Εάν η πανδημία ακολουθούσε την ίδια πορεία σε όλο τον κόσμο, τότε,
το παρακάτω διάγραμμα θα έδειχνε τον τρόπο που η πανδημία θα τελείωνε . Ο λόγος
έναρξης των λοιμώξεων από Covid-19 προς την κορύφωση της, για όλες τις χώρες θα
είναι 40-50 ημέρες. Πολλές χώρες δεν βρίσκονται ακόμη κοντά στο σημείο κορύφωσης
και δεν υπάρχει εγγύηση ότι η κορύφωση της πανδημίας θα γίνει την ίδια χρονική περίοδο,
αν τα περιοριστικά και κατασταλτικά μέτρα (τεστ, αυτοαπομόνωση, καραντίνα και απαγόρευση
κυκλοφορίας) δεν λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο. Αλλά τελικά, θα υπάρξει,οπωσδήποτε το σημείο
κορύφωσης σε όλες τις χώρες και η πανδημία θα εξασθενίσει – εκτός κι αν επιστρέψει, ενδεχομένως, τον επόμενο χρόνο.
Αυτό που είναι σαφές είναι ότι τόσα περιοριστικά μέτρα σε
τόσες μεγάλες οικονομίες έχουν και θα επιφέρουν μια τεράστια πτώση στην παραγωγή, στις επενδύσεις, στην απασχόληση και τα εισοδήματα, στις
περισσότερες οικονομίες. Ο ΟΟΣΑ συνοψίζει καλύτερα αυτή την εικόνα. Ο
αντίκτυπος από την αναστολή δραστηριότητας των επιχειρήσεων θα μπορούσε να
οδηγήσει σε μείωση κατά 15% ή και περισσότερο της παραγωγής σε όλες τις
προηγμένες και τις μεγαλύτερες αναδυόμενες αγορές. Στις οικονομίες μεσαίου
μεγέθους, η παραγωγή θα μειωθεί κατά 25% .... «Κάθε μήνα, θα υπάρξει μείωση
κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες της ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ».
Ανατρέχοντας στο βιβλίο μου, Η μακρά ύφεση (The Long
Depression), διαπίστωσα ότι η απώλεια του ΑΕΠ των μεγάλων οικονομιών, από την
αρχή της Μεγάλης ύφεσης το 2008 σε 18 μήνες μέχρι το κατώτατο σημείο της κρίσης
στα μέσα του 2009 ήταν περισσότερο από 6% του ΑΕΠ. Την περίοδο αυτή το
πραγματικό ΑΕΠ παγκοσμίως, μειώθηκε κατά 3,5% περίπου , ενώ οι αποκαλούμενες αναδυόμενες
οικονομίες δεν συρρικνώθηκαν (επειδή η οικονομία της Κίνας συνέχισε να
επεκτείνεται).
Σε αυτή την πανδημία, αν οι μεγάλες οικονομίες σταματήσουν να
παράγουν για δύο μήνες , ίσως και περισσότερο (η άρση της δίμηνης καραντίνας στην
κινεζική πόλη Γουχάν θα κρατήσει μέχρι την επόμενη εβδομάδα, δηλαδή πάνω από
δύο μήνες), τότε το παγκόσμιο ΑΕΠ ,το 2020,
ενδέχεται να συρρικνωθεί περισσότερο απ’ ότι στη Μεγάλη Ύφεση.
Φυσικά, ελπίδα όλων είναι τα περιοριστικά μέτρα να κρατήσουν
λίγο. Όπως είπε ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ Γκουρία, «δεν γνωρίζουμε πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να αντιμετωπιστεί η ανεργίας και το κλείσιμο εκατομμυρίων μικρών
επιχειρήσεων: αλλά θέλουμε να πιστεύουμε ότι η ανάκαμψη θα έλθει γλήγορα». Πάντως,είναι
ξεκάθαρο,ότι η άποψη του Προέδρου Τραμπ ότι η Αμερική μπορεί να
επιστρέψει στην δουλειά την Κυριακή του Πάσχα δεν είναι ρεαλιστική.
