Μόνη διέξοδος η φυγή προς τα εμπρός!

των Σπύρου Λαπατσιώρα, Γιάννη Μηλιού και Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου

1. Εισαγωγή
Μία αποτίμηση της «μεταβατικής» συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου είναι ότι αποτελεί ανακωχή που επετεύχθη με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης και αποδοχή από την άλλη πλευρά (των «θεσμών»).

Στο επόμενο διάστημα, μέχρι το πέρας του τετραμήνου, θα διαμορφωθούν οι όροι διαπραγμάτευσης για την επόμενη συμφωνία. Αυτό κατά μία έννοια σημαίνει ότι δεν κρίθηκε τίποτα ακόμη. Όμως, η αποτίμηση αυτή είναι επισφαλής.
 Πρώτον, η ίδια η «μεταβατική» συμφωνία αλλάζει το συσχετισμό δύναμης.
Δεύτερον, επειδή οι «εχθροπραξίες» θα συνεχίζονται σε όλη τη διάρκεια του τετραμήνου (έλεγχος των δεσμεύσεων και επανερμηνεία των όρων της από κάθε πλευρά) απαιτείται να κατανοήσουμε πρώτα το τοπίο των διαπραγματεύσεων.

2. Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου: Ένα πρώτο βήμα σε ολισθηρό έδαφος …

2α. Οι στόχοι της διαπραγμάτευσης
Η ελληνική κυβέρνηση προσήλθε στο Eurogroup της 12ης Φεβρουαρίου, δηλαδή στην πρώτη ουσιαστική φάση της διαπραγμάτευσης, με αίτημα μια συμφωνία σε ένα νέο «πρόγραμμα-γέφυρα», δηλώνοντας ρητά ότι είναι αδύνατη η παράταση του υπάρχοντος προγράμματος, που έχει απορριφθεί από τον ελληνικό λαό:

1. Το «πρόγραμμα-γέφυρα» δεν θα περιελάμβανε όρους, αξιολογήσεις κλπ., αλλά μια επίσημη αποτύπωση της βούλησης όλων των πλευρών για διαπραγμάτευση χωρίς πιέσεις και εκβιασμούς και χωρίς οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια.

2. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα θα παραιτείτο από τις εναπομείνασες δόσεις του προηγούμενου προγράμματος – πέραν των 1, 9 δις ευρώ που οφείλουν να επιστρέψουν η ΕΚΤ και οι Κεντρικές Τράπεζες των κρατών-μελών από τα κέρδη που είχαν από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων (προγράμματα SMP και ANFA) – και θα της δινόταν η δυνατότητα έκδοσης εντόκων γραμματίων πέρα από το όριο των 15 δις, ώστε να καλύψει τυχόν έκτακτες ανάγκες.

3. Στο τέλος της μεταβατικής αυτής περιόδου, (α) η Ελλάδα θα καταθέσει τις τελικές της προτάσεις, που σύμφωνα με τις Προγραμματικές Δηλώσεις της κυβέρνησης θα περιλαμβάνουν ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικήςγια τα επόμενα 3-4 χρόνια και ένα νέο εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και παράλληλα (β) θα τεθεί το ζήτημα της διαπραγμάτευσης για αναδιάρθρωση-ελάφρυνση του δημόσιου χρέους.

Η Γερμανία ένας ευέλικτος οφειλέτης



Όταν η Γερμανία ήταν ένας ευέλικτος οφειλέτης
Μεταξύ δέκατου ένατου και  εικοστού αιώνα της τελευταίας  χιλιετίας το γερμανικό κράτος χρεοκόπησε  ή κατάφερε να απομειώσει το χρέος της οκτώ φορές , όπως εξάλλου και  η Γαλλία έναντι  μίας της  Ιταλίας και πέντε της  Ελλάδας. Ωστόσο, σήμερα, η Γερμανία είναι ο αρχηγός του κόμματος της αδιαλλαξίας

Είναι γνωστό ότι η Γερμανία κράτησε αδιάλλακτη στάση στο θέμα του δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη και πώς  πιέζει σκληρά τις άλλες  χώρες να υιοθετήσουν, για την επίλυσή του,  αυστηρές πολιτικές λιτότητας,  πολιτικές που απειλούν να σκοτώσουν  τον ασθενή. Μία ακόμα  απόδειξη ήταν η στάση της στη σημερινή ελληνική κρίση.Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι Τεύτονες ηγέτες  ήταν οι πρωτεργάτες και οι σημαιοφόροι του κόμματος της αδιαλλαξίας, μέχρι που έφτασαν να  προσβάλουν  μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.

