Του Michael
Roberts
Στις 6 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν συναντήθηκε
στην Αριζόνα με τον Μόρις Τσανγκ, τον ιδρυτή της Taiwan Semiconductor
Manufacturing Company (TSMC) σε τελετή, το τελευταίο βήμα επένδυσης της
εταιρείας κατασκευής μικροτσιπ σε ένα νέο εργοστάσιό στις ΗΠΑ. Η TSMC τριπλασιάζει την προγραμματισμένη επένδυση
για το νέο της εργοστάσιο στην Αριζόνα,
στα 40 δισεκατομμύρια δολάρια, μια από τις μεγαλύτερες ξένες επενδύσεις στην
ιστορία των ΗΠΑ.
Η TSMC είναι ο κορυφαίος κατασκευαστής τσιπ υψηλής τεχνολογίας
στον κόσμο, με την Κίνα και τις ΗΠΑ να εισάγουν τα προϊόντα της εταιρείας στην παραγωγή
τους. Η TSMC έχει γίνει το πεδίο διαμάχης
μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στο πεδίο του παγκόσμιου εμπορίου και της τεχνολογίας – και
λόγω αυτού του γεγονότος η Ταϊβάν αποτελεί εστία γεωπολιτικής σύγκρουσης μεταξύ
της αυξανόμενης οικονομικής ισχύος της Κίνας και της (σχετικής παρακμής) της
κυριαρχίας των ΗΠΑ παγκοσμίως.
Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο του ιστορικού της οικονομίας Κρις
Μίλερ (Chris Miller) "Chip War",Ο πόλεμος των μικροτσιπ, έχει
ιδιαίτερη αξία. Στο βιβλίο, ο Μίλερ περιγράφει την ανάπτυξη των ημιαγωγών
[μικροτσιπ] και πώς η TSMC και μερικοί άλλοι κατασκευαστές έφτασαν να κυριαρχούν
στην παγκόσμια προσφορά προηγμένων μικροτσίπ.
Το κύριο μήνυμά του είναι ανησυχητικό.
Ενώ κατά τη διάρκεια του "ψυχρού πολέμου" μεταξύ των ΗΠΑ και
της Σοβιετικής Ένωσης, τα πυρηνικά όπλα και η δυνατότητα αμοιβαίας
εξασφαλισμένης καταστροφής τους δημιουργούσαν ένα είδος ισορροπημένης ανακωχής
που απέτρεπε την απόλυτη σύγκρουση, σε αυτόν τον "ψυχρό πόλεμο"
μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, δεν υπάρχει ισορροπία, αλλά αντιθέτως ένας
απεριόριστος αγώνας δρόμου. "Υπάρχει
ένα πολύ σαφές όριο στη χρήση των πυρηνικών. [Τα πυρηνικά όπλα] είτε
χρησιμοποιούνται είτε δεν χρησιμοποιούνται, ενώ στον χώρο της οικονομικής
αλληλεξάρτησης, δεν υπάρχει κάποιο όριο που να δείχνει ότι έχεις περάσει την
κόκκινη γραμμή και πρακτικά, υπάρχουν πολλές διαφορετικές γραμμές που μπορεί
κανείς να περάσει". (Μίλερ).
Ο Μίλερ υποστηρίζει με παραστατικό τρόπο ότι τα μικροτσίπ
είναι το νέο πετρέλαιο - ο σπάνιος πόρος από τον οποίο εξαρτάται ο σύγχρονος
κόσμος. Σήμερα, η στρατιωτική, η οικονομική και η γεωπολιτική κυριαρχία
βασίζονται σε ένα θεμέλιο από τσιπ υπολογιστών. Σχεδόν τα πάντα, από πυραύλους
έως μικροκύματα, από smartphones έως το χρηματιστήριο, λειτουργούν με τσιπ.
