, είναι, συνήθως, μια απλοϊκή αντίληψη για την κοινωνία.

Παραφράζοντας τον Raymond Williams, ο οποίος το 1958 έγραφε ότι «δεν υπάρχουν μάζες, υπάρχουν τρόποι να βλέπουμε τους ανθρώπους ως μάζες» θα μπορούσαμε να πούμε ότι «δεν υπάρχουν ρομπότ, υπάρχουν τρόποι να βλέπουμε τους ανθρώπους ως ρομπότ».

 Η ερμηνεία που προτείνω δεν πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση (των «ενσωματωμένων» που αποδέχονται αβασάνιστα τη διαδικασία αυτοματοποίησης και βλέπουν μόνο τις θετικές πλευρές της), αλλά εκτυλίσσεται διευρύνοντας το οπτικό μας πεδίο και περιλαμβάνοντας σ'αυτό όλες εκείνες τις  καταστάσεις στις οποίες οι άνθρωποι αντιστέκονται,τις υπονομεύουν και παραβιάζουν το έργο των αλγορίθμων,τους επαναχρησιμοποιούν και τους αξιοποιούν για σκοπούς που δεν είχαν αρχικά προβλεφθεί.

Βρισκόμαστε μέσα, παρά τη θέλησή μας,μέσα σε αυτό το μηντιακό οικοσύστημα και δεν είναι εύκολο να κάνουμε χωρίς πολλές από αυτές τις πλατφόρμες, όμως η σχέση μας με αυτές δεν εξελίσσεται ποτέ χωρίς τριβές, ποτέ δε δεχόμαστε παθητικά τα αποτελέσματα της εργασίας των αλγορίθμων.

Η σχέση που δημιουργούμε με τις αλγοριθμικές μηχανές είναι περίπλοκη, ακόμα κι όταν  η ζυγαριά γέρνει προς την πλευρά τους. Ωστόσο, χρήστες και πλατφόρμες συνυπάρχουν με τρόπο περίπλοκο. Η Δανή μελετητής των μέσων ενημέρωσης Tania Bucher παρατήρησε κάποτε ότι «ενώ οι αλγόριθμοι σίγουρα κάνουν πράγματα  για τους ανθρώπους, οι άνθρωποι κάνουν και αυτοί πράγματα  για τους αλγόριθμους». Τα αλγοριθμικά συστήματα θα πρέπει να θεωρούνται ως ένα πεδίο μάχης όπου η εξουσία τους τίθεται συνεχώς υπό διαπραγμάτευση.
Όταν ο αλγόριθμος Netflix μας συνιστά πολλές ρομαντικές ταινίες, αναρωτιόμαστε αν είμαστε πραγματικά τόσο ρομαντικοί όσο πιστεύει ο αλγόριθμος και τότε αρχίζουμε να κάνουμε κλικ σε σειρές γεμάτες βία μόνο για λόγους αντιπαράθεσης  με τον αλγόριθμο.

Στο Instagram υπάρχουν ομάδες «αλληλεγγύης» των χρηστών που οργανώνονται για να βάζουν λάικ στις φωτογραφίες των μελών της ομάδας για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο να δίνουν μεγαλύτερη προβολή στις εικόνες τους, εξαπατώντας τον αλγόριθμο που πιστεύει ότι είναι μάρτυρας μιας ξαφνικής αύξησης του ενδιαφέροντος για μια εικόνα οπότε την προωθεί περαιτέρω. Ακριβώς όπως στο Spotify, όπου ομάδες υποστηρικτών οργανώνονται για να κάνουν κλικ στα τραγούδια του αγαπημένου τους καλλιτέχνη που μόλις κυκλοφόρησαν, για να εξαπατήσουν τον αλγόριθμο του Spotify και να βάλουν το τραγούδι στις πιο δημοφιλείς λίστες αναπαραγωγής.

Στην Uber, όταν οι τιμές της διαδρομής είναι πολύ χαμηλές λόγω της υπερβολικής προσφοράς, οι ταξιτζήδες οργανώνονται μέσω chat και αποσυνδέονται ταυτόχρονα από την εφαρμογή, εξαπατώντας έτσι τους αλγόριθμους της Uber κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι υπάρχει έλλειψη οδηγών, οπότε οι αλγόριθμοι ανεβάζουν την τιμή των διαδρομών και οι οδηγοί ένας-ένας επιστρέφουν, αλλά καταφέρνουν να αποσπάσουν διαδρομές σε υψηλότερη τιμή.

Όταν ο Τραμπ επισκέφθηκε το Λονδίνο για πρώτη φορά,πολιτικοί ακτιβιστές «πείραξαν» τον αλγόριθμο αναζήτησης της Google και έτσι διασφάλισαν ότι εάν ένας χρήστης αναζητούσε τη λέξη «ηλίθιος» στις εικόνες της Google,η μηχανή αναζήτησης θα του έβγαζε μόνο εικόνες του Τραμπ.

Ένας νεαρός Άγγλος δημιούργησε τον λογαριασμό ενός ψεύτικου εστιατορίου στο TripAdvisor και σε μικρό χρονικό διάστημα το έκανε το πιο δημοφιλές εστιατόριο του Λονδίνου στην πλατφόρμα, εμπαίζοντας τους φημισμένους αλγόριθμους του Tripadvisor.

 Αυτά είναι ορισμένα μόνο παραδείγματα πρακτικών συγκατοίκησης που επιστράτευσαν κάποια άτομα για να επιβιώσουν, χωρίς να υποκύψουν, στα αποτελέσματα των αλγορίθμων.

Αν δεν μπορούμε να τους νικήσουμε, μπορούμε τουλάχιστον να ζήσουμε μαζί προσπαθώντας να τους αντισταθούμε, απαντώντας με κινήσεις τακτικής. Σε κάθε περίπτωση όταν ένας «αδύναμος» δεν μπορεί να αποφύγει τη συνύπαρξη με έναν «ισχυρό», πάντα προέκυπταν αμυντικές τακτικές για να διασφαλιστεί η επιβίωση. Ο James Scott περιέγραψε τα «weapons of the weak»,τα όπλα των αδύναμων», τις μορφές καθημερινής αντίστασης των αγροτών στην ιστορία. 

