Μία εξέγερση δύο κείμενα

 

Η εξέγερση της Gen-Z στο Νεπάλ έχει να κάνει με την εργασία, την αξιοπρέπεια και ένα αποτυχημένο μοντέλο ανάπτυξης

από τον Atul Chandra - Pramesh Pokharel * 

 

Το  Κατμαντού βρίσκεται στο χείλος της κρίσης, όχι λόγω των «εφαρμογών», αλλά επειδή μια γενιά που μεγάλωσε με την υπόσχεση της δημοκρατίας και της κοινωνικής κινητικότητας ήρθε αντιμέτωπη με ένα οικονομικό και πολιτικό σύστημα που συνεχίζει να κλείνει κάθε πόρτα.

Το έναυσμα ήταν κανονιστικού χαρακτήρα : η κυβέρνηση διέταξε 26 μεγάλες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης να καταγραφούν τοπικά και άρχισε να μπλοκάρει εκείνες που θεωρούσε ότι δεν συμμορφώθηκαν, μεταξύ άλλων το Facebook, το YouTube, το Instagram, το WhatsApp, το X και άλλες. Ο κόσμος τότε κατευθύνεται προς το Κοινοβούλιο. Η αστυνομία χρησιμοποιεί δακρυγόνα, πλαστικές σφαίρες και, σε διάφορα σημεία, πραγματικά πυρά.

Μέχρι αργά το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου, τουλάχιστον 19 άτομα είχαν σκοτωθεί και πάνω από 300 είχαν τραυματιστεί. Υπό πίεση, η κυβέρνηση ακύρωσε τον αποκλεισμό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ο πρωθυπουργός K. P. Sharma Oli παραιτήθηκε.

Ο αποκλεισμός των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης ήταν η σπίθα. Η πολιτική οικονομία ήταν το καύσιμο

Είναι πιασάρικο – ειδικά όταν είμαστε μακριά – να περιγράψουμε αυτή τη σύγκρουση ως «μάχη για τις ψηφιακές ελευθερίες» όμως αυτή θα ήταν μια επιφανειακή ανάλυση.

Για τους Νεπαλέζους της Γενιάς Ζ, οι πλατφόρμες δεν είναι μόνο ψυχαγωγία, είναι πίνακες ανακοινώσεων για θέσεις εργασίας, πρακτορεία ειδήσεων, εργαλεία οργάνωσης και ζωτικές κοινωνικές γραμμές επικοινωνίας. Η απενεργοποίησή τους – μετά από χρόνια οικονομικής παρακμής – έμοιαζε σαν συλλογική τιμωρία.

Αλλά η ιστορία έχει δομικά χαρακτηριστικά : η ανάπτυξη του Νεπάλ σταθεροποιήθηκε με τα εμβάσματα των νεπαλέζων μεταναστών στο εξωτερικό και όχι από εσωτερικές επενδύσεις ικανές να δημιουργήσουν αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας. Το οικονομικό έτος 2024/25, το Υπουργείο Εξωτερικής Απασχόλησης εξέδωσε 839.266 άδειες εργασίας για το εξωτερικό– μια εκπληκτική μετανάστευση για μια χώρα με περίπου 30 εκατομμύρια κατοίκους.

Τα εμβάσματα από το εξωτερικό το 2024 ανήλθαν σε περίπου 33% του ΑΕΠ , ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στον κόσμο. Αυτοί οι αριθμοί έχουν να κάνουν με επιβίωση, όχι με κοινωνική πρόοδο. Είναι ένα δημοψήφισμα για ένα μοντέλο που εξάγει τους νέους του σε συμβάσεις μισθών πείνας, ενώ εισάγει είδη πρώτης ανάγκης, και που εξαρτάται από τον πελατειακό χαρακτήρα παρά από την παραγωγικότητα.

Γι' αυτό και η διαμαρτυρία ξέσπασε τόσο γρήγορα. Με ένα ήδη υψηλό ποσοστό υποαπασχόλησης και ανεργίας των νέων – 20,82% το 2024 – μια συνήθης ανανέωση υπουργών και σκάνδαλα διαφθοράς στην ημερήσια διάταξη, οι προσπάθειες ελέγχου του ψηφιακού χώρου ήταν περισσότερο επιβολή της τάξης και περισσότερο με ταπείνωση.

Η μορφή του κινήματος – γρήγορη, οριζόντια, διαταξική – θύμιζε τις φοιτητικές κινητοποιήσεις στο Μπαγκλαντές και το Aragalaya στη Σρι Λάνκα: μαθητές σχολείων και πανεπιστημίων με στολές, άνεργοι πτυχιούχοι, περιστασιακά εργαζόμενοι και εργαζόμενοι στον άτυπο τομέα της οικονομίας, καθώς και ένα ευρύτερο απογοητευμένο κοινό, ενώθηκαν γύρω από μια κοινή κριτική της κακοδιαχείρισης.

Γεγονότα στο πεδίο: θύματα, απαγόρευση κυκλοφορίας και υπαναχώρηση

Η ακολουθία των γεγονότων είναι αδιαμφισβήτητη. Μια ευρεία εντολή καταγραφής και η απόφαση για αποκλεισμό των ψηφιακών πλατφορμών πυροδότησαν τις διαμαρτυρίες. Οι δυνάμεις ασφαλείας ανταποκρίθηκαν με βία. Μέχρι το βράδυ της Δευτέρας, 19 άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους και εκατοντάδες είχαν τραυματιστεί. Επεκτάθηκαν οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας και οι απαγορεύσεις συγκέντρωσης. Ο υπουργός Εσωτερικών παραιτήθηκε. Μια έκτακτη σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου ανακάλεσε τον αποκλεισμό. Την Τρίτη, ο πρωθυπουργός του Νεπάλ  Ολί παραιτήθηκε.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η δυσαρέσκεια δεν ήταν ποτέ μόνο ψηφιακή. Τα πανό και τα συνθήματα επικεντρώνονταν στη διαφθορά, την ατιμωρησία των ελίτ και την απουσία ενός αξιόπιστου ορίζοντα ανάπτυξης. Η Διεθνής Αμνηστία ζήτησε ανεξάρτητη έρευνα για πιθανή παράνομη χρήση θανατηφόρας βίας – ένας άλλος λόγος για τον οποίο η εξέγερση μετατράπηκε από μια διαμάχη για τις πλατφόρμες σε μια κρίση νομιμότητας.

Η μετανάστευση ως σιωπηλό δημοψήφισμα

Αν υπάρχει ένας δείκτης που να εξηγεί τη γενιά αυτή, αυτός είναι οι 839.266 άδειες εργασίας για εργασία στο εξωτερικό που εκδόθηκαν το οικονομικό έτος 2024/25 (σημαντική αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο έτος) μεταφράζονται σε χιλιάδες ανθρώπους που φεύγουν κάθε μέρα από τη χώρα.

Αυτοί δεν είναι τουρίστες, είναι η ίδια ομάδα που τώρα βρίσκεται στους δρόμους. Τα εμβάσματα τους – ~33% του ΑΕΠ – κρατούν τις οικογένειες τους στη ζωή και πληρώνουν τις εισαγωγές προϊόντων, αλλά κρύβουν και την έλλειψη διαρθρωτικής μεταμόρφωσης της εγχώριας οικονομίας.

Σε ένα σύστημα που δεν μπορεί να απορροφήσει τους μορφωμένους νέους του σε σταθερές και προστιθέμενης αξίας θέσεις εργασίας, η δημόσια σφαίρα – online και offline – γίνεται ο μόνος χώρος όπου μπορεί να επιβεβαιωθεί η αξιοπρέπεια. Η προσπάθεια να κλείσει και αυτή η σφαίρα ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε έκρηξη.