Μέχρι πρόσφατα, η Αμερική σχεδίαζε και κατασκεύαζε τα ταχύτερα μικροτσιπ και
διατηρούσε το προβάδισμά προκειμένου να διατηρήσει την παγκόσμια κυριαρχία. Αλλά τώρα το προβάδισμα της Αμερικής
υποχωρεί, υπονομευμένο από τους ανταγωνιστές στην Ταϊβάν, την Κορέα, την Ευρώπη
και, πάνω απ' όλα, την Κίνα. Όπως αποκαλύπτει ο πόλεμος των τσιπ, η Κίνα, η
οποία δαπανά κάθε χρόνο περισσότερα χρήματα για την εισαγωγή τσιπ απ' ό,τι για
την εισαγωγή πετρελαίου, διοχετεύει δισεκατομμύρια σε μια πρωτοβουλία
κατασκευής τσιπ για να φτάσει στα επίπεδα των ΗΠΑ. Αυτό που διακυβεύεται λοιπόν
είναι η στρατιωτική υπεροχή και η οικονομική ευημερία της Αμερικής.
Ο Μίλερ, εξηγεί πώς ο ημιαγωγός απέκτησε κρίσιμο ρόλο στη
σύγχρονη ζωή και πώς οι ΗΠΑ κατέκτησαν κυρίαρχη θέση στον σχεδιασμό και την
κατασκευή τσιπ και πώς εφάρμοσαν την τεχνολογία αυτή σε στρατιωτικά
συστήματα. Η νίκη της Αμερικής στον
Ψυχρό Πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση και η παγκόσμια στρατιωτική κυριαρχία της
οφείλεται στην ικανότητά της να αξιοποιεί την υπολογιστική ισχύ πιο
αποτελεσματικά από οποιαδήποτε άλλη δύναμη.
Αλλά και εδώ, λέει ο Μίλερ, η Κίνα πλησιάζει, με τις φιλοδοξίες της για
την κατασκευή τσιπ και τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό να συμβαδίζουν.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί την ανάπτυξη των μικροτσιπ από την
εφεύρεσή τους στην Αμερική, τη δεκαετία του 1950, τη χρυσή εποχή του
αμερικανικού καπιταλισμού, μέχρι τη δημιουργία μιας παγκόσμιας εφοδιαστικής
αλυσίδας με επίκεντρο την Ανατολική Ασία. Σήμερα, σχεδόν όλα τα προηγμένα τσιπ
επεξεργαστών παράγονται στην Ταϊβάν, και ο Μίλερ προβάλλει το πειστικό
επιχείρημα ότι η μετατόπιση του ελέγχου της βιομηχανίας θα μπορούσε να
αναδιαμορφώσει δραματικά τις οικονομικές και πολιτικές ισορροπίες στον
κόσμο. Ακόμη περισσότερο από το
παραδοσιακό εμπόριο και τη μεταποιητική παραγωγή, και ακόμη περισσότερο από την
οικονομική ισχύ, ο Μίλερ υποστηρίζει ότι αυτός που θα ηγηθεί και θα κυριαρχήσει
στην παραγωγή τσιπ θα κυριαρχήσει και στην παγκόσμια οικονομία.
Η ανάπτυξη και η παραγωγή τσιπ είναι πλέον ο βασικός τομέας
στην προσπάθεια των ΗΠΑ να απομονώσουν, να αποδυναμώσουν και να μειώσουν την
οικονομική και στρατιωτική ισχύ της Κίνας και άλλων χωρών που θεωρούν ότι
αντιτίθενται στα παγκόσμια συμφέροντα των ΗΠΑ.
Στο παρελθόν, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη δύναμη του δολαρίου για να
αποκόψουν τους αντιπάλους τους από την παγκόσμια οικονομία. Ο νέος νόμος για τα αμερικανικά τσιπ στοχεύει
στην απομόνωση της Ρωσίας και της Κίνας από την παγκόσμια οικονομία υψηλής
τεχνολογίας και στην αναχαίτιση των στρατιωτικών τους δυνατοτήτων. Ο νόμος αποτελεί μέρος ενός κύματος κυρώσεων
των ΗΠΑ και της Δύσης σε αντίποινα για την εισβολή της Ρωσίας στην
Ουκρανία. Την πρόθεση του νόμου έκανε σαφή ο Κέβιν Γουλφ, ένα πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εμπορίου.
"Αυτό που έκανε η κυβέρνηση, είναι να αποφασίσει ένα τρόπο αποκοπής της
Ρωσίας από τα μικροτσιπς και αυτό είναι μια πολιτική και μια υποχρέωσή μας",
δήλωσε ο Γουλφ . "Και αυτό θα γίνει αφού υπάρχει μαζική συνεργασία με τους
συμμάχους".
