Όταν η Γερμανία ήταν
ένας ευέλικτος οφειλέτης
Μεταξύ δέκατου
ένατου και εικοστού αιώνα της
τελευταίας χιλιετίας το γερμανικό κράτος
χρεοκόπησε ή κατάφερε να απομειώσει το
χρέος της οκτώ φορές , όπως εξάλλου και
η Γαλλία έναντι μίας της Ιταλίας και πέντε της Ελλάδας. Ωστόσο, σήμερα, η Γερμανία είναι ο αρχηγός
του κόμματος της αδιαλλαξίας
Είναι γνωστό ότι η Γερμανία κράτησε αδιάλλακτη στάση στο
θέμα του δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη και πώς
πιέζει σκληρά τις άλλες χώρες να
υιοθετήσουν, για την επίλυσή του,
αυστηρές πολιτικές λιτότητας,
πολιτικές που απειλούν να σκοτώσουν τον ασθενή. Μία ακόμα απόδειξη ήταν η στάση της στη σημερινή
ελληνική κρίση.Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι Τεύτονες ηγέτες ήταν οι πρωτεργάτες και οι σημαιοφόροι του
κόμματος της αδιαλλαξίας, μέχρι που έφτασαν να προσβάλουν μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
Αλλά από διάφορες πλευρές, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια
τάση να τονίζεται ότι στο παρελθόν η
χώρα αυτή δεν υπήρξε και τόσο πρωταθλήτρια της αρετής όσο θέλει να φαίνεται. Ορισμένοι μελετητές μάλιστα
αναρωτιούνται ποια ήταν πρακτικά, στο παρελθόν, η προϊστορία αυτής της χώρας για το ίδιο θέμα και ανακάλυψαν
κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία.
Θα αρχίσουμε θυμίζοντας
πως, η πλειονότητα των χωρών σε όλες τις
περιοχές του πλανήτη έχει περάσει από ένα ή περισσότερα στάδια αθέτησης πληρωμών, ή αναδιάρθρωσης του χρέους , έναντι των ξένων δανειστών τους, και
η Γερμανία ήταν μεταξύ αυτών που
βρέθηκαν τις περισσότερες φορές σε αυτή τη
δύσκολη θέση.
Έτσι μαθαίνουμε (Reinhardt & Rogoff, 2009) ότι μεταξύ
δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα της προηγούμενης
χιλιετίας το γερμανικό κράτος, χρεοκόπησε ή απομείωσε τα χρέη του οκτώ φορές, όπως και η Γαλλία
και μόνο μία φορά η Ιταλία και πέντε η Ελλάδα. Θα πρέπει επίσης να
αναγνωριστεί ότι πρωταθλητές Ευρώπης στο άθλημα ήταν οι Ισπανοί, με δεκατρείς χρεοκοπίες.
Οι Γερμανοί εξακολουθούν να κατέχουν την εξαιρετική δεύτερη θέση μαζί με τη
Γαλλία.
Η γαλλογερμανική διένεξη
και οι πολεμικές επανορθώσεις μετά τον
Μεγάλο Πόλεμο
Υπό μία έννοια, η Γερμανία προσπαθεί να επιβάλει σ την
Ελλάδα την ίδια μεταχείριση που της επιφύλαξε
στη Γαλλία μετά το γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870, όταν οι Γάλλοι πολίτες, μετά την γρήγορη ήττα τους,
αναγκάστηκαν να καταβάλουν ένα πολύ μεγάλο
ποσό για πολεμικές επανορθώσεις,
ύψους 5 δισεκατομμυρίων γαλλικών φράγκων,
ίσο με το 20% του ΑΕΠ της χώρας.
Επιπλέον,
η Γαλλία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει ένα μέρος της Αλσατίας και της Λωρραίνης
και των Βοσγίων, στους νικητές, οι οποίοι κατέλαβαν μια μεγάλη έκταση της
Γαλλίας έως ότου εξοφλήθηκε πλήρως η
οφειλή, κάτι που έκαναν, πολύ πρόθυμα, το 1873 .Επιπλέον οι Γάλλοι υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν στους
εχθρούς τη ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους.
