«Αυτός που παίρνει αψήφιστα τους αντιπάλους του, είναι
βέβαιο ότι θα γίνει λεία τους»
Σουν Τζου.
Διαπιστώνεται, με γυμνό οφθαλμό, την τελευταία περίοδο, αλλαγή της ρητορικής του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών και των γερμανικών ΜΜΕ σχετικά με την επίλυση του ελληνικού προβλήματος.
Υπάρχει σαφέστατη ριζοσπαστικοποίηση της ρητορικής μεταξύ του 2012, όταν υπήρχαν περίπου τα ίδια προβλήματα και του 2015. Αν αναρωτηθεί κανείς γιατί συμβαίνει αυτό η απάντηση είναι απλή: Η αλλαγή του αντιπάλου και μαζί με αυτό του πολιτικού παραδείγματος.
Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν αποδεχτεί πλήρως την σχέση οφειλέτη- δανειστή υποκύπτοντας ολοκληρωτικά στη λογική των δανειστών η οποία ως γνωστόν, διέπεται από συγκεκριμένη οικονομική αντίληψη επίλυσης του προβλήματος έμπλεα ιδεολογισμών και εξυπηρέτησης πρωταρχικά των δικών τους συμφερόντων.
Το κακό με τις ελληνικές κυβερνήσεις ήταν ότι, ανεξαρτήτως από ορισμένες διαφωνίες σε επουσιώδη ζητήματα, ενστερνίστηκαν(ζονταν) απολύτως τόσο την ιδεολογική βάση του προγράμματος και συνεπώς και τις πολιτικές λύσεις που από αυτό απέρρεαν. Ακόμη και σήμερα η ρητορική των κομμάτων που στήριξαν τις ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου 2010-2014, εξακολουθεί να συντονίζεται με τη ρητορική των δανειστών.
Η λογική του προγράμματος αντανακλούσε όχι μόνο αυτό που αποκαλούμε συνήθως ως νεοφιλελεύθερη αντίληψη αλλά και από μια εντελώς ιδιαίτερη γερμανική άκαμπτη οικονομική λογική που φαινομενικά πρότασσε ως παράδειγμα τα αποτελέσματα του γερμανικού υποδείγματος αλλά απέκρυπτε συστηματικά τους εγχώριους τρόπους λειτουργίας του που ήταν αυτοί που διαμόρφωναν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση εκλέχτηκε υποστηρίζοντας μια διαφορετική οικονομική λογική η οποία βρίσκεται σχεδόν στον αντίποδα της μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενης.
Προσοχή αναφέρομαι σε οικονομική λογική και όχι σε συγκροτημένο οικονομικό πρόγραμμα το οποίο πόρρω απέχει από την κατ’ αρχήν λογική που θα πρέπει να διέπει το πρόγραμμα.
Όμως εκείνο που περισσότερο λαμβάνεται τοις μετρητοίς από την γερμανική κυβέρνηση είναι η πολιτική ρητορική της νέας κυβέρνησης που εδράζεται σε αρχές πλήρως διαφορετικές από αυτές που διέπουν σήμερα την Ευρώπη ευρισκομένη υπό την γερμανική πολιτική κυριαρχία.
Η κυβέρνηση της Ελλάδος, μάλλον θελημένα, τοποθέτησε τον εαυτό της ως αντίπαλο της γερμανικής κυβέρνησης και της εκπορευόμενης από αυτήν οικονομική πολιτική.
Λέγω ότι τοποθέτησε τον εαυτό της ως πολιτικό αντίπαλο χωρίς ίσως να αντιλαμβάνεται ότι το τιθέμενο διακύβευμα είναι πολύ υψηλό για την Γερμανία, γεγονός που την οδηγεί να κατατάξει την σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας όχι απλά στον χώρο του πολιτικού αντιπάλου, αλλά σε αυτόν του εχθρού, με ότι αυτό συνεπάγεται στις διεθνείς σχέσεις.
Οι γνωρίζοντες πως λειτουργούν οι κυρίαρχες δυνάμεις στο ζωτικό χώρο ευθύνης τους, ανέμεναν σχεδόν με βεβαιότητα τις αντιδράσεις από την γερμανική πλευρά.