Ο νόμος για τα τσιπ είναι απλώς το επόμενο στάδιο μιας σειράς
μέτρων για την αποδυνάμωση των τεχνολογικών δυνατοτήτων και της παγκόσμιας
επιρροής της Κίνας. Η αρχή έγινε με τον
έλεγχο στις εξαγωγές της κινεζικής εταιρεία τηλεπικοινωνιών Huawei κατά τη
διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ. Η Ουάσινγκτον, αφού πρώτα περιόρισε την
πώληση αμερικανικής τεχνολογίας στη Huawei βάζοντάς την στη μαύρη λίστα
εμπορικών συναλλαγών της, στη συνέχεια αύξησε την πίεση εφαρμόζοντας τον
λεγόμενο κανόνα για τα ξένα προϊόντα που παράγονται στο εξωτερικό με
αμερικανική τεχνολογία. Αυτό επέτρεψε στις ΗΠΑ να κινηθούν εκτός συνόρων τους και
να ελέγχουν προϊόντα που κατασκευάζονται εκτός της χώρας, εφόσον έχουν
σχεδιαστεί ή κατασκευαστεί με τη χρήση αμερικανικής τεχνολογίας. "Η Huawei ήταν μια δοκιμή", δήλωσε
ο Κρίστοφερ Τιμούρα, δικηγόρος με εξειδίκευση στο Εμπορικό Δίκαιο του δικηγορικού
γραφείου Gibson Dunn στην Ουάσιγκτον. "Οι ΗΠΑ δεν είχαν σοβαρά προβλήματα
με τη Huawei μέχρι που τροποποίησαν τη νομοθεσία για τον έλεγχο της εξαγωγής
αμερικανικών προϊόντων προς το εξωτερικό".
Η χρήση της ίδιας πρακτικής σε βάρος της Ρωσίας για ορισμένα
είδη με πιο σοβαρές επιπτώσεις όπως ένας κατάλογος με 49 στρατιωτικά είδη,
σημαίνει ότι ουσιαστικά η Ρωσία παύει να έχει πλέον πρόσβαση σε ημιαγωγούς
υψηλής τεχνολογίας και την εισαγωγή άλλων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας που
είναι κρίσιμα για τη στρατιωτική της πρόοδο.
"Η Ρωσία είναι πολύ καλά προετοιμασμένη, αλλά με την πάροδο του
χρόνου αυτό θα υποβαθμίσει σοβαρά τις στρατιωτικές της δυνατότητες",
δήλωσε η Julia Friedlander, πρώην αξιωματούχος του Υπουργείου Οικονομικών των
ΗΠΑ.
Αλλά ο πραγματικός στόχος είναι η Κίνα και η μάχη για τη
συντριβή της τεχνολογικής προόδου της Κίνας δεν έχει σε καμία περίπτωση
κερδηθεί. Ήδη, η Κίνα είναι ο
μεγαλύτερος καταναλωτής ημιαγωγών στον κόσμο. Ωστόσο, ο βαθμός αυτάρκειάς της στον τομέα κατασκευή των δικών της μικροτσιπ είναι εξαιρετικά χαμηλός. Οι κινεζικές επιχειρήσεις που παράγουν στην Κίνα,το 2021 κάλυπταν μόνο το 6,6% των εγχώριων αναγκών σε μικροτσίπ , το οποίο αυξάνεται στο 16,7% αν συμπεριλάβουμε και τις ξένες επιχειρήσεις στο έδαφός της. Ακόμη,όμως, και αν συμπεριλάβουμε και τις θυγατρικές των πολυεθνικών στην Κίνα, η παραγωγή τσιπ της χώρας το 2026 είναι πιθανό να φτάσει
μόνο το 6,6% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής μικροτσιπ. Στον τομέα των μικροτσίπ που κατασκευάζονται
σύμφωνα με το νέο μοντέλο παραγωγής, το επονομαζόμενο fabless, μέσω του οποίου
ο σχεδιασμός μπορεί να γίνει σε μία χώρα αλλά η παραγωγή σε μία άλλη, η Κίνα
συνεισέφερε κατά 16% στην παγκόσμια αγορά το 2020, αλλά το μερίδιό της μειώθηκε
σε μόλις 9% το 2021 εν μέσω των κλιμακούμενων απαγορεύσεων εξαγωγών μικροτσίπ από τις
ΗΠΑ.