Αλλά από διάφορες πλευρές, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια τάση  να τονίζεται ότι στο παρελθόν η χώρα αυτή δεν υπήρξε και τόσο πρωταθλήτρια  της αρετής όσο   θέλει να φαίνεται. Ορισμένοι μελετητές μάλιστα  αναρωτιούνται ποια ήταν πρακτικά,  στο παρελθόν, η προϊστορία  αυτής της χώρας για το ίδιο θέμα και ανακάλυψαν κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία.

Θα αρχίσουμε  θυμίζοντας πως, η πλειονότητα  των χωρών σε όλες τις περιοχές του πλανήτη έχει περάσει από ένα ή περισσότερα στάδια  αθέτησης πληρωμών, ή αναδιάρθρωσης  του χρέους , έναντι των ξένων δανειστών τους, και   η Γερμανία ήταν μεταξύ αυτών που βρέθηκαν τις περισσότερες φορές σε αυτή τη  δύσκολη θέση.

Έτσι μαθαίνουμε (Reinhardt & Rogoff, 2009) ότι μεταξύ δέκατου ένατου και  εικοστού αιώνα της προηγούμενης  χιλιετίας  το γερμανικό κράτος,  χρεοκόπησε ή απομείωσε  τα χρέη του οκτώ φορές, όπως και η Γαλλία και  μόνο μία φορά η  Ιταλία και πέντε η Ελλάδα. Θα πρέπει επίσης να αναγνωριστεί ότι πρωταθλητές Ευρώπης στο άθλημα ήταν οι Ισπανοί, με δεκατρείς χρεοκοπίες. Οι Γερμανοί εξακολουθούν να κατέχουν την εξαιρετική δεύτερη θέση μαζί με τη Γαλλία.

Η γαλλογερμανική διένεξη και οι πολεμικές επανορθώσεις  μετά τον Μεγάλο Πόλεμο
Υπό μία έννοια, η Γερμανία προσπαθεί να επιβάλει σ την Ελλάδα την  ίδια μεταχείριση που της επιφύλαξε  στη Γαλλία μετά το  γαλλοπρωσικό  πόλεμο  του 1870, όταν οι Γάλλοι  πολίτες, μετά την γρήγορη ήττα τους, αναγκάστηκαν να καταβάλουν ένα πολύ μεγάλο  ποσό  για πολεμικές επανορθώσεις, ύψους  5 δισεκατομμυρίων γαλλικών φράγκων, ίσο με το 20% του ΑΕΠ  της χώρας. 

Επιπλέον, η Γαλλία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει ένα μέρος της Αλσατίας και της Λωρραίνης και των Βοσγίων, στους νικητές, οι οποίοι κατέλαβαν μια  μεγάλη έκταση   της Γαλλίας  έως ότου εξοφλήθηκε πλήρως η οφειλή, κάτι που έκαναν, πολύ πρόθυμα, το 1873 .Επιπλέον  οι Γάλλοι υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν στους εχθρούς τη ρήτρα  του μάλλον  ευνοούμενου κράτους.

Και έρχεται ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Όπως είναι γνωστό, αυτή τη φορά, στο τέλος, αντιστράφηκαν οι ρόλοι  και η Γαλλία βρέθηκε στο στρατόπεδο των νικητών ενώ η Γερμανία στων ηττημένων.