Μια αυτοτραυματισμένη πληγή για την αριστερά του Νεπάλ

Μετά το τετραετές πρόγραμμα Εκτεταμένης Πιστωτικής Διευκόλυνσης (ECF) του ΔΝΤ στο Νεπάλ, η κυβέρνηση αντιμετώπισε πιέσεις για την αύξηση των εγχώριων εσόδων. Αυτό οδήγησε σε έναν νέο φόρο επί των ψηφιακών υπηρεσιών και σε αυστηρότερους κανόνες ΦΠΑ για τους ξένους παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών, αλλά όταν οι βασικές πλατφόρμες αρνήθηκαν να εγγραφούν, το κράτος έκανε ένα άλμα ποιότητας και τις μπλόκαρε.

Η κίνηση αυτή , που ξεκίνησε ως μια προσπάθεια φορολογικής επιβολής, γρήγορα μετατράπηκε σε ένα εργαλείο ψηφιακού ελέγχου και έγινε ενώ ο κόσμος ήδη αντιμετώπιζε την αύξηση του κόστους των καυσίμων και οικονομικές δυσκολίες που προκλήθηκαν από την ώθηση του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Το κυβερνητικό μπλοκάρισμα των πλατφορμών έγινε το τελικό έναυσμα για εκτεταμένες διαμαρτυρίες κατά της διαφθοράς, της ανεργίας και της έλλειψης ευκαιριών, υπογραμμίζοντας ότι η αστάθεια ήταν λιγότερο μια «έγχρωμη επανάσταση» και περισσότερο μια υλική δυσαρέσκεια που τροφοδοτήθηκε από τα μέτρα λιτότητας.

Το γεγονός ότι η καταστολή και η πολιτική εκκαθάριση έγιναν υπό την ηγεσία ενός πρωθυπουργού του Ενιαίου Μαρξιστικού – Λενινιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος του Νεπάλ  (CPN (UML) καθιστά αυτό το γεγονός στρατηγική ήττα για την αριστερά του Νεπάλ. Χρόνια φραξιονιστικών αντιπαραθέσεων, ευκαιριακών συνασπισμών και πολιτικής παρακμής είχαν ήδη υπονομεύσει την αξιοπιστία της μεταξύ των νέων.

Όταν μια επίσημα αριστερή κυβέρνηση περιορίζει τον πολιτικό χώρο αντί να διευρύνει τις υλικές ευκαιρίες, παραχωρεί το ηθικό έδαφος σε παράγοντες που ευδοκιμούν στον αντι-κομματικό κυνισμό – πολιτικές λατρείας της προσωπικότητας και μια αναδυόμενη μοναρχική δεξιά.

Η τελευταία (η μοναρχική δεξιά) κινητοποιήθηκε εμφανώς φέτος. Με την παραίτηση του Όλι, θα προσπαθήσει να παρουσιαστεί ως εγγυητής της «τάξης», ακόμη και αν το οικονομικό σχέδιο παραμένει επιφανειακό  και οπισθοδρομικό. Αυτός είναι ο κίνδυνος: οι ίδιες δυνάμεις που είναι πιο εχθρικές προς μια ισότιμη μεταμόρφωση μπορούν να εκμεταλλευτούν την κακοδιαχείριση της αριστεράς για να επεκτείνουν την παρουσία τους.

Από μια αντιιμπεριαλιστική σκοπιά – που αντιτίθεται στα προνόμια του Βορρά, αλλά επιμένει σε μια ανάλυση χωρίς συναισθηματισμούς – η κρίση είναι κλασική : εξάρτηση χωρίς ανάπτυξη.

Τα εμβάσματα των εργαζόμενων στο εξωτερικό εξομαλύνουν την κατανάλωση, αλλά ενισχύουν την εξωτερική εξάρτηση. Οι προσαρμογές της διακυβέρνησης που καθοδηγούνται από τους δωρητές σπάνια μετατρέπονται σε βιομηχανικές πολιτικές προτεραιότητας για την απασχόληση. Και οι μεγάλες δημόσιες δαπάνες για συμβάσεις ευνοούν  κυκλώματα εισοδηματιών παρά την παραγωγική ικανότητα.

Σε τέτοιες συνθήκες, το κράτος μπαίνει στον πειρασμό να ελέγχει αυτό που βλέπει μπροστά του αντί να αλλάζει τις συνθήκες. Γι' αυτό και η προσπάθεια νομικής ρύθμισης των πλατφορμών με την απενεργοποίησή τους – αντί να διασφαλίζει μια δίκαιη διαδικασία και στοχευμένες  παρεμβάσεις – ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια διαχείρισης της διαφωνίας και όχι επίλυσης των προβλημάτων.

Τι μας λένε τα μηνύματα της αντιπολίτευσης (και τι δεν μας λένε)

Οι δηλώσεις της αντιπολίτευσης αναγνώρισαν το ευρύτερο πλαίσιο πριν από την κυβέρνηση. Ο Pushpa Kamal Dahal (Prachanda) εξέφρασε τα συλλυπητήριά του, προέτρεψε να ληφθούν μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς και ζήτησε την άρση των «κυρώσεων στα κοινωνικά δίκτυα».

Οι δηλώσεις του CPN (Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα) και του Κομουνιστικού Κόμματος του Νεπάλ (Μαοϊκό Κέντρο,) CPN (Maoist Centre), καταδίκασαν την καταστολή, ζήτησαν τη διεξαγωγή μιας αμερόληπτης έρευνας και συνέδεσαν τους ψηφιακούς περιορισμούς με τις αποτυχίες στην εργασία και τη διακυβέρνηση.

Οι αντιδράσεις αυτές έχουν σημασία από αναλυτική άποψη, διότι δείχνουν ότι ακόμη και στο πλαίσιο της κυρίαρχης πολιτικής αναγνωρίζεται ότι η κρίση αφορά τα μέσα διαβίωσης και τη νομιμότητα, και όχι μόνο τη δημόσια τάξη.

Αλλά αυτά τα σημάδια αποκαλύπτουν επίσης την «αφήγηση» της αριστεράς: αν οι ηγετικές της προσωπικότητες το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να αντιδρούν σε μια νεανική εξέγερση αντί να προδιαγράψουν τον ορίζοντα ανάπτυξης της χώρας που θα την είχε αποτρέψει, τότε στην αρένα θα κυριαρχήσουν αντικαθεστωτικές και ρεαλιστικές τάσεις, που ισχυρίζονται ότι φέρνουν την τάξη πιο γρήγορα – ακόμη και με κόστος τον δημοκρατικό χώρο.

Συνοψίζοντας

Οι διαμαρτυρίες στο Νεπάλ ξεκίνησαν επειδή μια κυβέρνηση προσπάθησε να ρυθμίσει την κατάσταση κλείνοντας τον δημόσιο χώρο. Εξερράγησαν επειδή αυτός ο χώρος είναι το μέρος όπου μια γενιά που ζει σε συνθήκες επισφάλειας αναζητά εργασία, κοινότητα και φωνή, ελλείψει ευκαιριών στην πατρίδα της.

Ενας πλήρης απολογισμός πρέπει επομένως να καταγράψει τόσο το ανθρώπινο κόστος – 19 νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες – όσο και το δομικό κόστος: εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν κάθε χρόνο  τη χώρα για να βρουν δουλειά και τα  εμβάσματα που στέλνουν πίσω στις οικογένειες τους και που στηρίζουν την κατανάλωση, ενώ αναβάλλουν την αλλαγή της κατάστασης στη χώρα.

Με την παραίτηση του Oli και την άρση του αποκλεισμού, η άμεση σύγκρουση μπορεί να υποχωρήσει, αλλά η ετυμηγορία της Gen-Z δεν θα το κάνει.