Και έρχεται ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Όπως είναι γνωστό,
αυτή τη φορά, στο τέλος, αντιστράφηκαν οι ρόλοι
και η Γαλλία βρέθηκε στο στρατόπεδο των νικητών ενώ η Γερμανία στων
ηττημένων.
Βασική επιδίωξη του Πρωθυπουργού της Γαλλίας εκείνη την
εποχή,του Ζορζ Κλεμανσό, ήταν να εκδικηθεί για την ήττα του 1870 και να ακυρώσει
ουσιαστικά την οικονομική πρόοδο που είχε σημειώσει εντωμεταξύ η Γερμανία. Ο
Κλεμανσό κατάφερε να επιβάλει σημαντικές εδαφικές απώλειες στον εχθρό ενώ
προσπάθησε παράλληλα, να καταστρέψει, ουσιαστικά, ή τουλάχιστον να δώσει ένα
θανάσιμο πλήγμα στο οικονομικό του
οικοδόμημα.
Ο Γάλλος πολιτικός κατάφερε να επιβληθεί στη Γερμανία
η καταβολή μεγάλων πολεμικών επανορθώσεων
. Η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες σιγοντάρισαν τις απαιτήσεις της συμμάχου
τους Γαλλίας .
Το οικονομικό πρόβλημα που προέκυψε στη συνέχεια ήταν αρκετά
περίπλοκο. Από τη μια ήταν τα δάνεια μεταξύ των συμμάχων για την
αγορά, βασικά, όπλων και του σχετικού εξοπλισμού
(η Βρετανία είχε δανειστεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία από τη Μεγάλη
Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες), ενώ
από την άλλη πλευρά υπήρχε το πρόβλημα των γερμανικών αποζημιώσεων σε Γαλλία
και Αγγλία.
Τα ποσά ήταν πολύ μεγάλα: τα
χρέη μεταξύ των συμμάχων υπολογίζονταν
στα 26,5 δισεκατομμύρια δολάρια,
ένα μεγάλο μέρος της οφείλεται στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία,
ενώ η Επιτροπή για τις πολεμικές επανορθώσεις
του 1921 προσδιόρισε, μετά από αρκετές προκαταρκτικές
συναντήσεις κορυφής, προς την ίδια λίγο
πολύ κατεύθυνση, το χρέος της Γερμανίας στα 33 δισεκατομμύρια δολάρια, που τα περισσότερα
πήγαιναν στη Γαλλία και την
Αγγλία (Aldcroft, 1993). Η πληρωμή των αποζημιώσεων θα γινόταν σε τριμηνιαίες δόσεις , από τον Ιανουάριο του 1922.
Ενώ η Γαλλία συσχέτιζε τα δύο θέματα, δηλώνοντας ότι η χώρα θα εξοφλούσε
τα χρέη της, όταν έπαιρνε τα χρήματα των αποζημιώσεων, η Μ. Βρετανία και οι ΗΠΑ θεωρούσαν
ότι οι επανορθώσεις δεν έπρεπε να ξεπερνούν κάποια όρια.
Οι αμφιβολίες του Kέυνς
και οι προσπάθειες για την αναδιάρθρωση
του χρέους
Το 1919 ο Τζων Μέυναρντ Kέυνς ήταν 36 ετών και συμμετείχε στην ειρηνευτική διάσκεψη ως εκπρόσωπος της
βρετανικής κυβέρνησης για οικονομικά θέματα. Αλλά πολύ γρήγορα παραιτήθηκε,
αφού διαφώνησε κάθετα με τις αποφάσεις
των σύμμαχων για τη μεταπολεμική Ευρώπη.
Έτσι, δημοσίευσε αμέσως μετά τις "Οι οικονομικές συνέπειες της
Ειρήνης», ένα δοκίμιο οξύτατης πολεμικής
ενάντια στην τρέλα της " Καρχηδόνιας ειρήνης"
που οι νικητές του πολέμου , όπως έλεγε,
επέβαλλαν στην Γερμανία. Οι αποζημιώσεις είχαν ένα τόσο δυσβάστακτο οικονομικό βάρος, έλεγε
ο συγγραφέας, που η Γερμανία ήταν
αδύνατο να το αντέξει (ο Κέυνς υπολόγιζε ότι η χώρα δεν θα μπορούσε να
επιστρέψει ούτε καν το ένα τέταρτο, του
συμφωνηθέντος ποσού) και προέβλεψε με μεγάλη διαύγεια ότι οι συνέπειες της συνθήκης ειρήνης θα ήταν πολύ επιζήμιες για το μέλλον της ηπείρου.