Ίσως η νέα ελληνική κυβέρνηση να έχει εγκλωβιστεί σε ιδεολογήματα χαμπερσιανής προέλευσης (δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η κύρια συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ ο παλαιός ΣΥΝ αποτέλεσε τον κύριο όχημα αποδοχής αυτών των απόψεων ) τύπου επικοινωνιακής ορθολογικότητας όπου «τα σχέδια του πράττειν των συμμετεχόντων δραστών δεν συντονίζονται μέσω εγωκεντρικών υπολογισμών του αποτελέσματος, αλλά μέσω ενεργημάτων συνεννόησης» και να αγνοεί ότι η οποιαδήποτε μεταξύ τους διαφορά θα λυθεί προφανώς στο πεδίο της ισχύος.
Αγνοώντας τα ανωτέρω , η Αθήνα θυμίζει λίγο πολύ τον ήρωα του Θερβάντες.
Μια νέα και άπειρη κυβέρνηση, στηριζόμενη σε ένα κομματικό μηχανισμό χωρίς ξεκάθαρο ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό και μια κοινωνία κατακερματισμένη που αδυνατεί να αναγνωρίσει τον εαυτό της ως συγκροτημένο είναι , τα βάζει ,με σχετική αδεξιότητα, με την «Ιερά Συμμαχία» του Βερολίνου, των Βρυξελλών, της Φρανκφούρτης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Το ειδικό βάρος της, στο καταμερισμό ισχύος είναι σχεδόν μηδαμινό σε σχέση με εκείνο των δανειστών της. Κι αυτό δεν πρόκειται προφανώς να αλλάξει, όσο δεν βρίσκει υποστήριξη από νέα ισχυρά αριστερά κινήματα με κυβερνητική συμμετοχή στην Ευρώπη και αλλού - που προς το παρόν όμως δεν φαίνονται πουθενά στον ορίζοντα.
Η πολιτική της Γερμανίας προσβλέπει στη συνεχή φθορά του αντιπάλου – εχθρού. Στην εξάντλησή του με απώτερο στόχο την υποταγή του. Ενώ επιδιώκει την εξαφάνισή του από τον πολιτικό χάρτη δεν επιδιώκει την εκδίωξη της χώρας από την ευρωζώνη.
Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να ανταπεξέλθει σε αυτή την τρομακτική πίεση ισχυρότερων δυνάμεων και να κερδίσει ορισμένους βαθμούς ελευθερίας;
Δύσκολο.
Οι δυσκολίες κυρίως οφείλονται στο ότι ενώ βασικά επιδίωκε να κερδίσει χρόνο για να απλώσει την πολιτική της(;) παρατηρούμε τον χρόνο να περνά σχεδόν ανεκμετάλλευτος.
Ακόμη και οι αλλαγές που η ίδια προτείνει στο μέτωπο της φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίου και γενικά της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης ως μοχλού δραστικής ανακατανομής των φορολογικών βαρών δεν φαίνεται να είναι επαρκώς επεξεργασμένες και να συγκροτούν ένα όλον.
Οι Γερμανοί, για δικούς τους πολιτισμικούς λόγους , σέβονται αυτό που ονομάζουν σοβαρότητα ενός κράτους.
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αποδείξει ότι το ελληνικό κράτος γίνεται σιγά –σιγά σοβαρό, κάτι που προϋποθέτει πριν από όλα σοβαρότητα των εκπροσώπων του και δευτερευόντως σοβαρότητα και ακρίβεια των προτάσεων των.
Η συγκρότηση ενός συνεκτικού και αποτελεσματικού οικονομικού προγράμματος που να ενσωματώνει το περίφημο 30,0% των ελληνικών μεταρρυθμίσεων , είναι, στην παρούσα φάση, το μοναδικό επιχείρημα που μπορεί να τοποθετήσει στη σκακιέρα η ελληνική κυβέρνηση ώστε να αποφύγει να κριθούν όλα στο επίπεδο της ισχύος.
Με τον τρόπο αυτό, δείχνει τη σοβαρότητα της και αποδεικνύει ότι τηρεί τις υποσχέσεις της σε αντίθεση με την άκαμπτη στάση της γερμανικής κυβέρνησης.
Όμως όλα αυτά χρειάζεται να γίνουν πριν τελειώσει ο διαθέσιμος χρόνος. Επομένως χρειάζεται να ξανακερδηθεί ο χαμένος χρόνος.
[--->]