Οι χαμηλοί μισθοί στη Γερμανία και το ευρωπαϊκό πρόβλημα ανισορροπίας



 Νόμοι Hartz , εσωτερική υποτίμηση και άνθηση των εξαγωγών : όταν μια λανθασμένη διάγνωση γίνεται κυρίαρχη άποψη.
Ποιος ήταν ο ρόλος των νόμων Hartz ως προς την εσωτερική υποτίμηση τα τελευταία 15 χρόνια; Απαντά ο Gerhard Bosch , διευθυντής του Institut Arbeit undQualifikation του Πανεπιστήμιου του Duisburg . Η μακρά περίοδος συγκράτησης των μισθών είναι το αποτέλεσμα λαθεμένης ανάλυσης, η οποία στη συνέχεια έγινε κυρίαρχη άποψη. Από το NachDenkSeiten.de, διαδικτυακό περιοδικό πολιτικής και οικονομικής ανάλυσης .



1. Όταν μια λάθος διάγνωση γίνεται κυρίαρχη άποψη

Η Γερμανία από τη δεκαετία του '50, χρόνο με το χρόνο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχει καταφέρει να έχει εμπορικό πλεόνασμα  με το εξωτερικό. Πριν την εισαγωγή του ευρώ, οι εμπορικές ανισορροπίες συνήθως ρυθμιζόντουσαν ανατιμώντας το μάρκο. Ωστόσο, ενιαίο νόμισμα σημαίνει , στην πραγματικότητα, αδυναμία να χρησιμοποιηθεί η προσαρμογή των συναλλαγματικών ισοτιμιών ως διορθωτικό μέτρο .Επιπλέον, η γερμανική εξαγωγική βιομηχανία βγάζει κέρδη από το εμπόριο εκτός ευρωζώνης αφού εκμεταλλεύεται την έλλειψη σοβαρής πίεσης για ανατίμηση του ευρώ, λόγω του μεγάλου αριθμού των χωρών του Ευρώ με εξωτερικό έλλειμμα .

Προστατευμένη, εντός της ευρωζώνης από οποιαδήποτε μορφή ανατίμησης , η ανταγωνιστική θέση των γερμανών βελτιώθηκε ακόμα περισσότερο από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '90. Αυτό, ήταν το αποτέλεσμα μιας αύξησης των μισθών κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, πραγμα  που ισοδυναμεί με εσωτερική υποτίμηση. Αυτό, οδήγησε σε μια αύξηση του εξωτερικού πλεονάσματος, το 2012, ίση με το 6,5 % του γερμανικού ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, μέσα σε 3 χρόνια, η Γερμανία  κατάφερε να επανεπενδύσει το 20% περίπου του ΑΕΠ της στο εξωτερικό . Τα γερμανικά πλεονάσματα είναι ο καθρέφτης των ελλειμμάτων στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Και η γερμανική οικονομία, με το μέγεθος και το ειδικό βάρος των εμπορικών της σχέσεων με το εξωτερικό , παίζει ένα μοναδικό ρόλο στην Ευρώπη . Το άνοιγμα της οικονομίας ( εξαγωγές + εισαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ ), στη Γερμανία , τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία το 1995 ήταν περίπου 50 % . Αλλά το 2008, το γερμανικό μερίδιο έφτασε στο 90 % , ενώ στις άλλες χώρες, σταμάτησε στο 60% .

Ένα από τα παράδοξα της συζήτησης για τη γερμανική οικονομία είναι ότι οι πιο σοβαρές ελλείψεις θεωρούνται ότι είναι ακριβώς σε εκείνους τους τομείς που η Γερμανία είναι ιδιαίτερα ισχυρή , ενώ η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης έχει εξαφανιστεί από την πολιτική ατζέντα . Εδώ και 20 χρόνια η γερμανική οικονομική πολιτική επικεντρώνεται αποκλειστικά στις εξαγωγές και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η ισχυρή και με επιρροή ένωση των επιχειρηματιών κυριαρχείται από τους εκπροσώπους της μεταποιητικής βιομηχανίας, στόχος της οποίας είναι η αύξηση του μεριδίου αγοράς καθηλώνοντας τους μισθούς προς τα κάτω. Μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία των μέσων ενημέρωσης με επίκεντρο την "
Initiative Neue Soziale Marktwirtschaft " ( Νέα Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς ) – την οποία χρηματοδοτεί, από το 2000, η οργάνωση των εργοδοτών στον τομέα  μηχανικής και ηλεκτρονικών - έχει περάσει με επιτυχία την εικόνα μιας Γερμανίας που υποφέρει από το υψηλό κόστος εργασίας  και από μια αγορά υπερβολικά ρυθμισμένη, γιαυτό και μη ανταγωνιστική .