Παρ 'όλα αυτά, με την ελπίδα ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας δεν
θα κρατήσει πολύ και επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή από το να καταστείλουν την
πανδημία, οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις προσπαθούν να κάνουν τα πάντα για να
σώσουν τις οικονομίες τους και να αποφύγουν τα χειρότερα. Η πρώτη προτεραιότητα
ήταν να σώσουν τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι μεγάλες
επιχειρήσεις. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες μείωσαν τα επιτόκια στο μηδέν ή και
περισσότερο και ανακοίνωσαν χιλιάδες πιστωτικές διευκολύνσεις και προγράμματα
αγοράς ομολόγων, τα οποία επισκιάζουν τα μέτρα διάσωσης και ποσοτικής χαλάρωσης
των τελευταίων δέκα χρόνων. Οι κυβερνήσεις ανακοίνωσαν εγγυήσεις δανείων και
επιχορηγήσεις επιχειρήσεων για ποσά που δεν έχουμε ξαναδει μέχρι σήμερα.
Υπολογίζω ότι παγκοσμίως οι κυβερνήσεις ανακοίνωσαν φορολογικά πακέτα
κινήτρων που ανέρχονται στο 4% του ΑΕΠ και άλλα 5% του ΑΕΠ ως πιστωτικές και
δανειακές εγγυήσεις. Στη Μεγάλη ύφεση, τα δημοσιονομικά μέτρα διάσωσης ανήλθαν
μόλις στο 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Αν διατεθεί το πακέτο των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, όπως
αποφάσισε το Κογκρέσο των ΗΠΑ, περισσότερα από όσα διατέθηκαν στην παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση το 2008-9, τα δύο τρίτα θα διατεθούν σε μετρητά και
δάνεια που μπορεί να μην τα επιστρέψουν ποτέ οι μεγάλες επιχειρήσεις ) και σε
μικρότερες επιχειρήσεις, αλλά μόνο το ένα τρίτο για τα εκατομμύρια των
εργαζομένων και των αυτοαπασχολούμενων για να επιβιώσουν, με εφάπαξ καταβολή
ενός συγκεκριμένου ποσού και την αναστολή αποπληρωμής των φόρων.
Το ίδιο και στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ευρώπη με τα πακέτα
κορονοϊού : πριν απ’όλα, για να σωθούν οι
καπιταλιστικές επιχειρήσεις, και κατά δεύτερον, για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες
οι εργαζόμενοι. Οι απολυμένοι εργαζόμενοι και οι αυτοαπασχολούμενοι θα πληρώνονται μόνο για δύο μήνες και συχνά οι
άνθρωποι δεν θα λαμβάνουν μετρητά επί εβδομάδες, αν όχι για μήνες. Επομένως, τα
μέτρα αυτά δεν επαρκούν για τη στήριξη των εκατομμυρίων που έχουν ήδη κλειστεί
στα σπίτια τους ή έχουν δει τις επιχειρήσεις που δούλευαν να τους απολύουν.
Είναι πραγματικά αφελές, αν δεν δείχνει άγνοια, βραβευμένοι
οικονομολόγοι με βραβείο Νόμπελ, όπως ο Τζόζεφ Στίγκλιτς , ο Χριστόφορος
Πισσαρίδης ή ο Ανταμ Πόζεν, να επαινούν σχέδια όπως αυτό της κυβέρνησης του
Ηνωμένου Βασιλείου, μόνο και μόνο επειδή είναι «πιο γενναιόδωρο» από αυτό των
ΗΠΑ. «Το Ηνωμένο Βασίλειο αξίζει να επαινεθεί επειδή αντέστρεψε πραγματικά την
λιτότητα και επειδή είναι πολύ φιλόδοξο
και συνεπές», δήλωσε ο Πόζεν, υπεύθυνος χάραξης πολιτικής την περίοδο της οικονομικής
κρίσης στην Τράπεζα της Αγγλίας. «Ο κατάλογος επιθυμιών με όρους σχεδιασμού,
μεγέθους, περιεχομένου και συντονισμού - όλα είναι τέλεια». Ο Βρετανός
Κεϋνσιανός Ουίλ Χάτον συνόψισε την ατμόσφαιρα : «Διασχίσαμε ένα Ρουβίκωνα. Ο
Κεϋνσιανισμός αποκαταστάθηκε στη σωστή του θέση στη βρετανική δημόσια ζωή».