Οι Γερμανοί άρχισαν να πληρώνουν τις πρώτες δόσεις,
αλλά το 1922 η οικονομική κατάσταση της
χώρας επιδεινώθηκε ραγδαία, με την εκτόξευση του πληθωρισμού στα ύψη και την υποτίμηση του
νομίσματος. Έτσι οι Γερμανοί ζήτησαν ένα χρεοστάσιο πληρωμών, αλλά τους το αρνήθηκαν. Ομως, η
Γερμανία δεν ήταν πλέον σε θέση να πληρώνει (Aldcroft, 1993), και δεν έκανε
καμία προσπάθεια να το κάνει.
Τον Ιανουάριο του 1923 οι Γάλλοι και οι Βέλγοι, βλέποντας ότι οι Γερμανοί δεν κατέβαλαν τα ποσά των πολεμικών επανορθώσεων, αποφάσισαν
να καταλάβουν το Ρουρ. Αλλά μια τέτοια κίνηση συνέτεινε στην ολοκλήρωση
της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης της
Γερμανίας.
Τότε αποφασίστηκε η σύγκλιση
διεθνούς Διάσκεψης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο
Λονδίνο το 1924 και η οποία κατέληξε στο
Σχέδιο Dawes, από το όνομά του πρόεδρου της Διάσκεψης, ενός Αμερικανού τραπεζίτη. Σύμφωνα με το Σχέδιο, το
γερμανικό νόμισμα θα σταθεροποιόταν μετά την εκτόξευση του πληθωρισμού στα ύψη και την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από το Ρουρ. Η οικονομική βοήθεια της Αμερικής
προς τη Γερμανία θα έδινε τη δυνατότητα στην τελευταία να εξοφλήσει τους πιστωτές της.
Το συνολικό ποσό του χρέους της Γερμανίας ήταν αυτό που είχαν αποφασίσει το 1921, αλλά επιμηκύνθηκε ο χρόνος αποπληρωμής του.
Έτσι, από το 1924-1930 η Γερμανία δανείστηκε κυρίως από τις
Ηνωμένες Πολιτείες γύρω στα 28 δισεκατομμύρια μάρκα, και πλήρωσε στις συμμαχικές χώρες ως πολεμικές επανορθώσεις γύρω στα 10.3 (Aldcroft, 1993).
Οταν προς τα τέλη της
δεκαετίας του είκοσι , σταμάτησαν να φτάνουν τα δανεικά από τις ΗΠΑ και πολλές ξένες τράπεζες απαίτησαν την εξόφληση των προηγουμένων δανείων, η κατάσταση
επιδεινώθηκε ξανά .
Ετσι το 1929
προχώρησαν σε μια άλλη διαπραγμάτευση, τη συμφωνία Young από το
όνομα ενός άλλου αμερικανού πληρεξούσιου. Το σχέδιο που προτάθηκε προέβλεπε μια απομείωση του συνολικού χρέους της
Γερμανίας και του ποσού που έπρεπε να καταβάλει
κάθε χρόνο.
Εν τω μεταξύ, η διεθνής οικονομική κατάσταση δε βοήθησε να προχωρήσει
η συμφωνία πάνω από δύο χρόνια.
Το 1931 με το χρεοστάσιο Χούβερ ανεστάλη προσωρινά για ένα χρόνο η αποπληρωμή του γερμανικού
χρέους, αλλά στην ουσία επρόκειτο για μόνιμο χρεοστάσιο ή παύση πληρωμών.
Τελικά οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν ως επιστροφή από τους συμμάχους γύρω στα 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια, έναντι των
απαιτήσεων από δάνεια και τόκους ύψους
22 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Γαλλία με τη σειρά της πήρε από τη Γερμανία γύρω στο ένα τρίτο του
προβλεπόμενου ποσού των πολεμικών επανορθώσεων (Aldcroft, 1993).