Έως ότου το Νεπάλ αντικαταστήσει την ευχαρίστηση των εμβασμάτων και την αριθμητική των συνασπισμών με ένα μοντέλο ανάπτυξης που δίνει προτεραιότητα στην απασχόληση, οι δρόμοι θα παραμείνουν η πιο αξιόπιστη αρένα ευθύνης.

* Πηγή: Globetrotter –. Ο Atul Chandra είναι ερευνητής στο Tricontinental: Institute for Social Research.

 

 -----------------------------------------------------------------------------------

--------------------------------------------------------------------------------------

 

 

ΧΑΟΣ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ, Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΥΠΟ «ΑΡΙΣΤΕΡΗ» ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

https://contropiano.org/news/internazionale-news/2025/09/11/rebus-nepal-neoliberismo-gestito-da-sinistra-0186465

από τον Kranti

Τις τελευταίες ημέρες, το Νεπάλ συγκλονίστηκε από ένα βίαιο κύμα διαδηλώσεων, που προκάλεσε το θάνατο είκοσι δύο ανθρώπων και ανάγκασε τον πρωθυπουργό K. P. Sharma Oli να παραιτηθεί, προκαλώντας περαιτέρω αστάθεια και ένα κενό εξουσίας που αναμένεται να καλυφθεί σύντομα με νέες εκλογές.

Οι εικόνες που φτάνουν από την ασιατική χώρα δείχνουν σαφώς, από τη μία πλευρά, τη βαθιά κοινωνική οργή των νέων γενεών και, από την άλλη, την άγρια αστυνομική βία απέναντι σε μια δυσαρέσκεια που έχει βαθιές ρίζες: οι διαδηλωτές έβαλαν φωτιά στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, στο ανώτατο δικαστήριο, στην κατοικία του πρωθυπουργού και σε διάφορα υπουργεία στο Κατμαντού, ενώ η αστυνομία και ο στρατός έκαναν άμεση χρήση πραγματικών σφαιρών, δακρυγόνων και υδροβόλων στην προσπάθειά τους να καταστείλουν την εξέγερση, πετυχαίνοντας όμως το αντίθετο αποτέλεσμα.

Ωστόσο, ενώ τα mainstream μέσα ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο επικεντρώνονται στην πρόσφατη απαγόρευση ορισμένων κοινωνικών πλατφορμών από την κυβέρνηση ως κύρια αιτία και αφορμή της δυσαρέσκειας, αξίζει να τονιστεί ότι τα προβλήματα είναι δομικά και έχουν ρίζες στον οικονομικό ιστό του Νεπάλ.

Ίσως ένα καλό σημείο εκκίνησης για να κατανοήσουμε τους πραγματικούς και βαθιούς λόγους των διαμαρτυριών είναι οι οικονομικές διατάξεις που εγκρίθηκαν φέτος από την κυβέρνηση ως επείγον μέτρο, αποφασίστηκαν κατά τη διάρκεια της διακοπής των εργασιών του κοινοβουλίου χωρίς πραγματική νομοθετική διαδικασία και μετατράπηκαν σε νόμο μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο (μια διαδικασία που θυμίζει την περίπτωση του νομοσχεδίου 1660 στην Ιταλία, το οποίο έγινε νόμος την περασμένη άνοιξη).

Οι στόχοι και οι βασικές μέθοδοι αυτών των μέτρων μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

- προσέλκυση ξένων επενδύσεων σε τομείς προτεραιότητας (ενέργεια, τουρισμός, υποδομές) μέσω της απλούστευσης των διαδικασιών έγκρισης και επαναπατρισμού των κερδών

- τρισεκατομμύρια ρουπίες σε δέκα χρόνια, επιτρέποντας στις εταιρείες πληροφορικής του Νεπάλ να επενδύουν στο εξωτερικό, να ανοίγουν υποκαταστήματα και να επαναπατρίζουν νόμιμα τα κέρδη τους 

- να επιταχυνθεί η υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομών και ενέργειας, απλοποιώντας τις διαδικασίες για έργα σε δασικές εκτάσεις και απόκτηση γης για έργα «εθνικής προτεραιότητας» 

- λιγότερο κράτος στην οικονομία και ιδιωτικοποίηση διαφόρων τομέων (Privatisation Act)

- ενθάρρυνση της παραγωγής για εξαγωγές και διευκόλυνση της μεταφοράς μηχανημάτων προς τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες.

Είναι προφανές, λοιπόν, ότι στο Νεπάλ βρίσκεται σε εξέλιξη μια ταχεία επιτάχυνση των διαδικασιών απελευθέρωσης και ένταξης της οικονομίας της χώρας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας μέσω της απλούστευσης των κανονισμών για τις επιχειρήσεις, της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων (το λεγόμενο Foreign Direct Investement, δηλαδή μια επένδυση που πραγματοποιείται από έναν οικονομικό φορέα που έχει την έδρα του σε μια χώρα σε μια επιχείρηση που βρίσκεται σε άλλη χώρα με στόχο την καθιέρωση μόνιμου συμφέροντος και σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης) και την προώθηση των εξαγωγών, με άμεσες επιπτώσεις στην εσωτερική κατανομή του πλούτου προς όφελος των ελίτ (η οποία επιδεινώνεται, σαν να μην έφτανε αυτό, από τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό και τους χαμηλούς μισθούς, που φτάνουν περίπου τις 20.000 NPR (120 ευρώ) το μήνα για τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια) .

Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας του Νεπάλ είναι άτυπου χαρακτήρα, με λίγες ρυθμίσεις και χαμηλή παραγωγικότητα, γεγονός που επιβραδύνει περαιτέρω τις επενδύσεις και διατηρεί τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα.

Ωστόσο, σε αυτό το πλαίσιο, στην προφανή δυναμική των τάξεων προστίθεται ένας δεύτερος παράγοντας: ο γενεαλογικός. Το Νεπάλ Το ποσοστό ανεργίας στους νέους στο Νεπάλ είναι 20,8% και, ακόμη και μεταξύ εκείνων που εργάζονται, οι διαρθρωτικές ελλείψεις του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας δημιουργούν ως επί το πλείστον ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό με ελάχιστες δεξιότητες στην πληροφορική, οι οποίες είναι σήμερα απολύτως απαραίτητες στην αγορά εργασίας, και ως εκ τούτου εύκολα εκμεταλλεύσιμο και εκβιάσιμο.

Σε αυτό προστίθεται ένα άλλο στοιχείο εξαιρετικά ενδεικτικό της κατάστασης των νέων στην ασιατική χώρα: το οικονομικό έτος 2024/2025, το Υπουργείο Εξωτερικής Απασχόλησης του Νεπάλ εξέδωσε 839.266 άδειες εργασίας για το εξωτερικό, ένας τεράστιος αριθμός για έναν πληθυσμό 30 εκατομμυρίων κατοίκων, που αναδεικνύει τη μετανάστευση των νέων ως ενδημικό πρόβλημα, με ορατές επιπτώσεις στη δημογραφική δομή ολόκληρων χωριών και στον οικονομικό ιστό της χώρας (αρκεί να σκεφτούμε ότι το 7% του πληθυσμού βρίσκεται στο εξωτερικό για εργασία και ότι τα εμβάσματα των μεταναστών φτάνουν να αποτελούν το 33% του εθνικού ΑΕΠ).

Σε αυτή την πεινασμένη γενιά, στο Νεπάλ όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, για χρόνια πωλούσαν το όνειρο ενός λαμπρού μέλλοντος χάρη στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, όπου η πολυδιαφημισμένη «ανάπτυξη» θα καθιστούσε δυνατή την κοινωνική κινητικότητα και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης εκατομμυρίων Νεπαλέζων.

Όχι μόνο αυτό δεν συνέβη, αλλά σήμερα η λεγόμενη Gen-Z στερείται βασικών δικαιωμάτων λόγω των τεράστιων περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και της ιδιωτικοποίησης βασικών τομέων όπως η εκπαίδευση και η υγεία.