Ακόμα και οι πρώην οπαδοί της λιτότητας συντάχθηκαν στη χορωδία των επαίνων,
συμπεριλαμβανομένου και του Πρώην Υπουργού Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου,
Τζορτζ Οσμπορν.
Το βρετανικό και αμερικανικό κοινό φαίνεται κι αυτό να έχει
πειστεί ότι τα πακέτα είναι γενναιόδωρα, καθώς οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν
μια ανάκαμψη της υποστήριξης των πενιχρών ποσοστών του Προέδρου Τραμπ και του
Πρωθυπουργού «Επιχείρηση Τελευταία αναπνοή», Μπόρις Τζόνσον . Φαίνεται ότι
παντού οι νυν ηγεμόνες κέρδισαν την υποστήριξη του κόσμου στη διάρκεια της
κρίσης. Αυτό ,ωστόσο,μπορεί να μην κρατήσει, αν συνεχιστεί η απαγόρευση της κυκλοφορίας και αρχίσει να
βαθαίνει η ύφεση.
Η πραγματικότητα είναι ότι τα χρήματα προς τους
εργαζόμενους σε σχέση με αυτά προς τις μεγάλες επιχειρήσεις είναι ελάχιστα. Για
παράδειγμα, με το πακέτο του Ηνωμένου
Βασιλείου, μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι θα πληρωθούν το 80% του μισθού τους. Αλλά αυτό στην
πραγματικότητα δεν είναι άλλο από το συνηθισμένο ποσοστό του επιδόματος ανεργίας που δίνουν πολλές
κυβερνήσεις στην Ευρώπη. Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ένα πολύ χαμηλό δείκτη
παροχών που τώρα θα φτάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και αυτό μόνο για λίγους
μήνες. Αλλά ακόμα και τότε εκατομμύρια εργαζόμενοι δεν θα πληρούν τις
προϋποθέσεις.
Επιπλέον, κανένα από τα μέτρα αυτά δεν θα μπορέσει να αποτρέψει
την ύφεση και είναι εντελώς ανεπαρκή προκειμένου να αποκατασταθεί η ανάπτυξη
και η απασχόληση στις περισσότερες καπιταλιστικές οικονομίες την επόμενη χρονιά.
Υπάρχει μάλιστα μεγάλη πιθανότητα η ύφεση αυτή να μην καταλήξει σε μια ανάκαμψη
σχήματος V, όπως προβλέπουν οι περισσότεροι ,αλλά είναι πιο πιθανή μια ανάκαμψη
σε σχήμα U (δηλαδή μια ύφεση που θα κρατήσει ένα χρόνο ή περισσότερο). Και
υπάρχει ο κίνδυνος μιας πολύ αργής ανάκαμψης, πιο πολύ σε σχήμα L, όπως συμβαίνει
στην Κίνα, μέχρι αυτή τη στιγμή.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι δεν είναι βέβαιοι για το τι
πρέπει να γίνει. Η Κευνσιανή άποψη εκφράζεται από τον Λόρδο Skidelsky,τον βιογράφο του Κέυνς. Ο Skidelsky επεσήμανε ότι τα
περιοριστικά μέτρα ήταν το αντίθετο από το τυπικό πρόβλημα της κεϋνσιανής
«ανεπαρκούς ζήτησης». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πρόβλημα ανεπαρκούς
ζήτησης, καθώς οι περισσότεροι παραγωγικοί εργαζόμενοι έχουν σταματήσει να
εργάζονται. Αλλά ο Skidelsky δεν το βλέπει έτσι. Βλέπετε, θεωρεί ότι δεν πρόκειται
για ένα «σοκ προσφοράς» αλλά για πρόβλημα «υπερβολικής ζήτησης». Η «υπερβολική
ζήτηση»,όμως, είναι ο καθρέφτης της «πολύ χαμηλής προσφοράς». Το ζήτημα είναι από