Τώρα είναι η στιγμή να αποφασίσουμε ακόμη και τις πιο ανώδυνες μορφές καθημερινής αντίστασης στο έργο των αλγορίθμων.
Επειδή όσο αντιμετωπίζουμε αυτές τις πρακτικές, σημαίνει ότι δεν έχουμε ακόμα αυτοματοποιηθεί, σημαίνει ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια διαχείρισης της ζωής μας με κάποια σχετική αυτονομία για να μην παίρνουμε αποφάσεις που  εξαρτώνται από τις προβλέψεις ενός αλγορίθμου.

Η Zuboff έχει δίκιο όταν περιγράφει αυτή τη νέα εποχή του καπιταλισμού και μας υπενθυμίζει ότι θα πρέπει να γνωρίζουμε το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο στο οποίο μπαίνουμε. Ωστόσο, πιστεύω ότι δεν έχει δίκιο όταν ισχυρίζεται απλουστευτικά ότι αφήνουμε τον εαυτό μας να αυτοματοποιηθεί.

Συμφωνώντας με τον Stuart Hall ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο πολιτιστικός τομέας είναι πάντα πεδίο μάχης, πιστεύω ότι ακόμα και σήμερα το πολιτιστικό πεδίο με τη μεσολάβηση των ψηφιακών τεχνολογιών είναι ένα πεδίο μάχης όπου διάφοροι παίκτες συνδέονται μεταξύ τους με διαφορετικές σχέσεις εξουσίας και δεν υπάρχει ένας μόνο παίκτης σε θέση σταθερής κυριαρχίας.

Ναι, ζούμε σε μια κοινωνία επιτήρησης, αλλά μπορούμε πάντα να βάζουμε μια μάσκα και να καλύπτουμε τις κάμερες ή τα drones, όπως έκαναν οι διαδηλωτές στο Χονγκ Κονγκ. Η σύγκρουση είναι ανοικτή, οι ήχοι της μάχης είναι εδώ, αλλά το αποτέλεσμα είναι ακόμα αβέβαιο.

                                                


Ο καπιταλισμός της επιτήρησης



Επιτηρούμενοι όλου του κόσμου, ενωθείτε !

Oliviero Ponte Di Pino

Σύμφωνα με την εταιρεία στατιστικών ερευνών comScore , η προβολή μιας ιστοσελίδας στο διαδίκτυο διαρκεί κατά μέσο όρο 26 δευτερόλεπτα. Το 99,8% των προβολών διαρκεί λιγότερο από δέκα λεπτά. Η πλήρης ανάγνωση αυτού του άρθρου θα ήταν μια συμπεριφορά οριακή ,αυτόβουλη. Για τους αλγορίθμους είναι κάτι ασήμαντο, ανώμαλο, μέχρι και παθολογικό.
Η λογική των αφεντικών του διαδικτύου είναι αλάθητη και ιδιαίτερα αποτελεσματική. Αλλά η λογική αυτή μας εξαπατά, ίσως μάλιστα να μας έχει ήδη εξαπατήσει. Διότι παράλληλα με το διαδίκτυο στο οποίο ταξιδεύουμε ασυνείδητα , έχουν δημιουργηθεί και άλλα διαδίκτυα τα οποία δεν τα βλέπουμε γι 'αυτό και είναι ακόμα πιο σημαντικά.


Τα δύο διαδίκτυα σύμφωνα με τον Matthew Hindman

Σύμφωνα με τον Matthew Hindman,το συγγραφέα του The Internet Trap:  How the Digital Economy Builds Monopolies and Undermines Democracy, Η παγίδα του ίντερνετ : Πως η ψηφιακή οικονομία κατασκευάζει μονοπώλια και υπονομεύει τη Δημοκρατία), υπάρχουν δύο διαδίκτυα. Το πρώτο είναι το «διαδίκτυο που όλοι μας γνωρίζουμε», που εκδημοκρατίζει την επικοινωνία και την οικονομική ζωή». Ο John Perry Barlow αυτό το είχε προφητεύσει το 1996 στο βιβλίο του  A declaration of independence of cyberspace, Διακήρυξη της ανεξαρτησίας του κυβερνοχώρου (1996): το διαδίκτυο δεν θα υπόκειται σε κανένα κανόνα ,πλήρως διαχωρισμένο από τον «Βιομηχανικό Κόσμο» και θα γίνει «η νέα κατοικία της Νοημοσύνης», όπου «οτιδήποτε μπορεί να δημιουργήσει το μυαλό του ανθρώπου θα μπορεί να αναπαράγεται και να διανέμεται επ 'άπειρον χωρίς κανένα κόστος. Η παγκόσμια μεταφορά της σκέψης δεν χρειάζεται πλέον τα εργοστάσιά σας».

Υστερα, υπάρχει το πραγματικό διαδίκτυο, όπου «το ένα τρίτο όλων των διαδικτυακών επισκέψεων πηγαίνει στις δέκα κορυφαίες εταιρείες» και «επιτρέπει σε δύο εταιρείες να ελέγχουν πάνω από τα μισά έσοδα διαδικτυακής διαφήμισης» και το 70 τοις εκατό της διαδικτυακής διαφήμισης στις ΗΠΑ
Ο Hindman, αναπληρωτής καθηγητής ΜΜΕ και σύμβουλος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών των ΗΠΑ, ανέλυσε και μοντελοποίησε την εξέλιξη της οικονομίας του διαδικτύου. Τα συμπεράσματά του ήταν συγκλονιστικά. Ο αποφασιστικός παράγοντας της επιτυχίας στο διαδίκτυο είναι η ικανότητα ενός ιστότοπου  να προσελκύει και να κρατάει τους επισκέπτες του (stickiness). Ο στόχος είναι αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν lock in (κλείδωμα), το οποίο επιτυγχάνεται όταν τα κόστη μετάβασης σε άλλο πάροχο ξεπερνούν τα πιθανά οφέλη.