Οι διαμαρτυρίες έχουν γίνει έτσι η κραυγή όσων δεν βλέπουν μέλλον στη χώρα τους, το πιο εντυπωσιακό σύμπτωμα της απόκλισης μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας και της συνειδητοποίησης μιας διεφθαρμένης, αδύναμης και υποταγμένης στα συμφέροντα των μεγάλων παγκόσμιων χρηματοοικονομικών κεφαλαίων πολιτικής τάξης.

Οι νέοι του Νεπάλ δεν αρκούνται πλέον στο να αγανακτούν για τη πολυτελή ζωή των λεγόμενων «nepo kids», δηλαδή των παιδιών ισχυρών ή διάσημων προσώπων που επωφελούνται από την επιρροή και τη θέση των γονιών τους για να αποκτήσουν πλεονεκτήματα στην καριέρα και στη ζωή τους, τα οποία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθιστούν όλο και πιο ορατά, αλλά σήμερα ζητούν μια ριζική αλλαγή του συστήματος, που να υπερβαίνει το μεμονωμένο εκτελεστικό όργανο, προκειμένου να καταρρίψουν τις δομικά διεφθαρμένες και ολιγαρχικές δυναμικές εξουσίας που το φαινόμενο των «nepo kids» συνέβαλε στην αποκάλυψή του.

Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνο για ένα κίνημα ενάντια στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου – που είναι η κορυφή του παγόβουνου – αλλά για την ανάδυση οικονομικών και κοινωνικών αντιφάσεων που μέχρι τώρα κρύβονταν πίσω από το όνειρο της προόδου. Πρόκειται για μια βαθιά και ριζωμένη οργή, που ανοίγει απρόβλεπτα σενάρια.

[---->] 

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΗΔΟΝΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ

 

Βρήκα το ακόλουθο άρθρο γνώμης στο Al Jazeera ενδιαφέρον και το μεταφράζω. Το άρθρο ασχολείται με την διπλωματία μαζών/πολιτιστική διπλωματία  (αυτό σημαίνει ο όρος Hasbara) που ασκεί το κράτος δολοφόνος χρησιμοποιώντας την ψυχαγωγία ως μέσο για να επανεντάσσει τους θύτες/θύματα στρατιώτες στην κοινωνία. Ουσιαστιικά μιλά για το μαζικό "ξεχαρμάνιασμα" που προωθεί το καθεστώς της σιωνιστικής οντότητας για τους άρτι αποστρατευθέντες για να "τρελλαθούν εν ειρήνη" και να 'ξεχάσουν' όσα είδαν και έπραξαν στη Γάζα.

-----------

ΤΙΤΛΟΣ: Hasbara με λάμψη: Οι πολιτικές ηδονής του Ισραήλ

ΥΠΟΤΙΤΛΟΣ: Από το Sun City υπό το καθεστώς του απαρτχάιντ μέχρι το Woodstock κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, τα αποικιακά και ιμπεριαλιστικά καθεστώτα πάντα χρησιμοποιούσαν την ψυχαγωγία για να καλύψουν τη βαρβαρότητα. Σήμερα, οι παρελάσεις υπερηφάνειας, η κουλτούρα των ταξιδιών και τα φεστιβάλ trance του Ισραήλ κάνουν το ίδιο.

Του Benjamin Ashraf, συγγραφέα και εκδότη στο The New Arab.

Περίπου 6.000 χιλιόμετρα μακριά από τη Γάζα, στους κατάφυτους λόφους της Γκόα, νέοι Ισραηλινοί ποδοπατούν το έδαφος στο ρυθμό της μουσικής trance. Εδώ, δεν θα ακούσετε μητέρες να θρηνούν πάνω από λευκά σάβανα. Η γενοκτονία είναι αλλού, και αυτό είναι το ζητούμενο.

Σε όλα τα μονοπάτια των οδοιπόρων, από τις κοιλάδες των Άνδεων μέχρι τις παραλίες της Ταϊλάνδης, παίζεται μια παρόμοια σκηνή. Οι Ισραηλινοί το αποκαλούν «tarmila’ut»: ένα μεταστρατιωτικό «τελετουργικό πέρασμα» και μια ευκαιρία, όπως το θέτει ο DJ Zirkin, να «τρελαθείς ειρηνικά».

Ούτε είναι μόνο για χίπηδες. Μια ισραηλινή μελέτη του 2018 το χαρακτήρισε «πρακτικά θεσμοθετημένο», εκτιμώντας ότι περίπου 50.000 άτομα ταξιδεύουν κάθε χρόνο μετά τη στρατιωτική θητεία. Για μερικές χιλιάδες δολάρια, τα ταξιδιωτικά γραφεία διαφημίζουν μια «ολική αμνησία»: πτήσεις με έκπτωση, κουζίνες με κοσέρ φαγητά και ξενοδοχεία πέντε αστέρων όπου οι Παλαιστίνιοι δεν υπάρχουν.

Δύο χρόνια μετά τη σφαγή στο μουσικό φεστιβάλ Nova και εν μέσω της γενοκτονίας στη Γάζα, η ιδέα της «διαφυγής» έχει αποκτήσει διαφορετική σημασία. Οι Ισραηλινοί θέλουν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να ξεφύγουν από το ha’matzav, που σημαίνει κυριολεκτικά «την κατάσταση» – ένας παράλογος ευφημισμός που υποβαθμίζει την κατοχή σε μια απλή ενόχληση. Για τους Παλαιστινίους, δεν υπάρχει διαφυγή: οι θάλασσες, οι ουρανοί και τα περάσματα της Γάζας είναι κλειστά. Ενώ οι Ισραηλινοί «τρελαίνονται ειρηνικά», οι Παλαιστίνιοι τρελαίνονται χωρίς ειρήνη.

Για τρία χρόνια, στέκονται σε σημεία ελέγχου στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, με τα αδύνατα κορμιά τους να γίνονται θανατηφόρα χάρη στα M16 που φέρουν στο στήθος τους. Στη συνέχεια, το κράτος τους δίνει ένα σακίδιο και ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Αυτό το προσκύνημα δεν είναι μόνο μια ανταμοιβή για ό,τι έχουν κάνει, αλλά κρύβει τα εγκλήματά τους σε μια τσέπη με φερμουάρ, με την ελπίδα ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ για να τους στοιχειώσουν.

*  *  *

Διασκέδαση για μερικούς   

Δεν είναι περίεργο που το tarmila’ut έχει γίνει σχεδόν υποχρεωτική παράδοση στο Ισραήλ. Το κράτος το ενθαρρύνει, ακριβώς όπως επενδύει και σε άλλες μορφές διαφυγής, όπως η Eurovision και το Brand Israel.  

Στο έργο του Aldous Huxley, Brave New World, το κρατικά ελεγχόμενο ναρκωτικό soma δεν προκαλούσε μόνο αισθήματα χαλάρωσης και ευτυχίας, αλλά βοηθούσε και τον χρήστη να ξεχάσει. Η ισραηλινή απόδραση από την πραγματικότητα λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο. Αναγνωρίζει ότι η ευχαρίστηση είναι εγγενώς πολιτική.  

Οι ίδιοι οι διπλωμάτες του Ισραήλ το παραδέχονται. «Θεωρούμε τον πολιτισμό ως ένα προπαγανδιστικό εργαλείο πρώτης τάξεως και δεν κάνω διάκριση μεταξύ προπαγάνδας και πολιτισμού», δήλωσε ο Nissim Ben-Shitrit του Υπουργείου Εξωτερικών το 2005. Τρία χρόνια αργότερα, ένας άλλος Ισραηλινός διπλωμάτης, ο Ido Aharoni, το έθεσε πιο ωμά: « Είναι πιο σημαντικό για το Ισραήλ να έχει ελκυστική εικόνα παρά να έχει δίκιο».