Βασική επιδίωξη του Πρωθυπουργού της Γαλλίας εκείνη την εποχή,του  Ζορζ Κλεμανσό, ήταν  να εκδικηθεί  για την ήττα του 1870 και να ακυρώσει ουσιαστικά την οικονομική πρόοδο που είχε σημειώσει εντωμεταξύ η Γερμανία. Ο Κλεμανσό κατάφερε να επιβάλει σημαντικές εδαφικές απώλειες στον εχθρό ενώ προσπάθησε παράλληλα, να καταστρέψει, ουσιαστικά, ή τουλάχιστον να δώσει ένα θανάσιμο πλήγμα στο  οικονομικό του οικοδόμημα.
 Ο Γάλλος πολιτικός  κατάφερε να επιβληθεί στη  Γερμανία  η  καταβολή μεγάλων πολεμικών επανορθώσεων . Η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες σιγοντάρισαν τις απαιτήσεις της συμμάχου τους Γαλλίας .

Το οικονομικό πρόβλημα που προέκυψε στη συνέχεια ήταν αρκετά περίπλοκο. Από τη μια ήταν τα δάνεια μεταξύ των συμμάχων  για  την αγορά, βασικά,  όπλων και του σχετικού εξοπλισμού (η Βρετανία είχε δανειστεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία από τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες  Πολιτείες), ενώ από την άλλη πλευρά υπήρχε το πρόβλημα των γερμανικών αποζημιώσεων σε Γαλλία και  Αγγλία. 
Τα ποσά ήταν πολύ μεγάλα: τα χρέη μεταξύ των συμμάχων υπολογίζονταν  στα  26,5 δισεκατομμύρια δολάρια, ένα μεγάλο μέρος της οφείλεται στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ η Επιτροπή για τις  πολεμικές επανορθώσεις  του 1921 προσδιόρισε, μετά από αρκετές προκαταρκτικές συναντήσεις  κορυφής, προς την ίδια λίγο πολύ κατεύθυνση, το χρέος της Γερμανίας στα 33 δισεκατομμύρια δολάρια, που  τα περισσότερα  πήγαιναν στη Γαλλία  και την Αγγλία (Aldcroft, 1993). Η πληρωμή των αποζημιώσεων  θα γινόταν σε  τριμηνιαίες δόσεις , από τον Ιανουάριο του  1922.

Ενώ η Γαλλία συσχέτιζε  τα δύο θέματα, δηλώνοντας ότι η χώρα θα εξοφλούσε  τα χρέη της, όταν έπαιρνε τα χρήματα των  αποζημιώσεων, η Μ. Βρετανία και οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι οι επανορθώσεις  δεν  έπρεπε  να ξεπερνούν  κάποια  όρια.


Οι αμφιβολίες του Kέυνς  και οι προσπάθειες για την αναδιάρθρωση του χρέους
Το 1919 ο Τζων Μέυναρντ  Kέυνς  ήταν 36 ετών και  συμμετείχε  στην ειρηνευτική διάσκεψη ως εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης για οικονομικά θέματα. Αλλά πολύ γρήγορα παραιτήθηκε, αφού διαφώνησε κάθετα με τις  αποφάσεις των  σύμμαχων για τη μεταπολεμική Ευρώπη.

Έτσι, δημοσίευσε αμέσως μετά  τις "Οι οικονομικές συνέπειες της Ειρήνης», ένα δοκίμιο οξύτατης  πολεμικής ενάντια στην τρέλα της " Καρχηδόνιας ειρήνης"  που οι νικητές του πολέμου , όπως έλεγε, επέβαλλαν στην Γερμανία. Οι αποζημιώσεις  είχαν ένα τόσο δυσβάστακτο οικονομικό βάρος, έλεγε ο συγγραφέας, που  η Γερμανία ήταν αδύνατο  να το αντέξει  (ο Κέυνς  υπολόγιζε ότι η χώρα δεν θα μπορούσε να επιστρέψει ούτε καν το ένα τέταρτο,  του συμφωνηθέντος ποσού) και προέβλεψε με μεγάλη διαύγεια ότι οι συνέπειες της  συνθήκης  ειρήνης θα ήταν  πολύ επιζήμιες για το μέλλον της ηπείρου.

