Επιμέλεια: Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης
Να λυπάστε το έθνος αν φοράει ρούχο που δεν το ύφανε.
Ψωμί αν τρώει, αλλά όχι απ'τη σοδειά του.
Κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το πατητήρι του.
Χαλίλ Γκιμπράν (Λιβανοαμερικανός ποιητής και φιλόσοφος, 1883-1931)
Οι ταραχές Ρεμπέκα (Rebecca)
έλαβαν χώρα μεταξύ 1839 και 1843 στη Νότια και Κεντρική Ουαλία, ως
απάντηση και αποτέλεσμα της άδικης φορολόγησης των αγροτών και εργατών.
Οι ταραξίες, άνδρες συνήθως, αλλά ντυμένοι ως γυναίκες για να μην
γίνονται αντιληπτοί και αναγνωρίζονται από τις αρχές, άρχισαν να
καταλαμβάνουν τις πύλες και τους σταθμούς των διοδίων, και να προσφέρουν
ελεύθερη διάβαση στους πολίτες, λόγω των υψηλών φόρων και διοδίων.
Ωστόσο, η αύξηση των στρατευμάτων, η επιθυμία των διαδηλωτών να
αποφύγουν τη βία και η εμφάνιση εγκληματικών ομάδων που χρησιμοποιούσαν
ως πρόσχημα τις εξεγέρσεις αυτές για να επιτελέσουν τους δικούς τους
σκοπούς έφεραν τέλος στις διεκδικήσεις και ταραχές των «Ρεμπέκα» πριν
από το 1844. Όμως ο σκοπός φαινόταν να έχει επιτευχθεί κατά κάποιο
τρόπο. Το 1844 ψηφίστηκε μια κοινοβουλευτική πράξη στην Ουαλία για
τροποποίηση και εδραίωση των νόμων που αφορούσαν στους δρόμους με
διόδια.
Ας δούμε, όμως, λίγο καλύτερα την ιστορία αυτών ταραχών. Στα
τέλη της δεκαετίας του 1830 και στις αρχές του 1840, οι αγροτικές
κοινότητες της νότιας Ουαλίας βρίσκονταν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας.
Το 1837 και το 1838 ολόκληρη η χώρα υπέφερε από κακές σοδειές, αλλά η
κατάσταση ήταν σαφώς χειρότερη στα νοτιοδυτικά εδάφη, όπου η συνεχής
βροχή, ανάγκασε τους αγρότες να αγοράσουν καλαμπόκι για τον εαυτό τους,
τα ζώα και τις οικογένειές τους, με αποτέλεσμα περαιτέρω συρρίκνωση του
ούτως ή άλλως μειωμένου εισοδήματος που είχαν για ζωοτροφές.
Εκείνες τις χρονιές άρχισαν να
καταρρέουν οι σοδειές των σιτηρών, παράλληλα με τις τιμές των γεωργικών
και κτηνοτροφικών προϊόντων. Οι φόροι που επιβλήθηκαν από τον Sir Robert Peel διευκόλυναν την εισαγωγή ξένων ζώων και κρέατος. Παρόλο που το 1842 η συγκομιδή ήταν πετυχημένη, συρρικνώθηκε η ζήτηση από τις περιοχές των σιδηρουργείων του Glamorgan και αυτό οδήγησε σε πτώση της τιμής του καλαμποκιού, αλλά και άλλων προϊόντων της αγροτικής οικονομίας.
Οι αγρότες τελικά βρέθηκαν αντιμέτωποι
με μια δραστική μείωση των εισοδημάτων τους, χωρίς να έχουν κάποια
οικονομική ανακούφιση στα έξοδα, όπως μισθώματα, πάσης φύσεως φόρους,
διόδια και διάφορα άλλα αναγκαία. Βλέποντας τον εαυτό τους ως
θύματα της τυραννίας και της καταπίεσης, οι αγρότες και οι εργαζόμενοι
πήραν το νόμο στα χέρια τους για να απαλλαγούν από αυτούς τους άδικους
φόρους, κι ο πρώτος στόχος τους ήταν οι μισητές πύλες στις περιοχές των
διοδίων.
Στις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχαν πολλά
διόδια και πύλες στους δρόμους της Ουαλίας, που διαχειρίζονταν εταιρείες
οι οποίες υποτίθεται ότι θα προχωρούσαν σε υποχρεωτικές βελτιώσεις των
δρόμων, με χρηματοδότηση από τα διόδια, και διατήρησή τους σε καλή
γενικώς κατάσταση, κάτι όμως που δεν ήταν ο κανόνας.