Η εξαγωγή της ισραηλινής «κουλτούρας» κάνει αυτό που δεν μπορούν να κάνουν οι στρατιωτικοί εκπρόσωποι του Ισραήλ: προωθεί την κατοχή ως lifestyle και αποδεικνύει ότι η βία μπορεί να συνυπάρξει με την κανονικότητα, ακόμη και με τη διασκέδαση. 

Στο Ισραήλ, προσφέρει κάθαρση χωρίς αντιπαράθεση, μια ευκαιρία να «χάσεις τον εαυτό σου» ενώ αρνείσαι τη γενοκτονία. Σε αυτούς τους χώρους, οι Παλαιστίνιοι δεν είναι απλώς αποκλεισμένοι· η ίδια η ύπαρξή τους θεωρείται ότι διαταράσσει την ειρήνη των άλλων.

Στο εξωτερικό, απεικονίζει τους Ισραηλινούς ως ανέμελους και φιλελεύθερους, μια φαντασίωση που το δυτικό κοινό μπορεί να απολαύσει χωρίς ενοχές. Οι Ισραηλινοί παρουσιάζονται ως «ένας από εμάς», ενώ οι Παλαιστίνιοι ως αυτοί που χαλάνε το πάρτι.

*  *  *

Hasbara με λάμψη

Το να συνεχίζεται αυτό το πάρτι αποτελεί, κυριολεκτικά, ένα εθνικό έργο. Για δεκαετίες, το Ισραήλ έχει διοχετεύσει εκατομμύρια για να προβάλλει τον εαυτό του ως έναν τόπο απολαύσεων.

Πάρτε για παράδειγμα το Brand Israel. Ξεκίνησε το 2006 και ήταν μια επωνυμία που δημιουργήθηκε από το κράτος, αντικαθιστώντας τα σημεία ελέγχου με μπικίνι και παραλίες.

Ξεκίνησε όταν ο διπλωμάτης Ido Aharoni συγκρότησε μια κορυφαία ομάδα, συμπεριλαμβανομένων εκπροσώπων από εταιρείες δημοσίων σχέσεων όπως η Burson-Marsteller, διαβόητη για την αποκατάσταση της φήμης της αργεντίνικης χούντας και της Union Carbide μετά την καταστροφή του Bhopal. Όπως παραδέχτηκε ο Aharoni, ο στόχος δεν ήταν να δικαιώσει το Ισραήλ, αλλά να το κάνει ελκυστικό. Με τους πιο αδίστακτους «ειδικούς στο ξέπλυμα φήμης» να έχουν την ευθύνη, είναι σαφές ότι δεν υπήρχε χώρος για αξιοπρέπεια.

Μία από τις πρώτες ενέργειες του Brand Israel ήταν ένα αφιέρωμα στο περιοδικό Maxim για το αμερικανικό ανδρικό μάτι με τίτλο «Γυναίκες των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων», στο οποίο εμφανιζόταν η πρόσφατα εστεμμένη «Μις Ισραήλ» Gal Gadot με εσώρουχα. Αν είχε εμφανιστεί το 2025, ίσως να το ονομάζαμε «ο αποικιοκρατισμός των εποίκων δημιουργεί παγίδες δίψας».

Όταν αυτό εξαντλήθηκε, το Brand Israel αντάλλαξε τα εσώρουχα με παρελάσεις υπερηφάνειας. Φτάνοντας στο 2011, ο Ισραηλινός Οργανισμός Τουρισμού ξόδευε ήδη περίπου 100 εκατομμύρια δολάρια για να πλασάρει το Τελ Αβίβ ως «προορισμό διακοπών για gays».

Το pinkwashing έχει από τότε γίνει κρατική πολιτική, και η χρυσόσκονη εξακολουθεί να κολλάει στο Τελ Αβίβ. Παρουσιάζει τους Ισραηλινούς ως επιθυμητούς και τους Παλαιστινίους ως οπισθοδρομικούς, πουλώντας το όνειρο ότι το Ισραήλ προστατεύει τους ομοφυλόφιλους Παλαιστινίους. Όπως γράφει ο Elias Jahshan, είναι ένα έξυπνο αποικιακό τέχνασμα: βόμβες τυλιγμένες σε χαρτί με τα χρώματα του ουράνιου τόξου ή, σήμερα, στα χρώματα οποιασδήποτε περιφερειακής μειονότητας υποστηρίζει το Ισραήλ για να σπείρει τη διχόνοια. [ΣΗΜ. pinkwashing είναι η πρακτική χρήσης σύμβόλων, όπως η ροζ ταινία που συμβολίζει την επίγνωση για τον καρκίνο του στήθους ή της υποστήριξη των ΛΟΑΤΚ+, για το ξέπλυμα αμφιλεγόμενων πρακτικών εταιριών ή του κράτους].

*  *  *

Χορεύοντας πάνω σε κόκκαλα

Αφαιρέστε τα πάρτι, τις παρελάσεις και τα φεστιβάλ, και η αλήθεια θα αποκαλυφθεί: το Ισραήλ έχει μετατρέψει την αναζήτηση της ευτυχίας σε πολιτικό όπλο. Και δεν είναι το πρώτο – η Νότια Αφρική του απαρτχάιντ έκανε το ίδιο, με τις περιοδείες κρίκετ και το Sun City, μετατρέποντας την αναψυχή σε κάλυψη για την αποικιακή κυριαρχία.

Τώρα στη Γκόα, όπως και αλλού, οι ντόπιοι διαμαρτύρονται για τους Ισραηλινούς τουρίστες, με ολόκληρα νήματα στο Reddit αφιερωμένα στην αίσθηση προνομίου που έχουν. Λένε ότι οι Ισραηλινοί αντιμετωπίζουν την απόλαυσή τους ως κληρονομικό δικαίωμα, όπως αντιμετωπίζουν και την ίδια την Παλαιστίνη ως κάτι που τους οφείλεται.

Το είδα και εγώ με τα μάτια μου. Ζώντας κοντά στο French Hill, έναν παράνομο ισραηλινό οικισμό δίπλα στο προσφυγικό στρατόπεδο Shu’fat στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ, άκουσα Ισραηλινούς, που ενοχλούνταν από τις συνέπειες της ίδιας τους της κατοχής, να επαναλαμβάνουν συνεχώς την ίδια φράση: «Γιατί δεν μπορούμε απλά να το γλεντήσουμε;»

Αυτή η φράση – που τις περισσότερες φορές προφέρεται με γκρίνια και ψευτοαμερικανική προφορά – αποτυπώνει την στασιμότητα της ισραηλινής κοινωνίας: λαχταρά την ειρήνη ενώ διεξάγει πόλεμο, επιμένει στην απόλαυση ενώ εξαλείφει τους άλλους. Η χαρά, όπως και η ίδια η χώρα, γίνεται ένα σύστημα απαρτχάιντ. Οι απολαύσεις της ζωής προορίζονται για έναν λαό, στερούνται από έναν άλλο και προωθούνται στον υπόλοιπο κόσμο ως αβλαβής διαφυγή από την πραγματικότητα.

Το απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής είχε το Sun City. Η Αμερική είχε το Woodstock, ενώ το Βιετνάμ βομβαρδιζόταν με ναπάλμ. Το Ισραήλ έχει το Goa και το Tel Aviv Pride. Ισχυρίζονται ότι η ευθυμία τους αποδεικνύει την αθωότητά τους. Αλλά η ευθυμία που χτίζεται πάνω στα οστά των άλλων δεν ήταν ποτέ ευθυμία και δεν πρόκειται να διαρκέσει.

