Ο Vladimiro Giacché σχολιάζει τα τελευταία γεγονότα στην
Κίνα: "Η Κίνα προχώρησε σε υποτίμηση του νομίσματός της κατά 1,9% και πολλοί φωνάζουν για
νομισματικό πόλεμο. Είναι οι ίδιοι, που έβλεπαν σαν δώρο
την ανατίμηση του
ανατολικογερμανικού μάρκου κατά 350%
". Τώρα,θα μου πείτε: "Πως είναι δυνατό να συνδέονται γεγονότα που έγιναν στην Ευρώπη πριν από 25 χρόνια
με όσα συμβαίνουν σήμερα στην Κίνα".
Θα σας απαντήσω παραθέτοντας κάποια
στοιχεία και μια παροιμία (όχι κινέζικη, διότι από την Κίνα εισάγουμε
ήδη αρκετά).
Το 2013 το πλεόνασμα του ισοζυγίου πληρωμών της ευρωζώνης
ξεπέρασε αυτό της Κίνας: 251 και 182 δισεκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα. Αυτό
οφείλεται προφανώς στην μόνη οικονομία που σήμερα ορθοποδεί, τη γερμανική. Η
Γερμανία είχε ξεπεράσει την Κίνα το 2011: 228 δισεκατομμύρια το εξωτερικό πλεόνασμά
της έναντι 136. Η Κίνα
και η Γερμανία είναι οι δύο μεγαλύτερες εξαγωγικές
δυνάμεις στον κόσμο, αυτή όμως τη
θέση τους τη διαχειρίστηκαν με εντελώς
διαφορετικό τρόπο .
Η Κίνα ανατίμησε το γουάν έναντι του δολαρίου, συνολικά κατά
25% από τον Ιούνιο του 2005 έως τον Ιούνιο του 2015. Αυτό έκανε τα κινεζικά προϊόντα πιο ακριβά στις διεθνείς
αγορές, βασικά επειδή οι τιμές στην Κίνα
αυξήθηκαν πιο γλήγορα.
Οπότε στην Κίνα η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία,
δηλαδή προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό, αυξήθηκε 45% μέσα σε δέκα χρόνια.
Οι εφημερίδες διηγιόντουσαν
το γνωστό παραμύθι περί ανέντιμου
κινέζου που παραποιεί την ισοτιμία για
να ντοπάρει το εξωτερικό πλεόνασμα, στην πραγματικότητα όμως συνέβαινε το
αντίθετο: το εμπορικό ισοζύγιο της Κίνας, από 6% του ΑΕΠ το 2005, έπεσε σ’ ένα
πολύ μέτριο 2% το 2014.
Η Γερμανία συμπεριφέρθηκε με εντελώς διαφορετικό τρόπο: μείωσε την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της και αύξησε το εξωτερικό της πλεόνασμα. Αλλά αν
η Γερμανία συμπεριφέρθηκε με αυτό τον τρόπο, στοχεύοντας σε μια επέκταση άνευ ορίων του εξωτερικού της πλεονάσματός , γιατί, η Κίνα άφησε
να ανατιμηθεί το νόμισμά της και μείωσε
το πλεόνασμα της; Για να μας κάνει κάποια χάρη ;
Όχι βέβαια, το έκανε για να κάνει μια χάρη σ’ αυτή την ίδια.
Μια ανάπτυξη που στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές είναι εύθραυστη, για δύο βασικούς
λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι αυτός
που έχει γονατίσει την ευρωζώνη : οι
εξαγωγές μιας χώρας είναι οι εισαγωγές μιας άλλης , και όσοι θέλουν να επιβιώσουν εισάγοντας από άλλους θα πρέπει αυτές τις εισαγωγές
να τις χρηματοδοτήσουν.
Όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά, οι γερμανικές τράπεζες
δεν αναρωτιόντουσαν αν τα χρήματα που
δάνειζαν στην Ελλάδα για να αγοράσουν τα
γερμανικά προϊόντα θα τους τα επέστρεφαν. Με το που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση, όμως, ο μηχανισμός μπλοκάρισε. Από αυτή την άποψη η
Κίνα διατρέχει μικρότερο κίνδυνο: κύριος οφειλέτης της είναι οι Ηνωμένες
Πολιτείες, μέχρι τώρα πιο σταθερές από την Ελλάδα.
Αλλά η ανάπτυξη με τα λεφτά των άλλων, είναι σε κάθε περίπτωση μια πολύ άσχημη ιδέα.