Αλλά η πολιτική του Πεκίνου είναι μια προσπάθεια να γίνει
αυτάρκης στον τομέα παραγωγής μικροτσιπ κάνοντας χρήση όλων των οικονομικών
εξουσιών και των εξουσιών σχεδιασμού του κράτους. Το 2014 η Κίνα δημιούργησε
ένα εθνικό επενδυτικό ταμείο ανάπτυξης ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Αργότερα, το
2015, το σχέδιο Made in China 2025 έθεσε έναν φιλόδοξο στόχο αυτάρκειας 70% έως
το 2025, ο οποίος, με βάση τη σημερινή πρόοδο, δεν πρόκειται να επιτευχθεί.
Έτσι, η Κίνα θα συνεχίσει να εξαρτάται,ως προς τους ημιαγωγούς, κυρίως από την
Ταϊβάν, τη Νότια Κορέα, τη Μαλαισία και την Ιαπωνία- με κίνδυνο να διακοπούν
εντελώς οι προμήθειες ημιαγωγών από τις ΗΠΑ.
Κύριος στόχος του αμερικανικού νόμου US CHIPS Act είναι η χρηματοδοτήσει
με 52 δισεκατομμύρια δολάρια της παραγωγής και της έρευνας για μικροτσιπ με έκπτωση
φόρου 25% στους παραγωγούς μικροτσιπ στις ΗΠΑ για τις επενδύσεις με τη προϋπόθεση, ότι όποιοι χρηματοδοτηθούν με βάση το νόμο US CHIPS Act απαγορεύεται να "συμμετάσχουν
σε οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή που αφορά την επέκταση της παραγωγικής
ικανότητας ημιαγωγών στην Κίνα". Αλλά,
οι ΗΠΑ σχεδιάζουν περισσότερες κυρώσεις κατά της Κίνας: την απαγόρευση εξαγωγής
εξοπλισμού κατασκευής ημιαγωγών για τσιπ μνήμης με πάνω από 128 επιστρώσεις με
το μοντέλο παραγωγής fabless, από την εταιρεία NAND. Ο στόχος τους είναι ότι να
μπλοκαριστεί η μεγαλύτερη εταιρεία της Κίνας,η NAND, και τα εργοστάσια
κατασκευής τσιπ μνήμης ξένων εταιρειών εταιρείες στην ηπειρωτική Κίνα, και έτσι
να αναγκαστούν οι ξένοι κατασκευαστές τσιπ μνήμης να εγκατασταθούν εκτός Κίνας,
όπως κάνει τώρα η TSMC.
Παρ' όλα αυτά, η παραγωγή τσιπ στην Κίνα θα μπορούσε να
αυξηθεί στο 21,2% έως το 2026 από 16,7% το 2021. Επιπλέον, οι αμερικανικές κυρώσεις στα μικροτσιπ
πλήττουν την παραγωγή και τα κέρδη των αμερικανικών εταιρειών, με ορισμένους να
εκτιμούν ότι θα μπορούσε να μειωθεί το παγκόσμιο μερίδιο των ΗΠΑ στην αγορά
κατά 18% και μακροπρόθεσμα να πλήξουν το 37% των εσόδων τους.
Δεν είναι λοιπόν
περίεργο που οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν φαίνονται πρόθυμες να περιορίσουν
τις εξαγωγές τεχνολογίας τους στην Κίνα.
Επίσης, η TSMC μπορεί να επενδύει σε νέες εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ, αλλά
αυτές δεν έχουν ούτε την κλίμακα ούτε το τεχνολογικό επίπεδο των νεότερων εργοστασίων
της TSMC στην Ταϊβάν. "Η μείωση της
εξάρτησης από την TSMC ... όσον αφορά πιο εξελιγμένες διεργασίες δεν θα μειωθεί
σημαντικά μέχρις ότου η TSMC, η Samsung και η Intel εγκαταστήσουν όλες τους
προηγμένες εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ", λέει ο Paul Triolo, ειδικός σε θέματα
Κίνας και τεχνολογίας του Albright Stonebridge Group.