Κάναμε το λάθος να πιστεύουμε ότι με τον παγκόσμιο ιστό, τα κόστη διανομής των πληροφοριών θα μηδενίζονταν: το μόνο που έγινε ήταν ότι αυτά μεταφέρθηκαν από τον πραγματικό στον εικονικό κόσμο. Πλέον, δεν χρειαζόμαστε φορτηγά, πλοία ή αεροπλάνα και μεταφορείς, αλλά κέντρα διακομιστών (server farms)  με χιλιάδες υπολογιστές που να καταπίνουν γιγαντιαίες ροές ενέργειας και συστήματα μεταγωγής με εύρος ζώνης αρκετών terabytes ανά δευτερόλεπτο, σχεδιασμένα και διαχειριζόμενα από μια ελίτ μηχανικών του λογισμικού. Και όλα αυτά να τελειοποιούνται με συνεχή και ακριβά τεστ A / B προκειμένου να βρεθούν οι καλύτερες λύσεις ακόμη και σε λεπτομέρειες : από πιο αποτελεσματικούς τίτλους μέχρι τα εικονοστοιχεία μιας γραμματοσειράς ή την απόχρωση ενός χρώματος. Όσο για τις ειδήσεις, η ποσότητα μετράει πιο πολύ από την ποιότητα: «οι καταναλωτές διαβάζουν μια μεγάλη ποσότητα ειδήσεων με πολύ μέτριο και φθηνό περιεχόμενο» (σελ. 93). Περισσότερο ριπές από σκουπίδια παρά τεκμηριωμένα ρεπορτάζ και έγκυρες έρευνες μετά από έλεγχο των πραγματικών περιστατικών (fact checking), πιο καλά το γατάκι μπονσάι στη φιάλη ή τα σέξι κουτσομπολιά του λάιφ στάιλ.
  

Η μέθοδος σύστασης / φιλτραρίσματος (για να συστήσετε ένα βιβλίο στο Amazon, μια σελίδα στο Google, μια ταινία στο Netflix, μια ανάρτηση στο Facebook, ένα εστιατόριο στο Tripadvisor) τελειοποιείται σιγά σιγά. Αρχικά προτιμήθηκαν τα πιο δημοφιλή περιεχόμενα. Σε μια δεύτερη φάση παρεμβλήθηκε το συνεργατικό φιλτράρισμα : «καθώς το σύστημα καταγράφει μια μεγαλύτερη ποσότητα δεδομένων στα κλικ, οι συστάσεις βασίζονται όλο και περισσότερο στην προηγούμενη συμπεριφορά των χρηστών και τα ενδιαφέροντά τους» (σελ. 69). Πρόοδος σημειώθηκε και στη διαχείριση περιεχομένων, που χρησιμοποιεί «την ανάλυση κειμένου για να ταιριάξει τους χρήστες με τους τύπους άρθρων που τους άρεσε στο παρελθόν»  (σελ. 68). Οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές χρησιμοποιούν ένα υβριδικό μοντέλο, το οποίο συνδυάζει αυτές τις τρεις προσεγγίσεις.

Στον αγώνα ενός ιστότοπου να προσελκύσει και να κρατήσει τους επισκέπτες  του όσο περισσότερο μπορεί, ένα μικρό πλεονέκτημα οδηγεί μακροπρόθεσμα σε «τεράστιες διαφορές ως προς τον αριθμό των επισκεπτών» (σελ. 61). Οι οικονομίες κλίμακας ευνοούν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και δημιουργούν μονοπώλια, ακριβώς όπως έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα με τους βαρόνους της κλεψιάς (robber barons), τους μισητούς άρχοντες του χάλυβα και των σιδηροδρόμων. Στο δίκτυο θριαμβεύουν οι γίγαντες . Σήμερα «το διαδίκτυο δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα οικοσύστημα, αλλά δύο εμπορικές μονοκαλλιέργειες» (σελ. 221)

  
Σε αντίθεση με όσους εξακολουθούν να θεωρούν το δίκτυο παράδεισο αθωότητας και  ισονομίας, οι αναλύσεις του Hindman δείχνουν ότι στις ΗΠΑ, ενώ οι τοπικές εφημερίδες  από «χαρτί», μία από τις ραχοκοκαλιά της αμερικανικής δημοκρατίας, κλείνουν η μία μετά την άλλη, οι νέες εφημερίδες στο διαδίκτυο παραμένουν περιθωριακές.

Εκτός από ότι αφαιρούν μερίδιο της διαφήμισης από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, το Facebook και η Google έχουν τελειοποιήσει «εξατομικευμένους»  μηχανισμούς που υπόσχονται στους διαφημιστές πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιούν οι  γίγαντες του διαδικτύου λειτουργούν για τους εξής έξι λόγους:

# «Τα συστήματα συστάσεων μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τον αριθμό των επισκεπτών»

# και «βοηθούν τις ψηφιακές επιχειρήσεις ευρύτερου περιεχομένου».

# «Βοηθούνται οι επιχειρήσεις που διαθέτουν καλύτερο εξοπλισμό και πιο ειδικευμένο προσωπικό»

# και «βοηθούν επιχειρήσεις με μεγαλύτερο όγκο δεδομένων», δηλαδή «τις πιο δημοφιλείς και με περισσότερες επισκέψεις ιστοσελίδες».

# «Τα συστήματα εξατομίκευσης προωθούν το lock in»

# «Τα συστήματα προτάσεων ενθαρρύνουν τη συγκέντρωση των επισκεπτών» (σελ. 75-77).


Αποτέλεσμα; Αν ένας δικτυακός τόπος διπλασιάσει το κοινό του, τα διαφημιστικά του έσοδα θα υπερδιπλασιαστούν (και τα κέρδη του θα αυξηθούν χάρη στις οικονομίες κλίμακας). Επιπλέον, «το κοινό των μεγάλων ιστότοπων είναι πολύ πιο σταθερό από των μικρότερων», αν και «οι καθημερινές διακυμάνσεις της κυκλοφορίας σταθεροποιούν τη δομή του διαδικτύου» στο σύνολό του. Δεν γνωρίζουμε αν σε δύο ή πέντε χρόνια το Doppiozero θα έχει περισσότερες ή λιγότερες επισκέψεις  απ’ότι σήμερα, αλλά γνωρίζουμε πόσες επισκέψεις θα έχει ο ιστότοπος που καταλαμβάνει τη θέση του στην κατάταξη  κυκλοφορίας. Και η πρώτη δεκάδα της κατάταξης θα αλλάξει ελάχιστα, εκτός κι αν υπάρξουν κραυγαλέες αποτυχίες (σελ. 106).