[------>]

Chris Hedges – ΠΩΣ ΠΡΟΔΙΔΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ


Υπάρχουν δύο τύποι πολεμικών ανταποκριτών. Ο πρώτος τύπος δεν συμμετέχει σε συνεντεύξεις τύπου. Δεν ικετεύει στρατηγούς και πολιτικούς να του δώσουν συνεντεύξεις. Αναλαμβάνει κινδύνους για να κάνει ρεπορτάζ από τις ζώνες των μαχών. Μεταφέρει στους θεατές ή τους αναγνώστες του αυτό που βλέπει, το οποίο είναι σχεδόν πάντα διαμετρικά αντίθετο με τις επίσημες αφηγήσεις. Αυτός ο πρώτος τύπος, σε κάθε πόλεμο, είναι μια μικρή μειοψηφία.

Μετά, υπάρχει ο δεύτερος τύπος, η άμορφη μάζα των αυτοαποκαλούμενων πολεμικών ανταποκριτών που παίζουν  πόλεμο. Παρά τα όσα λένε στους συντάκτες και στο κοινό, δεν έχουν καμία πρόθεση να θέσουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο. Είναι ικανοποιημένοι με την απαγόρευση της εισόδου ξένων δημοσιογράφων στη Γάζα από το Ισραήλ. Παρακαλούν τους αξιωματούχους για ενημερωτικές συνεντεύξεις και συνεντεύξεις Τύπου. Συνεργάζονται με τους κυβερνητικούς επιτηρητές τους, οι οποίοι επιβάλλουν περιορισμούς και κανόνες που τους κρατούν μακριά από τις μάχες. Διαδίδουν υποτακτικά ό,τι πληροφορίες τους δίνουν οι αξιωματούχοι, οι οποίες είναι ως επί το πλείστον ψευδείς, και προσποιούνται ότι πρόκειται για ειδήσεις. Συμμετέχουν σε μικρές εκδρομές που οργανώνονται από το στρατό – παραστάσεις με σκυλιά και πόνυ – όπου μπορούν να μεταμφιεστούν και να παίξουν τους στρατιώτες και να επισκεφθούν φυλάκια όπου όλα είναι ελεγχόμενα και χορογραφημένα.

 

 

Ο θανάσιμος εχθρός αυτών των απατεώνων είναι οι αληθινοί πολεμικοί ανταποκριτές, στην περίπτωση αυτή οι Παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι στη Γάζα. Αυτοί οι δημοσιογράφοι τους εκθέτουν ως γλείφτες και κόλακες, δυσφημίζοντας σχεδόν όλα όσα διαδίδουν. Για το λόγο αυτό, οι απατεώνες δεν χάνουν ποτέ την ευκαιρία να αμφισβητήσουν την αλήθεια και τα κίνητρα όσων βρίσκονται στο πεδίο της μάχης. Έχω δει αυτά τα φίδια να το κάνουν επανειλημμένα στον συνάδελφό μου Robert Fisk https://chrishedges.substack.com/.../robert-fisk-and-the... .

 

Όταν ο πολεμικός ανταποκριτής Ben Anderson έφτασε στο ξενοδοχείο όπου είχαν κατασκηνώσει οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν τον πόλεμο στη Λιβερία – σύμφωνα με τον ίδιο, «μεθώντας» στα μπαρ «με δικά τους έξοδα», έχοντας εξωσυζυγικές σχέσεις και ανταλλάσσοντας «πληροφορίες αντί να βγαίνουν έξω και να τις συλλέγουν» – η εικόνα του ως πολεμικού ανταποκριτή υπέστη σοβαρό πλήγμα.

 

«Σκέφτηκα ότι επιτέλους βρισκόμουν ανάμεσα στους ήρωές μου», θυμόταν ο Anderson. «Εκεί ήθελα να είμαι εδώ και χρόνια. Και τότε ο κάμεραμαν ο οποίος ήταν μαζί μου – ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τους αντάρτες – μας πήρε μαζί του για περίπου τρεις εβδομάδες και μείναμε με τους αντάρτες. Μετά επιστρέψαμε στη Μονρόβια. Τα παιδιά στο μπαρ του ξενοδοχείου μας ρώτησαν: «Πού ήσασταν; Νομίζαμε ότι είχατε γυρίσει σπίτι». Εμείς απαντήσαμε: «Πήγαμε να καλύψουμε τον πόλεμο. Δεν είναι αυτή η δουλειά μας; Δεν είναι αυτό που πρέπει να κάνετε;»

 

 

«Η ρομαντική εικόνα που είχα για τους ξένους ανταποκριτές καταστράφηκε ξαφνικά στη Λιβερία», συνέχισε. «Σκέφτηκα, στην πραγματικότητα, ότι πολλοί από αυτούς τους τύπους είναι γεμάτοι σκατά. Δεν είναι καν διατεθειμένοι να  φύγουν από το ξενοδοχείο, πόσο μάλλον να αφήσουν την ασφάλεια της πρωτεύουσας και να κάνουν λίγο δημοσιογραφία».

 

Μπορείτε να δείτε τη συνέντευξη που έκανα στον Άντερσον εδώ https://chrishedges.substack.com/.../reporting-on-war-w...

Αυτή η διαχωριστική γραμμή, που υπάρχει σε κάθε πόλεμο που κάλυψα, καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η  γενοκτονία στη Γάζα.  https://www.youtube.com/watch?v=ly6lfhOxTe0 .  Δεν είναι ένα χάσμα επαγγελματισμού ή κουλτούρας. Οι Παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι καταγγέλλουν τις ισραηλινές φρικαλεότητες και διαψεύδουν τα ισραηλινά ψέματα. Ο υπόλοιπος Τύπος δεν το κάνει.

 

 

Οι Παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι, που στοχοποιούνται και δολοφονούνται από το Ισραήλ, πληρώνουν – όπως και πολλοί αξιόλογοι  πολεμικοί ανταποκριτές – με τη ζωή τους, αν και σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό. Το Ισραήλ έχει δολοφονήσει 245 δημοσιογράφους στη Γάζα σύμφωνα με κάποια στοιχεία και περισσότερους από 273 σύμφωνα με μια άλλα. Ο στόχος είναι  να συγκαλυφθεί η γενοκτονία. Κανένας πόλεμος που έχω καλύψει δεν πλησιάζει αυτόν τον αριθμό νεκρών. Από τις 7 Οκτωβρίου, το Ισραήλ έχει σκοτώσει περισσότερους δημοσιογράφους «από τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Πόλεμο της Κορέας, τον Πόλεμο του Βιετνάμ (συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων στην Καμπότζη και το Λάος), τους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του '90 και του 2000 και τον πόλεμο μετά την 11η Σεπτεμβρίου στο Αφγανιστάν, όλα μαζί». 

 

 

Οι δημοσιογράφοι στην Παλαιστίνη αφήνουν διαθήκες και βίντεο που έχουν ηχογραφήσει για να διαβαστούν ή να προβληθούν τη στιγμή του θανάτου τους.

 

Οι συνάδελφοι αυτών των Παλαιστινίων δημοσιογράφων του δυτικού Τύπου μεταδίδουν από τα σύνορα με τη Γάζα, εξοπλισμένοι με αλεξίσφαιρα γιλέκα και κράνη, όπου έχουν τις ίδιες πιθανότητες να χτυπηθούν από θραύσμα ή σφαίρα όσο και από αστεροειδή. Σπεύδουν σαν τρωκτικά στις ενημερώσεις των ισραηλινών αξιωματούχων. Δεν είναι μόνο εχθροί της αλήθειας, αλλά και εχθροί των δημοσιογράφων που κάνουν την πραγματική δουλειά του πολεμικού ρεπορτάζ.

