του Claudio Conti
Ο πόλεμος του
πετρελαίου δεν λέει να σταματήσει,ενώ η τιμή του εξακολουθεί να πέφτει: σήμερα
το πρωί (12/12/2014) η ποιότητα WTI (Στμ Πετρέλαιο τύπου West Texas Intermediate,πολύ υψηλής ποιότητας), υποχώρησε κάτω από τα
60 δολάρια το βαρέλι (59,1 δολάρια, σχεδόν στο μισό σε σύγκριση με την άνοιξη).
Έσπασε λοιπόν ένα ακόμα φράγμα, το θεωρούμενο "ελάχιστο" όριο
εγγύησης της κερδοφορίας των περισσότερων εταιρειών που ασχολούνται με την άντληση
σχιστολιθικού πετρελαίου, πετρέλαιο που λαμβάνεται με την επεξεργασία βραχωδών
σχιστολιθικών σχηματισμών μικρού βάθους που περιέχουν πετρέλαιο.
Αλλά η τιμή του αργού πετρελαίου -το ένα από τα δύο εμπορεύματα που συμμετέχουν στην διαμόρφωση της τιμής όλων των άλλων, μαζί με την ανθρώπινη εργασία - έχει σοβαρές συστημικές επιπτώσεις,.κυριολεκτικά παράξενες, ορισμένες φορές.
Για παράδειγμα,σύμφωνα με την κοινή λογική οι χαμηλότερες τιμές θα ευνοήσουν την "ανάπτυξη", με το στοιχειώδη σκεπτικό που μπορεί να κάνει ένας αυτοκινητιστής: "Θα ξοδεύω λιγότερα, θα ταξιδεύω περισσότερο". Αλλά η παγκόσμια οικονομία είναι αλληλοεξαρτώμενη με πολύ πιο περίπλοκο τρόπο. Η πτώση των τιμών απειλεί ταυτόχρονα αρκετούς άμεσα ενδιαφερόμενους : τις εταιρείες σχιστολιθικού πετρελαίου,το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα που τις έχει χρηματοδοτήσει (οι επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα είναι τεράστιες), τις χώρες εξαγωγής, τις ίδιες τις πολυεθνικές "μεγάλες αδελφές", όλους τους τομείς παραγωγής που συνδέονται με το ενεργειακό δίκτυο και άλλους. Μια καταστροφή παγκοσμίων διαστάσεων με τεράστιο βάρος σε οποιαδήποτε εξέλιξη του "συστήματος".
Ξεκινάμε από τις χώρες εξαγωγής. Δεν βρίσκονται όλες στην ίδια θέση. Υπάρχουν αυτές που μπορούν να αντέξουν οικονομικά και να περάσουν ακόμα και ένα χρόνο με χαμηλές τιμές,και υπάρχουν και αυτές που ακόμα και με 100 δολάρια το βαρέλι είχαν μεγάλο πρόβλημα λόγω της μείωσης των εσόδων. Η Σαουδική Αραβία βρίσκεται μεταξύ των πρώτων, η Ρωσία, η Βενεζουέλα και το Ιράν μεταξύ των δεύτερων. Το ρούβλι πέφτει συνεχώς (έφτασε στα 71 ρούβλια για 1 ευρώ), ενώ στη Βενεζουέλα η παρέμβαση των ΗΠΑ επιταχύνει τις εξελίξεις (μόλις προχθές κατάσχεσαν ένα φορτηγό με δολάρια με προορισμό τους πραξικοπηματίες της αντιπολίτευση και η κυβέρνηση Ομπάμα αποφάσισε νέες κυρώσεις σε βάρος της Βενεζουέλας), προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την δύσκολη οικονομικά κατάσταση της προεδρίας Μαντούρο.
Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα του σχιστόλιθου έχουν προδιαγεγραμμένο μέλλον. Είναι υπερχρεωμένες και βραχυπρόθεσμα, δεν υπάρχει γιαυτές οποιαδήποτεέχουν προοπτική για κάποια μικρή, έστω, κερδοφορία. Κάποιες από αυτές πρόκειται να εξαγοραστούν από γίγαντες του τομέα, αλλά και για τις μεγαλύτερες εταιρείες του τομέα, μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών τιμών,–θα σημάνει τη συγχώνευση τους με κάποιον ανταγωνιστή. Η "αγορά", με λίγα λόγια, συρρικνώνεται οι ισχυροί επιβιώνουν, και οι μικροί εξαφανίζονται.
Το πρόβλημα για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι αρκετά σοβαρό, όσο και να μετριάζεται κάπως από τη "χαλαρή" νομισματική πολιτική των βασικών κεντρικών τραπεζών (Ομοσπονδιακή τράπεζα ΗΠΑ, ΕΚΤ, ΚΤΙ). Αλλά αν αρχίσουν οι πτωχεύσεις ακόμη και εισηγμένων στα χρηματιστήρια,ίσως και να μην καλυφθούν τόσο εύκολα οι ζημιές (στα χρηματιστήρια αυτές τις μέρες παρατηρείται μεγάλη "νευρικότητα").