Υπάρχει μια άλλη σταθερά, σύμφωνα με τον Hindman: «το ποσοστό των επισκεπτών που ψάχνουν για ειδήσεις έχει παραμείνει σταθερό επί είκοσι χρόνια στο 3%  περίπου» (σελ. 203), περιορισμένο λόγω του έντονου ανταγωνισμού. Οι πολιτικές επιπτώσεις είναι άμεσες: «Η νέα πολιτική οργάνωση με βάση τα δεδομένα επωφελείται από τις τεράστιες οικονομίες κλίμακας. Ο σκληρός ανταγωνισμός για προσέλκυση επισκεπτών δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τους ακτιβιστές των μικρών οργανώσεων να κάνουν γνωστή τη δράση τους» (σελ. 208). Οι εκλογικές νίκες του Μπαράκ Ομπάμα, του Ντόναλντ Τραμπ και του Μπόρις Τζόνσον, βασισμένες σε δεδομένα μεγάλου όγκου και τους μηχανισμούς που βγήκαν στην επιφάνεια από το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση, αν και η πλανητική επιτυχία των Fridays for Future  της Greta και η επιδημία του κινήματος των σαρδελών στην Ιταλία δίνουν κάποια ελπίδα (αν και από κάποια άποψη τα δύο αυτά κινήματα παραμένουν σε προπολιτικό επίπεδο).


Τα δύο διαδίκτυα σύμφωνα με την Shoshana Zuboff

Δύο διαδίκτυα υπάρχουν και για την Shoshana Zuboff, καθηγήτρια στο Harvard Business School και συγγραφέα του εξαιρετικού The Age of Surveillance Capitalism: The Fight for a Human Future at the New Frontier of Power (Ο καπιταλισμός της επιτήρησης. Το μέλλον της ανθρωπότητας στην εποχή των νέων εξουσιών).

Το «πρώτο κείμενο» είναι αυτό που βλέπουμε (ή μάλλον αυτό που μπορούμε να δούμε): πρόκειται για το περιεχόμενο που δημοσιεύει ο καθένας μας (δωρεάν) στα κοινωνικά δίκτυα και στο διαδίκτυο και οι κάθε είδους ψηφιοποιημένες αλληλεπιδράσεις μας , για παράδειγμα όταν ψωνίζουμε, όταν πληρώνουμε ένα λογαριασμό ή όταν πηγαίνουμε στο γιατρό. Όπως λέει ο Hal Varian, επί μεγάλο διάστημα επικεφαλής οικονομολόγος της Google, «σήμερα όλες σχεδόν οι συναλλαγές γίνονται με  υπολογιστές [...] και τώρα που είναι διαθέσιμοι, αυτοί οι υπολογιστές, χρησιμοποιούνται με πολλούς άλλους τρόπους» (σελ.74). 

Συγκεκριμένα χρησιμοποιούνται για:

#  εξαγωγή και ανάλυση δεδομένων.

# τα νέα έντυπα συμβάσεων λόγω της καλύτερης παρακολούθησης (π.χ. τα συμβόλαια ασφάλισης ...);

# εξατομίκευση και προσαρμογή;

# συνεχή πειράματα (προφανώς χωρίς να το γνωρίζουν τα ινδικά χοιρίδια, δηλαδή όλοι εμείς).


Αυτό το πρώτο κείμενο - το ψηφιακό μας αποτύπωμα  - είναι τόσο τεράστιο που κανένας πολίτης δεν μπορεί να δει τις πληροφορίες που περιέχει (πόσο μάλλον να τις ελέγξει και ενδεχομένως το τις διορθώσει). Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος αυτών των πληροφοριών συλλέχθηκε εν αγνοία μας, κατά παράβαση οποιασδήποτε αρχής ιδιωτικότητας και χωρίς καμία δυνατότητα ελέγχου: «το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, τη γνώση και τη χρήση της έχει καταστρατηγηθεί από μια επιθετική αγορά που θεωρεί ότι μπορεί να διαχειρίζεται μονομερώς τις εμπειρίες των ανθρώπων και τις γνώσεις που απόκτησαν » (σελ. 17).  

 Σε πρώτη φάση τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιήθηκαν υπέρ του χρήστη, για να του εξασφαλίσουν μια πιο αποτελεσματική υπηρεσία. Αλλά από το 2002, μετά την έκρηξη της φούσκας του διαδικτύου και την επιτακτική ανάγκη μεγιστοποίησης των κερδών, το συμπεριφορικό αυτό πλεόνασμα έχει εκτραπεί προς το συμφέρον των διαφημιζόμενων: οι πληροφορίες (απαλλοτριωμένες από τους χρήστες) έχουν παράξει μια στοχοθετημένη διαφήμιση μέσα από ποικιλία πληροφοριών που έχουν να κάνουν με το προφίλ των χρηστών (user profile information), ολοένα και πιο ακριβείς (χάρη στις οικονομίες κλίμακας και τις επιπτώσεις του δικτύου), ικανές να «βγάζουν συμπεράσματα από σκέψεις, συναισθήματα, προθέσεις και συμφέροντα ατόμων και ομάδων» (σελ. 91) με όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια .



Σήμερα, η Google βγάζει συμπεριφορική υπεραξία από «οποιοδήποτε στοιχείο του ψηφιακού κόσμου: αναζητήσεις, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μηνύματα, φωτογραφίες, τραγούδια, συζητήσεις, βίντεο, τόπους, πρότυπα επικοινωνίας, συμπεριφορές, προτιμήσεις, ενδιαφέροντα, πρόσωπα, συναισθήματα, ασθένειες, κοινωνικά δίκτυα, αγορές κ.ο.κ». (σελ. 139). Αλλά όχι  μόνο η Google. Η εξαγωγή υπεραξίας είναι συστηματική, εμμονική, επεμβατική. Ήδη το 2015 «όσοι είχαν επισκεφτεί τους 100 πιο δημοφιλείς ιστότοπους είχαν συγκεντρώσει πάνω από 6000 cookies στον υπολογιστή τους, το 83% των οποίων ανήκε σε τρίτους άσχετους με τον ιστότοπο που επισκέφθηκαν» (σελ. 146).                                                                                                             
                       

Σύμφωνα με την Zuboff, συμπεριφερθήκαμε όπως οι ιθαγενείς τους οποίους οι άποικοι έβαζαν να υπογράφουν συμβόλαια τα οποία ήταν αδύνατο να τα καταλάβουν, και με αυτά τους παραχωρούσαν την κυριότητα  των εκτάσεων με αντάλλαγμα κολιέ και γυάλινες χάντρες. Με τον ίδιο τρόπο έκλεψαν την ιδιωτική μας ζωή, τις εμπειρίες μας και την οικειότητα , μέσα σε ένα συνεχώς επαναλαμβανόμενο «κύκλο απαλλοτρίωσης», μέσω της εισβολής των διάφορων συσκευών στις ζωές μας,  με τον εθισμό μας στο νέο σενάριο, με ελάχιστη προσαρμογή σε περίπτωση ενδεχόμενης αντίστασης και διαμαρτυρίες, και τον προσανατολισμό σε νέους στόχους. Και χωρίς να μας δώσουν χάντρες ...