πού να ξεκινήσουμε: είναι σίγουρο ότι το πρόβλημα αρχίζει από την απώλεια της
παραγωγής και τη δημιουργία αξίας, και όχι από την «υπερβολική ζήτηση»;
Ο Skidelsky μας λέει ότι, «μια ύφεση , προκαλείται από τη χρεοκοπία μιας
τράπεζας ή την κατάρρευση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης. Η παραγωγή
μειώνεται, οι εργαζόμενοι απολύονται, η αγοραστική δύναμη καταρρέει και η πτώση
εξαπλώνεται μέσω πολλαπλασιαστικής μείωσης των δαπανών. Η προσφορά και η ζήτηση
πέφτουν μαζί μέχρις ότου η οικονομία σταθεροποιηθεί σε χαμηλότερο σημείο. Υπό
αυτές τις συνθήκες, ο Κέυνς είπε ότι οι δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να αυξηθούν προκειμένου
να αντισταθμιστεί η πτώση των ιδιωτικών δαπανών».
Οι αναγνώστες του ιστολογίου μου γνωρίζουν πολύ καλά πως πιστεύω ότι, ενώ μια ύφεση μπορεί να την έχει «πυροδοτήσει» η πτώχευση μιας τράπεζας ή μια
«κατάρρευση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης», οι λόγοι αυτοί δεν αποτελούν τη βασική αιτία των επαναλαμβανόμενων κρίσεων στον καπιταλισμό. Για ποιο λόγο κάποιες φορές οι πτωχεύσεις των τραπεζών δεν προκαλούν ύφεση και ποιος είναι ο λόγος που οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ξαφνικά πρόβλημα κατάρρευσης της εμπιστοσύνης; Η
κεϋνσιανή θεωρία αυτό δεν μας το λέει.
Και ο Skidelsky συνεχίζει, λέγοντας ότι, εάν η κρίση οφείλεται
στην «υπερβολική ζήτηση», τότε θα πρέπει να μειώσουμε τη ζήτηση για να
καλύψουμε την προσφορά! Εγώ πιστεύω πως θα ήταν καλύτερα να βγαίναμε από αυτή
την κρίση αυξάνοντας την παραγωγή μέχρι να καλύψει τη ζήτηση, αλλά ας το αφήσουμε καλύτερα. Ο Skidelsky διευκρινίζει ότι «Δεν είναι ότι οι επιχειρήσεις θέλουν
να παράγουν λιγότερα. Είναι αναγκασμένες να παράγουν λιγότερα, επειδή σε ένα
τμήμα του εργατικού δυναμικού τους δεν επιτρέπεται να εργάζεται. Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι ίδιες με αυτές της επιστράτευσης εν καιρώ πολέμου, όπου ένα μέρος του
εργατικού δυναμικού βγαίνει από την παραγωγή μη στρατιωτικών αγαθών. Τότε,η παραγωγή αγαθών για μη
στρατιωτικούς λόγους μειώνεται, αλλά η συνολική ζήτηση παραμένει η ίδια: απλώς αναδιανέμεται
από εργάτες που παράγουν αγαθά για μη στρατιωτικούς λόγους σε εργαζόμενους
στρατευμένους ή που μετακινήθηκαν στην παραγωγή πυρομαχικών. Αυτό που συμβαίνει
σήμερα θα καθορίζεται από την αγοραστική δύναμη όσων υποχρεώθηκαν να μείνουν ανενεργοί».
Αλήθεια ? Στην οικονομία πολέμου, όλοι συνεχίζουν να
εργάζονται - μάλιστα κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπήρχε πλήρης απασχόληση
καθώς η πολεμική μηχανή δούλευε ασταμάτητα. Σήμερα βαδίζουμε προς τη μεγαλύτερη
αύξηση της ανεργίας μέσα σε λίγα τρίμηνα, στην οικονομική ιστορία. Αυτή δεν
είναι οικονομία πολέμου.