Ο κατάλογος όσων έχουν ασπαστεί αυτό το όραμα περιλαμβάνει και την πρώτη κόκκινο - πράσινη κυβέρνηση. Οι νόμοι Hartz του 2004 έγιναν για να δημιουργηθεί στη Γερμανία ένας τομέας με χαμηλούς μισθούς. Μειώνοντας το επίδομα ανεργίας στους μακροχρόνια άνεργους και επαναπροσδιορίζοντας τα κριτήρια πρόσβασης, οι νόμοι Hartz, στην πράξη, αύξησαν την πίεση στους ανέργους πιέζοντας τους να αποδεχτούν θέσεις εργασίας με μισθό 30 % κάτω από το μέσο όρο του κλάδου. Η απορρύθμιση των θέσεων εργασίας των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης και των λεγόμενων mini -jobs [1] έδωσαν τη δυνατότητα να αντικατασταθούν οι θέσεις πλήρους απασχόλησης από νέες θέσεις επισφαλούς απασχόλησης. Στην περίπτωση των εταιρειών (γραφείων) προσωρινής απασχόλησης , από τις συμβάσεις εξαλείφτηκαν οι χρονικοί περιορισμοί  και χάρη στις νέες συμβάσεις οι εργοδότες μπορούσαν τώρα να παρακάμψουν την αρχή της ίσης οικονομικής μεταχείρισης μεταξύ προσωρινά εργαζομένων και μονίμων. Όσο για τις mini -job , το ελάχιστο όριο εισοδήματος αυξήθηκε  και πλέον μια mini -job θεωρείται ως δεύτερη εργασία και αυξήθηκε και ο ανώτατος αριθμός ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, οπότε μειώθηκε το κόστος εργασίας. Η πολιτική αποδοχή αυτών των μέτρων βασίστηκε στην υπόθεση ότι αυτοί που θα ωφεληθούν από την επέκταση του τομέα χαμηλών μισθών θα είναι οι εργαζόμενοι μικρής ειδίκευσης και χαμηλής παραγωγικότητας.

2. Ο τομέας χαμηλών αμοιβών στη Γερμανία
Από τα τέλη της δεκαετίας του '90 οι γερμανικές αποδοχές αυξήθηκαν λιγότερο σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Ο βασικός λόγος ήταν η ταχεία επέκταση του τομέα χαμηλών αμοιβών, που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη πριν από τις μεταρρυθμίσεις Hartz . Το ποσοστό των εργαζομένων με χαμηλές αποδοχές ( κάτω από τα 2/3 της μέσης ωριαίας αμοιβής ) αυξήθηκε από 17,7 % του συνόλου των εργαζομένων το 1995, σε 23,1% το 2010 και από 5.600.000 εργαζόμενους το 1995 σε 7.900.000 το 2010 . Μια ιδιαιτερότητα του γερμανικού τομέα χαμηλόμισθων είναι η έντονη τάση του προς τα κάτω, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται κατώτερος μισθός. Το 2010 , 6,8 εκατομμύρια Γερμανοί αμείβονταν με λιγότερα από € 8,5 μεικτά, δηλαδή το βασικό μισθό που ζητούσε η Ομοσπονδία Γερμανικών Συνδικάτων, ενώ 2,5 εκατ. με λιγότερα από € 6,00 μικτά την ώρα .