Τα εδάφη προς αποικισμό και εκμετάλλευση πολλαπλασιάζονται.Ο δημόσιος χώρος ελέγχεται από κάμερες παρακολούθησης (και λίαν συντόμως και από μη επανδρωμένα αεροσκάφη), οι οποίες, με μηχανισμούς αναγνώρισης προσώπου, είναι πλέον σε θέση να αναπαριστούν τις κινήσεις οχημάτων και ανθρώπων (βλέπε Madhumita Murgia, Whos using your face ? The ugly truth about facial recognition , Financial Times, 18 Σεπτεμβρίου 2019,( Ποιος χρησιμοποιεί το πρόσωπό σας; H απεχθής αλήθεια για την  αναγνώριση προσώπου, «Financial Times», 18 Σεπτεμβρίου 2019, και Silvia Bottani, Locchio della macchina (Ο οφθαλμός του μηχανήματος). Τα νέα έξυπνα αυτοκίνητα είναι κι αυτά μια πλούσια πηγή δεδομένων.

Στα σπίτια μας το IoT, το Internet of things (το διαδίκτυο των πραγμάτων), συνδέει στο διαδίκτυο οικιακές συσκευές, ρούχα, παιχνίδια... Προσωπικοί βοηθοί όπως η Alexa, η Cortana και η Siri συμβιώνουν ήδη με το 25% των ενήλικων Αμερικανών και μεταδίδουν μια σταθερή ροή πληροφοριών , που έχουν υποστεί επεξεργασία χωρίς κανένα έλεγχο από τον χρήστη.


Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Το «πρώτο κείμενο» παρέχει τις πρώτες ύλες για ένα δεύτερο κείμενο, ένα «κείμενο σκιώδες», ακόμα πιο αόρατο και τεράστιο, τόσο σύνθετο και δυναμικό που μπορεί να το διαχειριστούν μόνο αλγόριθμοι. Εδώ ελάχιστη σημασία έχει το περιεχόμενο: αυτό που μετράει είναι οι σχέσεις που οι μηχανές καταφέρνουν να εξάγουν από την «πρώτη ύλη», δηλαδή τους χρήστες του διαδικτύου. Όπως ανακάλυψαν το 2011 τρεις ερευνητές του Πανεπιστήμιου του Μέριλαντ, «τα απλά μεταδεδομένα (...) είναι πιο χρήσιμα και προβλέψιμα από τα πρωτότυπα πρωτογενή δεδομένα» (σελ. 287). Τα «άχρηστα» δεδομένα που έφραζαν τους διακομιστές της Google και των άλλων γιγάντων του παγκόσμιου ιστού έγιναν τα πιο πολύτιμα εμπορεύματα.


Για να διαπιστώσουμε τι σκεφτόμαστε, τι επιθυμούμε, ποια είναι η συναισθηματική μας κατάσταση, είναι πιο χρήσιμο - για παράδειγμα στο Instagram - να δούμε τι φίλτρα χρησιμοποιούμε, πόσα post κάνουμε (και πότε), πόσες καρδούλες βάζουμε (και σε ποιον) και ποιος κάνει like στις απόψεις μας (πόσες φορές και πότε). Αυτό που φαίνεται στις εικόνες είναι σχετικά επουσιώδες, σε αντίθεση με  όσους διακήρυσσαν ότι «στο διαδίκτυο βασιλιάς είναι το περιεχόμενο». Αυτός είναι  και ο λόγος για τον οποίο τα κοινωνικά δίκτυα και οι μηχανές αναζήτησης δεν ενδιαφέρονται να εξαλείψουν τα fake news : στο επίκεντρο της προσοχής τους βρίσκονται οι κινήσεις και οι σχέσεις και τα fake news  παίζουν σπουδαίο ρόλο στη δημιουργία «κυκλοφορίας» (traffic).

Το «δεύτερο κείμενο», το ψηφιακό μας DNA, προκύπτει από όσα μας κλέβουν μαζικά χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε και χωρίς να μας έχουν ζητήσει την άδεια (ή μάλλον το αποσπούν με όλες αυτές τις online συμβάσεις που υπογράφουμε χωρίς να τις διαβάζουμε ... και που είναι περιττό να τις διαβάζουμε). Σήμερα όλα αυτά τα μεγάλα δεδομένα (big data) βρίσκονται στα χέρια των «καπιταλιστών της επιτήρησης», χωρίς κανέναν έλεγχο. Στην πρώτη φάση, οι αλγόριθμοι έμαθαν να προβλέπουν τις επιλογές μας, με όλο και λιγότερα περιθώρια αβεβαιότητας. Τώρα εξοπλίζονται προκειμένου να καθοδηγούν τις αποφάσεις μας.

Οι ασφαλιστικές εταιρείες ήθελαν πάντα να έχουν στη διάθεσή τους ένα συγκεκριμένο προφίλ του πελάτη και της συμπεριφοράς του, προκειμένου να μειώσουν τα περιθώρια κινδύνου και ενδεχομένως να τον κατευθύνουν προς συγκεκριμένες παραμέτρους συμπεριφοράς. Για να γίνει αυτό, πρέπει να παρακολουθούνται οι κινήσεις του αυτοκινητιστή, ο οποίος όμως είναι επιφυλακτικός απέναντι σε μια τέτοια εισβολή στην ιδιωτική του ζωή και δεν εμπιστεύεται την εταιρεία που θέλει να τον ελέγξει. Αν «τα χρήματα δεν πείθουν και τόσο, τότε οι ασφαλιστές καλούνται να παρουσιάσουν την παρακολούθηση της συμπεριφοράς του ως «διασκεδαστική», «διαδραστική», «ανταγωνιστική» και «επιβραβεύσιμη» (...). Η προσέγγιση αυτή, γνωστή ως παιχνιδοποίηση (gamification), προτρέπει τους οδηγούς να συμμετέχουν. σε «προσφορές με βάση τις επιδόσεις τους» και σε «προκλήσεις με βάση κίνητρα» » (σελ. 230-231). Παρόμοιοι μηχανισμοί επηρεασμού, που στοχεύουν στην αλλαγή συμπεριφοράς των χρηστών, μπορούν να εφαρμοστούν στην Υγεία ή στην Παιδεία.