Οι Γερμανοί άρχισαν να πληρώνουν τις πρώτες δόσεις, αλλά  το 1922 η οικονομική κατάσταση της χώρας επιδεινώθηκε ραγδαία, με την εκτόξευση  του πληθωρισμού στα ύψη και την υποτίμηση του νομίσματος. Έτσι οι Γερμανοί ζήτησαν ένα χρεοστάσιο  πληρωμών, αλλά τους το αρνήθηκαν. Ομως, η Γερμανία δεν ήταν πλέον σε θέση να πληρώνει (Aldcroft, 1993), και δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κάνει.

Τον Ιανουάριο του 1923 οι Γάλλοι και οι Βέλγοι, βλέποντας  ότι οι Γερμανοί δεν κατέβαλαν  τα ποσά των πολεμικών επανορθώσεων, αποφάσισαν να καταλάβουν το Ρουρ. Αλλά μια τέτοια κίνηση συνέτεινε  στην  ολοκλήρωση  της  οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης της Γερμανίας.

Τότε αποφασίστηκε η  σύγκλιση  διεθνούς  Διάσκεψης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 1924 και η οποία κατέληξε  στο Σχέδιο Dawes, από  το όνομά του  πρόεδρου  της Διάσκεψης, ενός  Αμερικανού τραπεζίτη. Σύμφωνα με το Σχέδιο, το γερμανικό νόμισμα θα σταθεροποιόταν μετά την εκτόξευση του  πληθωρισμού στα ύψη και την αποχώρηση  των  γαλλικών  στρατευμάτων  από το Ρουρ. Η οικονομική βοήθεια της Αμερικής προς τη Γερμανία θα έδινε τη δυνατότητα  στην τελευταία να εξοφλήσει τους πιστωτές της. Το συνολικό ποσό του χρέους της Γερμανίας ήταν αυτό που είχαν αποφασίσει  το 1921, αλλά επιμηκύνθηκε  ο χρόνος αποπληρωμής του.

Έτσι, από το 1924-1930 η Γερμανία δανείστηκε κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες γύρω στα 28 δισεκατομμύρια μάρκα, και πλήρωσε  στις συμμαχικές χώρες ως πολεμικές  επανορθώσεις  γύρω στα 10.3 (Aldcroft, 1993).

Οταν  προς τα τέλη της δεκαετίας του είκοσι , σταμάτησαν να φτάνουν τα δανεικά από τις ΗΠΑ  και πολλές ξένες τράπεζες απαίτησαν την  εξόφληση των προηγουμένων δανείων, η κατάσταση επιδεινώθηκε ξανά .

Ετσι  το 1929 προχώρησαν σε μια  άλλη  διαπραγμάτευση, τη συμφωνία Young από το όνομα ενός άλλου αμερικανού πληρεξούσιου. Το σχέδιο που προτάθηκε προέβλεπε  μια απομείωση του συνολικού χρέους της Γερμανίας και του ποσού που  έπρεπε να καταβάλει κάθε χρόνο.
Εν τω μεταξύ, η διεθνής οικονομική κατάσταση δε βοήθησε να  προχωρήσει  η συμφωνία πάνω από  δύο χρόνια. Το 1931 με το χρεοστάσιο  Χούβερ  ανεστάλη προσωρινά  για ένα χρόνο η αποπληρωμή του γερμανικού χρέους, αλλά στην ουσία  επρόκειτο για  μόνιμο χρεοστάσιο ή παύση πληρωμών.

Τελικά οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν  ως επιστροφή από τους συμμάχους γύρω στα  2,6 δισεκατομμύρια δολάρια, έναντι των απαιτήσεων από  δάνεια και  τόκους ύψους  22 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Γαλλία με τη σειρά της  πήρε από τη Γερμανία γύρω στο ένα τρίτο του προβλεπόμενου ποσού των πολεμικών επανορθώσεων   (Aldcroft, 1993).

Οι πολεμικές επανορθώσεις  μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Ακολουθεί ο  Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Και πάλι, μετά το τέλος των εχθροπραξιών, έπρεπε να διευθετηθεί  το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων.