Ο Skidelsky μας θυμίζει ότι η πρόταση του Κέυνς στην οικονομία
πολέμου της «υπερβολικής ζήτησης», ήταν η αύξηση της φορολογίας.
«Στο φυλλάδιό του How to Pay for the War (1940) η κατανάλωση για μη
στρατιωτικούς λόγους, είπε, έπρεπε να μειωθεί προκειμένου να απελευθερωθούν πόροι για
στρατιωτική κατανάλωση. Χωρίς την αύξηση της εθελοντικής αποταμίευσης, υπήρχαν μόνο
δύο τρόποι για να μειωθεί η κατανάλωση για μη στρατιωτικούς λόγους: ο πληθωρισμός
ή υψηλότεροι φόροι ». «Η λύση που από κοινού επέλεξε με το υπουργείο
Οικονομικών ήταν να αυξηθεί μέχρι 50% ο συντελεστής φόρου εισοδήματος , με ανώτατο
όριο συντελεστή 97,5% με ταυτόχρονη μείωση του αφορολόγητου. Το
τελευταίο, θα διεύρυνε τη φορολογική βάση προσθέτοντας 3,25 εκατ φορολογούμενους
στο δίκτυο του φόρου εισοδήματος. Όλοι θα πλήρωναν περισσότερους φόρους όπως
απαιτούσε ο πόλεμος, αλλά ο φόρος που θα πλήρωναν τα τρία εκατομμύρια φορολογούμενοι μετά τον
πόλεμο θα τους επιστρέφονταν με τη μορφή φορολογικών πιστώσεων. Επιπλέον,θα γινόταν και μια διανομή βασικών αγαθών».
Οπότε, η απάντηση του Skidelsky στην τρέχουσα ύφεση, είναι η
αύξηση της φορολογίας, ακόμη και για όσους βρίσκονται στον πάτο της φορολογικής
κλίμακας εσόδων, για να μην καταναλώνουν πολύ και αυξηθεί ο πληθωρισμός ! Και κλείνει,λέγοντας ότι η πανδημία «θα πρέπει
να μας κάνει να καταλάβουμε καλύτερα τι σημαίνει να είσαι κεϋνσιανιστής».
Πράγματι.
Η κατάσταση σήμερα δεν έχει σχέση με μια οικονομία πολέμου,
όπως λέει ο James Meadway. Όταν η ισπανική πανδημία γρίπης έπληξε τον κόσμο, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος βρισκόταν προς το τέλος του. Η πανδημία προκάλεσε το θάνατο 675.000 ανθρώπων στις
ΗΠΑ και τουλάχιστον 50 εκατομμυρίων παγκοσμίως. Η γρίπη, τότε, δεν κατέστρεψε
την αμερικανική οικονομία. Το 1918, έτος κατά το οποίο οι θάνατοι από γρίπη είχαν
φτάσει στην κορύφωση τους στις ΗΠΑ, οι πτωχευμένες επιχειρήσεις ήταν λιγότερες
από τις μισές της προπολεμικής περιόδου και ήταν ακόμα λιγότερες το 1919 (βλ. διάγραμμα).
Το πραγματικό ΑΕΠ των Η.Π.Α, επηρεασμένο από τις αυξημένες απαιτήσεις της
παραγωγής λόγω του πολέμου, αυξήθηκε κατά 9% το 1918 και γύρω στο 1% το επόμενο
έτος, ακόμη και όταν ξέσπασε η γρίπη.
Φυσικά, τότε δεν υπήρχαν περιοριστικά μέτρα και οι
άνθρωποι αφήνονταν να πεθάνουν ή να ζήσουν. Αλλά το ζήτημα είναι πως, όταν σταματήσουν
τα περιοριστικά μέτρα λόγω της πανδημίας, αυτό που χρειάζεται για
να πάρει μπροστά η παραγωγή, οι επενδύσεις και η απασχόληση είναι κάτι παρόμοιο με την οικονομία πολέμου. Οχι μια διάσωση των μεγάλων επιχειρήσεων με επιδοτήσεις
και δάνεια, ώστε αυτές να μπορέσουν να επιστρέψουν στις συνήθεις δραστηριότητές τους.