 

 

Όταν οι ιρακινές δυνάμεις επιτέθηκαν στην παραμεθόρια πόλη της Σαουδικής Αραβίας, Khafji, κατά τη διάρκεια του πρώτου Πολέμου του Κόλπου, οι σαουδάραβες στρατιώτες έφυγαν πανικόβλητοι. Δύο Γάλλοι φωτογράφοι και εγώ παρατηρήσαμε τους χεσμένους από το φόβο στρατιώτες να κατάσχουν πυροσβεστικά οχήματα και να τρέχουν προς τα νότια. Οι Αμερικανοί πεζοναύτες απώθησαν τους Ιρακινούς. Αλλά στο Ριάντ, ο Τύπος ενημερώθηκε για τους γενναίους Σαουδάραβες συμμάχους μας που υπερασπίζονταν την πατρίδα τους. Μόλις τελείωσαν οι μάχες, το λεωφορείο του Τύπου σταμάτησε λίγα χιλιόμετρα από το Khafji. Οι δημοσιογράφοι της ομάδας κατέβηκαν, συνοδευόμενοι από στρατιωτες φρουρούς. Τράβηξαν κάποια πλάνα με φόντο τον μακρινό θόρυβο των πυροβολισμών και τον καπνό και επανέλαβαν τα ψέματα που ήθελε να πει το Πεντάγωνο.

 

Εν τω μεταξύ, εγώ και οι δύο φωτογράφοι συλληφθήκαμε και ξυλοκοπηθήκαμε από την εξοργισμένη σαουδαραβική στρατιωτική αστυνομία, επειδή είχαμε καταγράψει την πανικόβλητη φυγή των σαουδαραβικών δυνάμεων, ενώ προσπαθούσαμε να φύγουμε από το Khafji.

 

Η άρνησή μου να συμμορφωθώ με τους περιορισμούς στον Τύπο κατά τη διάρκεια του πρώτου Πολέμου του Κόλπου ώθησε τους άλλους δημοσιογράφους των New York Times στη Σαουδική Αραβία να γράψουν μια επιστολή στον διευθυντή εξωτερικών υποθέσεων, κατηγορώντας με ότι κατέστρεψα τις σχέσεις της εφημερίδας με τον στρατό και αν δεν ήταν η παρέμβαση του RW «Johnny» Apple, ο οποίος είχε πάει στο Βιετνάμ,θα με είχαν στείλει πίσω στη Νέα Υόρκη.  

 

 

Δεν κατηγορώ κανέναν που δεν θέλει να πάει σε μια εμπόλεμη ζώνη. Είναι φυσιολογικό. Είναι λογικό. Είναι κατανοητό. Όσοι από εμάς προσφέρονται εθελοντικά να πάνε στον πόλεμο – ο συνάδελφός μου  Clyde Haberman  από τους New York Times είπε κάποτε ειρωνικά: «Ο Hedges πέφτει τον πόλεμο με ή χωρίς αλεξίπτωτο» – έχουν προφανή προβλήματα προσωπικότητας.

 

Αλλά κατηγορώ όσους προσποιούνται ότι είναι πολεμικοί ανταποκριτές. Προκαλούν τεράστια ζημιά. Διαδίδουν ψευδείς αφηγήσεις. Μεταμφιέζουν την πραγματικότητα. Λειτουργούν ως συνειδητοί – ή ασυνείδητοι – προπαγανδιστές του πολέμου. Δυσφημούν τις φωνές των θυμάτων και αθωώνουν τους δολοφόνους.

 

Όταν ασχολιόμουν με τον πόλεμο στο Ελ Σαλβαδόρ, πριν εργαστώ για τους New York Times, η ανταποκρίτρια της εφημερίδας αναπαρήγαγε επιμελώς όλα όσα της έδινε η πρεσβεία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι συντάκτες μου – καθώς και οι συντάκτες των άλλων ανταποκριτών που κάλυπταν τον πόλεμο – να αμφισβητούν την αλήθεια και την «αμεροληψία» μας και καθιστούσε πιο δύσκολο στους αναγνώστες να καταλάβουν τι συνέβαινε. Η ψευδής αφήγηση εξουδετέρωνε και συχνά υπερισχύει της αληθινής.

 

 

Η συκοφαντία που χρησιμοποιείται για να δυσφημίσει τους Παλαιστίνιους συναδέλφους μου – υποστηρίζοντας ότι είναι μέλη της Χαμάς – είναι δυστυχώς γνωστή. Πολλοί Παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι που γνωρίζω στη Γάζα είναι, στην πραγματικότητα, αρκετά επικριτικοί απέναντι στη Χαμάς. Αλλά ακόμα και αν είχαν δεσμούς με τη Χαμάς, τι σημασία έχει; Η προσπάθεια του Ισραήλ να δικαιολογήσει την επίθεση εναντίον των δημοσιογράφων του δικτύου al-Aqsa που διαχειρίζεται η Χαμάς παραβιάζει επίσης το άρθρο 79 της Σύμβασης της Γενεύης.

 

 

Έχω συνεργαστεί με δημοσιογράφους και φωτογράφους διαφόρων πεποιθήσεων, μεταξύ των οποίων και μαρξιστές-λενινιστές από την Κεντρική Αμερική. Αυτό δεν τους εμπόδισε να είναι ειλικρινείς. Ήμουν στη Βοσνία και στο Κόσοβο με έναν Ισπανό καμεραμάν, τον Miguel Gil Moreno, ο οποίος αργότερα σκοτώθηκε μαζί με τον φίλο μου Kurt Schork. Ο Miguel ήταν μέλος της καθολικής δεξιάς οργάνωσης Opus Dei. Ήταν επίσης ένας δημοσιογράφος με τεράστιο θάρρος, μεγάλη συμπόνια και ηθική ακεραιότητα, παρά τις απόψεις του για τον φασίστα δικτάτορα της Ισπανίας Φρανσίσκο Φράνκο. Δεν έλεγε ψέματα.

 

Σε κάθε πόλεμο που κάλυψα, δέχτηκα επιθέσεις επειδή υποστήριζα ή ανήκα σε οποιαδήποτε ομάδα που η κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, προσπαθούσε να εξοντώσει. Με κατηγόρησαν ότι ήμουν όργανο του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου Farabundo Martí στο Ελ Σαλβαδόρ, των Σαντινιστών στη Νικαράγουα, της Εθνικής Επαναστατικής Ενότητας της Γουατεμάλας, του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Σουδάν, της Χαμάς, της μουσουλμανικής κυβέρνησης στη Βοσνία και του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου.

 

 

Ο John Simpson του BBC, όπως και πολλοί δυτικοί δημοσιογράφοι, υποστηρίζει ότι «ο κόσμος χρειάζεται ειλικρινείς και αμερόληπτες μαρτυρίες για να βοηθήσει τους ανθρώπους να διαμορφώσουν μια άποψη για τα κύρια προβλήματα της εποχής μας. Μέχρι τώρα αυτό ήταν αδύνατο στη Γάζα».

 

 

Η υπόθεση ότι αν οι δυτικοί δημοσιογράφοι ήταν στη Γάζα η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης θα βελτιωνόταν είναι γελοία. Πιστέψτε με. Δεν θα ήταν έτσι.

Το Ισραήλ απαγορεύει τον ξένο Τύπο επειδή στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει μια τάση να ευνοούνται τα ρεπορτάζ των δυτικών δημοσιογράφων. Το Ισραήλ γνωρίζει ότι η έκταση της γενοκτονίας είναι πολύ μεγάλη για να την κρύψουν ή να την συγκαλύψουν οι δυτικές εφημερίδες, παρά το μελάνι και το χρόνο που αφιερώνουν στους απολογητές του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών. Επιπλέον, το Ισραήλ δεν μπορεί να συνεχίσει τη συστηματική εκστρατεία εξόντωσης των δημοσιογράφων στη Γάζα αν πρέπει να αντιμετωπίσει την παρουσία ξένων μέσων ενημέρωσης.