Αύξηση της ανάπτυξη σε απόλυτες τιμές παρατηρήθηκε, στη Δυτική Γερμανία, σε περιοχές που παραδοσιακά προστατευόντουσαν από τον υψηλό βαθμό τήρησης των συλλογικών συμβάσεων. Η ανάλυση της κατανομής της εξέλιξης των μισθών προσαρμοσμένων στον πληθωρισμό δείχνει ότι από το 1995 η συγκέντρωση στο κέντρο τείνει να καταρρεύσει , ενώ πολλές δραστηριότητες οι οποίες στο παρελθόν αμείβονταν καλά, έχουν πάρει την κατιούσα ( Σχήμα 1 ). Οι χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας δεν κατανέμονται εξίσου σε όλους τους εργαζόμενους: το 2010 αυτοί που πλήγηκαν ιδιαίτερα από τους χαμηλούς μισθούς ήταν οι νέοι κάτω των 25 ετών ( 50,8 % ) , οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ( 45,7 % ) , οι χωρίς καμία επαγγελματική κατάρτιση   ( 39,3 % ) , οι γυναίκες ( 30,0 % )  και οι αλλοδαποί ( 31,9 % ) (Πίνακας 1) . Το 2010 , το 30% των απασχολούμενων γυναικών έπαιρνε ένα χαμηλό μισθό , αλλά αντιπροσώπευαν σχεδόν τα δύο τρίτα του συνόλου των χαμηλόμισθων εργαζομένων ( Πίνακας 1 ). Μια ιδιαιτερότητα του γερμανικού τομέα χαμηλόμισθων, σε σύγκριση με τον αμερικανικό, είναι το χαμηλό ποσοστό εργαζομένων χωρίς επαγγελματικά προσόντα : περίπου το 80 % έχουν επαγγελματική κατάρτιση ή ανώτερη εκπαίδευση . Ο στόχος των μεταρρυθμίσεων Hartz που ήταν η βελτίωση των δυνατοτήτων απασχόλησης των εργαζομένων με χαμηλά προσόντα, δεν επιτεύχθηκε .


Σχήμα 1: Κατανομή της ωριαίας αμοιβής, στη Γερμανία, προσαρμοσμένη  στον πληθωρισμό (βάση = 1995)



ΠΗΓΗ : SOEP 2012, υπολογισμοί από  IAQ, Thorsten Kalina




 Πίνακας 1: Μερίδιο  χαμηλόμισθης εργασίας και  μερίδιο τομέα  χαμηλόμισθης εργασίας με βάση την κατηγορία εργαζομένων (Γερμανία, όλοι  οι εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας εκτός από μαθητές, φοιτητές και συνταξιούχους, σε%).

 

 3. Παράγοντες που οδήγησαν στην αύξηση των θέσεων χαμηλά αμειβόμενης εργασίας .
Η αύξηση των θέσεων χαμηλά αμειβόμενης εργασίας είχε ξεκινήσει 10 χρόνια περίπου πριν τις μεταρρυθμίσεις Hartz . Αιτία, η διαφορετική πολιτική των εργοδοτών: από τη μία οι εργοδότες εκμεταλλευόντουσαν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και αποχωρούσαν από τις εργοδοτικές ενώσεις για να μη δεσμεύονται πλέον από τις συλλογικές συμβάσεις. Από την άλλη, το άνοιγμα πολλών δημόσιων υπηρεσιών ( ταχυδρομείο, σιδηρόδρομοι,τοπικό δίκτυο μεταφορών ) προς ιδιωτικούς φορείς, που δεν δεσμευόντουσαν από συλλογικές συμβάσεις και οι οποίοι άρχισαν να ανταγωνίζονται τις κρατικές εταιρείες ακολουθώντας πολιτικές μισθολογικού ντάμπινγκ .

Οι μεταρρυθμίσεις Hartz δεν καθόρισαν αυτή την εξέλιξη, αλλά δεν επέτρεψαν και να μειωθεί ο αριθμός των θέσεων χαμηλά αμειβόμενης εργασίας από τη φάση ανάκαμψης της οικονομίας, το 2005 και ύστερα. Οι δύο απορυθμισμένες μορφές εργασίας,οι θέσεις εργασίας από εταιρείες προσωρινής απασχόλησης και οι mini -job θέσεις εργασίας , εν τω μεταξύ, επεκτάθηκαν ολοένα και περισσότερο : οι εργαζόμενοι σε θέσεις εργασίας από εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, από τις 300.000 το 2003 έφτασαν τις 900.000 το 2011 , ενώ την ίδια περίοδο , ο αριθμός των εργαζόμενων που απασχολούνταν σε θέσεις mini -job αυξήθηκε από 5.500.000 σε 7.500.000 . Στους εργαζομένους, σε θέσεις απασχόλησης mini -job , το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων, το 2010 ήταν 86 % , ενώ στους εργαζόμενους σε θέσεις εργασίας από εταιρείες προσωρινής απασχόλησης ήταν ίσο με τα δύο τρίτα . Το υψηλό ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων μεταξύ των minijobber μπορεί να εξηγηθεί κυρίως από το ότι σε γενικές γραμμές , οι εργαζόμενοι σε τέτοιες θέσεις, κατά παράβαση των διατάξεων της ευρωπαϊκής οδηγίας περί ίσης οικονομικής μεταχείρισης των παρτ τάιμ εργαζόμενων, αμείβονται λιγότερο από τους άλλους παρτ τάιμ εργαζόμενους. Όσον αφορά τους εργαζόμενους σε θέσεις εργασίας από εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, η αρχή της ίσης αμοιβής που προβλέπει η κοινοτική οδηγία για την προσωρινή εργασία ,αναιρείται από συλλογικές συμβάσεις που ισοδυναμούν με μισθολογικό ντάμπινγκ , τις οποίες υπέγραψε το φιλικό στους εργοδότες και ουσιαστικά χωρίς μέλη Χριστιανικό συνδικάτο.