Οι πολεμικές επανορθώσεις
μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Ακολουθεί ο Δεύτερος
Παγκόσμιος Πόλεμος. Και πάλι, μετά το τέλος των εχθροπραξιών, έπρεπε να διευθετηθεί
το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων.
Η διάσκεψη του Πότσνταμ τον Αύγουστο του 1945 αποφάσισε αμέσως την αρχή της απόδοσης των πολεμικών επανορθώσεων και μια συμφωνία βάσης για τις δυτικές περιοχές της χώρας το 1950. Εν τω
μεταξύ είχε ξεκινήσει το σχέδιο Μάρσαλ,
με το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες έδιναν
σημαντικά χρηματικά ποσά για την
ανοικοδόμηση της χώρας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αυτές που ηγήθηκαν της όλης
επιχείρησης των αποζημιώσεων το 1953, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι έπρεπε να
βοηθηθεί η ανάκαμψη της Γερμανίας και της Ευρώπης μετά από έναν καταστροφικό
πόλεμο, και να αποφευχθούν τα λάθη του
Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου.
Σε μεγάλο
βαθμό βάραινε, βέβαια, και η θέληση των ΗΠΑ να αποτελέσει η Δυτική Γερμανία ένα προπύργιο ενάντια στο σοβιετικό μπλοκ.
Έτσι, τον Αύγουστο του 1953, μετά από διαπραγματεύσεις που κράτησαν αρκετούς μήνες, είκοσι μία χώρες υπέγραψαν μια Συνθήκη
στο Λονδίνο, γνωστή ως Συμφωνία του Λονδίνου για το Χρέος (London Debt Agreement) ,η οποία επέτρεψε στη
Γερμανία να χωρίσει το ζήτημα σε δύο
σκέλη. Το πρώτο είχε να κάνει με το χρέος
της μέχρι το 1933,το οποίο υπολογιζόταν
σε 16 δισεκατομμύρια μάρκα και αποφάσισαν να αποπληρωθεί σε 30 χρόνια, με πολύ χαμηλά επιτόκια, κάτι
που πρακτικά ισοδυναμούσε με τη διαγραφή αυτού του τμήματος του χρέους. Το άλλο σκέλος,
που αφορούσε άλλα 16 δισεκατομμύρια μάρκα και είχε να κάνει με τα χρέη της ναζιστικής
εποχής και τον πόλεμο, θα έπρεπε να αποπληρωθεί, με τρόπο που θα συμφωνούσαν, μετά την ενδεχόμενη
επανένωση της χώρας. Αλλά το 1990, όταν
τελείωσε η διαδικασία ενοποίησης, η γερμανική κυβέρνηση τάχθηκε κατά της
επαναδιαπραγμάτευσης της Συμφωνίας, επικαλούμενη το κόστος της οικονομικής ανασυγκρότησης του
ανατολικού τμήματος της χώρας.
Και στις δύο περιπτώσεις
μεταξύ των πιστωτών της ήταν και η Ελλάδα, η οποία αποδέχτηκε με βαριά καρδιά αυτές τις αποφάσεις.
Η ίδια η Ελλάδα έχει εγείρει αρκετές φορές, αλλά μάταια, το
ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων από τη
Γερμανία.Επί πλέον, κατά τη διάρκεια του πολέμου η χώρα, που είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, αναγκάστηκε να δανείσει
476 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα στο Ράιχ ,άτοκα. Το ποσό αυτό το 2012 αντιστοιχούσε,
σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, σε περίπου 14 δις δολάρια και σε περίπου 95 δις
δολάρια αν υπολογιζόντουσαν και οι τόκων
στην πολύ λογική τιμή του 3%
ετησίως. Στο τέλος του 2014, το συνολικό ποσό θα υπερβεί τα 100 δις δολάρια.
Η Γερμανία μέχρι σήμερα αρνείται και να εξετάσει το ζήτημα.
-Reinardt
C. M., Rogoff K. S., This time is different, Eight centuries of financial
follies, Princeton University Press, Princeton, N. J., 2009
-Aldcroft
D. H., The european economy 1914-1990, Routledge, Londra, 3a ed., 1993
Βλέπε και: