Όταν ένας δημοσιογράφος
διάσημος , όπως ο αρχισυντάκτης και διευθυντής της Frankfurter Allgemeine
Zeitung , δημοσιεύει ένα νέο βιβλίο,η διαφήμιση που του κάνουν τα μέσα ενημέρωσης είναι μάλλον αναπόφευκτη, με
δεδομένη την αλληλεξάρτηση κριτικών και συγγραφέα , που είναι
επιφορτισμένοι με την κριτική του βιβλίου. Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του
"Ego,Das Spiel des
Lebens" του Frank Schirrmacher [1],
το Φεβρουάριο του 2013 , στο Der Spiegel στις 11 Φεβρουαρίου, υπάρχει ένα
τετρασέλιδο άρθρο του συγγραφέα με τις βασικές θέσεις του βιβλίου
και στη συνέχεια μια δισέλιδη συνέντευξη του. Την ίδια ημέρα, στην
ιστοσελίδα του Der Spiegel με την υπογραφή του Jakob Augstein, δημοσιεύεται ένας
διθύραμβος, όπου ο Schirrmacher χαρακτηρίζεται ως "ο πιο συναρπαστικός
δημοσιογράφος στη χώρα" και "χωρίς αμφιβολία αριστερός".
Αυτά τα προσυπογράφει και ο Thomas Assheuer, ο οποίος,στην εφημερίδα Die Zeit
στις 14 Φεβρουαρίου, κάνει μια βιβλιοκριτική που δεν θα μπορούσε να είναι πιο κολακευτική.
Όπως βλέπουμε λοιπόν, σε πρώτη φάση, οι μόνες σοβαρές κριτικές ήλθαν από τα "δεξιά",
από τη γραφίδα του Cornelius Tittel , στην ηλεκτρονική έκδοση της Die Welt στις 17 Φεβρουαρίου.
Προφανώς, η αξιολόγηση του Schirrmacher φαίνεται ότι επηρεάζεται από την
πολιτική τοποθέτηση του καθένα.Ολος αυτός ο ενθουσιασμός,λοιπόν, εκτίναξε τις
πωλήσεις του βιβλίου, μέσα σε δύο εβδομάδες και το ανέβασε στην κορυφή της
λίστας των μπεστ-σέλερ του Der Spiegel πράγμα που δείχνει πόσο χαμηλά έχει πέσει η έννοια της "αριστεράς"
.
Το βιβλίο παίζει με την αίσθηση - την τόσο αόριστα όσο και ευρύτερα διαδεδομένη στα
καπιταλιστικά κέντρα - αίσθηση του κενού και της ετερονομίας, της απώλειας του νοήματος
και του σκοπού που σήμερα χαρακτηρίζει, το ίδιο, τόσο τον ιδιωτικό όσο και τον δημόσιο
βίο. Όποιος θέλει να προχωρήσει πέρα από την απλή διαίσθηση και να φωτίσει
πραγματικά την "αλλοτρίωση" θα πρέπει να ανατρέξει στα έργα του Μαρξ,του
Λούκατς ,του Αντόρνο και κάποια άλλα κλασικά. Ο Schirrmacher, όμως , μας
δείχνει άθελα του πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς να διαθέτει όλο αυτό
το θεωρητικό υπόβαθρο και εντέλει μας δείχνει με τι μοιάζει μια "κριτική
του καπιταλισμού" που δεν γνωρίζει τι είναι καπιταλισμός. Το βιβλίο μας
αφηγείται την εξής ιστορία :
Πριν από εξήντα χρόνια, κάποιοι Αμερικανοί στρατιωτικοί, οικονομολόγοι και φυσικοί,
διατύπωσαν τη θεωρία των παιγνίων, ένα μαθηματικό μοντέλο των συνθηκών σύγκρουσης, όπου το κάθε εμπλεκόμενο μέρος προσπαθεί με κάθε μέσο και χωρίς να παίρνει υπόψη τους άλλους,να
μεγιστοποιήσει τα κέρδη του.