Η κρίση αυτή μπορεί να αντιστραφεί μόνο με μέτρα όπως στα χρόνια του πολέμου,
δηλαδή τεράστιες δημόσιες επενδύσεις, πέρασμα στο δημόσιο στρατηγικών τομέων
της οικονομίας και διεύθυνση παραγωγικών τομέων της οικονομίας από το δημόσιο.
Θυμηθείτε ότι, πριν ακόμα ο ιός πλήξει την παγκόσμια οικονομία,
πολλές καπιταλιστικές οικονομίες είχαν αρχίσει ήδη να επιβραδύνουν με ταχείς ρυθμούς
ή βρίσκονταν ήδη σε πλήρη ύφεση. Στις ΗΠΑ, μια από τις οικονομίες με τις καλύτερες
επιδόσεις, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο έπεσε κάτω
από 2% σε ετήσια βάση, με προβλέψεις για περαιτέρω επιβράδυνση φέτος. Οι επενδύσεις των επιχειρήσεων
παρέμεναν στάσιμες και τα κέρδη των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων
ακολουθούσαν πτωτική πορεία για πέντε χρόνια. Ο καπιταλιστικός τομέας της
οικονομίας [* ] ούτε ήταν ούτε είναι σε θέση να οδηγήσει στην οικονομική
ανάκαμψη η οποία θα μπορεί να αποκαταστήσει την πλήρη απασχόληση και να αυξήσει τα
πραγματικά εισοδήματα. Η ανάκαμψη της οικονομίας θα χρειαστεί την ηγεσία του
δημόσιου τομέα.
Ο Bossie και ο Mason διαπίστωσαν ότι οι ομοσπονδιακές δαπάνες από
8 έως 10 τοις εκατό του ΑΕΠ τη δεκαετία του 1930, αυξήθηκαν κατά μέσο όρο
περίπου 40% του ΑΕΠ από το 1942 έως το 1945. Και το πιο σημαντικό, οι δαπάνες με
συμβόλαια για αγαθά και υπηρεσίες την περίοδο του πολέμου αντιπροσώπευαν κατά
μέσο όρο το 23%. Σήμερα στις περισσότερες καπιταλιστικές οικονομίες οι
επενδύσεις του δημόσιου τομέα είναι γύρω στο 3% του ΑΕΠ, ενώ οι επενδύσεις του
καπιταλιστικού τομέα είναι 15%. Στην περίοδο του πολέμου ο λόγος αυτός είχε
αντιστραφεί.
Στο ίδιο συμπέρασμα είχα καταλήξει και εγώ σε δημοσίευμα μου του 2012 . Παραθέτω: «Αυτό που συνέβη ήταν μια τεράστια αύξηση των κρατικών επενδύσεων
και δαπανών. Το 1940, οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα ήταν ακόμα χαμηλότερες
από το επίπεδο του 1929 και στην πραγματικότητα μειώθηκαν κι άλλο όσο κρατούσε
ο πόλεμος. Οπότε, ο κρατικός τομέας ανέλαβε όλες σχεδόν τις επενδύσεις, καθώς
οι πόροι (αξία) μεταφέρθηκαν στην παραγωγή όπλων και άλλα μέτρα ασφάλειας σε
μια οικονομία πολέμου ». Ο ίδιος ο Κέινς είχε πει,τότε, ότι η πολεμική
οικονομία απέδειξε ότι «είναι πολιτικά αδύνατο μια καπιταλιστική δημοκρατία να
οργανώσει τις δαπάνες σε κατάλληλη κλίμακα ώστε να πραγματοποιηθούν τα μεγάλα
πειράματα που θα αποδείκνυαν την θέση μου - πέρα από τις συνθήκες πολέμου».