Η εξάπλωση της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να κάνει πιο  εύκολη την είσοδο στην αγορά εργασίας των ανέργων  και ότι θα αυξανόταν η απασχολησιμότητα των εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση . Κατά τα μέσα της δεκαετίας του '90 , ο ΟΟΣΑ εξήρε ακόμα τη γερμανική αγορά εργασίας για τις καλές ευκαιρίες εξέλιξης που έδινε στους εργαζόμενους με χαμηλούς μισθούς. Πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν , ωστόσο, πως οι χαμηλά αμειβόμενες εργασίες παγιώνονται ολοένα και περισσότερο. Ο Kalina ( 2012) δείχνει πως οι δυνατότητες εξέλιξης , έχουν μειωθεί κατά την μακρά περίοδο 1975-1976 και 2005-06 . Ο Mosthaf κ.α. ( 2011 ) δείχνουν πως μόνο ο ένας ,περίπου, στους επτά χαμηλόμισθους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης το 1998-9 , ήταν σε θέση να βγει από αυτήν τον μισθολογικό τομέα πριν το 2007 .

4. Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν είχε καμία επίδραση στα επίπεδα της απασχόλησης.

Η κάλυψη από συλλογικές συμβάσεις ,η οποία ήταν περίπου 80 % πριν από το 1990 , το 2010 έπεσε στο 60 % στη Δυτική Γερμανία , και στο 48% στην Ανατολική . Οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων πλέον δεν λειτουργούν. Σε πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και υπηρεσίες , οι μισθοί καθορίζονται μονομερώς από τους εργοδότες , δεδομένου ότι οι συλλογικές συμβάσεις δεν εφαρμόζονται και δεν έχουν συσταθεί εργοστασιακές επιτροπές .

Ετσι, τα συνδικάτα ξανασκέφτηκαν την άρνηση τους να παρέμβει το κράτος στη διαδικασία των μισθολογικών διαπραγματεύσεων και από τη νομοθεσία Hartz και μετά υποστηρίζουν την εισαγωγή του βασικού μισθού. Σήμερα, η θεσμοθέτηση βασικού μισθού ακολουθείται από 12 εργοδοτικές οργανώσεις σε 12 βιομηχανικούς τομείς και θεωρείται δεσμευτική από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση  Οι επιπτώσεις από την εισαγωγή του βασικού (κατώτατου) μισθού σε αμοιβές και απασχόληση αναλύθηκαν σε οκτώ τομείς  και δεν φάνηκε να υπάρχουν αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση Bosch / Weinkopf ( 2012 ) . Ωστόσο, μια αλλαγή τάσης στη μείωση του αριθμού των χαμηλόμισθων εργαζομένων ακόμη δεν έχει υπάρξει , και οι βασικοί τομείς που απασχολούνται,στο λιανικό εμπόριο ,στα  ξενοδοχεία και στα εστιατόρια , δεν έχουν ακόμα εισάγει τον κατώτατο μισθό . Οι προσπάθειες να εισαχθεί ο θεσμός του εθνικά κατώτατου μισθού και να μεταρρυθμιστεί η νομοθεσία συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε οι συμφωνίες να καταστούν δεσμευτικές για ολόκληρη την κατηγορία , αποτυχαν λόγω της αντίθεσης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης .

Τα πιο αμφιλεγόμενα αποτελέσματα των νόμων Hartz είναι αυτά που αφορούν τα επίπεδα απασχόλησης . Οι θετικές επιπτώσεις τους στην απασχόληση εξηγούνται με την αύξηση των εκροών από την ανεργία από το 2005 . Ωστόσο, επειδή η εισροή στην ανεργία την ίδια περίοδο αυξήθηκε, παρά την οικονομική ανάπτυξη , μπορούμε να πούμε ότι η ροή μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας αυξήθηκε . Ο λόγος για αυτή την αύξηση ροής, σε περίοδο οικονομικής ανάκαμψης, ήταν η αύξηση του αριθμού των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και προσωρινής απασχόλησης, οι οποίες συχνά οδηγούν μόνο σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα απασχόλησης .

Η νομοθεσία Hartz τέθηκε σε ισχύ , ενώ η Γερμανία έβγαινε από μια βαθιά ύφεση . Στην ανάκαμψη που ακολούθησε παρατηρήθηκε μια έντονη κυκλική αύξηση της απασχόλησης. Το βασικό ερώτημα που μπαίνει είναι αν όντως οι νόμοι Hartz επηρέασαν θετικά αυτή τη δυναμική απασχόλησης. Οι Horn / Herzog - Stein ( 2012 ) σύγκριναν την ένταση της απασχόλησης των τριών οικονομικών κύκλων (1999/Q1 - 2001/Q1 , 2005/Q2 - 2008/Q1 και 2009/Q2 μέχρι το 2012 ) .Στην πρώτη ανάκαμψη, η ένταση της απασχόλησης (δηλαδή το ποσοστό  αύξησης της απασχόλησης , όταν το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 1 % ) ήταν η 0,43 %, ενώ στις δυο επόμενες ήταν 0,35 % και 0,39 % .Ετσι,στην πραγματικότητα, μετά την εισαγωγή των νόμων Hartz η έντασης της απασχόλησης μειώθηκε. Οι δύο περίοδοι ανάκαμψης μετά την έναρξη της ισχύος τους σχεδόν εξ ολοκλήρου επηρεάστηκαν από τις εξαγωγές . 


Οι νόμοι Hartz είχαν τις επιπτώσεις ενός μισθολογικού ντάμπινγκ στην εξέλιξη των μισθών,κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, βυθίζοντας την εγχώρια ζήτηση και τις εισαγωγές ,  ελάχιστη όμως επίδραση είχαν στους τομείς της οικονομίας με εξαγωγικό προσανατολισμό . Η εγχώρια ζήτηση επιπλέον έπεσε μετά την περικοπή των δημόσιων επενδύσεων : οι καθαρές δημόσιες επενδύσεις στη Γερμανία για πολλά χρόνια είχαν αρνητικό πρόσημο . Η συνακόλουθη υποβάθμιση των υποδομών θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στη μελλοντική ανάπτυξη .

5. Γερμανία συμμερίζεται τις ευθύνες για την τόνωση της ευρωπαϊκής οικονομικής ανάπτυξης.
Ετσι,οι λόγοι για την ευνοϊκή εξέλιξη της απασχόλησης στη Γερμανία δεν μπορούν να αποδοθούν στους νόμους Hartz . Είναι το αποτέλεσμα της εξειδίκευσης της γερμανικής μεταποιητικής βιομηχανίας, εδώ και πολλά χρόνια ,με προϊόντα υψηλής ποιότητας , με υψηλό επίπεδο καινοτομιών ,με επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη πάνω από το μέσο όρο και ένα καλό σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης . Επιπλέον, τα γερμανικά προϊόντα, με έμφαση σε κεφαλαιουχικά αγαθά και αυτοκίνητα, κάλυπταν τη ζήτηση από τις χώρες των BRICS και τις άλλες αναπτυσσόμενες χώρες πράγμα που σημαίνει ότι η γερμανική οικονομία δεν εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την αγορά της Ευρώπης. Οι νόμοι Hartz επέτρεψαν στη χώρα , ακόμη και κατά τη φάση ανάπτυξης 2005-2008 , να συνεχίσει την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στην Ευρωζώνη , με μισθολογικές αυξήσεις και μοναδιαία κόστη κάτω από το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης Stein / Stephan / Zwiener ( 2012 ) . Δεδομένου ότι η εγχώρια ζήτηση , και κατά συνέπεια οι εισαγωγές , δεν ακολούθησαν το ρυθμό των εξαγωγών,οι εμπορικές ανισορροπίες στην ευρωζώνη αυξήθηκαν , δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την κρίση του ευρώ . Έτσι, ο αντίκτυπος των Hartz κατέληξε να πάρει ευρωπαϊκές διαστάσεις .