Ακόμη και τότε, μόνο ένα μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας θα
επωφεληθεί. Τα εργοστάσια που κατασκευάζουν η Intel, η TSMC και η Samsung στις
ΗΠΑ θα κατασκευάζουν όλα προηγμένα μικροτσιπ, και επομένως θα υποστηρίζουν
κυρίως τη βιομηχανία υπολογιστών, smartphone και διακομιστών. Οι
αυτοκινητοβιομηχανίες, όμως, που είδαν την παραγωγή τους να παγώνει λόγω των γνωστών
προβλημάτων στον εφοδιασμό μικροτσιπ την περίοδο των λοκντάουν, χρησιμοποιούν
λιγότερο προηγμένα τσιπ τα οποία δυσκολεύονται να πουληθούν στις ΗΠΑ, όπου το
κόστος είναι υψηλότερο.
Αλλά αυτός ο πόλεμος των μικροτσιπ δεν αφορά μόνο την οικονομία,
αλλά και την πολιτική εξουσία στον 21ο αιώνα - τουλάχιστον για τους ηγέτες του
αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ο Μίλερ αυτό το
κάνει σαφές στο βιβλίο του και σε άλλα έργα του, όπου προσπαθεί να
αποκαλύψει τις αυταρχικές και ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Ρωσίας υπό τον
Πούτιν. Ο αγώνας για τη διατήρηση της υπεροχής των ΗΠΑ και τη μείωση της
ανάπτυξης της Κίνας (που ελπίζουμε να επιφέρει "αλλαγή του καθεστώτος")
θα κοστίσει πολύ ακριβά στην οικονομία των ΗΠΑ, αλλά προφανώς αξίζει το κόστος
σε βάρος του παγκόσμιου εμπορίου και της παγκόσμιας παραγωγής - ακόμα και της
παγκόσμιας ειρήνης.
Οι ΗΠΑ δίνουν αυτή τη μάχη με όρους μάχης μεταξύ "δυτικής
δημοκρατίας" και κινεζικής (και ρωσικής) "απολυταρχίας", μάχης
για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως εκπροσωπούνται από τις αμερικανικές αξίες)
ενάντια στην καταστολή των μειονοτήτων και των αντιφρονούντων (στην Κίνα) και
ακόμη και της "γενοκτονίας" (από τη Ρωσία) στην Ουκρανία. Αυτό οδηγεί την προπαγάνδα σε νέα επίπεδα
υποκρισίας. Αυτό που πραγματικά
διακυβεύεται είναι η παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ. Και αυτό είναι πιο σημαντικό από την επέκταση
του εμπορίου και της τεχνολογίας προς όφελος όλων.
Οι στρατηγιστές των ΗΠΑ φοβούνται ότι η Κίνα μπορεί να
ξεπεράσει τα εμπόδια που της βάζουν οι ΗΠΑ.
Ο φόβος αυτός βασίζεται στον καθοδηγούμενο από το κράτος επενδυτικό σχεδιασμό
της Κίνας, τον οποίο οι θεωρητικοί της Δεξιάς αποκαλούν "οικονομία της
ωμής βίας" επειδή δεν βασίζεται στην "ελεύθερη αγορά". "Στη βιομηχανία ημιαγωγών, για
παράδειγμα, η στρατηγική του Πεκίνου είναι απόλυτα εμφανής. Αξιοποίηση των τεράστιων
ποσών κρατικής υποστήριξης, στοχευμένη κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας για να
βοηθηθούν οι μεγάλες κινεζικές επιχειρήσεις, μεταφορά γνώσεων από ειδικούς που έχουν
εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις συμμαχικές χώρες, και προνομιακή
μεταχείριση των εγχώριων επιχειρήσεων, για να γείρει την πλάστιγγα του ανταγωνισμού
υπέρ της". Αυτά υποστηρίζει η Λίζα
Τόμπιν (Liza Tobin), πρώην διευθύντρια για την Κίνα στο Εθνικό Συμβούλιο
Ασφαλείας των ΗΠΑ στις κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν και στη CIA.
Η άποψη αυτή συνοψίζεται και στο σχόλιο του κεϋνσιανού Larry
Summers για τον πόλεμο των τσιπ του Μίλερ (η υπογράμμιση δική μου). "Οι ημιαγωγοί μπορεί να είναι για τον
εικοστό πρώτο αιώνα ό,τι ήταν το πετρέλαιο για τον εικοστό. Αν είναι έτσι, τότε
η ιστορία των ημιαγωγών θα είναι η ιστορία του εικοστού πρώτου αιώνα."
[----->]