Ο εξαγωγέας, για το λόγο ότι εξάγει τα
εμπορεύματά του σε άλλους , ταυτόχρονα εισάγει και τα προβλήματά τους. Όποιος στηρίζεται στην οικονομική δυνατότητα των πολιτών άλλων χωρών να δαπανούν,
παθαίνουν μεγάλη ζημιά όταν για τον άλφα ή βήτα λόγο η δυνατότητα αυτή πάψει να
υπάρχει..
Οι Κινέζοι αυτό το αντιλαμβάνονται,
και γι 'αυτό, αντιδρώντας με σύνεση, εδώ και περίπου 10 χρόνια ακριβαίνουν το νόμισμά τους και ρίχνουν το εμπορικό τους ισοζύγιο , σε μια
προσπάθεια να αποφύγουν τις διακυμάνσεις
της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι Γερμανοί όμως, κάνουν το ακριβώς αντίθετο: τυφλωμένοι από
την επιθυμία τους για κυριαρχία, αφού
ξεπέρασαν την Κίνα προχώρησαν σε
υποτίμηση 5% σε πραγματικούς όρους , και
εκτόξευσαν το πλεόνασμά τους πάνω από το ανώτατο προβλεπόμενο όριο των
κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6%).
Αυτό έχει ήδη αποφέρει καρπούς:
Τον
Ιούνιο ο δείκτης της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής μειώθηκε κατά 1,4% σε
σύγκριση με το Μάιο. Οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτό οφείλεται στις δυσκολίες
που αντιμετωπίζουν οι αναπτυσσόμενες χώρες,
οι χώρες στις καταναλωτικές δυνατότητες των οποίων η Γερμανία έχει αποφασίσει να επιβιώσει, αφού πρώτα
μας τσάκισε επιβάλλοντας τη λιτότητα.
Ωστόσο, η Γερμανία έχει καθορίσει και τις
δυσκολίες των νέων πελατών της, των αναπτυσσόμενων χωρών . Το κινεζικό νόμισμα
ήταν συνδεδεμένο μέχρι πριν από τρεις ημέρες με το δολάριο: η υποτίμηση του
ευρώ έναντι του δολαρίου κατά 20% περίπου, που έγινε αυτή τη χρονιά, ήταν επομένως
και μια ανατίμηση του γουάν έναντι του ευρώ.
Και εδώ έρχεται η σειρά της γνωστής παροιμίας: «Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμην άλλαξε
μήτε την κεφαλήν του!» : είτε πρόκειται
για την ανατίμησε κατά 350% του ανατολικογερμανικού μάρκου που επιβλήθηκε στην Ανατολική Γερμανία, είτε πρόκειται για την ανατίμηση του γουάν κατά περίπου 20% που επιβλήθηκε στην Κίνα, η
Γερμανία αδυνατεί να συλλάβει ένα μοντέλο ανάπτυξης που να μην περνάει μέσα από
τη χειραγώγηση του νομίσματός της, σε βάρος των άλλων.
Όποιος λοιπόν μιλάει για νομισματικό πόλεμο θα πρέπει να θυμάται ότι αυτός που τον κήρυξε ήταν η Γερμανία, όταν, από τη θέση της παγκόσμιας
δύναμης στον τομέα των εξαγωγών, ζήτησε από τον Ντράγκι να υποτιμήσει το ευρώ, με τη λογική
ότι έπρεπε να δοθεί κάποια ανάσα στις ασθενέστερες οικονομίες της ευρωζώνης και
να σώσει το ευρώ.
Η απότομη υποτίμηση του ευρώ (δηλαδή η ανατίμηση του γουάν),
ωστόσο, έβαλε σε δύσκολη θέση την Κίνα, και στη συνέχεια τη Γερμανία, η οποία, για άλλη μια φορά,
πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται, επειδή οι Κινέζοι, σε αντίθεση με τα
ξαδέλφια της Ανατολικής Γερμανίας, αν δεχθούν επίθεση αντιδρούν.
Η αντίδραση δεν θα μπορούσε να είναι παρά μόνο η υποτίμηση
του γουάν, που δημιουργεί προβλήματα στις επιχειρήσεις μας που εξάγουν στην
Κίνα. Όποιος νόμιζε ότι η κατάρρευση της ιταλικής οικονομίας δεν τον αφορά,
αφού έτσι κι αλλιώς ο ίδιος πουλούσε στην
Κίνα , δεν υπολόγισε καλά τα πράγματα. Σε μια παγκόσμια οικονομία αλληλεξαρτώμενη όπως
η σημερινή , οι λανθασμένες επιλογές των κυβερνώντων μας ακολουθούν παντού.