Αντίθετα, πολλές
εταιρείες διαχείρισης των διοδίων χρέωναν εκβιαστικά υπερβολικά διόδια
και έστελναν τα χρήματα αλλού και για άλλες χρήσεις.
Αλλά και χωρίς
αυτές τις επιβαρύνσεις, οι νόμοι των διοδίων ήταν σίγουρα μια
επιπρόσθετη οικονομική επιβάρυνση για τις φτωχές αγροτικές κοινότητες.
Η
καταπίεση αυτή έγινε πιο έντονη και αισθητή από τους αγρότες, στα τέλη
της δεκαετίας του 1830, όταν μια ομάδα άγγλων ενοικιαστών των διοδίων,
ανέλαβε τη διαχείριση της περιοχής, με επικεφαλής τον Thomas Bullin,
που ήταν μισητός από όλους εκείνους που κατέβαλαν τα διόδια.
Ο κύριος
λόγος για την απέχθεια αυτή, ήταν η απαιτητική μέθοδος της είσπραξης των
διοδίων και η αύξηση στις πλευρικές μπάρες. Οι τελευταίες ήταν απλές
πύλες διοδίων, λίγο μακριά από τις κύριες οδικές αρτηρίες, τοποθετημένες
με τέτοιο στρατηγικό τρόπο στους παράπλευρους δρόμους, ώστε να
συλλαμβάνει οποιαδήποτε κίνηση που θα είχε σκοπό να προσπαθήσει να
παρακάμψει τα κύρια διόδια μέσω των πλευρικών λωρίδων.
Αυτές οι
πλευρικές μπάρες είχαν ως αποτέλεσμα να αυξάνουν δραματικά το κόστος της
μεταφοράς με τα κάρα κάποιων απαραίτητων λιπασμάτων ή ουσιών
εξουδετέρωσης της οξύτητας του εδάφους στα χωράφια των αγροτών. Ειπώθηκε
χαρακτηριστικά ότι η μεταφορά από τις αποβάθρες του Κάρντιφ στα
αγροκτήματα των γεωργών πάνω στους λόφους της ενδοχώρας πληρώνοντας τα
διόδια, στοίχιζε δεκαπλάσια από την αγορά τους!
Το Tolldy Tollhouse, όπως ήταν το 1772 που χτίστηκε. Όπως όλα τα άλλα
έτσι κι αυτό ήταν εξαιρετικά αντιπαθητικό στους ταξιδιώτες, ειδικά στους
αγρότες που τα χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν λιπάσματα κι ασβέστη
στα χωράφια τους, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τις ταραχές Ρεμπέκα του
1839-1843.
Η πρώτη εμφάνιση των Ρεμπέκα, ένα είδος ακτιβιστών της εποχής τους,
έλαβε χώρα το 1839. Παρά το γεγονός ότι η παρουσία αυτή προηγείται των
οικονομικών γεγονότων του 1842, οι πρώτες εμφανίσεις της
«Ρεμπέκα»
ήταν σχετικά σποραδικές και μεμονωμένες, μέχρι τον χειμώνα του 1842,
που η παρουσία της δημιούργησε σειρά ταραχών. Αν και οι πρώτες
εξεγέρσεις ήταν λίγες και ασυνήθιστες, η πρώτη εμφάνιση ομάδων ντυμένων
με άλλα εξωτερικά χαρακτηριστικά, παρέπεμπε σε στελέχη της Ρεμπέκα.
Αυτές οι «συμμορίες» έγιναν γνωστές ως
Merched Beca ή απλώς Rebeccas, ενώ
Welsh αποκαλούνταν οι
‘‘Θυγατέρες της Ρεβέκκας’’.
Η προέλευση του ονόματός τους, λέγεται ότι παρέπεμπε σε ένα
στίχο της Βίβλου, που αναφέρει ‘‘
Και
ευλόγησε τη Ρεβέκκα και της είπε εσύ είσαι η αδελφή μας, να είσαι η
μητέρα χιλιάδων εκατομμυρίων, και άσε τη φύτρα σου να κατακτήσει την
πύλη που μισούν’’. Αυτός ο στίχος ακουγόταν πολλές φορές από τους θρησκευόμενους κατοίκους των αστικών κέντρων.
Η συνέχεια στο
Περιοδικό
[--->]