Με αυτόν τνο τρόπο και την εφαρμογή της στην πληροφορική, κερδήθηκε
ο Ψυχρός Πόλεμος κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Στη συνέχεια, μετά από αυτό, πολλοί
φυσικοί που συμμετείχαν στο πρόγραμμα εργάστηκαν στη Wall Street και, από τη
θέση αυτή, πέρασαν τη λογική του Ψυχρού Πολέμου στην κοινωνία των πολιτών. Το
αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο η αυτοματοποιηση των αγορών , αλλά και η αυτοματοποίηση των ανθρώπων και
, ως εκ τούτου ,η δημιουργία ενός νέου είδους ανθρώπου- στο βιβλίο αναφέρεται ως "νούμερο
δύο" - που νοιάζεται αποκλειστικά για στο προσωπικό του συμφέρον και πλήρως προσαρμοσμένο
με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Η μεταγραφή αυτής της αυτοματοποιημένης λογικής
στα άτομα συντελέστηκε μέσω του προσωπικού υπολογιστή, που δικτύωσε ανθρώπους
και αγορές.
Η ιστορία αυτή αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα αστικής κριτικής της τεχνικής, δηλαδή, μια κριτική που αγνοεί τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής και θεωρεί, την θεωρία των παιγνίων και την πληροφοριοποίηση, ανάλογα με την περίσταση, ως την αιτία όλων των δεινών από το 1989 καθώς και την αιτία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Επιπλέον, η θεωρία των παιγνίων μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο μόνο μέχρι ένα βαθμό: στην πραγματικότητα εφαρμόζεται, αποκλειστικά σε καταστάσεις σύγκρουσης όπου το κάθε εμπλεκόμενο μέρος γνωρίζει τόσο τις δυνατότητες δράσης (τους κανόνες του παιχνιδιού ) όσο και τις προτιμήσεις των αντιπάλων, αλλά η θεωρία δεν λειτουργεί,, όταν οι προτιμήσεις δεν είναι γνωστές και θα πρέπει να ανακαλυφθούν.
Η ιστορία αυτή αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα αστικής κριτικής της τεχνικής, δηλαδή, μια κριτική που αγνοεί τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής και θεωρεί, την θεωρία των παιγνίων και την πληροφοριοποίηση, ανάλογα με την περίσταση, ως την αιτία όλων των δεινών από το 1989 καθώς και την αιτία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Επιπλέον, η θεωρία των παιγνίων μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο μόνο μέχρι ένα βαθμό: στην πραγματικότητα εφαρμόζεται, αποκλειστικά σε καταστάσεις σύγκρουσης όπου το κάθε εμπλεκόμενο μέρος γνωρίζει τόσο τις δυνατότητες δράσης (τους κανόνες του παιχνιδιού ) όσο και τις προτιμήσεις των αντιπάλων, αλλά η θεωρία δεν λειτουργεί,, όταν οι προτιμήσεις δεν είναι γνωστές και θα πρέπει να ανακαλυφθούν.
Επίσης , θα πρέπει να θεωρηθεί ως αδιέξοδη, η αντίληψη που στηρίζεται στη νεοκλασική οικονομική θεωρία ,σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι έχουν μια υποκειμενική αντίληψη για το κέρδος που τους κάνει να προσπαθούν πάντα να το μεγιστοποιήσουν: όχι μόνο αυτή η αντίληψη αδυνατεί να υπολογίσει όλες τις καταστάσεις, αλλά και δεν αποδεικνύεται εμπειρικά , ούτε και μεταφράζεται, πολύ περισσότερο,σε εξισώσεις ή σε κάποιο μοντέλο της πληροφορικής .
Αν η θεωρία των παιγνίων κατάφερε να αποδείξει ότι είχε κάποια αξία,στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ήταν επειδή και τα δύο στρατόπεδα ακολουθούσαν την ίδια στοιχειώδη λογική δηλαδή ήθελαν, ή να βγουν νικητές από ένα πιθανό πυρηνικό πόλεμο ή να τον αποτρέψουν με τη ισχύ μιας αμοιβαίας αποτροπής. Πάντως, κανένας δεν μπορεί να πει - όπως ο Schirrmacher αφήνει να εννοηθεί - ότι η Σοβιετική Ένωση ηττήθηκε σε αυτό το παιχνίδι ,αλλά, αντίθετα, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτή διαλύθηκε για άλλους λόγους, οικονομικούς.
Η ιδέα του Schirrmacher να εξηγήσει την ολοένα και μεγαλύτερη κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών αγορών, από τη δεκαετία του 1980 – επειδή,δήθεν. μια συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα υπό την απειλή της απόλυσης αποφάσισε να εγκαταλείψει το στρατό και να εργαστεί για την Wall Street - είναι μια ιδέα εντελώς εξωφρενική, αφήστε που η ανάγκη για τις ικανότητές τους θα έπρεπε να είχε γίνει αισθητή αρκετό καιρό πριν.
Η αλήθεια είναι ότι η θεωρία
των παιγνίων, θα μπορούσε να βρει εφαρμογή στον τομέα του αυτοματισμού των
συναλλαγών στο χρηματιστήριο, όπου όλα τα μέρη έχουν γνωστές δυνατότητες δράσης
( αγορά και πώληση κάθε είδους χρηματοπιστωτικών τίτλων) και επιδιώκουν
πάντα να μεγιστοποιήσουν το προσωπικό τους όφελος. Ωστόσο, η εφαρμογή της
θεωρίας σε άλλες αγορές, όπου κάποιοι τουλάχιστον από τους συμμετέχοντες επιδιώκουν
στόχους που δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν, θα μπορούσε να αποδειχθεί
προβληματική, δεδομένου ότι η έννοια του "αυτοματοποιημένου ανθρώπου"
είναι αρκετά ασαφής.
Έτσι, προστρέχουν - έστω και εάν δεν έχουν καμία σχέση με τη θεωρία των παιγνίων - στους αλγόριθμους που χρησιμοποιούν το Google , το Amazon και άλλοι για να μελετήσουν την συμπεριφορά αναζήτησης και κατανάλωσης των χρηστών, προκειμένου να κάνουν εξατομικευμένες διαφημιστικές προσφορές. Αλλά ποιος μας υποχρεώνει να δεχτούμε αυτές τις προσφορές ;
Φαίνεται πως το βιβλίο Schirrmacher γοήτευσε περισσότερο από ένα κριτικούς, με την κριτική που ασκεί στη νεοφιλελεύθερη οικονομικοποίηση της κοινωνίας και στον ''homo economicus'', που επιβλήθηκε μέσα από την εικόνα του ''νούμερο δύο'', αλλά και ενάντια στο έλλειμμα με όρους απώλειας τόσο της πολιτικής κυριαρχίας - η αγόρευση της Μέρκελ για μια ''δημοκρατία προσαρμοσμένη στην αγορά'', για παράδειγμα ,ορίζει καθαρά τα όρια της– όσο και της ατομικής, όπου τα άτομα παύουν να έχουν τον έλεγχο της ζωής τους.
Μία άλλη ατραξιόν του βιβλίου, έχει να κάνει με τη θέση του συγγραφέα. Ως αρχισυντάκτης της FAZ θεωρείται ικανός να κάνει πράξη μια ''κριτική του καπιταλισμού μέσα στην ίδια την καρδιά του καπιταλισμού". Το γεγονός ότι η εξήγηση που δίνεται στο βιβλίο για την επαλήθευση αυτής της θέσης, δεν στηρίζεται στη λογική και στα ιστορικά προηγούμενα, για αυτούς που την προτείνουν, δεν έχει την παραμικρή σημασία .
Σε όλη αυτή την ιστορία θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η ιδιοτέλεια και το κίνητρο του κέρδους - όπως όλοι γνωρίζουν - δεν είναι σε καμία περίπτωση εφεύρημα του νεοφιλελευθερισμού, αλλά,αντίθετα, ως κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας, είναι γνωστό ότι είναι τόσο παλιά όσο και ο καπιταλισμός.Ο Adam Smith επαινούσε τα πλεονεκτήματα τους στο βασικό έργο του , το 1776, ελπίζοντας ότι, ενάντια σε κάθε λογική, οι δύο αυτές αρχές μέσα από το μηχανισμό της αγοράς ''υπό την καθοδήγηση ενός αόρατου χεριού" θα συνέβαλαν στην παγκόσμια ευτυχία .
Όσο για το ρόλο του σύγχρονου κράτους, με ή χωρίς ένα δημοκρατικό σύνταγμα, αυτός είναι η διασφάλιση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Ποτέ δεν τέθηκε το ζήτημα μιας δημοκρατίας ασύμβατης με την αγορά. Και τα περιθώρια ελιγμών της πολιτικής μέσα σαυτά τα πλαίσια, λιγοστεύουν όλο και περισσότερο λόγω της κρίσης .