Εάν η προϋπόθεση είναι η διάχυτη παρουσία της επιτήρησης, ο στόχος, η πραγματική εξουσία, "είναι η τροποποίηση των ενεργειών σε πραγματικό χρόνο στον πραγματικό κόσμο. (...) Οι αναλύσεις σε πραγματικό χρόνο μεταφράζονται σε πράξεις σε πραγματικό χρόνο "(σελ. 309).


Και σε αυτή την περίπτωση οι στρατηγικές έχουν βελτιωθεί:

# η προσαρμογή ( tuning), που χρησιμοποιεί «υποσυνείδητες ενδείξεις για να διαμορφώσει ανεπαίσθητα μια ροή συμπεριφορών» (οι σχεδιαστές των διαδικτυακών καζίνο είναι ειδικοί στον εθισμό των στοιχηματιών: αλλά και το Διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα είναι εθιστικά).

# η αγελαία συμπεριφορά (herding), η οποία επεξεργάζεται το περιβάλλον που περιβάλλει το άτομο (επειδή η ζήλια και οι μηχανισμοί μίμησης δηλαδή η «κοινωνική επιρροή» αποτελούν μέρος της συμπεριφοράς μας) και στοχεύει σε μια «διάχυση συναισθημάτων».

# ο προσδιορισμός της συμπεριφοράς(conditioning), πολύ γνωστός στους ψυχολόγους, που ωθεί τα ζώα (και συνεπώς και τους ανθρώπους) να επιλέξουν τις πιο επιτυχημένες συμπεριφορές.

Τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά: «Διακηρύσσοντας ότι μπορεί να τροποποιήσει τις ανθρώπινες ενέργειες με έναν μυστικό και κερδοφόρο τρόπο, ο καπιταλισμός της επιτήρησης πρακτικά μας εξορίζει από τη δική μας συμπεριφορά, αλλάζοντας την έκφραση «θα ήθελα» με την έκφραση « θα ήθελες » σελ. 325). Για την Zuboff, χάνουμε τη δικιά μας ελευθερία υπέρ του Μεγάλου Άλλου που καθιστά τα άτομα αντικείμενα. Δεν πέσαμε θύματα ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, αλλά ενός πραξικοπήματος της μάζας: καταναλωτές και πολίτες συνθλίβονται από μια γιγαντιαία ασυμμετρία πληροφόρησης, στα χέρια λίγων εταιρειών και από μια πολιτική εξουσία λίγο πολύ αόρατη αλλά σίγουρα αντιδημοκρατική.


Τα δύο διαδίκτυα σύμφωνα με τον Edward Snowden

Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες έχουν κατασκευάσει και αυτές ένα παράλληλο διαδίκτυο, που μπορεί να συλλέγει χιονοστιβάδες πληροφοριών για Αμερικανούς πολίτες (και όχι μόνο), εν αγνοία τους (και χωρίς να ενημερώνει τους δημοκρατικούς οργανισμούς). Όταν αντιλήφθηκε την ύπαρξη αυτού του βαθέως Κράτους - το πρόγραμμα ηλεκτρονικής επιτήρησης PRISM με την upstream collection δηλαδή την "ανάντη συλλογή" των δεδομένων των πολιτών - ο Έντουαρντ Σνόουντεν δούλευε  για την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας ( NSA )δηλαδή τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, έμεινε έκπληκτος, αναστατώθηκε, οργίστηκε, όπως λέει στην αυτοβιογραφία του Permanent Record (Το μεγάλο Φακέλωμα)

«Φανταστείτε ότι κάθεστε στον υπολογιστή για να επισκεφτείτε έναν ιστότοπο. Ανοίγετε ένα πρόγραμμα περιήγησης, πληκτρολογείτε μια διεύθυνση και πατάτε το πλήκτρο ENTER. Η ενέργεια σας είναι ισοδύναμη με ένα αίτημα και το αίτημα αρχίζει να αναζητά το διακομιστή προορισμού. Σε κάποιο σημείο του ταξιδιού του προς τον διακομιστή, ωστόσο, το αίτημά σας θα πρέπει να περάσει από το TURBULENCE, ένα από τα πιο ισχυρά όπλα της NSA. Κάθε αλληλεπίδραση στο διαδίκτυο φιλτράρεται. 

Η NSA, αν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι το ύποπτο, εγκαθιστά ένα κακόβουλο λογισμικό στον υπολογιστή σας για να το χρησιμοποιήσει εναντίον σας: «Σε λιγότερο από 686 χιλιοστά του δευτερολέπτου θα έχετε όλο το περιεχόμενο που θέλετε, μαζί με την επιτήρηση που δεν θέλατε» (σελ. -226), και χωρίς να περάσει από τον δικαστή. Η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών «είχε χακάρει το Σύνταγμα», στο οποίο ο Σνόουντεν  ήθελε να μείνει πιστός. Τότε, βρέθηκε μπροστά σε ένα τεράστιο  δίλημμα: να παραμείνει σιωπηλός, με μια καριέρα εγγυημένη και μια ειρηνική ζωή, αλλά κουβαλώντας μαζί του αυτή τη σκιά, ή ...

Για το βλαστό μιας δυναστείας πιστών υπηρετών του κράτους η επιλογή να μην δουλέψει πλέον «για την κυβέρνηση» αλλά «για τον λαό» δεν ήταν μια εύκολη απόφαση. Με ποιο τρόπο ο Σνόουντεν κατόρθωσε να κλέψει και να δημοσιοποιήσει στις αρχές Αυγούστου του 2013 χιλιάδες μυστικά έγγραφα χωρίς να συλληφθεί ή να τρελαθεί, και έτσι να γίνει ένας από τους πιο διάσημους πληροφοριοδότες στην ιστορία, καλύτερα να το ανακαλύψετε μόνοι σας διαβάζοντας τη συναρπαστική μοναχική του εποποιία (και το ημερολόγιο της συντρόφου του Lindsay  τις κρίσιμες μέρες).