Η εικόνα είναι ελλιπής, αλλά αρκετή για να καταλάβουμε πως ούτε το 2015 (όγδοη χρονιά από την αρχή της κρίσης) θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για "ανάκαμψη".
Αλλά η τιμή του αργού πετρελαίου -το ένα από τα δύο εμπορεύματα που συμμετέχουν στην διαμόρφωση της τιμής όλων των άλλων, μαζί με την ανθρώπινη εργασία - έχει σοβαρές συστημικές επιπτώσεις,.κυριολεκτικά παράξενες, ορισμένες φορές.
Για παράδειγμα,σύμφωνα με την κοινή λογική οι χαμηλότερες τιμές θα ευνοήσουν την "ανάπτυξη", με το στοιχειώδη σκεπτικό που μπορεί να κάνει ένας αυτοκινητιστής: "Θα ξοδεύω λιγότερα, θα ταξιδεύω περισσότερο". Αλλά η παγκόσμια οικονομία είναι αλληλοεξαρτώμενη με πολύ πιο περίπλοκο τρόπο. Η πτώση των τιμών απειλεί ταυτόχρονα αρκετούς άμεσα ενδιαφερόμενους : τις εταιρείες σχιστολιθικού πετρελαίου,το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα που τις έχει χρηματοδοτήσει (οι επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα είναι τεράστιες), τις χώρες εξαγωγής, τις ίδιες τις πολυεθνικές "μεγάλες αδελφές", όλους τους τομείς παραγωγής που συνδέονται με το ενεργειακό δίκτυο και άλλους. Μια καταστροφή παγκοσμίων διαστάσεων με τεράστιο βάρος σε οποιαδήποτε εξέλιξη του "συστήματος".
Ξεκινάμε από τις χώρες εξαγωγής. Δεν βρίσκονται όλες στην ίδια θέση. Υπάρχουν αυτές που μπορούν να αντέξουν οικονομικά και να περάσουν ακόμα και ένα χρόνο με χαμηλές τιμές,και υπάρχουν και αυτές που ακόμα και με 100 δολάρια το βαρέλι είχαν μεγάλο πρόβλημα λόγω της μείωσης των εσόδων. Η Σαουδική Αραβία βρίσκεται μεταξύ των πρώτων, η Ρωσία, η Βενεζουέλα και το Ιράν μεταξύ των δεύτερων. Το ρούβλι πέφτει συνεχώς (έφτασε στα 71 ρούβλια για 1 ευρώ), ενώ στη Βενεζουέλα η παρέμβαση των ΗΠΑ επιταχύνει τις εξελίξεις (μόλις προχθές κατάσχεσαν ένα φορτηγό με δολάρια με προορισμό τους πραξικοπηματίες της αντιπολίτευση και η κυβέρνηση Ομπάμα αποφάσισε νέες κυρώσεις σε βάρος της Βενεζουέλας), προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την δύσκολη οικονομικά κατάσταση της προεδρίας Μαντούρο.
Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα του σχιστόλιθου έχουν προδιαγεγραμμένο μέλλον. Είναι υπερχρεωμένες και βραχυπρόθεσμα, δεν υπάρχει γιαυτές οποιαδήποτεέχουν προοπτική για κάποια μικρή, έστω, κερδοφορία. Κάποιες από αυτές πρόκειται να εξαγοραστούν από γίγαντες του τομέα, αλλά και για τις μεγαλύτερες εταιρείες του τομέα, μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών τιμών,–θα σημάνει τη συγχώνευση τους με κάποιον ανταγωνιστή. Η "αγορά", με λίγα λόγια, συρρικνώνεται οι ισχυροί επιβιώνουν, και οι μικροί εξαφανίζονται.
Το πρόβλημα για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι αρκετά σοβαρό, όσο και να μετριάζεται κάπως από τη "χαλαρή" νομισματική πολιτική των βασικών κεντρικών τραπεζών (Ομοσπονδιακή τράπεζα ΗΠΑ, ΕΚΤ, ΚΤΙ). Αλλά αν αρχίσουν οι πτωχεύσεις ακόμη και εισηγμένων στα χρηματιστήρια,ίσως και να μην καλυφθούν τόσο εύκολα οι ζημιές (στα χρηματιστήρια αυτές τις μέρες παρατηρείται μεγάλη "νευρικότητα").
Η εικόνα είναι ελλιπής, αλλά αρκετή για να καταλάβουμε πως ούτε το 2015 (όγδοη χρονιά από την αρχή της κρίσης) θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για "ανάκαμψη".