Η διάσκεψη του Πότσνταμ τον Αύγουστο του 1945 αποφάσισε  αμέσως  την αρχή της απόδοσης  των πολεμικών επανορθώσεων  και μια συμφωνία βάσης για  τις δυτικές περιοχές της χώρας το 1950. Εν τω μεταξύ είχε ξεκινήσει  το σχέδιο Μάρσαλ, με το οποίο οι  Ηνωμένες Πολιτείες έδιναν  σημαντικά χρηματικά ποσά για την ανοικοδόμηση της χώρας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αυτές που ηγήθηκαν της όλης επιχείρησης των αποζημιώσεων το 1953, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι έπρεπε να βοηθηθεί η ανάκαμψη της Γερμανίας και της Ευρώπης μετά από έναν καταστροφικό πόλεμο, και να αποφευχθούν τα  λάθη του Πρώτου  Παγκόσμιου Πόλεμου. 

Σε μεγάλο βαθμό βάραινε, βέβαια, και  η θέληση  των ΗΠΑ να αποτελέσει η  Δυτική Γερμανία ένα  προπύργιο ενάντια στο  σοβιετικό  μπλοκ.

Έτσι, τον Αύγουστο του 1953, μετά από διαπραγματεύσεις  που κράτησαν  αρκετούς  μήνες, είκοσι μία χώρες υπέγραψαν μια Συνθήκη στο Λονδίνο, γνωστή ως  Συμφωνία  του Λονδίνου  για το Χρέος  (London Debt Agreement) ,η οποία επέτρεψε στη Γερμανία να χωρίσει  το ζήτημα σε δύο σκέλη. Το πρώτο είχε να κάνει με το χρέος  της μέχρι το 1933,το οποίο  υπολογιζόταν σε 16 δισεκατομμύρια μάρκα και αποφάσισαν να αποπληρωθεί  σε 30 χρόνια, με πολύ χαμηλά επιτόκια, κάτι που  πρακτικά  ισοδυναμούσε  με τη διαγραφή  αυτού του τμήματος του χρέους. Το άλλο σκέλος, που αφορούσε  άλλα  16 δισεκατομμύρια μάρκα  και είχε να κάνει με τα χρέη της ναζιστικής εποχής και τον πόλεμο, θα έπρεπε να αποπληρωθεί, με  τρόπο που θα συμφωνούσαν, μετά την ενδεχόμενη επανένωση της χώρας. Αλλά το 1990, όταν  τελείωσε η διαδικασία ενοποίησης, η γερμανική κυβέρνηση τάχθηκε κατά της επαναδιαπραγμάτευσης της Συμφωνίας, επικαλούμενη το  κόστος της οικονομικής ανασυγκρότησης   του ανατολικού τμήματος της χώρας.

Και στις δύο περιπτώσεις  μεταξύ των πιστωτών της ήταν και η  Ελλάδα, η οποία αποδέχτηκε με βαριά καρδιά  αυτές τις  αποφάσεις.
Η ίδια η Ελλάδα έχει εγείρει αρκετές φορές, αλλά μάταια, το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων  από τη Γερμανία.Επί πλέον, κατά τη διάρκεια του πολέμου η χώρα, που είχε καταληφθεί  από τους Γερμανούς, αναγκάστηκε να δανείσει 476 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα στο Ράιχ ,άτοκα. Το ποσό αυτό το 2012 αντιστοιχούσε, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, σε  περίπου 14 δις δολάρια και σε περίπου 95 δις δολάρια  αν υπολογιζόντουσαν και οι τόκων στην  πολύ λογική τιμή  του  3% ετησίως. Στο τέλος του 2014, το συνολικό ποσό θα υπερβεί τα 100 δις δολάρια.

Η Γερμανία μέχρι σήμερα αρνείται και να  εξετάσει το ζήτημα.