Η Γερμανική οικονομική πολιτική εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από την υπερβολική εστίαση της στις εξαγωγές . Ως μέσο για την αντιμετώπιση της κρίσης του ευρώ , η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει ζητήσει από άλλες ευρωπαϊκές χώρες να προβούν σε μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας παρόμοιες με αυτές του Hartz . Αυτή η πολιτική , όμως , δεν μπορεί και δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί σε όλες τις άλλες χώρες , δεδομένου ότι μόνο αν ακυρωθούν όλοι οι νόμοι των μαθηματικών μπορούν όλες ανεξαιρέτως οι χώρες να έχουν εμπορικά πλεονάσματα.Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι χώρες του Νότου πρέπει να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους . Αλλά η κρίση που καταπίνει την ευρωζώνη μπορεί να ξεπεραστεί μόνο εάν η Γερμανία,η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, αναλάβει την ευθύνη να εξασφαλίσει την ανάπτυξη . Και υπάρχουν ήδη κάποιες καλές προτάσεις για να το κάνουμε: η πρώτη είναι η μεταρρύθμιση του συστήματος αμοιβών με την καθιέρωση κατώτερου μισθού και με την ενίσχυση των υφιστάμενων κλαδικών συμφωνιών. Μια άλλη είναι η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στη Γερμανία , κατά προτίμηση υπό την αιγίδα ενός προγράμματος  ευρωπαϊκών επενδύσεων .

  • Bosch, G. / Weinkopf, C. (eds.) (2008), Low-wage work in Germany, New York: Russell Sage Foundation.
  • Bosch, G. / Weinkopf, C. (2012), Wirkungen der Mindestlohnregelungen in acht Branchen, Expertise im Auftrag der FES, Bonn (Effects of minimum-wage regulations in eight sectors. Expert report commissioned by FES, Bonn)
  • Horn, G. A. / Herzog-Stein, A. (2012), “Erwerbstätigenrekord dank guter Konjunktur und hoher interner Flexibilität“ (Record employment figures owed to upswing and high internal flexibility), Wirtschaftsdienst, no. 3, pp. 151 -155
  • Joebges, H. / Logeay, C. / Stephan, S. / Zwiener, R. (2010), “Deutschlands Exportüberschüsse gehen zu Lasten der Beschäftigten“ (Germany’s export surpluses are being paid for by the workforce), WISO Diskurs, pp. 1-35.
  • Kalina, T. (2012), Niedriglohnbeschäftigte in der Sackgasse ? – Was die Segmentationstheorie zum Verständnis des Niedriglohnsektors in Deutschland beitragen kann (Low-wage workers at a dead-end? How segmentation theory can contribute to understanding the low-wage sector in Germany). Diss. Duisburg, Univ. DU-E.
  • Mosthaf, A. / Schnabel, C. / Stephani, J. (2010), Low-wage careers: are there dead-end firms and dead-end jobs? (Universität Erlangen, Nürnberg, Lehrstuhl für Arbeitsmarkt- und Regionalpolitik. Diskussionspapiere, 66), Nürnberg.
  • OECD (1996), Employment outlook, Paris.
  • Stein, U. / Stephan, S. / Zwiener, R. (2012), Zu schwache deutsche Arbeitskostenentwicklung belastet Europäische Währungsunion und soziale Sicherung, Arbeits- und Lohnstückkosten in 2011 und im 1. Halbjahr 2012 (Weak German labour costs development is putting strain on European Monetary Union and social security. Labour and unit wage costs in 2011 and first half 2012). Reihe IMK Report, Nr. 77.
Hinweis: Der Beitrag erscheint auch in “Restoring Shared Prosperity: A Policy Agenda from Leading Keynesian Economists”, edited by Thomas Palley and Gustav Horn, CreateSpace.com, forthcoming.
Wir danken für die Erlaubnis zur Wiedergabe.

[«1] Minijobs είναι θέσεις εργασίας με ανώτερο μηνιαίο μισθό 450 €. αφορολόγητα και χωρίς άλλες κρατήσεις(ανασφάλιστη εργασία). Οι εργοδότες συμμετέχουν με ένα 30%. Στα πλαίσια της ευρωπαϊκής και γερμανικής νομοθεσίας, οι εργαζόμενοι σε θέσεις εργασίας mini-jobs δικαιούνται την ίδια αμοιβή για την ίδια εργασία και, επίσης διακοπές μετ 'αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των εκ του νόμου αργιών, και αναρρωτική άδεια με αποδοχές.