Η οικονομία πολέμου δεν τόνωσε τον ιδιωτικό τομέα, αλλά αντικατέστησε
την «ελεύθερη αγορά» και τις καπιταλιστικές επενδύσεις που γίνονται με σκοπό το
κέρδος. Για να οργανώσει την οικονομία πολέμου και να εξασφαλίσει ότι παράγει
τα απαιτούμενα αγαθά, η κυβέρνηση Ρούσβελτ δημιούργησε μια σειρά οργανισμούς
κινητοποίησης, οι οποίοι όχι μόνο αγόραζαν αγαθά, αλλά κατεύθυναν από κοντά την
παραγωγή αυτών των αγαθών και επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία ιδιωτικών
εταιρειών και ολόκληρων κλάδων της παραγωγής .
Οι Bossie και Mason καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι: «όσο περισσότερο
και όσο πιο γρήγορα αλλάξει η οικονομία , τόσο περισσότερο χρειάζεται ο σχεδιασμός.
Περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο στην ιστορία των ΗΠΑ, η πολεμική
οικονομία ήταν μια σχεδιασμένη οικονομία. Η μαζική, γρήγορη μετάβαση από την
πολιτική στην στρατιωτική παραγωγή απαιτούσε πολύ πιο συνειδητή διεύθυνση από
τη συνήθη διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης. Η εθνική απάντηση στον κορονοϊό όπως
και η απομάκρυνση από τον άνθρακα θα απαιτήσει περισσότερο από το σύνηθες
σχεδιασμό της οικονομίας από την κυβέρνηση ».
Αυτό που διδάσκει η ιστορία της Μεγάλης Ύφεσης και του πολέμου
είναι ότι, αν ο καπιταλισμός βρεθεί στον πάτο μιας μακράς ύφεσης, τότε θα πρέπει να υπάρξει μια μεγάλη καταστροφή όλων
όσων έχει συσσωρεύσει τις προηγούμενες δεκαετίες πριν γίνει δυνατή μια νέα
εποχή οικονομικής επέκτασης . Δεν υπάρχει πολιτική που να μπορεί να το αποφύγει και να καταφέρει να διατηρήσει τον καπιταλιστικό τομέα. Εάν αυτή τη φορά δεν γίνει κάτι τέτοιο, τότε η Μακρά Υφεση που η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία
υφίσταται από τη Μεγάλη Επιβράδυνση θα περάσει σε μια άλλη δεκαετία.
Οι μεγάλες οικονομίες (πόσο μάλλον οι αποκαλούμενες
αναδυόμενες οικονομίες) θα αγωνιστούν για να βγουν από αυτήν την βαθιά κρίση,
εκτός κι αν ο νόμος της αγοράς και της αξίας αντικατασταθεί από τις
εθνικοποιήσεις, τις επενδύσεις και το σχεδιασμό της οικονομίας, χρησιμοποιώντας
όλες τις δεξιότητες και τους πόρους των εργαζομένων. Αυτό έχει δείξει η
πανδημία.
-----------------------------
[ * ] Dual-sector
model ή μοντέλο Lewis (1954 ) :
Το
μοντέλο Lewis ,από το όνομα του εφευρέτη του W. Arthur Lewis, είναι ένα δυαδικό
μοντέλο των οικονομικών της ανάπτυξης. Το μοντέλο εξηγεί την ανάπτυξη μιας αναπτυσσόμενης
οικονομίας όσον αφορά τη μετάβαση της εργασίας μεταξύ δύο τομέων, του
καπιταλιστικού τομέα και του λεγόμενου τομέα διαβίωσης.
Στον καπιταλιστικό
τομέα χρησιμοποιείται ένα είδος κεφαλαίου το οποίο μπορεί να συσσωρευθεί -
αναπαραχθεί και τα κέρδη που προκύπτουν από τη χρήση του, πάνε στους
καπιταλιστές (καπιταλιστικού τύπου οργάνωση).
Αντίθετα ο τομέας διαβίωσης (ο οποίος σε γενικές
γραμμές ταυτίζεται με τον γεωργικό τομέα),δεν χρησιμοποιεί αναπαραγώγιμο κεφάλαιο
[------>]