Παντογνωσία, έλεγχος, βεβαιότητα

Μέσα στη γενική σχεδόν αδιαφορία δημιουργήθηκε ένα άγριο, τερατώδες, μυστικό σύστημα. Το πώς αυτό έγινε, μας το εξηγούν ο Snowden και η Zuboff. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Η συνεχής σχέση μεταξύ μυστικών υπηρεσιών και εταιρειών, από τη γέννηση του διαδικτύου, το οποίο  αρχικά ήταν μια στρατιωτική υποδομή (ARPANET). Μια νεοφιλελεύθερη και ατομικιστική ιδεολογία, που μειώνει την προστασία των νόμων και των κανονισμών, αφήνοντας χώρο στην ιδιωτική πρωτοβουλία χωρίς κανένα αντίβαρο από την κοινωνία των πολιτών και τους εργαζόμενους. Η ανάγκη ορισμένων μεγάλων εταιρειών να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους και να αποζημιώσουν τους μετόχους τους μετά τη φούσκα του 2000. Η εμμονή με την ασφάλεια μετά τις 11 Σεπτεμβρίου 2001.

Αλλά, συμβάλλει, όπως υποστηρίζει η Zuboff, και το ουτοπικό όραμα ορισμένων αφεντικών του διαδικτύου. Ο Larry Brin της Google και ο Sergei Page, όπως ο Mark Zuckerberg του Facebook, είναι πεπεισμένοι ότι οι αλγόριθμοί τους θα κάνουν τον κόσμο καλύτερο: προσφέρουν «λύσεις σε μεμονωμένα άτομα υπό τη μορφή κοινωνικών συνδέσεων, πρόσβασης σε πληροφορίες, εξοικονόμησης χρόνου και συχνά με την ψευδαίσθηση κάποιας υποστήριξης» και προσφέρουν «λύσεις στους θεσμούς υπό τη μορφή παντογνωσίας, ελέγχου και βεβαιότητας». Σε αντίθεση με τους ουτοπικούς του παρελθόντος, που ήταν αδέκαροι φιλόσοφοι, αυτοί οι προφήτες 2.0 διαθέτουν τεράστιους οικονομικούς πόρους προκειμένου να μας επιβάλουν τα οράματά τους.

Πρόθεσή τους, προειδοποιεί η Zuboff , «δεν είναι η αντιμετώπιση της αστάθειας - η διάβρωση της κοινωνικής εμπιστοσύνης, η ρήξη των δεσμών αμοιβαιότητας, οι επικίνδυνες συνέπειες των ανισοτήτων, των καθεστώτων που βασίζονται στους αποκλεισμούς - αλλά η εκμετάλλευση των τρωτών σημείων που δημιουργούνται σε τέτοιες συνθήκες» (σελ. 400). Το «σύννεφο (cloud) που λειτουργεί αρμονικά με τους έξυπνους αισθητήρες του IoT» θα μπορεί να προβλέπει και να αποτρέπει αποκλίσεις από τον κανόνα «πριν ακόμα αυτές συμβούν», ανακοίνωσε το 2017 ο Satya Nadella, διευθύνων σύμβουλος της Microsoft. Όπως προειδοποίησε ο Evgeny Morozov, η διαφωνία είναι δυνατό να αποφευχθεί (ή να κατασταλεί) ακόμα και πριν εκδηλωθεί, και μάλιστα πριν ακόμα οι ενδιαφερόμενοι συνειδητοποιήσουν ότι είναι διαφωνούντες (The Net Delusion: The Dark Side of Internet Freedom).


Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το χορό οδηγούν οι μεγάλες εταιρείες, σε συνεργασία με το κρατικό μηχανισμό. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα προσπαθεί να περιορίσει αυτή την παρέμβαση με κανονισμούς για τα μονοπώλια, την πνευματική ιδιοκτησία και την ιδιωτική ζωή (GDPR). Στην Κίνα, το κράτος (ή το Κομμουνιστικό Κόμμα) κυβερνά τον μηχανισμό.

Το Sesame Credit, το σύστημα «υπολογισμού των προσωπικών πιστώσεων» ,(personal credit calculation) της Ant Financial (Ali Baba), αξιολογεί την τακτική πληρωμή των πιστώσεων και των λογαριασμών, αλλά και τις «αγορές (βιντεοπαιχνίδια αντί παιδικών βιβλίων), επίπεδο εκπαίδευσης, ποσότητα και ποιότητα «των φίλων». Χρησιμοποιώντας αυτά τα δεδομένα, ο αλγόριθμος αποφασίζει ποιος έχει τη δυνατότητα να αγοράσει ένα αεροπορικό εισιτήριο ή ένα εισιτήριο τρένου υψηλής ταχύτητας και ποιος αντίθετα πρέπει να ταξιδέψει σε ένα τοπικό, ποιος μπορεί να ενταχθεί στο Κόμμα και ποιος δεν μπορεί να αγοράσει ένα σπίτι (Zuboff, σελ. 407 -408). Οι χρήστες της Sesame Credit άρχισαν αμέσως να πληρώνουν τα χρέη τους στην τράπεζα.

Πρόσφατα τα μεγάλα δεδομένα ενσωματώθηκαν στο σύστημα προσδιορισμού γεωγραφικής θέσης  (το δρόμο τον άνοιξε ένα μαζικό πείραμα όπως το Pokemon Go ! ) και η αναγνώριση προσώπου: το αποτέλεσμα είναι η προσωπική κοινωνική πίστωση (social credit), ένας εφιάλτης που μοιάζει με επεισόδιο της σειράς Black Mirror, όπως αναφέρει το ντοκιμαντέρ Social Credit: China's Digital Dystopia In The Making ,(Η ψηφιακή δυστοπία της Κίνας σε εξέλιξη). Η κοινωνική πίστωση αποδεικνύεται πολύ χρήσιμο για την εξάλειψη κάθε διαφωνίας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο αγώνας των φοιτητών του Χονγκ Κονγκ είναι διπλά ηρωικός.