-Reinardt C. M., Rogoff K. S., This time is different, Eight centuries of financial follies, Princeton University Press, Princeton, N. J., 2009

-Aldcroft D. H., The european economy 1914-1990, Routledge, Londra, 3a ed., 1993

 Βλέπε και:

Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος το δίμηνο Μαρτίου – Απριλίου.

Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος   τους δύο επόμενους μήνες του 2015, διαμορφώνονται ως εξής:

Τον Μάρτιο , η Ελλάδα πρέπει να αποπληρώσει  συνολικές υποχρεώσεις  2,496 δις ευρώ.

Τον Απρίλιο αντίστοιχα συνολικές υποχρεώσεις 0,8 δις ευρώ.

Συγκεκριμένα οι υποχρεώσεις για το Μάρτιο αφορούν:

Στην αποπληρωμή δανείων  συνολικού  ύψους  1,59 δις ευρώ προς το ΔΝΤ, εκ των οποίων  1,416 δις ευρώ  αφορούν στην αποπληρωμή κεφαλαίου και  0,174 δις ευρώ για αποπληρωμή τόκων. Η αποπληρωμή προβλέπεται να πραγματοποιηθεί σε τέσσερεις δόσεις, 6/3 : 0,31 δις ευρώ, 13/3: 0,35 δις ευρώ , 16/3: 0,58 δις ευρώ  και 20/3: 0,35 δις ευρώ.

Την αποπληρωμή  των ομολόγων που δεν υπήχθησαν στο PSI   , ύψους 80 εκατομμυρίων ευρώ την 01/03/2015.

Αποπληρωμή τόκων ύψους 674 εκατομμυρίων ευρώ.

Αποπληρωμή άλλων υποχρεώσεων ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ.

Επίσης έχει να αναχρηματοδοτήσει Έντοκα Γραμμάτια του Δημοσίου που λήγουν την περίοδο αυτή.

Τον Μάρτιο:
02/03/2015 ΕΓ εξάμηνης διάρκειας ύψους 1137,5 εκατομμυρίων ευρώ.
10/03/2015 ΕΓ τρίμηνης διάρκειας ύψους 1600 εκατομμυρίων ευρώ.
17/03/2015 ΕΓ τρίμηνης διάρκειας ύψους 1300 εκατομμυρίων ευρώ.

Τον  Απρίλιο :
08/04/2015 ΕΓ εξάμηνης διάρκειας ύψους 1137,5 εκατομμυρίων ευρώ.
Η πίεση για την  εξυπηρέτηση  των υποχρεώσεων είναι σημαντική και φαίνεται ότι η επιστροφή των 1,9 δις ευρώ από τα κέρδη της ΕΚΤ , τα οποία διεκδικεί η Ελλάδα, αποτελεί ,χωρίς άλλο, μάννα εξ ουρανού.
 Όμως αυτό προϋποθέτει  αξιολόγηση του προγράμματος των μεταρρυθμιστικών  προτάσεων που θα καταθέσει η ελληνική κυβέρνηση  με τελική ημερομηνία την 28 Απριλίου 2015.    

Tα ψέματα του φον Σόιμπλε


Αποστομωτική απάντηση για τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα από έρευνα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα με το οποίο έχει έρθει αντιμέτωπη η νέα ελληνική κυβέρνηση στο περιθώριο της εκβιαστικής διαπραγμάτευσης είναι η σκληρή επικοινωνιακή πολιτική των δανειστών, που στηρίζεται μεταξύ άλλων και σε ευφυώς δομημένα στερεότυπα για τους Έλληνες πολίτες.

Στερεότυπα για έναν λαό κακομαθημένο, που αποτελεί την επιτομή των καλοπληρωμένων τεμπέληδων. Έναν λαό που, αφού βγήκε από το κώμα με το υστέρημα των Ευρωπαίων, τώρα ζητά, ως συνώνυμο του μπαταχτσή, να του χαρίσουν τα χρέη και να του παραχωρηθούν προνόμια, δήθεν, αδιανόητα για τους άλλους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι χαρακτηριστικό της ωμής παραπληροφόρησης και της συνολικής δυσφήμισης που επιχειρείται ότι ακόμα και η πρόθεση της κυβέρνησης για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, ένα μέτρο αυτονόητο και αναγκαίο με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους, χρησιμοποιείται ως «όπλο» για τη συντήρηση της παραμορφωτικής εικόνας που έχει δημιουργηθεί.

Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο ότι το μέτρο αυτό χρησιμοποιήθηκε για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια στελεχών της ισπανικής και της πορτογαλικής κυβέρνησης και πρωτίστως του ίδιου του Σόιμπλε.

Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας δήλωσε σε τηλεοπτικό σταθμό της πατρίδας του: «Αν η Ελλάδα αυξήσει πάλι τον κατώτατο μισθό πάνω από το επίπεδο άλλων ευρωπαϊκών χωρών, θα είναι δύσκολο να εξηγήσεις στους φορολογούμενους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ότι αυτό πρέπει να το χρηματοδοτήσεις εις βάρος του δικού σου προϋπολογισμού».

Αλήθεια, όμως, τι εξηγήσεις να δώσουμε; Έχουμε τον υψηλότερο κατώτερο μισθό της Ευρώπης και η όποια αύξησή του θα επιβαρύνει τους άλλους λαούς της Ευρώπης; Και όταν ο Σόιμπλε λέει ότι θα αυξήσουμε «πάλι» τον κατώτατο μισθό, είμαστε σίγουροι ότι αναφέρεται στην Ελλάδα;

Τα στοιχεία που παρουσίασε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στην ετήσια έκθεση του 2014 «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση» είναι καταλυτικά και αποστομώνουν κάθε κακοπροαίρετο.

Οι ερευνητές του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, για να συγκρίνουν τους κατώτατους μισθούς ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξέτασαν τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της Εurostat, που αφορούν τους κατώτατους μηνιαίους μισθούς των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση το α’ εξάμηνο του 2014.

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι ο κατώτατος μηνιαίος μεικτός μισθός στην Ελλάδα, δηλαδή πριν από την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος και των κοινωνικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, ανέρχεται πλέον σε 684 ευρώ σε 12μηνη βάση (από 863 ευρώ το 2010 και 877 ευρώ με την ΕΓΣΣΕ πριν από το μνημόνιο 2) και είναι χαμηλότερος των αντίστοιχων μισθών στη Σλοβενία (789 ευρώ), στην Ισπανία (753 ευρώ) και στη Μάλτα (718 ευρώ), ενώ έχει μειωθεί σημαντικά η απόσταση από τον κατώτατο μισθό της Πορτογαλίας (566 ευρώ).

Πιο συγκεκριμένα, ο κατώτατος μηνιαίος μισθός σε απόλυτα μεγέθη κυμαίνεται:

• Μεταξύ 1.217 και 1.921 ευρώ σε μία πρώτη ομάδα χωρών που αποτελείται από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο.
• Μεταξύ 566 και 789 ευρώ σε μία δεύτερη ομάδα χωρών που αποτελείται από την Πορτογαλία, τη Μάλτα, την Ελλάδα, την Ισπανία και τη Σλοβενία.
• Μεταξύ 174 και 405 ευρώ στην τρίτη ομάδα χωρών όπου βρίσκονται τα υπόλοιπα νέα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία, Βουλγαρία, Ρουμανία.

Όπως συμπεραίνουν οι ερευνητές του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, «ο κατώτατος μηνιαίος μισθός σε ευρώ στην Ελλάδα αποκλίνει πλέον σημαντικά και υστερεί κάθε φορά περισσότερο έναντι των κατώτατων μισθών των πλουσιότερων χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στις οποίες υπάρχει θεσμοθετημένος κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο και ξεπερνά τα 1.200 ευρώ), δεδομένου ότι μετά τη μείωση κατά 22% τον Φεβρουάριο του 2012 ανέρχεται πλέον μόλις στο 46% του αντίστοιχου κατώτατου μισθού της πρώτης ομάδας χωρών».