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η απάντηση στην κρίση υπερσυσσώρευσης που πλήττει την παγκόσμια οικονομία από το1970 . Ακόμα κι αν δεν μπορεί να νικήσει, ωστόσο, βρίσκει έναν τρόπο να αντισταθμίσει προσωρινά, τη μείωση της παραγωγής πραγματικής υπεραξίας : μειώνοντας τους πραγματικούς μισθούς ,με φορολογικές ελαφρύνσεις για τα εισοδήματα από επενδύσεις, με την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και , πάνω απ 'όλα ,με την ένταξη των τελευταίων τομέων της κοινωνικής ζωής στη διαδικασία της καπιταλιστικής αξιοποίησης . Όλα αυτά ελάχιστη σχέση έχουν με τη θεωρία των παιγνίων και την ( μερική) αυτοματοποίηση των ίδιων των αγορών , και παρά το ότι συμβάλλει σε αυτή τη διαδικασία, σε καμία περίπτωση δεν είναι η αιτία.
Δεν μπορούμε να καταλάβουμε με ποιο τρόπο το "νούμερο δύο" του Schirrmacher κατάφερε να "εγκαταλείψει το εργαστήριο και να υποκαταστήσει στην καθημερινή ζωή την γερασμένη ανθρωπότητα που παρέμεινε στη φυσική της κατάσταση" ( Assheuer ) , δεδομένου ότι σε κανένα σημείο του βιβλίου δεν γίνεται αναφορά για την εργασία,την εργασία που χωρίς αυτήν ο καπιταλισμός απλά δεν μπορεί να υπάρξει .
Τα πράγματα αλλάζουν τελείως στο βιβλίο "Dead Man Working" των Carl Cederström και Peter Fleming [2] που αρχίζει με μια πολύ σωστή παρατήρηση: "Ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του, αναγνωρίζουν ότι ο καπιταλισμός παρέδωσε το πνεύμα σε κάποια περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένη στιγμή της δεκαετίας του 1970 . Όλες οι προσπάθειες αναβίωσης του απέτυχαν. Όμως , παραδόξως , τώρα που είναι νεκρός , φαίνεται ότι έχει γίνει ( ... ) ακόμα πιο ισχυρός και με μεγαλύτερη επιρροή από ποτέ. Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στο τι σημαίνει να ζεις και να δουλεύεις σε ένα κόσμο νεκρό ".[3] Πιο συγκεκριμένα, εστιάζει την προσοχή του στα εξής περίεργο φαινόμενο :
Αν και η "εποχή της εργασίας" φτάνει στο τέλος της, ο αγώνας για θέσεις εργασίας ολοένα και πιο επισφαλείς και χωρίς νόημα, γίνεται όλο και πιο άγριος και υιοθετούνται μορφές όλο και πιο ακραίες. Μπροστά στην εξαφάνιση της εργασίας και , μαζί με αυτή , την "ουσία του κεφαλαίου" ( Μαρξ ) , ο καπιταλισμός μοιάζει ανίκανος να αντιδράσει κατάλληλα, για παράδειγμα, κατανέμοντας ισομερώς την εργασία που έχει απομείνει. Αντίθετα, για να μπορέσουν να συντηρήσουν έναν ολοένα και μεγαλύτερο ανταγωνισμό, βγάζουν από όσους ακόμα έχουν μια θέση εργασίας και το τελευταίο ψίχουλο υπερεργασίας. Ωστόσο, η εκμετάλλευση της εργασίας δεν είναι κάτι νέο, αφού χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε καπιταλισμός. Το νέο είναι ότι εκλείπει η διάκριση μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου, μεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής : "Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει το ιδιαίτερο ότι η επιρροή του επεκτείνεται πολύ πέραν του χώρου εργασίας.Ο Φορντισμός άφηνε ακόμα σχετικά άθικτα το Σαββατοκύριακο και τον ελεύθερο χρόνο. Ο ρόλος του ήταν να στηρίξει έμμεσα τον κόσμο της εργασίας . Σήμερα , όμως , το κεφάλαιο προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ακόμη και την κοινωνική μας ζωή, σε όλους τους τομείς της ζωής μας .Από τη στιγμή που μετασχηματιζόμαστε όλοι σε "ανθρώπινο κεφάλαιο" δεν μπορούμε απλά να ικανοποιούμαστε λέγοντας, ότι έχουμε ή κάνουμε μια δουλειά . Εμείς οι ίδιοι είμαστε η εργασία. Ακόμα και όταν η εργάσιμη μέρα φαίνεται ότι έχει τελειώσει.[4] "
Σύμφωνα με τον Cederström και Fleming, το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να έχουμε ένα είδος "νεκρούς εργαζόμενους", ζωντανούς νεκρούς που εργάζονται, που δεν μπορούν να ζήσουν και που περιμένουν ένα τέλος που δεν έρχεται. Αυτό το νέο είδος ανθρώπων μοιάζει έντονα με τον άνθρωπο "νούμερο δύο" του Schirrmacher, μόνο που αυτό το είδος προκύπτει από μια κοινωνική εξέλιξη πολύ πιο λογική.