Μια ανατροπή από τα πάνω

Η Zuboff αναρωτιέται πώς μπορούμε να αντισταθούμε στην «μηχανή κυψέλης στην οποία παραδίδουμε την ελευθερία μας με αντάλλαγμα μια απόλυτη γνώση που κάποιος άλλος διαχειρίζεται για να βγάζει κέρδος» (σελ. 459). Πρόκειται για ένα πρόβλημα πολιτικό: «Ποιος ξέρει; Ποιος αποφασίζει; Ποιος αποφασίζει ποιος αποφασίζει;» Αλλά είναι και ζήτημα ψυχικής ευεξίας. «Η εξαφάνιση της παραδοσιακής κοινωνίας και η εξέλιξη της κοινωνικής πολυπλοκότητας επιτάχυναν τη διαδικασία εξατομίκευσης». Έτσι, «η ψηφιακή σύνδεση έχει καταστεί αναγκαίο μέσο κοινωνικής συμμετοχής», που όμως κυριαρχείται και αξιοποιείται από τον καπιταλισμό της επιτήρησης. Κατασκευάζουμε την ταυτότητά μας με βάση την κοινωνική σύγκριση: αλλά όσο περισσότερο ικανοποιούνται οι ανάγκες των άλλων (με το μίγμα επιδειξιομανίας και ναρκισσισμού που είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων με επιρροή), τόσο λιγότερο δημιουργούμε τον εαυτό μας. Ζούμε τον «φόβο μη χάσουμε κάτι (fear of missing out) και πέφτουμε θύμα του φθόνου.

Σύμφωνα με έρευνα των Holly B. Shakya και Nicholas A. Christakis που δημοσιεύθηκε το 2017 στο Αμερικανικό Περιοδικό Επιδημιολογίας,(American Journal of Epidemiology), το να βάζουμε ένα λάικ στα περιεχόμενα των άλλων και να κάνουμε κλικ στις συνδέσμους τους «είναι ενέργειες που έχουν να κάνουν πάντα με προβλήματα ευεξίας, ενώ ο αριθμός των δημοσιεύσεων με χαμηλότερη ψυχική υγεία [...] Μια τυπική απόκλιση κατά 1 στον αριθμό των λάικ, [...] σύνδεσμοι που έχουν πατηθεί [...] ή οι ενημερώσεις των δημοσιεύσεων συσχετίζονται με μία μείωση από 5 έως 8 τοις εκατό σε συνθήκες της ψυχικής υγείας του υποκειμένου»  (σελ. 480). Είναι περιττό να διευκρινίσουμε ότι αυτά τα δεδομένα παρέχουν πληθώρα πληροφοριών στο «σκιώδες κείμενο» της προσωπικής κατάστασης του χρήστη. Η εσωτερικότητα μας, τα συναισθήματά μας, έχουν γίνει διαφανή, γνωστά και επομένως χειραγωγήσιμα.

Όλα αυτά πολλαπλασιάζουν τα κέρδη των πρωταγωνιστών του καπιταλισμού της επιτήρησης: των πέντε μεγάλων του διαδικτύου (Amazon, Apple, Facebook, Google και Microsoft), αλλά και πάροχων όπως η Verizon, η AT & T και η Comcast και αλυσίδων διανομής όπως η Walmart, μεγάλων τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών,, πλατφορμών όπως η AirBnB ή το eBay ...


«Η πίεση της ομάδας και η υπολογιστική βεβαιότητα αντικαθιστούν την πολιτική και τη δημοκρατία, ακυρώνοντας την αίσθηση της πραγματικότητας και την κοινωνική λειτουργία της ζωής των ανθρώπων» (σ. 31).
Πώς βγαίνουμε από αυτό το ανυπόφορο και τρομακτικό πανοπτικό; Πώς μπορούμε να αποφύγουμε να βυθιστούμε σε ένα νέο ολοκληρωτισμό; Πώς διασώζουμε μια ζώνη οικειότητας μπροστά στην εισβολή των συσκευών; Πώς υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας από την «αντικειμενοποίηση» της βίας των αλγορίθμων; Πώς μειώνουμε τα σφάλματα του συστήματος, αφού - για παράδειγμα - σχεδόν όλοι οι προγραμματιστές είναι λευκοί άνδρες με υψηλό εισόδημα και εκπαίδευση; Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Οι αλγόριθμοι χρησιμοποιούν το παρελθόν για να προβλέψουν το μέλλον και ως εκ τούτου διαιωνίζουν και ενισχύουν τις ρατσιστικές και αρσενικές σοβινιστικές προκαταλήψεις: αυτή η γιγαντιαία μηχανή για την πρόβλεψη και την πραγματοποίηση του πιο λαμπρού μέλλοντος είναι από τη φύση της αντιδραστική, όπως έδειξε και η Cathy O'Neil (Weapons of math destruction: How Big Data Increases Inequality and Threatens Democracy , Οπλα Μαθηματικής Καταστροφής. Με ποιο τρόπο τα μεγάλα δεδομένα αυξάνουν τις ανισότητες και απειλούν τη δημοκρατία ).

Αντιμέτωποι με την αδιαφάνεια και την μυστικότητα που συνοδεύει αυτήν την επανάσταση, που μας θέλει ανίδεους όσο τα ινδικά χοιρίδια των πειραμάτων των ηθολόγων, το πρώτο βήμα είναι η συνειδητοποίηση και η απόκτηση ενός κριτικού πνεύματος. 

Το δεύτερο, είναι αυτοπροστατευτικό και ειρωνικό: μπορούμε να «μετατρέψουμε την πράξη της απόκρυψης σε επιστήμη και τέχνη» (Zuboff, σ. 504). Αλλά όπως είναι φυσικό για να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας από την «ανατροπή που έρχεται από πάνω» χρειαζόμαστε πολιτικές δράσεις και νομοθετικά μέσα, και πάνω απ 'όλα μια ευρεία δημοκρατική κινητοποίηση. Αυτή είναι η πρόκληση του καπιταλισμού της επιτήρηση και η μάχη δεν θα είναι εύκολη.

Να,όμως, που φτάσατε στο τέλος αυτού του μεγάλου ποστ και άρα είστε μια ανωμαλία.

Για να καταλάβεις ποιος είσαι, μου αρκεί να κοιτάξω το πρόσωπό σου και τα παπούτσια σου.

Το ίδιο ισχύει για εσάς.

Τώρα μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε.





  ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΝ ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΤΙΑΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ.


Adam Harvey, AH Projects

SA Rogers, How to Be Invisible: 15 Anti-Surveillance Gadgets & Wearables, στο  weburbanist.com, σ’ αυτή τη σελίδα


Benjamin Grosser, Twitter Demetricator , σ’ αυτή τη σελίδα                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                [----->]