Τα ψέματα του Ισραήλ που ενισχύονται από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του πρώην εργοδότη μου, των New York Times, είναι αντάξια της Pravda.  Αποκεφαλισμένα παιδιά.  Παιδιά ψημένα σε φούρνους. Μαζικοί βιασμοί από τη Χαμάς.  Παλαιστινιακές ρουκέτες που προκαλούν εκρήξεις σε νοσοκομεία και σφαγιάζουν αμάχους.  Μυστικά τούνελ διοίκησης και κέντρα διοίκησης σε σχολεία και νοσοκομεία.  Δημοσιογράφοι που διευθύνουν τις πυραυλικές μονάδες της Χαμάς.  Διαδηλωτές της γενοκτονίας σε πανεπιστημιουπόλεις που είναι αντισημίτες και υποστηρικτές της Χαμάς.

Παρακολούθησα τον σύγκρουση μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών, κυρίως στη Γάζα, για επτά χρόνια. Αν υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, είναι ότι το Ισραήλ  ψεύδεται  όπως αναπνέει. Η απόφαση των δυτικών δημοσιογράφων να δίνουν αξιοπιστία σε αυτά τα ψέματα, να τους αποδίδουν το ίδιο βάρος με τις τεκμηριωμένες ισραηλινές φρικαλεότητες, είναι ένα κυνικό παιχνίδι. Οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν ότι αυτά τα ψέματα είναι ψέματα. Αλλά αυτοί, και οι εφημερίδες που τους απασχολούν, προτιμούν την πρόσβαση – σε αυτή την περίπτωση την πρόσβαση σε ισραηλινούς και αμερικανούς αξιωματούχους – περισσότερο από την αλήθεια. Οι δημοσιογράφοι, όπως και οι διευθυντές και οι εκδότες τους, φοβούνται να γίνουν στόχος του Ισραήλ και του ισχυρού ισραηλινού λόμπι. Δεν υπάρχει κανένα τίμημα για την προδοσία των Παλαιστινίων. Είναι ανίσχυροι.

 

Αποκαλύψτε αυτά τα ψέματα και θα δείτε ότι τα αιτήματά σας για ενημερώσεις και συνεντεύξεις με αξιωματούχους θα απορριφθούν αμέσως. Δεν θα σας προσκαλέσουν οι υπεύθυνοι Τύπου να συμμετάσχετε σε προσομοιώσεις επισκέψεων σε ισραηλινές στρατιωτικές μονάδες. Εσείς και η εφημερίδα σας θα γίνετε αντικείμενο σφοδρών επιθέσεων. Θα σας αποκλείσουν. Οι συντάκτες σας θα σας απολύσουν ή θα σας γυρίσουν πίσω. Αυτό δεν είναι καλό για την καριέρα σας. Και έτσι, τα ψέματα επαναλαμβάνονται επιμελώς, όσο παράλογα και αν είναι.

 

Είναι θλιβερό να βλέπεις αυτούς τους δημοσιογράφους και τα μέσα ενημέρωσης τους, όπως γράφει ο Fisk, να αγωνίζονται «σαν τίγρεις για να ενταχθούν σε αυτές τις «πισίνες» όπου θα λογοκρίνονται, θα περιορίζονται και θα στερούνται κάθε ελευθερίας κινήσεων στο πεδίο της μάχης».

 

 

Όταν οι δημοσιογράφοι του Middle East Eye  Mohamed Salama  και  Ahmed Abu Aziz , μαζί με τον φωτορεπόρτερ του Reuters  Hussam al-Masri και τους ελεύθερους επαγγελματίες  Moaz Abu Taha και Mariam Dagga , που είχαν συνεργαστεί με διάφορα μέσα ενημέρωσης, μεταξύ των οποίων και το Associated Press, σκοτώθηκαν σε μια «διπλή επίθεση» (σχεδιασμένη για να σκοτώσει τους πρώτους διασώστες που έφταναν για να περιθάλψουν τα θύματα των πρώτων επιθέσεων) στο Nasser Medical Complex, πώς αντέδρασαν τα δυτικά πρακτορεία ειδήσεων ;

 

«Ο ισραηλινός στρατός ισχυρίζεται ότι οι επιθέσεις στο νοσοκομείο της Γάζας είχαν ως στόχο αυτό που, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν μια κάμερα της Χαμάς»,  ανέφερε το Associated Press .

«Ο IDF υποστηρίζει ότι η επίθεση στο νοσοκομείο είχε ως στόχο την κάμερα της Χαμάς»,  έγραψε η CNN.

«Ο ισραηλινός στρατός ισχυρίζεται ότι έξι «τρομοκράτες» σκοτώθηκαν στις επιθέσεις της Δευτέρας στο νοσοκομείο της Γάζας», ήταν ο τίτλος του AFP .

«Σύμφωνα με τις πρώτες έρευνες, η κάμερα της Χαμάς ήταν ο στόχος της ισραηλινής επίθεσης στην οποία σκοτώθηκαν οι δημοσιογράφοι»,  ανέφερε το Reuters.

«Το Ισραήλ υποστηρίζει ότι οι στρατιώτες είδαν την κάμερα της Χαμάς πριν από τη θανατηφόρα επίθεση στο νοσοκομείο»,  εξήγησε το Sky News.

Για την ιστορία, η κάμερα ανήκε στο Reuters, επιβεβαιώνοντας ότι το Ισραήλ ήταν «πλήρως ενήμερο» ότι το πρακτορείο ειδήσεων πραγματοποιούσε λήψεις από το νοσοκομείο.

Όταν ο ανταποκριτής του Al Jazeera Anas Al Sharif και άλλοι τρεις δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν στις 10 Αυγούστου στη σκηνή τους για τα ΜΜΕ κοντά στο νοσοκομείο Al Shifa, πώς το ανέφερε ο δυτικός Τύπος ;

«Το Ισραήλ σκοτώνει έναν δημοσιογράφο του Al Jazeera που, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ήταν ηγέτης της Χαμάς», έγραψε η Reuters  στο άρθρο της, παρά το γεγονός ότι ο al-Sharif ήταν μέλος της ομάδας της Reuters που  κέρδισε το βραβείο Pulitzer το 2024.

Η γερμανική εφημερίδα Bild δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα της  άρθρο με τίτλο: «Τρομοκράτης μεταμφιεσμένος σε δημοσιογράφο σκοτώθηκε στη Γάζα».

Η πληθώρα των ισραηλινών ψεμάτων, που ενισχύεται και γίνεται πιστευτή από τον δυτικό Τύπο, παραβιάζει μια θεμελιώδη αρχή του δημοσιογραφικού επαγγέλματος: το καθήκον να μεταδίδει την αλήθεια στον θεατή ή τον αναγνώστη. Νομιμοποιεί τις μαζικές σφαγές. Αρνείται να καλέσει το Ισραήλ να λογοδοτήσει για τις πράξεις του. Προδίδει τους Παλαιστίνιους δημοσιογράφους, εκείνους που γράφουν και σκοτώνονται στη Γάζα. Και καταγγέλλει την χρεοκοπία των δυτικών δημοσιογράφων, των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά είναι ο καριερισμός και η δειλία.

========================

*Δημοσιογράφος,  βραβείο Πούλιτζερ, επί δεκαπέντε χρόνια ήταν ανταποκριτής στο εξωτερικό για την εφημερίδα New York Times, όπου κατείχε τη θέση του αρχισυντάκτη για τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Προηγουμένως, εργάστηκε στο εξωτερικό για τις εφημερίδες The Dallas Morning News, The Christian Science Monitor και NPR. Είναι ο παρουσιαστής της εκπομπής The Chris Hedges Report.

 

[----->]