Η επέκταση της εργασίας σε όλους τους τομείς των ανθρώπινων δραστηριοτήτων συνοδεύει τις προσπάθειες "απελευθερωτικής διαχείρισης του προσωπικού" (liberation management) που στόχο έχουν την ένταξη της "ζωής" στην εργασία, και τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις των οποίων περιγράφουν ο Cederström και ο Fleming , πολλές φορές αλλόκοτες. Αυτές, περιλαμβάνουν "ασκήσεις για να γίνει κάποιος μέλος μιας ομάδας", επίπεδου παιδικού πάρτι γενεθλίων, όπου οι εργαζόμενοι καλούνται να δείξουν "αυθεντικότητα" σε κάθε περίσταση, να θεωρούν τον χώρο εργασίας τους σαν ένα σαλόνι διασκέδασης, ή να βγάζουν το μίσος τους για τον καπιταλισμό, γενικά , και της επιχείρησης τους ειδικότερα. Στόχος όλων αυτών είναι να διασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι είναι αφοσιωμένοι πλήρως στην εργασία τους και νοιάζονται για την εταιρεία .
Μόνο που η εξίσωση "η εργασία είναι ζωή , η ζωή είναι εργασία" δεν ισχύει: η απώλεια της εργασίας λόγω ψυχικών διαταραχών έχει πάρει δραματικές διαστάσεις και μόνο με την κατανάλωση ψυχοφαρμάκων μπορεί και συντηρείται η ικανότητα για εργασία. Εξάντληση και κατάθλιψη θεωρούνται πλέον κοινωνικές ασθένειες, μαζί με τις αυτοκτονίες .
Ετσι, ακολουθώντας την ορολογία της κριτικής της αξίας: μια ζωή αφιερωμένη αποκλειστικά στην εργασία , χωρίς την παραμικρή δυνατότητα καταφυγής στον τομέα της αναπαραγωγής - μια σφαίρα διαχωρισμένη, με γυναικεία χαρακτηριστικά και απαξιωμένα, που υπακούει σε μια διαφορετική λογική – είναι βέβαιο ότι δεν είναι πλέον βιώσιμη.Το συμπέρασμα που πρέπει να βγάλουμε ,το " Dead Man Working» , μας το δείχνει από την αρχή κιόλας : "Το να είναι κανείς εργαζόμενος δεν έχει τίποτα το ένδοξο. Μια πολιτική για την απασχόληση αντάξια του ονόματος της δεν πρέπει να βάζει πλέον σαν στόχο μια πιο δίκαιη , μια καλύτερη δουλειά ή λίγο πολύ μια δουλειά , αλλά το τέλος της εργασίας"[5].
Γι αυτό θα χρειαστεί - αλλά εδώ τα πράγματα περιπλέκονται - να δοθεί ένα τέλος, ταυτόχρονα, στην καπιταλιστική πατριαρχία .
Claus Peter Ortlieb
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Exit" ,το
Μάρτη του 2013
πηγή: http://palim-psao.over-blog.fr/article-nous-les-morts-vivants-par-claus-peter-ortlieb-120163159.html
---------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1] Frank Schirrmacher, Ego.
Das Spiel des Lebens, Munich, Karl Blessing Verlag, 2013.
[2] Carl Cederström et Peter Fleming, Dead Man Working. Die schöne neue Welt der toten Arbeit, Berlin,
Tiamat, 2013 [édition originale : Dead
Man Working, Londres, Zero Books, 2012].