Αντίθετα ακόμα και μετά τη δραστική μείωση κατά 22% που έγινε με το μνημόνιο 2, ο κατώτατος μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα συνεχίζει να είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο μισθό που ισχύει στην πλειονότητα των νέων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με εξαίρεση τη Σλοβενία και τη Μάλτα.

Πόσο μειώθηκαν οι μισθοί
Σύμφωνα με την έκθεση, στη διάρκεια των ετών 2010-2013, σε τρέχουσες τιμές, οι αποδοχές εργασίας μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων μειώθηκαν κατά 41 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου επιβλήθηκε ονομαστική μείωση 22% στον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο και 32% αντίστοιχα για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών.

Η πραγματική μείωση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου εκτοξεύεται όμως εάν υπολογιστεί η συντριπτική πτώση της αγοραστικής δύναμης. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, «παράλληλα, η καθίζηση της αγοραστικής δύναμης (25 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τα επίπεδα του 1984) του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, δεν επιδέχεται σύγκρισης με καμία άλλη περίπτωση ευρωπαϊκής χώρας, δεδομένου ότι, και την ίδια περίοδο 2010-2013, ο πραγματικός κατώτερος μισθός μειώθηκε κατά 25,9% και κατά 35,4% για τους νέους κάτω των 25 ετών».

Τα έγκυρα και απολύτως τεκμηριωμένα στοιχεία που παρέθεσε στην έκθεσή της το ΙΝΕ ΓΣΕΕ μαρτυρούν τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους εταίροι και δανειστές προβάλουν αναληθή στοιχεία προκειμένου να κινητοποιήσουν τα κοινωνικά αντανακλαστικά λαών της Ευρώπης. Και όπως σημειώνεται στην έκθεση, «ο κατώτατος μισθός, από εργαλείο προστασίας των χαμηλά αμειβόμενων, μετατρέπεται σε εργαλείο για την επιτάχυνση της διαδικασίας γενικευμένης μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, που αποτελεί κεντρικό στόχο της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης».   [--->]

Οι «κόκκινες γραμμές» του Ντάισελμπλουμ

 του Νίκου Ρούσση
Εντύπωση προκάλεσε στους παροικούντες στην ευρωπαϊκή Ιερουσαλήμ, το γεγονός ότι, καμία, σχεδόν, δημοσιότητα δεν δόθηκε σ' αυτά που έγιναν στη συνεδρίαση της Οικονομικής και Νομισματικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες, παρόντος του προέδρου του Γιούρογκρουπ Γερούν Ντάϊσεμπλούμ, δύο περίπου ώρες πριν από την περίφημη τηλεδιάσκεψη, όπου ενεκρίθη το ελληνικό αίτημα για τετράμηνη παράταση.

Και αυτό, όχι μόνον διότι, όπως προέκυψε από επίσημη ανακοίνωση της Επιτροπής, ο Ντάισεμπλουμ εμφανίστηκε "συγκρατημένα αισιόδοξος" για την πορεία της ευρωζώνης και τις ελληνικές μεταρρυθμίσεις, περιοριζόμενος να εξάρει την πρόοδο που έχουν σημειώσει η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος.

Αλλα κυρίως, διότι ο πρόεδρος του Γιούρογκρουπ, σε μία πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία που είχε, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της εν λόγω Επιτροπής, με τον 14ο Αντιπρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου και ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη, έθεσε τις δικές του "κόκκινες γραμμές" που, σύμφωνα με τους πλέον καλοπροαίρετους παρατηρητές, αποτελούν τροχοπέδη στις όποιες προσδοκίες τρέφει και καλλιεργεί στο εσωτερικό της χώρας, η ελληνική κυβέρνηση.

Προκαλεί δε μεγαλύτερη εντύπωση το γεγονός ότι τα ελληνικά ΜΜΕ- πάντα πρόθυμα να φιλοξενήσουν τις δραστηριότητες και παρεμβάσεις του Ελληνα ευρωβουλευτή- δεν αναπαρήγαγαν ούτε λέξη από το Δελτίο Τύπου, που το γραφείο του διένειμε προς πάσα κατεύθυνση.